Εἶναι ἕνας τύπος μὲ μηχανάκι ποὺ ξεκινάει νὰ περάσει τὰ σύνορα μὲ μία μαύρη σακούλα. Φτάνοντας στὰ σύνορα, τὸν σταματοῦν καὶ τὸν ρωτοῦν:
– Τί ἔχεις στὴ σακούλα ἀρχηγέ;
– Χῶμα! ἀπαντᾶ ὅλο ἄνεση ὁ τυπάρας.
– Καλά, καλά, ἄνοιξε τὴ σακούλα μεγάλε…
Ἀνοίγει τὴ σακούλα ὁ τύπος καὶ τί νὰ δοῦν, χῶμα…!
– Ἀφοῦ σᾶς τὸ εἶπα ρὲ παιδιά, χῶμα κουβαλάω!
– Συγνώμη κύριε ἀλλὰ καὶ ἐμεῖς τὴν δουλειὰ μας κάνουμε! Περάστε.
Ἡ κατάσταση αὐτὴ συνεχιζόταν μῆνες, ποὺ λέτε, ἔ, κάποια στιγμὴ λένε:
Ὄντως, ὅταν ἔρχεται, τὸν διατάζουν νὰ σταματήσει:
– Σταμάτα, ἄνοιξε τὴ σακούλα.
– Τί ἔγινε ρὲ παιδιά; Τί πάθατε;
– Θὰ πάρουμε δεῖγμα ἀπὸ τὸ χῶμα καὶ θὰ τὸ στείλουμε γιὰ ἀνάλυση.
– Καλῶς, καλῶς, κάντε ὅ,τι θέλετε.

Τὴν ἄλλη μέρα ἔρχεται ὁ τύπος:
– Χίλια συγνώμη κύριε, εἴχατε δίκιο. Δὲν βρέθηκε καμιὰ παράνομη οὐσία στὸ δεῖγμα.
– Ἀφοῦ σᾶς τὸ εἶπα ρὲ παιδιά. Εἶμαι καθαρός!
– Δὲ θὰ ξαναγίνει, περάστε, τοῦ λένε…
Περνοῦσαν τὰ χρόνια, ἔ, κάποια στιγμὴ τὸν σταματάει ἕνας ἀπὸ τοὺς ὑπαλλήλους καὶ τοῦ λέει:
– Ἄκου φίλε, ἐγὼ σὲ 2 βδομάδες παίρνω σύνταξη, δὲ θὰ σὲ καρφώσω, ἀλλὰ θὰ μοῦ πεῖς εἰλικρινά, κάνεις λαθρεμπόριο;
– …Ναί!
– Καὶ τί περνᾶς;;;
– Μηχανάκια !!!