Ἐννόημα
    Ἐννόημα
  • !

    Στά μεστά στά νικηφόρα/στήθια σου ηὗρα μοναχά/τῆς γυναίκας τήν ἀπάτη/καί τῆς σάρκας τή σκλαβιά,/κι ἀχαμνή πλανεύτρα ἀγάπη/κ’ ἕν’ ἀρρωστημένο φῶς/καί τό λίγωμα πού λιώνει/τό κορμί τοῦ καθενός.

  • !

    Ὤ πού ἀγνάντια καί μακριά μου/τά μεσάνυχτα μιλεῖς/πρός τ’ ἀστέρια, πρός τά πάντα,/γλῶσσα προσταγῆς,/κι ὄντας μέσ’ στήν ἀγκαλιά σου/σφιχτοκλῇς με ἐρωτική,/ὧ γυναίκα, ἐσύ σάν ὅλες,/ψεύτρα, σκλάβα! Ποιά εἶσ’ ἐσύ;…

Ὁ Δωδεκάλογος τοῦ Γύφτου. Λόγος Γ΄

 

ΑΓΑΠΗ

Μή δῷς γυναικί τήν ψυχήν σου, ἐπιβῆναι
αὐτήν ἐπί τήν ἰσχύν σου.
Σοφία Ἰησοῦ υἱοῦ Σειράχ.

Καθάριος θά γενόμουνα σάν τήν αὐγή
καί σάν τή δροσιά, δυνατή θά γενόσουνα
σάν τόν ἥλιο ἤ σάν τή θάλασσα.
Swinburne (Ὁ Θρίαμβος τοῦ Καιροῦ).

Περδικόστηθη Τσιγγάνα,

ὦ μαγεύτρα, πού μιλεῖς

τά μεσάνυχτα πρός τ\’ ἄστρα

γλῶσσα προσταγῆς,

ποὺ μιλώντας γιγαντεύεις   

καί τούς κόσμους ξεπερνᾶς

καί τ\’ ἀστέρια σοῦ φοροῦνε

μιὰ κορώνα ξωτικιᾶς!

Σφίξε γύρω μου τή ζώνη

τῶν ἀντρίκειω σου χεριῶν· 

εἶμαι ὁ μάγος τῆς ἀγάπης,

μάγισσα τῶν ἀστεριῶν.

Μάθε με πῶς νά κατέχω

τά γραφτά θνητῶν κ\’ ἐθνῶν,

πῶς τ\’ ἀπόκρυφα τῶν κύκλων 

καί τῶν οὐρανῶν·

πῶς νά φέρνω ἀναστημένους

σέ καθρέφτες μαγικούς

τίς πεντάμορφες τοῦ κόσμου

κι ὅλους τοὺς καιρούς· 

πῶς, ὑπάκουους τοὺς δαιμόνους,

τούς λαούς τῶν ξωτικῶν,

στούς χρυσούς νά δένω γύρους

τῶν δαχτυλιδιῶν,

καθώς δένω καί τό Λόγο, 

δαίμονα καί ξωτικό,

στό χρυσό τό δαχτυλίδι,

στό Ρυθμό·

πῶς μέ βούλλα σολομώντεια

νά σφραγίζω καί νά κλειῶ 

τά μεγάλα τά τελώνια

σέ γυαλί στενό,

καί στή θάλασσα νά ρίχνω

τό γυαλί, καί νά γυρνᾶ

μέσ\’ στήν ἄβυσσο τό ὅ,τι εἶναι 

μέ τήν ἄβυσσο γενιά.

(Ἔτσι κι ἄλλο ἕνα τελώνιο,

ἔτσι καί ἡ τρανή Ψυχή

στοῦ κορμιοῦ φυλακισμένη

τό στενό γυαλί, 

μέσ\’ στή θάλασσα τῆς Σκέψης

ἄθλια πεταχτή

ζῆ κ\’ ἐκεῖ σά στήν πατρίδα,

σάμπως μιὰ ἄβυσσο κι αὐτή).

Μάθε με ὅλα νά διαβάζω 

τά ὑπερκόσμια μυστικά

στό σκολιό της ἀγκαλιᾶς σου

μέσα στά φιλιά.

Κι ὅλα γύρω μου τά πάντα

παντογνώστρα σέ μηνᾶν· 

μόνο κάτι ἀκόμα λείπει…

νά μέ! Ἐγώ κ\’ ἐσύ, τό Πᾶν!

Γιατί κάτι ξέρω, κάτι

νά σοῦ δώσω ἔχω κ\’ ἐγώ·

ἄδεια στέκεται μιὰ στάμνα 

στό βαθύ μπροστά νερό,

καί θά στή γιομίσω. Ξέρω

τήν πανώρια μουσική·

θά τή ζήσῃς θεῖα μαζί μου

στό δικό μου τό βιολί. 

Σάρκα ἡ μουσική θά γίνῃ

μέ τήν πλάστρα μας φωτιά,

κι ἀπό μᾶς θά γεννηθοῦνε

τ\’ ἀψεγάδιαστα παιδιά,

ποὺ ὅμοια τους θά σπείρουν κι ἄλλα, 

κι ὅ,τι γύρω τους ἀχνό,

ἄρρωστο, ἄσκημο, θά ρέψῃ

στόν ἀφανισμό.

Τῆς χαρᾶς θά λάμψῃ ὁ Νόμος

ποὺ προστάζει, βασιλιάς: 

\”φτάνει νά εἶσαι ἀπό ὑγεία

κι ἀπό δύναμη· νικᾶς!\”

Κι ὁ ἄνθρωπος μέσα στά θάμπη

τῆς ἀκέριας νέας ζωῆς

θά εἶναι πάντα ἤ κυβερνήτης 

ἤ τραγουδιστῆς.

Ὦ φωλιές! Ὦ ἀηδόνια! Πᾶνε

τ\’ ἄμοιαστα καί τά πεζά,

πέτρα ἀκύλιστη σκεπάζει

πεθαμένη τή Σκλαβιά 

Στερνοπαίδι ἀγάλια ἀγάλια

θά προβάλῃ καί θά βγῇ

πλάσμα ἀκόμα πιό γιομάτο,

νόημα πιό βαθύ.

Κι ὁ Ἀ ρ χ ο ν τ ά ν θ ρ ω π ο ς θά νἄβγῃ, 

ποὺ ἡ ρομφαία του κι αὐτή

θά φαντάζῃ σάν κιθάρα

παναρμονική.

Κι ὁ ἄνθρωπος ὁ βαριομοίρης

ὁ ἱδροκόπος δουλευτής 

ὁ ἄπλερος πού παραδέρνει

δοῦλος ἤ βασανιστής,

καί ἤ βασανιστής ἤ δοῦλος,

ἀμολόητα καί σκληρά

μύριους τύραννους γρικάει 

μέσ\’ στά σωθικά,

κι ὁ ἄνθρωπος ὁ βαριομοίρης

θά ὑψωθῇ θριαμβευτής

σέ μιὰ γῆ πλατιά προφήτης

μιᾶς πλατύτερης ψυχῆς. 

Δέ γνωρίζω ἀπό θρησκεῖες,

μήτε σκύβω σέ θεούς,

γνωριμιά μου ἐσύ καί πίστη!

Πῆρα ἀράδα τούς ναούς,

γύμνωσα τό εἰκονοστάσι 

βέβηλα καί τό βωμό,

λείψαν\’ ἅγια, τίμια ξύλα,

κάθε πρόσφορο ἱερό,

δισκοπότηρα, λαμπάδες,

ὅλα τ\’ ἅγια τῆς καρδιᾶς, 

ὅλα στἄρριξα σάν ἄνθια,

γιά νά τά πατᾶς!

…Εἶπα, κι ἄκουσες, καί γέρνεις…

Τρισαλιά μου, ὤ τρισαλιά,

στό σκολιό τῆς ἀγκαλιᾶς σου 

μ\’ ὅλα τά φιλιά!

Περδικόστηθη Τσιγγάνα,

ὦ μαγεύτρα, πού μιλεῖς

τά μεσάνυχτα πρός τ\’ ἄστρα

γλῶσσα προσταγῆς! 

Στά μεστά στά νικηφόρα

στήθια σου ηὗρα μοναχά

τῆς γυναίκας τήν ἀπάτη

καί τῆς σάρκας τή σκλαβιά,

κι ἀχαμνή πλανεύτρα ἀγάπη 

κ\’ ἕν\’ ἀρρωστημένο φῶς

καί τό λίγωμα πού λιώνει

τό κορμί τοῦ καθενός.

Μέσα μου κι ἄν νά σαλεύῃ

ἄκουα κάτι σά φτερό, 

μέ τ\’ ἀντρίκειά σου τά χέρια

συντριψες καί τό φτερό.

Ὤ πού ἀγνάντια καί μακριά μου

τά μεσάνυχτα μιλεῖς

πρός τ\’ ἀστέρια, πρός τά πάντα, 

γλῶσσα προσταγῆς,

κι ὄντας μέσ\’ στήν ἀγκαλιά σου

σφιχτοκλῇς με ἐρωτική,

ὧ γυναίκα, ἐσύ σάν ὅλες,

ψεύτρα, σκλάβα! Ποιά εἶσ\’ ἐσύ;…