
Εὐτυχῶς ὁ παράλυτος τῆς σημερινῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς καὶ oἱ ἄνθρωποι ποὺ τὸν ἔφεραν στὸν Χριστό, δὲν ἀντέδρασαν παρόμοια, ἀκούγοντας τὸν Χριστὸ νὰ τὸν ὑποδέχεται μὲ τὰ λόγια: «θάρρος, παιδί μου! Σοῦ συγχωροῦνται oἱ ἁμαρτίες σου». Σίγουρα δὲν εἶχαν τὸ ρηχὸ μυαλὸ τοῦ Γάλλου βασιλιᾶ, ὁ ὁποῖος δὲν καταλάβαινε ὅτι ἡ σύγχυση δὲν βρισκόταν στὰ λόγια τοῦ ἱερέα, ἀλλὰ στὴ δική του ἐπιπόλαιη ἀντίληψη.
Ὁ Χριστὸς διαλύοντας τέτοιες συγχύσεις ἔχει πεῖ: «Ζητεῖτε πρῶτον τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν δικαιοσύνην αὐτοῦ, καὶ ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν» (Ματθ. 6,33). Δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ εἶναι τὸ νὰ μᾶς δικαιώσει καὶ νὰ μᾶς ἀπαλλάξει ἀπὸ τὴν κατάκριση καὶ τὴν καταδίκη γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας. Γι’ αὐτό, τὸ κύριο αἴτημα τῆς Ἐκκλησίας μας δὲν εἶναι «ὑπὲρ ὑγείας», ἀλλὰ «ὑπὲρ ἀφέσεως τῶν ἁμαρτιῶν» μας.
Εἶναι θλιβερὸ τὸ φαινόμενο νὰ καταφεύγει κανεὶς στὸν Θεὸ μόνο γιὰ ἐγκόσμια πράγματα. Τότε τὸ αἴτημά του, ὄχι μόνο δὲν θὰ ἦταν εὐάρεστο στὸν Θεό, ἀλλὰ θὰ καταντοῦσε καὶ ἁμαρτωλό, ἔστω κι ἂν τὸ ζητοῦσε γονατιστά! Διότι τὸν Θεὸ πρέπει νὰ τὸν ζητᾶμε κατὰ τὸ ἅγιο θέλημά του. Καὶ τὸ πρῶτο, ποὺ θέλει ὁ Θεός, εἶναι «ὅλοι οἱ ἄνθρωποι νὰ σωθοῦν καὶ νὰ ἀποκτήσουν ἐπίγνωση τῆς ἀλήθειας» (Α\’ Τιμ. 2,4).
Οἱ εὐθεῖς καὶ οἱ πλάγιοι
Ὁ Χριστὸς θεραπεύοντας τὸν παράλυτο, ἀφοῦ πρῶτα τοῦ συγχώρησε τὶς ἁμαρτίες, ἀφενὸς δίνει τρανὴ μαρτυρία γιὰ τὴ θεότητά του καὶ ἀφετέρου ἀποκαλύπτει ὅτι οἱ γραμματεῖς πάσχουν ἀπὸ χειρότερη παραλυσία ἀπὸ τὸν θεραπευθέντα, διότι «ἐνθυμοῦνται πονηρὰ ἐν ταῖς καρδίαις αὐτῶν». Ἡ πονηρὴ διάθεση τοὺς τυφλώνει καὶ τοὺς στερεῖ τὴ δυνατότητα νὰ ὀρθοποδήσουν καὶ νὰ «περπατήσουν» πρὸς τὴν ἀληθινὴ πίστη. Γι’ αὐτοὺς τοὺς πονηροὺς τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ ἔχει πεῖ: «Ἐὰν πορεύησθε πρὸς με πλάγιοι, καὶ ἐγὼ πορεύσομαι μεθ’ ὑμῶν θυμῷ πλαγίῳ»· δηλαδή, ἂν ἐξακολουθεῖτε νὰ ζεῖτε μὲ πονηρία καὶ χωρὶς εὐθύτητα, θὰ φερθῶ κι ἐγὼ σὲ σᾶς μὲ τρόπο ποὺ θὰ σᾶς φανεῖ πονηρὸς (Λευ. 26, 23-24).
Ἀντίθετα, οἱ ἄνθρωποι ποὺ ἔφεραν τὸν παράλυτο, καὶ προφανῶς καὶ ὁ παράλυτος, ἦταν «εὐθεῖς τῇ καρδίᾳ» καὶ μὲ ἄδολη πίστη, ἡ ὁποία δὲν ἄφησε ἀσυγκίνητο τὸν Χριστό. Τὸ εὐαγγελικὸ κείμενο ἐπισημαίνει ὅτι ὁ Κύριος σπλαχνίσθηκε τὸν παράλυτο «ἰδὼν τὴν πίστιν αὐτῶν». Μία τέτοια πίστη κάποιων ἀνθρώπων – γονέων, φίλων, πνευματικῶν πατέρων καὶ ἀδελφῶν – ὁδήγησε κάποτε κι ἐμᾶς στὸν Χριστό. Τοὺς ὀφείλουμε βαθιὰ καὶ ἰσόβια εὐγνωμοσύνη. Καὶ ὅσο συνειδητοποιοῦμε ὅτι συνεχῶς μᾶς ἀπειλεῖ μία πνευματικὴ παραλυσία, τόσο θὰ ἔπρεπε νὰ ἀναζητοῦμε «τραυματιοφορεῖς» καὶ χειραγωγούς, ποὺ θὰ μᾶς ὁδηγοῦν σταθερὰ στὸν Χριστό· τόσο ἔχουμε ἀνάγκη ποιμένες, ποὺ θὰ μᾶς στηρίζουν μὲ τὰ λόγια τοῦ προφήτη Ἠσαΐα (35,3-5): «Ἰσχύσατε χεῖρες ἀνειμέναι καὶ γόνατα παραλελυμένα· ἰσχύσατε, μὴ φοβεῖσθε· ἰδοὺ ὁ Θεὸς ἡμῶν… ἤξει καὶ σώσει ἡμᾶς»· δηλαδή, δυναμῶστε χέρια ἐξαντλημένα καὶ γόνατα παράλυτα· δυναμῶστε καὶ μὴ φοβεῖσθε· νά, ὁ Θεός μας θὰ ἔλθει καὶ θὰ μᾶς σώσει.
Τὸ θαῦμα μιᾶς ἀφίσας
Κάποτε μᾶς καλεῖ καὶ μᾶς ἀξιώνει ὁ Θεὸς νὰ διακονήσουμε κι ἐμεῖς στὸ σωτήριο ἔργο τῆς θεραπείας «παραλύτων», καὶ μάλιστα μὲ τρόποι ποὺ ποτὲ δὲν θὰ μπορούσαμε νὰ φαντασθοῦμε. Χαρακτηριστικὸ εἶναι τὸ ἀκόλουθο περιστατικό:
Τὰ παιδιὰ κάποιου Κέντρου Νεότητας, ὀργαvώvοvτας ἐκδήλωση ἀφιερωμένη στὸν μακαριστὸ παπα-Ἐφραὶμ Κατουνακιώτη, τοιχοκόλλησαν καὶ ἀφίσες μὲ φωτογραφία τοῦ Γέροντα. Μία ἑβδομάδα πρὶν ἀπὸ τὴν ἐκδήλωση μία παρέα ἀπὸ αὐτὰ τὰ παιδιὰ εἶδαν σὲ κεντρικὸ δρόμο τῆς πόλης ἕναν νεαρό, νὰ ἔχει σταματήσει μὲ τὴ μηχανή του καὶ νὰ ἔχει ἀγκαλιάσει μιὰ κολόνα. Πλησίασαν καὶ τὸν εἶδαν νὰ φιλάει τὸ πρόσωπο τοῦ γέροντα στὴν ἀφίσα καὶ νὰ τοῦ μιλάει κλαίγοντας. Τὰ παιδιὰ τὸν ρώτησαν καὶ αὐτὸς ἀπάντησε πὼς τὸ βλέμμα αὐτοῦ τοῦ ἄγνωστου γέροντα εἶχε μιλήσει στὴν καρδιά του. Μέχρι τότε ζοῦσε ἄστατη ζωὴ καὶ εἶχε πολὺ ταλαιπωρηθεῖ. Εἶχε φτάσει στὰ ὅρια τῆς ἀπελπισίας. Βλέποντας αὐτὴ τὴν ἄγνωστη μορφὴ ἔνιωσε ἕναν συγκλονισμὸ καὶ θέλησε νὰ ἀλλάξει ζωή. Ρώτησε τὰ παιδιὰ ποῦ βρίσκεται αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος, καὶ τὰ παιδιὰ τοῦ ἀπάντησαν ὅτι ὁ γέροντας εἶχε κοιμηθεῖ. Σὰν τὸ ἄκουσε αὐτό, κάθισε στὸ πεζοδρόμιο καὶ ξέσπασε σὲ λυγμούς.
Τὸ μεγάλο θαῦμα εἶχε γίνει. Τὸ παιδὶ ἀναζήτησε πνευματικὸ καὶ σήμερα πλέον ζεῖ συνειδητὴ πνευματικὴ ζωή. Τὸ ζωντανὸ βλέμμα μιᾶς ἄψυχης ἀφίσας, ποὺ κάποια παιδιὰ ἔβαλαν σὲ μία κολόνα, ἔστησε στὰ πόδια του ἕναν «παράλυτο» νεαρὸ καὶ τὸν ἔβαλε στὸν δρόμο τῆς σωτηρίας.