Κυριακὴ Δ’ Ματθαίου
Ἡ εὐαγγελικὴ περικοπὴ τῆς Κυριακῆς Δ΄ Ματθαίου διηγεῖται τὴν θεραπεία ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ τοῦ δούλου ἑνὸς Ρωμαίου ἀξιωματούχου, ἑνὸς ἑκατόνταρχου. Εἶναι σὲ μετάφραση ἡ ἀκόλουθη:
«Μόλις μπῆκε ὁ Ἰησοῦς στὴν Καπερναούμ, τὸν πλησίασε ἕνας ἑκατόνταρχος καὶ τὸν παρακαλοῦσε μ’ αὐτὰ τὰ λόγια: «Κύριε, ὁ δοῦλος μου εἶναι κατάκοιτος στὸ σπίτι, παράλυτος, καὶ ὑποφέρει φοβερά». Ὁ Ἰησοῦς τοῦ λέει: «Ἐγὼ θὰ ἔρθω καὶ θὰ τὸν θεραπεύσω». Ὁ ἑκατόνταρχος τοῦ ἀποκρίθηκε: «Κύριε, δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ σὲ δεχτῶ στὸ σπίτι μου· πὲς ὅμως μόνο ἕναν λόγο, καὶ θὰ γιατρευτεῖ ὁ δοῦλος μου. Εἶμαι κι ἐγὼ ἄνθρωπος κάτω ἀπὸ ἐξουσία, καὶ ἔχω στρατιῶτες στὴ διοίκησή μου· λέω στὸν ἕνα «πήγαινε» καὶ πηγαίνει, καὶ στὸν ἄλλο «ἔλακαὶ ἔρχεται» καὶ στὸν δοῦλο μου «κᾶνε αὐτὸ» καὶ τὸ κάνει». Ὅταν τὸν ἄκουσε ὁ Ἰησοῦς, θαύμασε καὶ εἶπε σ’ ὅσους τὸν ἀκολουθοῦσαν: «Σᾶς βεβαιώνω πὼς τόση πίστη οὔτε ἀνάμεσα στοὺς Ἰσραηλίτες δὲν βρῆκα. Καὶ σᾶς λέω πὼς θὰ ‘ρθουν πολλοὶ ἀπὸ ἀνατολὴ καὶ δύση καὶ θὰ καθίσουν μαζὶ μὲ τὸν Ἀβραάμ, τὸν Ἰσαὰκ καὶ τὸν Ἰακὼβ στὸ τραπέζι τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν, ἐνῶ οἱ κληρονόμοι τῆς βασιλείας θὰ πεταχτοῦν ἔξω στὸ σκοτάδι· ἐκεῖ θὰ κλαῖνε, καὶ θὰ τρίζουν τὰ δόντια τους». Ὕστερα εἶπε στὸν ἑκατόνταρχο ὁ Ἰησοῦς: «Πήγαινε, κι ἂς γίνει αὐτὸ ποὺ πίστεψες». Καὶ γιατρεύτηκε ὁ δοῦλος ἐκείνη τὴν ὥρα» (Ματθ. 8, 5-13).
Κάνουν συγκλονιστικὴ ἐντύπωση τὰ λόγια τοῦ ἑκατόνταρχου τῆς διηγήσεως: «Κύριε, δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ σὲ δεχτῶ στὸ σπίτι μου. πὲς ὅμως μόνο ἕναν λόγο, καὶ θὰ γιατρευτεῖ ὁ δοῦλος μου».
Νὰ τὸ πρῶτο βῆμα τῆς λυτρώσεως: ἡ συναίσθηση τῆς ἀναξιότητας, τὸ ξεγύμνωμα τοῦ ἑαυτοῦ μας ἀπὸ ὅλα τὰ ὀχυρὰ ποὺ κτίζουμε συνήθως γιὰ νὰ σταθοῦμε μὲ πολλὲς ἀξιώσεις μέσα στὴ ζωή, νὰ δείξουμε στοὺς ἄλλους τὴν δύναμή μας, νὰ πείσουμε καὶ μᾶς τοὺς ἴδιους γιὰ τὴν ὑπεροχή μας. Κι ὅλα αὐτὰ τὰ ὀχυρὰ ὄχι μόνο μᾶς ἀποξενώνουν ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό μας, γιατί μᾶς κάνουν νὰ συμπεριφερόμαστε διαφορετικὰ ἀπ’ ὅ,τι εἴμαστε στὴν πραγματικότητα, ἀλλ’ ἐμποδίζουν τὴν πραγματικὴ ἐπικοινωνία μας μὲ τὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἀνθρώπους. Δημιουργοῦν αὐταπάτες ποὺ ἀποβαίνουν πολλὲς φορὲς ὀλέθριες. Ἡ προειδοποίηση τοῦ Χριστοῦ εἶναι σκληρὴ ἀλλὰ καὶ κατηγορηματική, καὶ δὲν ἀπευθύνεται μόνο στοὺς Ἰσραηλίτες ἀλλὰ καὶ σὲ κάθε χριστιανὸ ποὺ ἔχει τὴν ψεύτικη βεβαιότητα καὶ τὴν ἐξωτερικὰ μόνο προβαλλόμενη καὶ ἐπιβαλλόμενη ἰδιότητα τοῦ υἱοῦ τῆς βασιλείας: «Θὰ ἔρθουν πολλοὶ ἀπὸ ἀνατολὴ καὶ δύση καὶ θὰ καθίσουν μαζὶ μὲ τὸν Ἀβραὰμ καὶ τὸν Ἰσαὰκ καὶ τὸν Ἰακὼβ στὸ τραπέζι τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν, ἐνῶ οἱ κληρονόμοι τῆς βασιλείας θὰ πεταχτοῦν ἔξω στὸ σκοτάδι».
Εἶναι τρομερὴ ἡ ἀντιστροφὴ τῶν πραγμάτων, τὴν ὁποία προαναγγέλλει τὸ Εὐαγγέλιο ὄχι μόνο μὲ τὸν προειδοποιητικὸ αὐτὸ στίχο ἀλλὰ καὶ σὲ πολλὰ ἄλλα σημεῖα. Εἶναι τραγικὸ νὰ ζοῦν πολλοὶ χριστιανοὶ μὲ τὴν αὐτάρεσκη βεβαιότητα τοῦ τέλειου πνευματικὰ ἀνθρώπου, νὰ κρίνουν τοὺς ἄλλους, νὰ περιγράφουν τὶς μελλοντικὲς τιμωρίες τῶν ἁμαρτωλῶν καὶ συγχρόνως νὰ λησμονοῦν ὅτι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι βρίσκονται κάτω ἀπὸ τὴν κρίση τοῦ Θεοῦ καὶ – τὸ σπουδαιότερο – ὅτι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἔχουν ἀνάγκη τῆς λυτρώσεως ποὺ προσφέρει ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Οἱ «ἁμαρτωλοὶ» ποὺ συναισθάνονται τὴν γύμνια τους δέχονται τὴ σωστικὴ χάρη τοῦ Θεοῦ πολὺ πιὸ εὔκολα ἀπὸ τοὺς «εὐσεβεῖς» ποὺ δημιούργησαν τεῖχος ἀνάμεσα στὸν ἑαυτό τους καὶ τὴν πραγματικότητα.
Ἡ συζήτηση τοῦ Χριστοῦ μὲ τὸν ἑκατόνταρχο εἶναι ἀποκαλυπτικὴ γιὰ ὅλους τοὺς χριστιανοὺς κάθε ἐποχῆς, ὄχι μόνο ἐξ ἀφορμῆς τῆς προειδοποιητικῆς σημασίας ποὺ ἔχουν τὰ λόγια «Θὰ ἔρθουν πολλοὶ ἀπὸ ἀνατολὴ καὶ δύση καὶ θὰ καθίσουν……», ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν ὑποδειγματικὴ αὐτοσυναίσθηση τῆς ἀναξιότητας ποὺ ἐκφράζει ἡ ὁμολογία τοῦ ρωμαίου ἀξιωματικοῦ: «Κύριε, δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ σὲ δεχτῶ στὸ σπίτι μου».