Ἡ ἀλληγορία τοῦ σπηλαίου (1)

\"\"

(ΠΛ Πολ 514a–521b: Ἡ ἀλληγορία τοῦ σπηλαίου)

Ἡ ἀφήγηση τῆς ἀλληγορίας 

          Οἱ συνομιλητὲς ἀποφάσισαν νὰ ἐξετάσουν τὴ φύση τῆς δικαιοσύνης, στὰ πλαίσια μιᾶς πολιτείας ποὺ θὰ δημιουργοῦσαν ἐξαρχῆς. Ἀφοῦ συμφωνήθηκε νὰ δοθεῖ ἡ διοίκηση αὐτῆς τῆς πολιτείας στοὺς φιλοσόφους, καθορίστηκαν τόσο ἡ φύση τοῦ ἀγαθοῦ , τῆς ἀνώτερης ἰδέας, ποὺ παραλληλίστηκε μὲ τὸν ἥλιο, ὅσο καὶ οἱ τέσσερις ἀναβαθμοὶ τῆς γνώσης: ( εἰκασία, πίστις, διάνοια, νόησις ). Γιὰ νὰ αἰσθητοποιήσει τὶς παραπάνω ἀπόψεις, ὁ Σωκράτης παραθέτει στὴ συνέχεια τὴν ἀλληγορία τοῦ σπηλαίου.

 

         Μτφρ. Ι.Ν. Γρυπάρης. χ.χ. Πλάτων. Πολιτεία. Εἰσαγωγή, μετάφραση, σχόλια. Πρόλογος Ε. Παπανοῦτσος. Ι–ΙΙ.
Ἀθῆνα: Ζαχαρόπουλος.

 

Μετάφραση
 
         Ὓστερ\’ ἀπ\’ αὐτὰ παράστησε τώρα τὴν ἀνθρώπινη φύση, σχετικὰ μὲ τὴν παιδεία καὶ τὴν ἀπαιδευσία, μὲ τὴν ἀκόλουθη εἰκόνα ποὺ θὰ σοῦ εἰπῶ: Φαντάσου σὰν μέσα σ\’ ἕνα σπήλαιο κάτω ἀπὸ τή γῆ, ποὺ νὰ ἔχῃ τὴν εἴσοδό του ἀνοιγμένη πρὸς τὸ φῶς σ\’ ὅλο τὸ μάκρος της• ἀνθρώπους ποὺ ἀπὸ παιδιὰ νὰ βρίσκουνται ἐκεῖ μέσα ἁλυσοδεμένοι ἀπὸ τὰ πόδια καὶ τὸν τράχηλο, σὲ τρόπο ποὺ νὰ μένουν πάντα στὴν ἴδια θέση καὶ μόνο ἐμπρὸς των νὰ βλέπουν, χωρὶς νὰ μποροῦν νὰ στρέψουν γύρω τὴν κεφαλὴ τους ἐξ αἰτίας τὰ δεσμὰ τους• καὶ ἀπὸ πίσω σὲ ἀρκετὴ ἀπόσταση καὶ ὑψηλότερά τους νὰ ὑπάρχῃ ἀναμμένη φωτιά, ποὺ τὸ φῶς της νὰ ἔρχεται ὡς αὐτοὺς καὶ ἀνάμεσα στὴ φωτιὰ καὶ τοὺς δεσμῶτες ἕνας δρόμος πρὸς τὰ ἐπάνω• καὶ πλάι στὸ δρόμο φαντάσου ἀκόμα παράλληλά του χτισμένο ἕνα μακρὺ τοιχαράκι σὰν ἐκεῖνα τὰ διαφράγματα ποὺ ἔχουν βαλμένα οἱ θαυματοποιοὶ ἐμπρὸς ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους καὶ τοὺς δείχνουν πάνω ἀπὸ κεῖ τὶς ταχυδακτυλουργίες των.

Τὰ φαντάζομαι ὅλ\’ αὐτά.

         Φαντάσου τώρα ἀνθρώπους νὰ περνοῦν κατὰ μῆκος αὐτοῦ τοῦ τοίχου φορτωμένοι κάθε λογῆς ἀντικείμενα, καθὼς καὶ ἀγάλματα ἀνθρώπων καὶ ζῴων κατασκευασμένα ἀπὸ ξύλο ἤ πέτρα ἤ ὅ,τι ἄλλο, ποὺ νὰ ξεπερνοῦν ὅλ\’ αὐτὰ πιὸ ψηλὰ ἀπὸ τὸ τοιχαράκι, κι αὐτοὶ ποὺ τὰ σηκώνουν, ὅπως εἶναι φυσικό, ἄλλοι νὰ μιλοῦν καθὼς περνοῦν μεταξύ τους κι ἄλλοι νὰ σωπαίνουν.

          Πολὺ παράξενη εἶναι ἡ εἰκόνα καὶ ἀλλόκοτοι οἱ δεσμῶτες σου.

          Καὶ μολαταῦτα ὅμοιοι μὲ μᾶς• καὶ πρῶτα πρῶτα νομίζεις πὼς αὐτοὶ οἱ δεσμῶτες ἔχουν ἰδεῖ ποτὲ καὶ ἀπὸ τοὺς ἑαυτοὺς των καὶ ἀπὸ τοὺς τριγυρνοὺς των τίποτε ἄλλο, ἐκτὸς ἀπὸ τὶς σκιὲς πού πέφτουν ἀπὸ τὴ λάμψη τῆς φωτιᾶς ἐπάνω στὸ ἀντικρυνὸ τους μέρος τῆς σπηλιᾶς;

          Καὶ πῶς νὰ δοῦν, ἀφοῦ εἶναι ἀναγκασμένοι νὰ κρατοῦν ἀκίνητα τὰ κεφάλια ὅλη τους τὴ ζωή;

         Ἀκόμα καὶ ἀπὸ τὰ ἀντικείμενα πού περνοδιαβαίνουν, ἄλλο τίποτα ἀπὸ τὶς σκιὲς των;

         Τί ἄλλο βέβαια;

         Κι ἂν θὰ μποροῦσαν νὰ μιλοῦν μεταξύ τους, δὲ νομίζεις νὰ πιστεύουν πώς τὰ ὀνόματα πού δίνουν στὶς σκιὲς πού βλέπουν νὰ διαβαίνουν ἐμπρός τους, ἀναφέρονται σ\’ αὐτὰ τὰ ἴδια τὰ ἀντικείμενα;

          Ἀναγκαστικά.

         Κι ἂν ἀκόμα ἡ φυλακὴ τους ἔστελνε ἀντίλαλο ἀπὸ ἀντικρύ τους, ὅταν θὰ μιλοῦσε κανεὶς ἀπ\’ ὅσους περνοῦν, νομίζεις πώς τίποτ\’ ἄλλο θὰ φαντάζονταν, παρὰ ὅτι ἡ σκιὰ εἶναι ἐκείνη πού μιλᾷ;

         Τί ἄλλο βέβαια;

         Καὶ ἐξάπαντος, τίποτ\’ ἄλλο οἱ τέτοιοι δὲ θὰ πίστευαν ἀληθινό, παρὰ μονάχα ἐκεῖνες τὶς σκιές.

         Ἀνάγκη πᾶσα.

         Σκέψου τώρα, τί θὰ \’πρεπε νὰ συμβῇ φυσικὰ μ\’ αὐτούς, ἂν κανεὶς ἤθελε τοὺς λύσει ἀπὸ τὰ δεσμά τους καὶ τοὺς θεραπεύσει ἀπὸ τὴν πλάνη καὶ τὴν ἄγνοιά τους• κάθε φορά ποὺ θὰ λύνονταν ἕνας καὶ θὰ \’ναγκάζονταν ἔξαφνα νὰ σηκωθῆ καὶ νὰ στρέψη τὸ λαιμό του καὶ νὰ περπατήση καὶ νὰ κοιτάξη πρὸς τὸ μέρος τῆς φωτιᾶς, καὶ πονοῦσε ἐνῷ ἔκανε ὅλ\’ αὐτὰ καὶ δὲ μποροῦσε ἀπὸ τὸ ἀκτιδοβόλισμα τῆς φωτιᾶς νὰ δῆ καθαρὰ ἐκεῖνα ποὺ ἔβλεπε ὡς τότε τὶς σκιὲς των, τί νομίζεις πὼς θὰ πῇ, ἂν τοῦ ἔλεγε κανείς, ὅτι ὅσα ἔβλεπε τότε ἦταν φλυαρίες καὶ πὼς τώρα, γυρισμένος κάπως πιὸ κοντὰ στὸ ὂν καὶ σὲ ἀντικείμενα περισσότερο πραγματικά, βλέπει σωστότερα, κι ἂν μάλιστα δείχνοντάς του τὸ καθένα ἀπ\’ ὅσα θὰ περνοῦσαν ἀπὸ μπρός του, τὸν ἀνάγκαζε ν\’ ἀποκριθῆ τί εἶναι αὐτό, δὲ νομίζεις πὼς θὰ ἔπεφτε σὲ μεγάλη ἀπορία καὶ θὰ νόμιζε πώς ἐκεῖνα πού ἔβλεπε τότε, ἦταν ἀληθινώτερα ἀπ\’ αὐτὰ πού τοῦ δείχνουν τώρα ;

         Καὶ πολὺ μάλιστα.

         Κι ἂν λοιπὸν τὸν ἀνάγκαζε κανεὶς νὰ στρέψη τὰ μάτια του στὸ ἴδιο τὸ φῶς, δὲ θὰ τοῦ πονοῦσαν τὰ μάτια καὶ δὲ θὰ \’φευγε γιὰ νὰ ξαναγυρίση πάλι σὲ κεῖνα ποὺ μπορεῖ νὰ βλέπῃ καὶ δὲ θὰ νόμιζε πὼς ἐκεῖνα εἶναι πραγματικῶς καθαρώτερα καὶ ἀληθινώτερα ἀπ\’ αὐτὰ πού τοῦ δείχνουν;

         Ἔτσι βέβαια.

         Κι ἂν τέλος τὸν ξεκολλοῦσε κανεὶς ἀπὸ κεῖ κάτω μὲ τὴ βία, ἀπὸ ἕνα κακοτράχαλο καὶ ἀνηφορικὸ δρόμο, καὶ δὲν τὸν ἄφηνε πρὶν τὸν τραβήξη ἔξω στὸ φῶς τοῦ ἥλιου, ἄραγε δὲ θὰ τραβοῦσε μαρτύρια καὶ δὲ θ\’ ἀγανακτοῦσε ὅσο τὸν ἔσερναν, κι ὅταν θάφτανε στὸ φῶς, μὲ πλημμυρισμένα τὰ μάτια του ἀπ\’ τὴ φεγγοβολή, θὰ μποροῦσε νὰ δῆ καὶ ἕνα καν ἀπ\’ ὅσα ἐμεῖς λέμε τώρα ἀληθινά;

         Ὄχι βέβαια, ἔτσι τουλάχιστο ἐξαφνικά.

         Θὰ χρειάζονταν πραγματικῶς νὰ συνηθίση πρῶτα, γιὰ νὰ κατορθώση νὰ βλέπῃ καθαρὰ ὅσα εἶναι ἐκεῖ ἐπάνω• καὶ στὴν ἀρχὴ θὰ μποροῦσε νὰ βλέπῃ εὐκολώτερα τὶς σκιές, ἔπειτα ἐπάνω στὰ νερὰ τὰ εἴδωλα τῶν ἀνθρώπων καὶ τῶν ἄλλων, καὶ στερνὰ κι αὐτὰ τὰ ἴδια• κατόπι ἀπ\’ αὐτὰ κι ὅσα εἶναι στὸν οὐρανὸ καὶ τὸν ἴδιο τὸν οὐρανό, θὰ μποροῦσε νὰ στραφῆ ἤ νὰ κοιτάξη τὴ νύχτα εὐκολώτερα, μὲ τὸ φῶς τοῦ φεγγαριοῦ καὶ τῶν ἄστρων, παρὰ τὴν ἡμέρα μὲ τὸν ἥλιο καὶ τὸ φῶς του.

          Πῶς ὄχι;

          Καὶ τελευταία, θὰ μποροῦσε νὰ ἰδῆ, ὑποθέτω, καὶ αὐτὸν τὸν ἴδιο τὸν ἥλιο, ὄχι μέσα στὰ νερὰ ἤ σὲ ἄλλη θέση τὰ εἴδωλά του, ἀλλ\’ αὐτὸν καθαυτὸν στὴ θέση του, καὶ νὰ παρατηρήση τί λογῆς εἶναι.

          Ἀναγκαστικά.

         Ὓστερ\’ ἀπ\’ αὐτὰ θὰ \’κανε τὴ σκέψη γι\’ αὐτόν, πὼς αὐτὸς εἶναι ποὺ κάνει τὶς ἐποχὲς καὶ τοὺς ἐνιαυτούς, καὶ διευθύνει σὰν ἐπίτροπος ὅλα στὸν ὁρατὸ κόσμο, καὶ ὁ αἴτιος, γιὰ νὰ ποῦμε ἔτσι, ὅλων ἐκείνων ποὺ ἔβλεπαν αὐτοί.

          Εἶναι φανερὸ πὼς σ\’ αὐτὸ τὸ συμπέρασμα θάφτανε σιγὰ σιγά.

          Καὶ τί λοιπόν; ὅταν θὰ θυμόταν τὴν πρώτη του ἐκείνη κατοικία καὶ τὴ σοφία ποὺ εἶχαν ἐκεῖ κάτω αὐτὸς καὶ οἱ συδεσμῶτες του, δὲ νομίζεις πὼς θὰ μακάριζε τὸν ἑαυτὸ του γι\’ αὐτὴ τὴ μεταβολὴ καὶ θὰ ἐλεεινολογοῦσε ἐκείνους;

           Καὶ πολὺ μάλιστα.
 
           Καὶ ἂν ὑπῆρχαν μεταξύ τους ἐκεῖ κάτω ἔπαινοι καὶ τιμὲς καὶ τίποτα βραβεῖα γιὰ κεῖνον ποὺ θάχε ἰσχυρότερη ὅραση νὰ βλέπῃ ὅ,τι θὰ περνοῦσε ἐμπρός του, καὶ νὰ θυμᾶται ποιὰ συνηθίζουν νὰ περνοῦν πρῶτα, ποιὰ κατόπι τους καὶ ποιὰ μαζί–μαζί καὶ ἔτσι νὰ ἦταν σὲ θέση νὰ μαντεύῃ καλύτερα ἀπὸ κάθε ἄλλο τίνος θὰ εἶναι ἡ σειρά του νὰ παρουσιαστῆ, τί λές; θὰ εἶχε καμιὰ ἐπιθυμία γιὰ ὅλ\’ αὐτὰ καὶ θὰ ζήλευε ἐκείνους ποὺ ἔτσι ἐτιμοῦσαν ἐκεῖ κάτω καὶ πού ἀφέντευαν ἐπάνω στοὺς ἄλλους; ἤ δὲ θὰ πάθαινε ἐκεῖνο ποὺ λέει ὁ Ὅμηρος γιὰ τὸν Ἀχιλλέα, καὶ θὰ προτιμοῦσε χίλιες φορὲς καλύτερα νὰ ζῇ στὸν ἐπάνω κόσμο καὶ νὰ δουλεύῃ κοντὰ σ\’ ἕναν ἄλλο δίχως κλῆρο ἄνθρωπο, παρὰ νὰ ἔχῃ τὶς ἴδιες τὶς ἰδέες καὶ τὴν ἴδια ζωὴ ὅπως ἐκεῖ κάτω;

         Κάθε ἄλλο κ\’ ἐγὼ παραδέχομαι πὼς θὰ προτιμοῦσε νὰ πάθη, παρὰ νὰ ζῇ μ\’ ἐκεῖνο τὸν τρόπο.

         Βάλε τώρα στὸ νοῦ σου κι αὐτό: ἂν ἕνας τέτοιος ἤθελε ξανακατέβει πάλι ἐκεῖ καὶ ξανακαθίσει στὸ θρονί του, δὲ θὰ γέμιζαν τὰ μάτια του ξανὰ σκοτάδι, καθὼς θὰ \’ρχόταν ξαφνικὰ ἀπὸ τὸν ἥλιο;

         Καὶ πολὺ βέβαια.

         Κι ἂν ἦταν ἀνάγκη νὰ παραβγῇ μὲ κείνους τοὺς παντοτινοὺς ἐκεῖ κάτω δεσμῶτες λέγοντας τὴ γνώμη του γιὰ κεῖνες τὶς σκιές, ἐνῷ ἀκόμη δὲ θὰ καλοδιάκρινε πρὶν ἀποκατασταθῆ τέλεια ἡ ὅρασή του, γιατί βέβαια δὲ θὰ χρειάζονταν, καὶ πολὺ λίγος καιρὸς νὰ ξανασυνηθίση, δὲν θὰ τοὺς ἔκανε νὰ σκάσουν στὰ γέλοια καὶ δὲ θὰ \’λεγαν γι\’ αὐτὸν πὼς γύρισε ἀπὸ κεῖ πάνω π’ ἀνέβηκε μὲ χαλασμένα τὰ μάτια, καὶ πὼς δὲν ἀξίζει τὸν κόπο οὔτε νὰ δοκιμάση κανεὶς ν\’ ἀνεβῇ ἐκεῖ πάνω, κι ἂν κανεὶς ἐπιχειροῦσε νὰ τοὺς λύση καὶ νὰ τοὺς ἀνεβάση, δὲ θὰ ἦταν ἱκανοὶ καὶ νὰ τὸν σκοτώσουν ἀκόμα, ἂν μποροῦσαν νὰ τὸν πιάσουν στὰ χέρια;

         Χωρὶς ἄλλο.

Πρωτότυπο κείμενο

[514a] Μετὰ ταῦτα δή, εἶπον, ἀπείκασον τοιούτῳ πάθει τὴν
ἡμετέραν φύσιν παιδείας τε πέρι καὶ ἀπαιδευσίας. ἰδὲ γὰρ
ἀνθρώπους οἷον ἐν καταγείῳ οἰκήσει σπηλαιώδει, ἀναπεπτα-
μένην πρὸς τὸ φῶς τὴν εἴσοδον ἐχούσῃ μακρὰν παρὰ πᾶν
τὸ σπήλαιον, ἐν ταύτῃ ἐκ παίδων ὄντας ἐν δεσμοῖς καὶ τὰ
σκέλη καὶ τοὺς αὐχένας, ὥστε μένειν τε αὐτοὺς εἴς τε τὸ
[514b] πρόσθεν μόνον ὁρᾶν, κύκλῳ δὲ τὰς κεφαλὰς ὑπὸ τοῦ δεσμοῦ
ἀδυνάτους περιάγειν, φῶς δὲ αὐτοῖς πυρὸς ἄνωθεν καὶ πόρ-
ρωθεν καόμενον ὄπισθεν αὐτῶν, μεταξὺ δὲ τοῦ πυρὸς καὶ
τῶν δεσμωτῶν ἐπάνω ὁδόν, παρ’ ἣν ἰδὲ τειχίον παρῳκο-
δομημένον, ὥσπερ τοῖς θαυματοποιοῖς πρὸ τῶν ἀνθρώπων
πρόκειται τὰ παραφράγματα, ὑπὲρ ὧν τὰ θαύματα δεικνύασιν.

Ὁρῶ, ἔφη.

Ὅρα τοίνυν παρὰ τοῦτο τὸ τειχίον φέροντας ἀνθρώπους
[514c] σκεύη τε παντοδαπὰ ὑπερέχοντα τοῦ τειχίου καὶ ἀνδριάντας
[515a]
καὶ ἄλλα ζῷα λίθινά τε καὶ ξύλινα καὶ παντοῖα εἰργασμένα,
οἷον εἰκὸς τοὺς μὲν φθεγγομένους, τοὺς δὲ σιγῶντας τῶν
παραφερόντων.

Ἄτοπον, ἔφη, λέγεις εἰκόνα καὶ δεσμώτας ἀτόπους.

Ὁμοίους ἡμῖν, ἦν δ’ ἐγώ• τοὺς γὰρ τοιούτους πρῶτον μὲν
ἑαυτῶν τε καὶ ἀλλήλων οἴει ἄν τι ἑωρακέναι ἄλλο πλὴν
τὰς σκιὰς τὰς ὑπὸ τοῦ πυρὸς εἰς τὸ καταντικρὺ αὐτῶν τοῦ
σπηλαίου προσπιπτούσας;

Πῶς γάρ, ἔφη, εἰ ἀκινήτους γε τὰς κεφαλὰς ἔχειν ἠναγκα-
[515b] σμένοι εἶεν διὰ βίου;

Τί δὲ τῶν παραφερομένων; οὐ ταὐτὸν τοῦτο;

Τί μήν;

Εἰ οὖν διαλέγεσθαι οἷοί τ’ εἶεν πρὸς ἀλλήλους, οὐ ταῦτα
ἡγῇ ἂν τὰ ὄντα αὐτοὺς νομίζειν ἅπερ ὁρῷεν;

Ἀνάγκη.

Τί δ’ εἰ καὶ ἠχὼ τὸ δεσμωτήριον ἐκ τοῦ καταντικρὺ ἔχοι;
ὁπότε τις τῶν παριόντων φθέγξαιτο, οἴει ἂν ἄλλο τι αὐτοὺς
ἡγεῖσθαι τὸ φθεγγόμενον ἢ τὴν παριοῦσαν σκιάν;

Μὰ Δί’ οὐκ ἔγωγ’, ἔφη.

[515c] Παντάπασι δή, ἦν δ’ ἐγώ, οἱ τοιοῦτοι οὐκ ἂν ἄλλο τι
νομίζοιεν τὸ ἀληθὲς ἢ τὰς τῶν σκευαστῶν σκιάς.

Πολλὴ ἀνάγκη, ἔφη.

Σκόπει δή, ἦν δ’ ἐγώ, αὐτῶν λύσιν τε καὶ ἴασιν τῶν τε
δεσμῶν καὶ τῆς ἀφροσύνης, οἵα τις ἂν εἴη, εἰ φύσει τοιάδε
συμβαίνοι αὐτοῖς• ὁπότε τις λυθείη καὶ ἀναγκάζοιτο ἐξαίφνης
ἀνίστασθαί τε καὶ περιάγειν τὸν αὐχένα καὶ βαδίζειν καὶ
πρὸς τὸ φῶς ἀναβλέπειν, πάντα δὲ ταῦτα ποιῶν ἀλγοῖ
τε καὶ διὰ τὰς μαρμαρυγὰς ἀδυνατοῖ καθορᾶν ἐκεῖνα ὧν
[515d] τότε τὰς σκιὰς ἑώρα, τί ἂν οἴει αὐτὸν εἰπεῖν, εἴ τις
αὐτῷ λέγοι ὅτι τότε μὲν ἑώρα φλυαρίας, νῦν δὲ μᾶλλόν
τι ἐγγυτέρω τοῦ ὄντος καὶ πρὸς μᾶλλον ὄντα τετραμμένος
ὀρθότερον βλέποι, καὶ δὴ καὶ ἕκαστον τῶν παριόντων δεικνὺς
αὐτῷ ἀναγκάζοι ἐρωτῶν ἀποκρίνεσθαι ὅτι ἔστιν; οὐκ οἴει
αὐτὸν ἀπορεῖν τε ἂν καὶ ἡγεῖσθαι τὰ τότε ὁρώμενα ἀλη-
θέστερα ἢ τὰ νῦν δεικνύμενα;

Πολύ γ’, ἔφη.

[515e] Οὐκοῦν κἂν εἰ πρὸς αὐτὸ τὸ φῶς ἀναγκάζοι αὐτὸν βλέπειν,
ἀλγεῖν τε ἂν τὰ ὄμματα καὶ φεύγειν ἀποστρεφόμενον πρὸς
ἐκεῖνα ἃ δύναται καθορᾶν, καὶ νομίζειν ταῦτα τῷ ὄντι
σαφέστερα τῶν δεικνυμένων;

Οὕτως, ἔφη.

Εἰ δέ, ἦν δ’ ἐγώ, ἐντεῦθεν ἕλκοι τις αὐτὸν βίᾳ διὰ
τραχείας τῆς ἀναβάσεως καὶ ἀνάντους, καὶ μὴ ἀνείη πρὶν
ἐξελκύσειεν εἰς τὸ τοῦ ἡλίου φῶς, ἆρα οὐχὶ ὀδυνᾶσθαί τε
[516a] ἂν καὶ ἀγανακτεῖν ἑλκόμενον, καὶ ἐπειδὴ πρὸς τὸ φῶς ἔλθοι,
αὐγῆς ἂν ἔχοντα τὰ ὄμματα μεστὰ ὁρᾶν οὐδ’ ἂν ἓν δύνασθαι
τῶν νῦν λεγομένων ἀληθῶν;

Οὐ γὰρ ἄν, ἔφη, ἐξαίφνης γε.

Συνηθείας δὴ οἶμαι δέοιτ’ ἄν, εἰ μέλλοι τὰ ἄνω ὄψεσθαι.
καὶ πρῶτον μὲν τὰς σκιὰς ἂν ῥᾷστα καθορῷ, καὶ μετὰ τοῦτο
ἐν τοῖς ὕδασι τά τε τῶν ἀνθρώπων καὶ τὰ τῶν ἄλλων εἴδωλα,
ὕστερον δὲ αὐτά• ἐκ δὲ τούτων τὰ ἐν τῷ οὐρανῷ καὶ αὐτὸν
τὸν οὐρανὸν νύκτωρ ἂν ῥᾷον θεάσαιτο, προσβλέπων τὸ τῶν
[516b] ἄστρων τε καὶ σελήνης φῶς, ἢ μεθ’ ἡμέραν τὸν ἥλιόν τε
καὶ τὸ τοῦ ἡλίου.

Πῶς δ’ οὔ;

Τελευταῖον δὴ οἶμαι τὸν ἥλιον, οὐκ ἐν ὕδασιν οὐδ’ ἐν
ἀλλοτρίᾳ ἕδρᾳ φαντάσματα αὐτοῦ, ἀλλ’ αὐτὸν καθ’ αὑτὸν
ἐν τῇ αὑτοῦ χώρᾳ δύναιτ’ ἂν κατιδεῖν καὶ θεάσασθαι οἷός
ἐστιν.

Ἀναγκαῖον, ἔφη.

Καὶ μετὰ ταῦτ’ ἂν ἤδη συλλογίζοιτο περὶ αὐτοῦ ὅτι οὗτος
ὁ τάς τε ὥρας παρέχων καὶ ἐνιαυτοὺς καὶ πάντα ἐπιτρο-
[516c] πεύων τὰ ἐν τῷ ὁρωμένῳ τόπῳ, καὶ ἐκείνων ὧν σφεῖς ἑώρων
τρόπον τινὰ πάντων αἴτιος.

Δῆλον, ἔφη, ὅτι ἐπὶ ταῦτα ἂν μετ’ ἐκεῖνα ἔλθοι.

Τί οὖν; ἀναμιμνῃσκόμενον αὐτὸν τῆς πρώτης οἰκήσεως
καὶ τῆς ἐκεῖ σοφίας καὶ τῶν τότε συνδεσμωτῶν οὐκ ἂν οἴει
αὑτὸν μὲν εὐδαιμονίζειν τῆς μεταβολῆς, τοὺς δὲ ἐλεεῖν;

Καὶ μάλα.

Τιμαὶ δὲ καὶ ἔπαινοι εἴ τινες αὐτοῖς ἦσαν τότε παρ’
ἀλλήλων καὶ γέρα τῷ ὀξύτατα καθορῶντι τὰ παριόντα, καὶ
μνημονεύοντι μάλιστα ὅσα τε πρότερα αὐτῶν καὶ ὕστερα
[516d] εἰώθει καὶ ἅμα πορεύεσθαι, καὶ ἐκ τούτων δὴ δυνατώτατα
ἀπομαντευομένῳ τὸ μέλλον ἥξειν, δοκεῖς ἂν αὐτὸν ἐπιθυμη-
τικῶς αὐτῶν ἔχειν καὶ ζηλοῦν τοὺς παρ’ ἐκείνοις τιμωμένους
τε καὶ ἐνδυναστεύοντας, ἢ τὸ τοῦ Ὁμήρου ἂν πεπονθέναι
καὶ σφόδρα βούλεσθαι «ἐπάρουρον ἐόντα θητευέμεν
ἄλλῳ ἀνδρὶ παρ’ ἀκλήρῳ» καὶ ὁτιοῦν ἂν πεπονθέναι
μᾶλλον ἢ ’κεῖνά τε δοξάζειν καὶ ἐκείνως ζῆν;

[516e] Οὕτως, ἔφη, ἔγωγε οἶμαι, πᾶν μᾶλλον πεπονθέναι ἂν
δέξασθαι ἢ ζῆν ἐκείνως.

Καὶ τόδε δὴ ἐννόησον, ἦν δ’ ἐγώ. εἰ πάλιν ὁ τοιοῦτος
καταβὰς εἰς τὸν αὐτὸν θᾶκον καθίζοιτο, ἆρ’ οὐ σκότους <ἂν>
ἀνάπλεως σχοίη τοὺς ὀφθαλμούς, ἐξαίφνης ἥκων ἐκ τοῦ
ἡλίου;

Καὶ μάλα γ’, ἔφη.

Τὰς δὲ δὴ σκιὰς ἐκείνας πάλιν εἰ δέοι αὐτὸν γνωματεύοντα
διαμιλλᾶσθαι τοῖς ἀεὶ δεσμώταις ἐκείνοις, ἐν ᾧ ἀμβλυώττει,
[517a] πρὶν καταστῆναι τὰ ὄμματα, οὗτος δ’ ὁ χρόνος μὴ πάνυ
ὀλίγος εἴη τῆς συνηθείας, ἆρ’ οὐ γέλωτ’ ἂν παράσχοι, καὶ
λέγοιτο ἂν περὶ αὐτοῦ ὡς ἀναβὰς ἄνω διεφθαρμένος ἥκει
τὰ ὄμματα, καὶ ὅτι οὐκ ἄξιον οὐδὲ πειρᾶσθαι ἄνω ἰέναι; καὶ
τὸν ἐπιχειροῦντα λύειν τε καὶ ἀνάγειν, εἴ πως ἐν ταῖς χερσὶ
δύναιντο λαβεῖν καὶ ἀποκτείνειν, ἀποκτεινύναι ἄν;

Σφόδρα γ’, ἔφη.