Ἡ ἀλληγορία τοῦ σπηλαίου (2)

\"\"

Ἡ ἑρμηνεία τῆς ἀλληγορίας: ἡ παιδεία στροφὴ τῆς ψυχῆς πρὸς τὴν ἰδέα τοῦ ἀγαθοῦ. Ἐφαρμογὴ τῶν διδαγμάτων τῆς ἀλληγορίας στὴ διοίκηση τῆς πολιτείας: οἱ φιλόσοφοι πρὸ τῶν εὐθυνῶν τους

         Μτφρ. Ι.Ν. Γρυπάρης. χ.χ. Πλάτων. Πολιτεία. Εἰσαγωγή, μετάφραση, σχόλια. Πρόλογος Ε. Παπανοῦτσος. Ι–ΙΙ. Ἀθήνα: Ζαχαρόπουλος.

          Αὐτὴ λοιπὸν τὴν εἰκόνα, φίλε μου Γλαύκων, πρέπει νὰ τὴν ἐφαρμόσης σ’ ὅλα ποὺ λέγαμε πρωτύτερα καὶ νὰ παρομοιάσης αὐτὸ τὸν κόσμο, ποὺ βλέπομε, μὲ τὴν δράση, μὲ τὴν κατοικία τοῦ δεσμωτηρίου, καὶ τὴν ἀντιλαμπὴ τῆς φωτιᾶς μὲς σ\’ αὐτὴν μὲ τὴ δύναμη τοῦ ἥλιου• ἂν ἀκόμα δεχτῆς, πὼς ἐκεῖνος ὁ δεσμώτης ποὺ ἀνεβαίνει ἐδῶ πάνω καὶ βλέπει ὅσα βλέπει, παρασταίνει τὸ ἀνέβασμα τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὸν ὁρατὸ στὸ νοητὸ κόσμο, θὰ εἶσαι μέσα σὲ κεῖνο ποὺ πιστεύω ἐγὼ τουλάχιστο, ἀφοῦ αὐτὸ ἐπιθυμοῦσες ν’ ἀκούσης. Κι ὁ θεὸς πιὰ τὸ ξέρει, ἂν τυχαίνῃ νὰ εἶναι ἀληθινὴ ἡ ἰδέα μου. Ὁπωσδήποτε γιὰ μένα ἔτσι φαίνονται πὼς εἶναι αὐτά: πὼς μέσα στὸ νοητὸ κόσμο τελευταία ποὺ παρουσιάζεται εἶναι ἡ ἰδέα τοῦ ἀγαθοῦ, μόλις καὶ μετὰ βίας ὁρατή• ὅταν ὅμως μία φορὰ τὴ δῆ κανείς, δὲν μπορεῖ νὰ μὴ συμπεράνη πὼς αὐτὴ εἶναι γενικῶς ἡ αἰτία τοῦ κάθε καλοῦ καὶ ὡραίου, πὼς αὐτὴ εἶναι ποὺ γέννησε καὶ μέσα στὸν ὁρατὸ κόσμο τὸ φῶς καὶ τὸν κύριο τοῦ φωτός, καὶ μέσα στὸν νοητὸ αὐτὴ εἶναι ἡ δέσποινα ποὺ χαρίζει τὴν ἀλήθεια καὶ τὸ νοῦ, καὶ ὅτι σ\’ αὐτὴν πρέπει νὰ ἀποβλέπῃ ὅποιος τὸ ἔχει σκοπὸ μὲ φρόνηση νὰ κυβερνηθῆ καὶ στὸν ἰδιωτικό του καὶ στὸ δημόσιο βίο.

         Συμμερίζομαι κ\’ ἐγὼ τὴ γνώμη σου, μὲ τὸν τρόπο τουλάχιστο ποὺ μπορῶ.

         Ἔλα τώρα λοιπὸν νὰ συμμεριστῆς κι αὐτὴν ἀκόμα τὴ γνώμη καὶ νὰ μὴν παραξενεύεσαι, ἂν ὅσοι ἔφτασαν ὡς ἐδῶ δὲ βρίσκουν πιὰ εὐχαρίστηση νὰ καταγίνουνται μὲ τὶς συνηθισμένες ἀνθρώπινες ἀσχολίες, ἀλλὰ αἰσθάνονται τὴν ἀνάγκη νὰ ζοῦν πάντα ἐκεῖ ἐπάνω οἱ ψυχὲς των• καὶ εἶναι φυσικὸ νὰ γίνεται ἔτσι, ἂν πάλι εἶναι σύμφωνο κι αὐτὸ μὲ τὴν εἰκόνα ποὺ εἴπαμε πρίν. Εἶναι βέβαια φυσικό.

          Τί λοιπόν; σοῦ φαίνεται τίποτα παράξενο, ἂν ἕνας ποὺ κατεβαίνει ἀπὸ ἐκείνη τὴ θεϊκιὰ θεωρία στὶς ἀνθρώπινες ἀθλιότητες, δὲ γνωρίζει πὼς νὰ φερθῆ καὶ φαίνεται φοβερὰ γελοῖος, καθὼς δὲν βλέπει ἀκόμη καλὰ πρὶν συνηθίση ὁπωσδήποτε μὲ τὸ σκοτάδι αὐτοῦ τοῦ κόσμου, καὶ ἀναγκάζεται, ἤ στὰ δικαστήρια ἤ ὅπου ἀλλοῦ, νὰ ὑποστηρίξη τὴν ἰδέα του γιὰ τὶς σκιὲς τοῦ δικαίου καὶ γιὰ τὰ εἴδωλα ποὺ παρασταίνουν οἱ σκιὲς καὶ νὰ πολεμᾷ τὶς δοξασίες πού ἔχουν γιὰ τὴ δικαιοσύνη ὅπου ποτὲ του ποτὲ δὲν τὴν εἶδαν;

          Μὰ καθόλου βέβαια παράξενο.

         Ἀλλ\’ ἂν ἔχῃ κανεὶς νοῦ, θὰ μποροῦσε νὰ θυμηθῆ, πὼς εἶναι δύο εἰδῶν καὶ ἀπὸ δύο ἀφορμὲς προέρχεται ἡ διατάραξη τῆς δράσης: ὅταν μεταβαίνῃ κανεὶς ἀπὸ τὸ σκοτάδι στὸ φῶς, καὶ ὅταν ἀπὸ τὸ φῶς στὸ σκοτάδι. Τὸ ἴδιο λοιπὸν πρέπει νὰ παραδεχτῆ πὼς γίνεται καὶ μὲ τὴν ψυχὴ καὶ ὅταν δῆ καμιὰ νὰ τὰ χάνῃ καὶ νὰ μὴ μπορῇ νὰ διακρίνῃ κάτι καθαρά, νὰ μὴ γελᾷ χωρὶς λόγο, ἀλλὰ νὰ ἐξετάζῃ τί ἀπὸ τὰ δύο συμβαίνει, τάχα ἐπειδὴ ἦρθε ἀπὸ φωτεινότερη ζωὴ ἔχουν σκοτισθῆ τὰ μάτια της ποὺ δὲν ἦταν συνηθισμένα στὸ σκοτάδι, ἤ μήπως, ἀμάθητη στὸ περισσότερο, ἔφτασε σὲ πολὺ δυνατώτερο φῶς καὶ ἔχουν γεμίσει τὰ μάτια της ἀπὸ ζωηρότερη φεγγοβολή; Καὶ τότε βέβαια τὴ μία θὰ τὴ μακαρίση γιὰ τὸ πάθημά της καὶ τὴ ζωή της καὶ τὴν ἄλλη θὰ τὴν ἐλεεινολογήση, κι ἂν εἶχε τὴ διάθεση νὰ γελᾷ μαζί της, τὸ γέλοιό του θὰ ἦταν λιγώτερο καταγέλαστο, παρὰ ἂν γελοῦσε μὲ τὴν ψυχὴ ποὺ ἔχει φτάσει ἀπὸ τὸ ἐπάνω ἐκεῖ φῶς.
 
        Πολὺ λογικὰ τὰ λές.

         Πρέπει λοιπόν, ἂν εἶν\’ αὐτὰ ἀληθινά, νὰ παραδεχτοῦμε πὼς ἡ παιδεία δὲν εἶναι τέτοια ὅπως τὴν λένε πὼς εἶναι μερικοὶ ποὺ τὴν ἔχουν ἐπάγγελμά τους. Γιατί ἰσχυρίζονται πὼς ἐπιστήμη δὲν ὑπάρχει μέσα στὴν ψυχή, ἀλλὰ αὐτοὶ τὴν βάζουν, ὅπως σὰν νὰ βάζουν σὲ τυφλοὺς τὴν ὅραση.

         Αὐτὸ πραγματικῶς λένε.

        Ἐνῷ ὁ δικός μας τώρα ὁ λόγος θέλει νὰ πῇ, πὼς ὁ καθένας ἔχει μέσα στὴν ψυχὴ του τὴ δύναμη νὰ μαθαίνῃ καὶ τὸ κατάλληλο γιὰ τὴ μάθηση ὄργανο• καὶ ὅπως, ἂν δὲν ἦταν δυνατὸ νὰ γίνῃ διαφορετικά, θὰ ἔπρεπε νὰ στρέφῃ κανεὶς τὸ μάτι του μὲ ὅλο μαζὶ τὸ σῶμα του ἀπὸ τὸ σκοτεινὸ στὸ φωτεινό, ἔτσι πρέπει νὰ στρέφῃ γύρω κι αὐτὴ τὴ δύναμη καὶ τὸ ὄργανό της μὲ ὅλη μαζὶ τὴν ψυχή του ἀπὸ ἐκεῖνο πού γίνεται πρὸς τὸ καθαυτὸ ὄν, ὥσπου νὰ κατορθώση ἐπὶ τέλους νὰ ἀτενίζῃ, χωρὶς νὰ ὑποφέρῃ, τὸ φωτεινότατο τοῦ ὄντος, πού ἐμεῖς λέμε πώς αὐτὸ εἶναι τὸ ἀγαθό• δὲν εἶν\’ ἔτσι;

        Ναί.

       Αὐτῆς λοιπὸν τῆς περιστροφῆς θὰ ἦταν τέχνη ἡ παιδεία, μὲ ποιὸ τρόπο νὰ καταφέρῃ νὰ μεταστραφῆ ὅσο μπορεῖ εὐκολώτερα καὶ ὠφελιμώτερα ἡ ψυχή, ὄχι γιὰ νὰ τῆς βάλη κανεὶς μέσα της τὴ δύναμη νὰ βλέπῃ, γιατί αὐτὴ τὴν ἔχει, ἄλλα γιὰ νὰ διορθώση τὴν κατεύθυνσή της, ποὺ δὲν εἶναι σωστὰ στραμμένη οὔτε βλέπει ἐκεῖ ποὺ ἔπρεπε.

        Ἔτσι φαίνεται.

        Οἱ ἄλλες λοιπὸν ἀρετὲς ποὺ λένε τῆς ψυχῆς φαίνεται νὰ εἶναι ἐπάνω κάτω ὄχι πολὺ διαφορετικὲς ἀπὸ τοῦ σώματος• γιατί, ἐνῷ πραγματικῶς δὲν ὑπάρχουν ἀπὸ μιᾶς ἀρχῆς, τὶς ἀποκτᾷ κανεὶς ὕστερα μὲ τὸ συνηθισμὸ καὶ μὲ τὴν ἄσκηση• ἐνῷ ἡ ἀρετὴ τῆς φρόνησης φαίνεται πὼς ἔχει κάποια θεϊκώτερη ἀπ\’ ὅλα τ\’ ἄλλα φύση, ποὺ ποτὲ δὲ χάνει τὴ δύναμή της καὶ ποὺ ἀναλόγως τῆς περιαγωγῆς της ἄλλοτε γίνεται ὠφέλιμη καὶ χρήσιμη καὶ ἄλλοτε ἀπεναντίας ἄχρηστη καὶ βλαβερή. Ἤ δὲν ἔχεις προσέξει ἀκόμα, αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων, ποὺ τοὺς λένε πονηροὺς μὰ καὶ ἔξυπνους μαζί, μὲ πόσο διαπεραστικὴ ματιὰ ἡ μικρή τους ἡ ψυχὴ καὶ μὲ τί φωτιὰ μάτι βλέπει ὅσα τὴν ἐνδιαφέρουν, γιατί δὲν ἔχει ἀδύνατη ὅραση, μὰ ἐπειδὴ εἶναι ἀναγκασμένη νὰ ὑπηρετῇ τὴν κακία τους, ὅσο μεγαλύτερη εἶναι ἡ ὀξυδέρκειά τους τόσο καὶ μεγαλύτερο κακὸ κάνουν;

        Βέβαια τὸ \’χω παρατηρήσει.

        Ἄv ὅμως στὶς τέτοιες φύσεις, εὐθὺς ἀπὸ τὴν παιδική τους ἡλικία ἤθελε κανεὶς κόψει σύριζα τὶς ἔμφυτες ἀπὸ γενετῆς κακίες των, ποὺ σὰν τὰ μολυβένια βαρίδια τῶν διχτυῶν, εἶναι πιὰ κολλημένες ἐπάνω τους καὶ μὲ τὶς πολυφαγίες καὶ τὶς παρόμοιες ἀπολαύσεις καὶ καταχρήσεις τραβοῦν πρὸς τὰ κάτω τὴν ὅραση τῆς ψυχῆς• ἄν, λέγω, ἤθελαν ἀπαλλαχθῆ ἀπ\’ ὅλ\’ αὐτὰ καὶ στραφῆ πρὸς τὰ ἀληθινά, θὰ τὰ \’βλεπαν βέβαια κι αὐτὰ μὲ τὴν ἴδια ὀξυδέρκεια, ὅπως καὶ τώρα ἐκεῖνα ποὺ τοὺς ἐνδιαφέρουν.

        Πολὺ φυσικά.

        Τί λοιπόν; δὲν εἶναι κι αὐτὸ φυσικὸ καὶ δὲ βγαίνει ἀναγκαστικὰ ἀπ\’ ὅσα εἴπαμε ὡς τώρα, πὼς μήτε οἱ ἀπαίδευτοι ποὺ ποτὲ τους δὲν γνώρισαν τὴν ἀλήθεια, θὰ μποροῦσαν ποτὲ νὰ κυβερνήσουν τὴν πολιτεία, μήτε ἐκεῖνοι ποὺ τοὺς ἀφήνουν νὰ περνοῦν ὡς τὸ τέλος τὴ ζωή τους μὲ τὴν παιδεία• οἱ πρῶτοι ἐπειδὴ δὲν ἔχουν ἕνα ὠρισμένο σκοπό, ποὺ κυνηγώντας τον νὰ κανονίζουν ἀνάλογα ὅλες τὶς πράξεις καὶ στὸν ἰδιωτικὸ καὶ τὸ δημόσιο βίο τους, καὶ οἱ ἄλλοι πάλι, γιατί ποτὲ δὲ θ\’ ἀποφάσιζαν ἀπὸ θέλησή τους νὰ καταγίνουν μὲ καμιὰ πρακτικὴ ἀπασχόληση, νομίζοντας πώς, ἀπὸ ζωντανοὶ ἀκόμα, βρίσκονται καὶ ζοῦν στὰ νησιὰ τῶν Μακάρων.

        Ἀλήθεια.

       Δουλειά μας λοιπὸν εἶναι τώρα, ἐμεῖς οἱ ἱδρυτὲς τῆς πολιτείας νὰ ἀναγκάσωμε τὶς ξεχωριστὲς ἐκεῖνες φύσεις νὰ ἐπιδοθοῦν στὸ μάθημα, ποὺ τὸ ἀναγνωρίσαμε πρὶν πὼς εἶναι τὸ ἀνώτερο, νὰ δοῦν τὸ ἀγαθὸ καὶ νὰ ἐπιχειρήσουν ἐκεῖνο τὸ ἀνέβασμα, καὶ ἀφοῦ ἐκεῖ ἀπάνω τὸ δοῦν ἀρκετά, νὰ μὴν τοὺς ἐπιτρέψωμε νὰ κάμουν αὐτὸ ποὺ ἐπιτρέπεται τώρα.

        Ποιὸ τάχα;

        Νὰ μείνουν ἐκεῖ πάνω καὶ νὰ μὴ ἐννοοῦν νὰ κατέβουν πίσω, κοντὰ σὲ κείνους τοὺς δεσμῶτες, οὔτε νὰ συμμερίζουνται μαζί τους τοὺς ἴδιους μόχτους καὶ τιμές, εἴτε ταπεινότερες εἴτε σπουδαιότερες.

       Μὰ πῶς; τόσο, θὰ τοὺς ἀδικήσωμε καὶ θὰ τοὺς κάμωμε νὰ ζοῦν χειρότερα, ἐνῷ μποροῦν νὰ ζοῦν πολὺ καλύτερα;

Ξέχασες πάλι, φίλε μου, πὼς δὲν ἐνδιαφέρεται ὁ νόμος νὰ ἐξασφαλίση ξεχωριστὰ μία μονάχα τάξη μέσα στὴν πόλη, ἀλλὰ ζητᾷ νὰ βρῇ μὲ τί μέσα θὰ τὸ κατορθώση αὐτὸ γιὰ ὁλόκληρη τὴν πόλη• καὶ γι\’ αὐτὸ τὸ σκοπὸ συνδυάζει ἁρμονικὰ τὰ διάφορα στοιχεῖα καὶ ἀναγκάζει τοὺς πολῖτες μὲ τὴν πειθὼ καὶ μὲ τὴ βία νὰ παιρνοδίνουν μεταξύ τους τὴν ὠφέλεια ποὺ εἶναι ἱκανὸς ὁ καθένας νὰ προσφέρῃ στὸ κοινό, καὶ μορφώνει ὁ ἴδιος τέτοιους ἄντρες μὲς στὴν πόλη, ὄχι γιὰ ν\’ ἀφήνῃ τὸν καθένα νὰ τραβᾷ τὸ δρόμο ποὺ τοῦ ἀρέσει, ἀλλὰ γιὰ νὰ τοὺς χρησιμοποιῇ αὐτὸς ὡς σύνδεσμο τῆς πολιτείας.

         Ἔχεις δίκιο• τὸ εἶχα ξεχάσει πραγματικῶς.

         Σκέψου λοιπόν, Γλαύκων, πὼς καὶ δὲ θὰ τοὺς ἀδικήσωμε ἐπὶ τέλους τοὺς φιλοσόφους τῆς δικῆς μας τῆς πολιτείας, ἀλλὰ θὰ ποῦμε πὼς ἔχομε δίκιο, ὅταν τοὺς ἀναγκάζωμε νὰ φροντίζουν γιὰ τοὺς ἄλλους καὶ νὰ τοὺς φυλάγουν. Γιατί θὰ τοὺς ποῦμε πὼς στὶς ἄλλες πολιτεῖες, ὅσοι γίνουνται φιλόσοφοι πολὺ φυσικὰ δὲν παίρνουν μέρος στοὺς κόπους τῆς κυβέρνησης• γιατί ἐκεῖ φυτρώνουν σὰν ἀπὸ μόνοι τους χωρὶς καὶ νὰ τὸ θελήση ἡ κάθε πολιτεία καὶ δίκιο εἶναι, ἕνα πρᾶγμα ποὺ γίνεται μονάχο του, καὶ ποὺ σὲ κανένα δὲ χρωστᾷ τὴ γέννηση καὶ τὴν ἀνατροφή του, νὰ μὴν ἔχῃ τὴν ὑποχρέωση νὰ πληρώνῃ τροφεῖα σὲ κανένα• ἐσᾶς ὅμως σᾶς ἐγεννήσαμε ἐμεῖς καὶ γιὰ τὸ δικό σας καὶ γιὰ τῆς ἄλλης πολιτείας τὸ συμφέρον, σὰ βασιλεῖς καὶ ἡγεμόνες μέσα στὸ σμάρι τῶν μελισσιῶν, καλύτερα καὶ τελειότερα μορφωμένους ἀπὸ τοὺς ἄλλους, γιὰ νὰ μπορῆτε νὰ παίρνετε μέρος καὶ στὰ δύο. Πρέπει λοιπὸν ὁ καθένας σας μὲ τὴ σειρά του νὰ κατεβαίνῃ στὸν κοινὸ τῶν ἄλλων συνοικισμὸ καὶ μαζί τους νὰ συνηθίση νὰ βλέπῃ τὰ σκοτεινά• γιατί ὅσο θὰ συνηθίζετε, θὰ βλέπετε χίλιες φορὲς καλύτερα ἀπὸ τοὺς ἄλλους τὰ πράγματα ἐκεῖ καὶ θὰ ξεχωρίζετε τὸ κάθε εἴδωλο, τί καὶ τίνος εἶναι, γιατί ἔχετε ἰδεῖ ἀπὸ πρὶν τὴν ἀλήθεια σχετικὰ μὲ τὸ ὡραῖο, τὸ δίκαιο καὶ τὸ ἀγαθό. Κ\’ ἔτσι καὶ γιὰ σᾶς τοὺς ἴδιους καὶ γιὰ μᾶς πραγματικότητα θὰ εἶναι ἡ ὀργάνωση τῆς πολιτείας καὶ ὄχι ὀνειροφαντασιά, ὅπως εἶναι ὀργανωμένες οἱ περισσότερες σημερινὲς πολιτεῖες, ὅπου οἱ ἄρχοντες πολεμοῦν μεταξύ τους γιὰ μίαν ἁπλῆ σκιὰ καὶ στασιάζουν κάθε τόσο ποιὸς νὰ πάρη τὴν ἐξουσία, σὰ νὰ \’ταν κανένα μεγάλο ἀγαθό. Ἡ ἀλήθεια ὅμως εἶναι, πὼς σὲ μιά πόλη, ὅπου ὅσοι μέλλουν νὰ κυβερνήσουν, δὲ δείχνουν καὶ καμιὰ πάρα πολὺ μεγάλη προθυμία νὰ πάρουν τὴν ἐξουσία ἐπάνω τους, ἀναγκαστικὰ θὰ κυβερνιέται ἡ πόλη αὐτὴ ἄριστα καὶ χωρὶς διχόνοιες καὶ στάσεις, ἐνῷ ἐκεῖ ποὺ συμβαίνουν τὰ ἀντίθετα, τὸ ἀντίθετο καὶ θὰ γίνεται.

         Ἔχεις πολὺ δίκιο.

        Λὲς λοιπὸν νὰ μᾶς παρακούσουν οἱ τρόφιμοί μας καὶ νὰ μὴ θελήσουν νὰ συμμεριστοῦν τοὺς κόπους τῆς ἐξουσίας ὁ καθένας μὲ τὴ σειρά του, καὶ τὸν περισσότερο καιρό τους νὰ τὸν περνοῦν ἀναμεταξύ τους στὴ χώρα τοῦ καθαροῦ φωτός;

       Ἀδύνατο• γιατί δίκαιοι αὐτοὶ καὶ δίκαια εἶναι αὐτὰ ποὺ τοὺς ἀπαιτοῦμε• ὥστε ἀπὸ κάθε ἄλλον προθυμότερα θὰ ἔρχεται ὁ καθένας τους στὴν ἐξουσία σὰν σ\’ ἀναγκαστική του ὑποχρέωση, ἀντίθετα μὲ τοὺς σημερινοὺς ἄρχοντες στὶς διάφορες πολιτεῖες.

       Ἔτσι εἶναι, φίλε μου• ἂν κατορθώσης νὰ ἐξασφάλισης σὲ κείνους ποὺ εἶναι καμωμένοι γιὰ τὴν ἐξουσία ἕνα εἶδος ζωῆς προτιμότερο ἀπὸ τὴν ἐξάσκηση τῆς ἐξουσίας, θὰ μπορέσης τότε νὰ ἔχῃς καὶ μία καλοκυβερνημένη πολιτεία• γιατί μονάχα σ\’ αὐτὴν θὰ εἶναι ἄρχοντες οἱ πραγματικὰ πλούσιοι, ὄχι σὲ χρυσάφι, ἀλλὰ σὲ ἀρετὴ καὶ σοφία, ποὺ εἶναι ὁ ἀληθινὸς πλοῦτος γιὰ τὸν εὐδαίμονα ἄνθρωπο. Ἂν ὅμως φτωχοὶ καὶ πεινασμένοι, ποὺ δὲν ἔχουν δικά τους ἀγαθά, κυνηγοῦν τὴν ἐξουσία, μὲ τὴν ἀπόφαση ν\’ ἁρπάζουν ἀπὸ τὸ δημόσιο ὅ,τι λείπει ἀπ\’ αὐτούς, τίποτα τότε δὲν κάνεις• γιατί ἐκεῖ ποὺ πολεμοῦν μεταξύ τους ποιὸς νὰ πρωτοπάρη τὴν ἐξουσία, ὁ ἐμφύλιος αὐτὸς καὶ ἐσωτερικὸς πόλεμος ἐξολοθρεύει καὶ αὐτοὺς τοὺς ἴδιους καὶ ὅλη τὴν πολιτεία.

        Σωστότατα.

        Γνωρίζεις λοιπὸν κανένα ἄλλο εἶδος ζωῆς πού νὰ περιφρονῇ τὰ πολιτικὰ δικαιώματα ἐκτὸς ἀπὸ τὴ ζωὴ τῆς ἀληθινῆς φιλοσοφίας;

        Ὄχι, μὰ τὴν ἀλήθεια.

Ἀλλὰ εἴπαμε ὅμως, πὼς στὴν ἐξουσία πρέπει νὰ ἔρχουνται ὅσοι δὲν ἔχουν τὸν ἔρωτά της, εἰδεμὴ ἡ ἀντιζηλία ἐκείνων ποὺ τὸν ἔχουν αὐτὸν τὸν ἔρωτα, θὰ τοὺς φέρῃ σὲ πόλεμο μεταξύ τους.

        Πῶς ὄχι;

        Ποιοὺς λοιπὸν ἄλλους θὰ ἀναγκάσης νὰ ἀναλάβουν τὴ φύλαξη τῆς πολιτείας, παρὰ ἐκείνους πού, ἐνῷ γνωρίζουν κατὰ βάθος καὶ πλάτος ὅσα χρειάζονται γιὰ νὰ κυβερνηθῆ ἄριστα μία πόλη, θὰ ἔχουν μαζὶ καὶ ἄλλες τιμὲς καὶ ζωὴ πολὺ καλύτερη ἀπὸ τὴν πολιτική;

        Ποιοὺς ἄλλους βέβαια ἀπ\’ αὐτούς;

Πρωτότυπο Κείμενο

Ταύτην τοίνυν, ἦν δ’ ἐγώ, τὴν εἰκόνα, ὦ φίλε Γλαύκων, [517b] προσαπτέον ἅπασαν τοῖς ἔμπροσθεν λεγομένοις, τὴν μὲν δι’ ὄψεως φαινομένην ἕδραν τῇ τοῦ δεσμωτηρίου οἰκήσει ἀφομοιοῦντα, τὸ δὲ τοῦ πυρὸς ἐν αὐτῇ φῶς τῇ τοῦ ἡλίου δυνάμει• τὴν δὲ ἄνω ἀνάβασιν καὶ θέαν τῶν ἄνω τὴν εἰς
τὸν νοητὸν τόπον τῆς ψυχῆς ἄνοδον τιθεὶς οὐχ ἁμαρτήσῃ τῆς γ’ ἐμῆς ἐλπίδος, ἐπειδὴ ταύτης ἐπιθυμεῖς ἀκούειν. θεὸς δέ που οἶδεν εἰ ἀληθὴς οὖσα τυγχάνει. τὰ δ’ οὖν ἐμοὶ φαινόμενα οὕτω φαίνεται, ἐν τῷ γνωστῷ τελευταία ἡ τοῦ [517c] ἀγαθοῦ ἰδέα καὶ μόγις ὁρᾶσθαι, ὀφθεῖσα δὲ συλλογιστέα
εἶναι ὡς ἄρα πᾶσι πάντων αὕτη ὀρθῶν τε καὶ καλῶν αἰτία, ἔν τε ὁρατῷ φῶς καὶ τὸν τούτου κύριον τεκοῦσα, ἔν τε νοητῷ αὐτὴ κυρία ἀλήθειαν καὶ νοῦν παρασχομένη, καὶ ὅτι δεῖ ταύτην ἰδεῖν τὸν μέλλοντα ἐμφρόνως πράξειν ἢ ἰδίᾳ ἢ δημοσίᾳ.

Συνοίομαι, ἔφη, καὶ ἐγώ, ὅν γε δὴ τρόπον δύναμαι.

Ἴθι τοίνυν, ἦν δ’ ἐγώ, καὶ τόδε συνοιήθητι καὶ μὴ θαυμάσῃς ὅτι οἱ ἐνταῦθα ἐλθόντες οὐκ ἐθέλουσιν τὰ τῶν ἀνθρώπων πράττειν, ἀλλ’ ἄνω ἀεὶ ἐπείγονται αὐτῶν αἱ ψυχαὶ διατρίβειν• [517d] εἰκὸς γάρ που οὕτως, εἴπερ αὖ κατὰ τὴν προειρημένην εἰκόνα τοῦτ’ ἔχει.

Εἰκὸς μέντοι, ἔφη.

Τί δέ; τόδε οἴει τι θαυμαστόν, εἰ ἀπὸ θείων, ἦν δ’ ἐγώ, θεωριῶν ἐπὶ τὰ ἀνθρώπειά τις ἐλθὼν κακὰ ἀσχημονεῖ τε καὶ φαίνεται σφόδρα γελοῖος ἔτι ἀμβλυώττων καὶ πρὶν ἱκανῶς συνήθης γενέσθαι τῷ παρόντι σκότῳ ἀναγκαζόμενος ἐν δικαστηρίοις ἢ ἄλλοθί που ἀγωνίζεσθαι περὶ τῶν τοῦ
δικαίου σκιῶν ἢ ἀγαλμάτων ὧν αἱ σκιαί, καὶ διαμιλλᾶσθαι [517e] περὶ τούτου, ὅπῃ ποτὲ ὑπολαμβάνεται ταῦτα ὑπὸ τῶν αὐτὴν δικαιοσύνην μὴ πώποτε ἰδόντων;

Οὐδ’ ὁπωστιοῦν θαυμαστόν, ἔφη.

[518a] Ἀλλ’ εἰ νοῦν γε ἔχοι τις, ἦν δ’ ἐγώ, μεμνῇτ’ ἂν ὅτι διτταὶ καὶ ἀπὸ διττῶν γίγνονται ἐπιταράξεις ὄμμασιν, ἔκ τε φωτὸς εἰς σκότος μεθισταμένων καὶ ἐκ σκότους εἰς φῶς ταὐτὰ δὲ ταῦτα νομίσας γίγνεσθαι καὶ περὶ ψυχήν, ὁπότε ἴδοι θορυβουμένην τινὰ καὶ ἀδυνατοῦσάν τι καθορᾶν, οὐκ ἂν ἀλογίστως γελῷ, ἀλλ’ ἐπισκοποῖ ἂν πότερον ἐκ φανοτέρου βίου ἥκουσα ὑπὸ ἀηθείας ἐσκότωται, ἢ ἐξ ἀμαθίας πλείονος εἰς φανότερον ἰοῦσα ὑπὸ λαμπροτέρου μαρμαρυγῆς [518b] ἐμπέπλησται, καὶ οὕτω δὴ τὴν μὲν εὐδαιμονίσειεν ἂν τοῦ πάθους τε καὶ βίου, τὴν δὲ ἐλεήσειεν, καὶ εἰ γελᾶν ἐπ’ αὐτῇ βούλοιτο, ἧττον ἂν καταγέλαστος ὁ γέλως αὐτῷ εἴη ἢ ὁ ἐπὶ τῇ ἄνωθεν ἐκ φωτὸς ἡκούσῃ.

Καὶ μάλα, ἔφη, μετρίως λέγεις.

Δεῖ δή, εἶπον, ἡμᾶς τοιόνδε νομίσαι περὶ αὐτῶν, εἰ ταῦτ’ ἀληθῆ• τὴν παιδείαν οὐχ οἵαν τινὲς ἐπαγγελλόμενοί φασιν εἶναι τοιαύτην καὶ εἶναι. φασὶ δέ που οὐκ ἐνούσης ἐν τῇ [518c] ψυχῇ ἐπιστήμης σφεῖς ἐντιθέναι, οἷον τυφλοῖς ὀφθαλμοῖς ὄψιν ἐντιθέντες.

Φασὶ γὰρ οὖν, ἔφη.

Ὁ δέ γε νῦν λόγος, ἦν δ’ ἐγώ, σημαίνει ταύτην τὴν ἐνοῦσαν ἑκάστου δύναμιν ἐν τῇ ψυχῇ καὶ τὸ ὄργανον ᾧ καταμανθάνει ἕκαστος, οἷον εἰ ὄμμα μὴ δυνατὸν ἦν ἄλλως ἢ σὺν ὅλῳ τῷ σώματι στρέφειν πρὸς τὸ φανὸν ἐκ τοῦ σκοτώδους, οὕτω σὺν ὅλῃ τῇ ψυχῇ ἐκ τοῦ γιγνομένου περιακτέον εἶναι, ἕως ἂν εἰς τὸ ὂν καὶ τοῦ ὄντος τὸ φανότατον δυνατὴ γένηται ἀνασχέσθαι θεωμένη• τοῦτο δ’ εἶναί φαμεν [518d] τἀγαθόν. ἦ γάρ;

Ναί.

Τούτου τοίνυν, ἦν δ’ ἐγώ, αὐτοῦ τέχνη ἂν εἴη, τῆς περιαγωγῆς, τίνα τρόπον ὡς ῥᾷστά τε καὶ ἀνυσιμώτατα μεταστραφήσεται, οὐ τοῦ ἐμποιῆσαι αὐτῷ τὸ ὁρᾶν, ἀλλ’ ὡς ἔχοντι μὲν αὐτό, οὐκ ὀρθῶς δὲ τετραμμένῳ οὐδὲ βλέποντι οἷ ἔδει, τοῦτο διαμηχανήσασθαι.

Ἔοικεν γάρ, ἔφη.

Αἱ μὲν τοίνυν ἄλλαι ἀρεταὶ καλούμεναι ψυχῆς κινδυνεύουσιν ἐγγύς τι εἶναι τῶν τοῦ σώματος ―τῷ ὄντι γὰρ [518e] οὐκ ἐνοῦσαι πρότερον ὕστερον ἐμποιεῖσθαι ἔθεσι καὶ ἀσκήσεσιν― ἡ δὲ τοῦ φρονῆσαι παντὸς μᾶλλον θειοτέρου τινὸς τυγχάνει, ὡς ἔοικεν, οὖσα, ὃ τὴν μὲν δύναμιν οὐδέποτε
ἀπόλλυσιν, ὑπὸ δὲ τῆς περιαγωγῆς χρήσιμόν τε καὶ ὠφέλιμον [519a] καὶ ἄχρηστον αὖ καὶ βλαβερὸν γίγνεται. ἢ οὔπω ἐννενόηκας, τῶν λεγομένων πονηρῶν μέν, σοφῶν δέ, ὡς δριμὺ μὲν βλέπει τὸ ψυχάριον καὶ ὀξέως διορᾷ ταῦτα ἐφ’ ἃ τέτραπται, ὡς οὐ φαύλην ἔχον τὴν ὄψιν, κακίᾳ δ’ ἠναγκασμένον ὑπηρετεῖν, ὥστε ὅσῳ ἂν ὀξύτερον βλέπῃ, τοσούτῳ πλείω κακὰ ἐργαζόμενον;

Πάνυ μὲν οὖν, ἔφη.

Τοῦτο μέντοι, ἦν δ’ ἐγώ, τὸ τῆς τοιαύτης φύσεως εἰ ἐκ παιδὸς εὐθὺς κοπτόμενον περιεκόπη τὰς τῆς γενέσεως [519b] συγγενεῖς ὥσπερ μολυβδίδας, αἳ δὴ ἐδωδαῖς τε καὶ τοιούτων ἡδοναῖς τε καὶ λιχνείαις προσφυεῖς γιγνόμεναι [περὶ] κάτω στρέφουσι τὴν τῆς ψυχῆς ὄψιν• ὧν εἰ ἀπαλλαγὲν περιε
τρέφετο εἰς τὰ ἀληθῆ, καὶ ἐκεῖνα ἂν τὸ αὐτὸ τοῦτο τῶν αὐτῶν ἀνθρώπων ὀξύτατα ἑώρα, ὥσπερ καὶ ἐφ’ ἃ νῦν τέτραπται.

Εἰκός γε, ἔφη.

Τί δέ; τόδε οὐκ εἰκός, ἦν δ’ ἐγώ, καὶ ἀνάγκη ἐκ τῶν προειρημένων, μήτε τοὺς ἀπαιδεύτους καὶ ἀληθείας ἀπείρους [519c] ἱκανῶς ἄν ποτε πόλιν ἐπιτροπεῦσαι, μήτε τοὺς ἐν παιδείᾳ ἐωμένους διατρίβειν διὰ τέλους, τοὺς μὲν ὅτι σκοπὸν ἐν τῷ βίῳ οὐκ ἔχουσιν ἕνα, οὗ στοχαζομένους δεῖ ἅπαντα
πράττειν ἃ ἂν πράττωσιν ἰδίᾳ τε καὶ δημοσίᾳ, τοὺς δὲ ὅτι ἑκόντες εἶναι οὐ πράξουσιν, ἡγούμενοι ἐν μακάρων νήσοις ζῶντες ἔτι ἀπῳκίσθαι;

Ἀληθῆ, ἔφη.

Ἡμέτερον δὴ ἔργον, ἦν δ’ ἐγώ, τῶν οἰκιστῶν τάς τε βελτίστας φύσεις ἀναγκάσαι ἀφικέσθαι πρὸς τὸ μάθημα ὃ ἐν τῷ πρόσθεν ἔφαμεν εἶναι μέγιστον, ἰδεῖν τε τὸ ἀγαθὸν [519d] καὶ ἀναβῆναι ἐκείνην τὴν ἀνάβασιν, καὶ ἐπειδὰν ἀναβάντες ἱκανῶς ἴδωσι, μὴ ἐπιτρέπειν αὐτοῖς ὃ νῦν ἐπιτρέπεται.

Τὸ ποῖον δή;

Τὸ αὐτοῦ, ἦν δ’ ἐγώ, καταμένειν καὶ μὴ ἐθέλειν πάλιν καταβαίνειν παρ’ ἐκείνους τοὺς δεσμώτας μηδὲ μετέχειν τῶν παρ’ ἐκείνοις πόνων τε καὶ τιμῶν, εἴτε φαυλότεραι εἴτε σπουδαιότεραι.

Ἔπειτ’, ἔφη, ἀδικήσομεν αὐτούς, καὶ ποιήσομεν χεῖρον ζῆν, δυνατὸν αὐτοῖς ὂν ἄμεινον;

[519e] Ἐπελάθου, ἦν δ’ ἐγώ, πάλιν, ὦ φίλε, ὅτι νόμῳ οὐ τοῦτο μέλει, ὅπως ἕν τι γένος ἐν πόλει διαφερόντως εὖ πράξει, ἀλλ’ ἐν ὅλῃ τῇ πόλει τοῦτο μηχανᾶται ἐγγενέσθαι, συναρμόττων τοὺς πολίτας πειθοῖ τε καὶ ἀνάγκῃ, ποιῶν μεταδιδόναι [520a] ἀλλήλοις τῆς ὠφελίας ἣν ἂν ἕκαστοι τὸ κοινὸν δυνατοὶ ὦσιν ὠφελεῖν καὶ αὐτὸς ἐμποιῶν τοιούτους ἄνδρας ἐν τῇ πόλει, οὐχ ἵνα ἀφιῇ τρέπεσθαι ὅπῃ ἕκαστος βούλεται, ἀλλ’ ἵνα καταχρῆται αὐτὸς αὐτοῖς ἐπὶ τὸν σύνδεσμον τῆς πόλεως.

Ἀληθῆ, ἔφη• ἐπελαθόμην γάρ.

Σκέψαι τοίνυν, εἶπον, ὦ Γλαύκων, ὅτι οὐδ’ ἀδικήσομεν τοὺς παρ’ ἡμῖν φιλοσόφους γιγνομένους, ἀλλὰ δίκαια πρὸς αὐτοὺς ἐροῦμεν, προσαναγκάζοντες τῶν ἄλλων ἐπιμελεῖσθαί τε καὶ φυλάττειν. ἐροῦμεν γὰρ ὅτι οἱ μὲν ἐν ταῖς ἄλλαις [520b] πόλεσι τοιοῦτοι γιγνόμενοι εἰκότως οὐ μετέχουσι τῶν ἐν αὐταῖς πόνων• αὐτόματοι γὰρ ἐμφύονται ἀκούσης τῆς ἐν ἑκάστῃ πολιτείας, δίκην δ’ ἔχει τό γε αὐτοφυὲς μηδενὶ τροφὴν ὀφεῖλον μηδ’ ἐκτίνειν τῳ προθυμεῖσθαι τὰ τροφεῖα• ὑμᾶς δ’ ἡμεῖς ὑμῖν τε αὐτοῖς τῇ τε ἄλλῃ πόλει ὥσπερ ἐν σμήνεσιν ἡγεμόνας τε καὶ βασιλέας ἐγεννήσαμεν, ἄμεινόν τε καὶ τελεώτερον ἐκείνων πεπαιδευμένους καὶ μᾶλλον δυ[520c] νατοὺς ἀμφοτέρων μετέχειν. καταβατέον οὖν ἐν μέρει ἑκάστῳ εἰς τὴν τῶν ἄλλων συνοίκησιν καὶ συνεθιστέον τὰ σκοτεινὰ θεάσασθαι• συνεθιζόμενοι γὰρ μυρίῳ βέλτιον ὄψεσθε τῶν ἐκεῖ καὶ γνώσεσθε ἕκαστα τὰ εἴδωλα ἅττα
ἐστὶ καὶ ὧν, διὰ τὸ τἀληθῆ ἑωρακέναι καλῶν τε καὶ δικαίων καὶ ἀγαθῶν πέρι. καὶ οὕτω ὕπαρ ἡμῖν καὶ ὑμῖν ἡ πόλις οἰκήσεται ἀλλ’ οὐκ ὄναρ, ὡς νῦν αἱ πολλαὶ ὑπὸ σκιαμαχούντων τε πρὸς ἀλλήλους καὶ στασιαζόντων περὶ τοῦ ἄρχειν [520d] οἰκοῦνται, ὡς μεγάλου τινὸς ἀγαθοῦ ὄντος. τὸ δέ που ἀληθὲς ὧδ’ ἔχει• ἐν πόλει ᾗ ἥκιστα πρόθυμοι ἄρχειν οἱ μέλλοντες ἄρξειν, ταύτην ἄριστα καὶ ἀστασιαστότατα ἀνάγκη οἰκεῖσθαι, τὴν δ’ ἐναντίους ἄρχοντας σχοῦσαν ἐναντίως.

Πάνυ μὲν οὖν, ἔφη.

Ἀπειθήσουσιν οὖν ἡμῖν οἴει οἱ τρόφιμοι ταῦτ’ ἀκούοντες, καὶ οὐκ ἐθελήσουσιν συμπονεῖν ἐν τῇ πόλει ἕκαστοι ἐν μέρει,
τὸν δὲ πολὺν χρόνον μετ’ ἀλλήλων οἰκεῖν ἐν τῷ καθαρῷ;

[520e] Ἀδύνατον, ἔφη• δίκαια γὰρ δὴ δικαίοις ἐπιτάξομεν παντὸς μὴν μᾶλλον ὡς ἐπ’ ἀναγκαῖον αὐτῶν ἕκαστος εἶσι τὸ ἄρχειν, τοὐναντίον τῶν νῦν ἐν ἑκάστῃ πόλει ἀρχόντων.Οὕτω γὰρ ἔχει, ἦν δ’ ἐγώ, ὦ ἑταῖρε• εἰ μὲν βίον ἐξευρήσεις [521a] ἀμείνω τοῦ ἄρχειν τοῖς μέλλουσιν ἄρξειν, ἔστι σοι δυνατὴ
γενέσθαι πόλις εὖ οἰκουμένη• ἐν μόνῃ γὰρ αὐτῇ ἄρξουσιν οἱ τῷ ὄντι πλούσιοι, οὐ χρυσίου ἀλλ’ οὗ δεῖ τὸν εὐδαίμονα πλουτεῖν, ζωῆς ἀγαθῆς τε καὶ ἔμφρονος. εἰ δὲ πτωχοὶ καὶ πεινῶντες ἀγαθῶν ἰδίων ἐπὶ τὰ δημόσια ἴασιν, ἐντεῦθεν οἰόμενοι τἀγαθὸν δεῖν ἁρπάζειν, οὐκ ἔστι• περιμάχητον γὰρ τὸ ἄρχειν γιγνόμενον, οἰκεῖος ὢν καὶ ἔνδον ὁ τοιοῦτος πόλεμος αὐτούς τε ἀπόλλυσι καὶ τὴν ἄλλην πόλιν.

Ἀληθέστατα, ἔφη.

[521b] Ἔχεις οὖν, ἦν δ’ ἐγώ, βίον ἄλλον τινὰ πολιτικῶν ἀρχῶν καταφρονοῦντα ἢ τὸν τῆς ἀληθινῆς φιλοσοφίας;

Οὐ μὰ τὸν Δία, ἦ δ’ ὅς.

Ἀλλὰ μέντοι δεῖ γε μὴ ἐραστὰς τοῦ ἄρχειν ἰέναι ἐπ’ αὐτό• εἰ δὲ μή, οἵ γε ἀντερασταὶ μαχοῦνται.

Πῶς δ’ οὔ;

Τίνας οὖν ἄλλους ἀναγκάσεις ἰέναι ἐπὶ φυλακὴν τῆς πόλεως ἢ οἳ περὶ τούτων τε φρονιμώτατοι δι’ ὧν ἄριστα πόλις οἰκεῖται, ἔχουσί τε τιμὰς ἄλλας καὶ βίον ἀμείνω τοῦ πολιτικοῦ;

Οὐδένας ἄλλους, ἔφη.