Ἐπιστολή 210,Μ. Βασιλείου, πρὸς τοὺς προεστοὺς τῆς Νεοκαισαρείας

( Πλούσια σὲ βιογραφικὰ καὶ θεολογικὰ στοιχεῖα ἐπιστολή. Γράφηκε περὶ τὰ μέσα τοῦ φθινοπώρου τοῦ 375 ἀπὸ τὸ σπίτι τοῦ ἀδελφοῦ του Πέτρου στὰ Ἄννησα. Ἐκεῖ βρῆκε καταφύγιο ὕστερα ἀπὸ τοὺς κόπους καὶ τὶς πίκρες μιᾶς περιοδείας στὴν Πισιδία καὶ τὸν Πόντο. Ἡ Ἐπιστολὴ πλημμυρίζει ἀπὸ τὸ παράπονο τοῦ Βασιλείου γιὰ τοὺς συμπατριῶτες του νεοκαισαρεῖς, ποὺ ἐνῶ ἄλλοτε τὸν ὑπερεκτιμοῦσαν, τώρα τὸν ὑποπτεύονται, τὸν ἀποφεύγουν, τὸν συκοφαντοῦν, δὲν θέλουν νὰ τὸν ξέρουν. Ὑπεύθυνος γι\’ αὐτὰ ἦταν κυρίως ὁ Νεοκαισαρείας Ἀτάρβιος καὶ οἱ συνεργάτες του, ποὺ εἶχαν ἀνάγκη νὰ κρατοῦν τὸ Βασίλειο μακρυὰ ἀπὸ τὸ λαό, διότι ὁ Βασίλειος ἀπεκάλυπτε τὶς ραδιουργίες τους καὶ προ παντὸς κατονόμαζε τὶς κακοδοξίες ποὺ τὸν τελευταῖο καιρὸ δίδασκαν. )

1. Καθόλου βέβαια δὲν ἔνιωθα τὴν ἀνάγκη νὰ σᾶς ἀνακοινώσω τὶς ἀπόψεις μου, οὔτε νὰ σᾶς πῶ τὶς αἰτίες ποὺ μ\’ ἔκαναν νὰ βρίσκομαι σ\’ αὐτὸν τὸν τόπο(1). Γιατί οὔτε ἀνήκω στὴν κατηγορία τῶν ἐπιδεικτικῶν ἀνθρώπων, οὔτε τὸ πράγμα ἄξιζε τόσους μάρτυρες. Ἀλλὰ νομίζω πὼς δὲν κάνουμε αὐτὸ ποὺ θέλουμε, μὰ ὅ,τι μᾶς προκαλοῦν οἱ ἐκκλησιαστικοὶ ταγοί. Μιὰ κι ἐγὼ πιὸ πολὺ λαχταρῶ τὸ νὰ μὲ ἀγνοοῦν, ἀπ\’ ὅ,τι οἱ φιλόδοξοι τὸ νὰ φαίνονται. Ἀλλά, καθὼς ἀκούω, ὅλοι στὴν πόλη σας ἔχουν νὰ κάνουν μὲ τὶς φῆμες ποὺ κυκλοφοροῦν γιὰ μένα. Κι εἶναι μερικοὶ λογοπλάστες, μισθωμένοι νὰ δημιουργοῦν τὸ ψέμμα, ποὺ ἐξηγοῦν τὰ σχετικὰ μὲ τὸ πρόσωπό μου. Ἔτσι, ἔκρινα καλὸ νὰ μὴ σᾶς ἀφήσω κάτω ἀπὸ τὴν ἐπιρροὴ πονηρῶν ἰδεῶν καὶ ρυπαρῆς φωνῆς, ἀλλὰ ὁ ἴδιος νὰ σᾶς πῶ τί συμβαίνει μὲ μένα. Συνδέομαι ἀπὸ παιδὶ μ\’ αὐτὸν τὸν τόπο (γιατί ἐδῶ μ\’ ἀνέθρεψε ἡ μάμμη μου). Ἀλλὰ κι ὕστερα παρέμεινα γιὰ πολὺ καιρό. Ὅταν, φεύγοντας τὴν τύρβη τοῦ κόσμου βρῆκα κατάλληλο, χάρη στὴν ἡσυχία τῆς ἐρημίας, αὐτὸν τὸν τόπο γιὰ ψυχικὴ περισυλλογή, πέρασα πολλὰ χρόνια ζώντας ἐδῶ. Κι ἐπειδὴ τώρα μένουν ἐδῶ οἱ ἀδελφοὶ(2) , μ\’ εὐχαρίστηση ἦλθα σ\’ αὐτὰ τ\’ ἀπόμερα χώματα, ἀφοῦ κατάφερα νὰ πάρω ἀνάσα ἀπὸ τὶς ἀσχολίες ποὺ ἤμουν φορτωμένος. Δὲν ἦλθα λοιπὸν γιὰ νὰ φέρω δυσκολίες σὲ ἄλλους, ἀλλὰ γιὰ νὰ ἱκανοποιήσω τὴ δική μου ἐπιθυμία.

2. Τί χρειάζεται ἄρα νὰ καταφεύγουν σὲ ὄνειρα καὶ νὰ μισθώνουν ὀνειροκρίτες καὶ σὲ πάνδημες ἑστιάσεις νὰ μᾶς ἔχουν θέμα συζήτησης, πίνοντας τὸ κρασί τους; Ἐγώ, ἂν θέλετε νὰ μάθετε, ἀκόμα κι ἂν κάποιοι ἄλλοι μὲ διέβαλλαν, σᾶς θὰ καλοῦσα μάρτυρες, γιὰ νὰ ὑπερασπίσετε τὴν ἀθωότητά μου. Καὶ τώρα, ἔχω τὴν ἀξίωση νὰ θυμηθεῖτε τὸ κάθε τί ἀπὸ ἐκεῖνα τὰ παλαιὰ γεγονότα: Ὅταν μᾶς καλοῦσε ἡ πόλη ν\’ ἀναλάβουμε τὴν ἀγωγὴ τῶν νέων, μὲ ἀπεσταλμένους τοὺς προεστούς σας. Κι ὕστερα, πὼς συρρεύσατε γύρω μου ὅλος ὁ λαός. Καὶ τί δὲν μοῦ προσφέρατε; Καὶ τί δὲν μοῦ τάξατε τότε; Ἀλλὰ δὲν μπόρεσαν νὰ πάρουν ἀπὸ τὸ στόμα μας τὸ «ναί». Πῶς λοιπὸν ἐγὼ ποὺ τότε, ἂν καὶ καλεσμένος, ἀρνήθηκα, τώρα θὰ ἐπιχειροῦσα ἀκάλεστος νὰ τρυπώσω ἀνάμεσά σας; Καὶ πῶς ἐγὼ ποὺ ἀπέφευγα ὅσους μ\’ ἐπαινοῦσαν καὶ μὲ θαύμαζαν, νὰ ἐπιζητῶ τώρα αὐτοὺς ποὺ μὲ διαβάλλουν; Μὴ τὸ θαρρεῖτε αὐτό, καλοί μου. Δὲν ἀγοράζομαι τόσο φθηνά. Ἕνας φρόνιμος ἄνθρωπος δὲν μπαρκάρει σὲ καράβι ἀκυβέρνητο. Οὔτε πατᾶ τὸ πόδι του σ\’ Ἐκκλησία, ὅπου τὸ συγκλονισμὸ καὶ τὴ ζάλη προκαλοῦν οἱ ἴδιοι ἐκεῖνοι ποὺ κάθονται στὸ τιμόνι. Γιατί, ἀπὸ ποὺ ἀναστατώθηκε ὅλη ἡ πόλη, ὅταν ἄλλοι ἔφευγαν χωρὶς κανεὶς νὰ τοὺς κυνηγᾶ κι ἄλλοι ἔκαναν ἔξοδο χωρὶς κανεὶς νὰ τοὺς ἐπιτίθεται (3), ἐνῶ ὅλοι οἱ χρησμολόγοι κι ὀνειροκρίτες ἔβλεπαν φόβους καὶ τρόμους; Ἀπὸ ποῦ ὅλα αὐτά; Μὰ καὶ μικρὸ παιδὶ τὸ ξέρει: Ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ἰθύνουν τὸ λαό. Ποὺ τὰ κίνητρα τῆς ἔχθρας τους θὰ ἦταν ἀναξιοπρέπεια ἐκ μέρους μου νὰ τὰ πῶ, ἐνῶ σὲ σᾶς εἶναι πολὺ εὔκολο νὰ τὰ δεῖτε. Γιατί, ὅταν ἡ πικρία κι ἡ διάσταση δὲν ἔχουν τίποτα τὸ πολὺ φοβερὸ κι ἡ αἰτία τους ἀποδείχνεται ὁλότελα ἀνυπόστατη καὶ πολὺ γελοία ἂν τὴν ἐξηγήσεις, ἀπομένει φανερὴ ἡ ψυχικὴ ἀρρώστια. Χτυπᾶ ξένα ἀγαθά, ἐνῶ πρῶτο κι ὁλοδικό του τὸ κακὸ σ\’ αὐτὸν ὅπου ἐκδηλώθηκε. Ἀλλὰ σ\’ αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους συμβαίνει καὶ κάτι ἄλλο ὡραῖο. Ἐνῶ κεντᾶ ὁ πόνος τὰ βάθη τους, ἡ ντροπὴ δὲν τοὺς ἐπιτρέπει νὰ φωνάξουν τὴ συμφορά τους. Αὐτὸ λοιπὸν τὸ ψυχικό τους πάθημα ὄχι μόνο ἀπὸ τὴν ἀπέναντί μας συμπεριφορά τους, ἀλλὰ κι ἀπὸ τὴν ὑπόλοιπη ζωὴ εἶναι γνωστό. Κι ἂν ἔμενε ἀγνοούμενο, δὲν θὰ ἦταν μεγάλη ἡ ζημία. Ἀλλὰ τὴν ὁλότελα πραγματικὴ αἰτία, ποὺ τοὺς κάνει ν\’ ἀποφεύγουν τὶς σχέσεις μαζί μας καὶ ποὺ δὲν τὴν ὑποπτεύονται ἴσως πολλοὶ ἀπό σᾶς, ἐγὼ θὰ σᾶς τὴ μάθω. Ἀκοῦστε λοιπόν.

3. Διαστροφὴ τῆς πίστης ἀνάμεσά σας μελετᾶται, ἀντίθετη στὰ ἀποστολικὰ κι εὐαγγελικὰ δόγματα, ἀλλὰ καὶ στὴν παραδομένη διδασκαλία τοῦ ἀληθινὰ μεγάλου Γρηγορίου (4) καὶ τῶν μετὰ ἀπὸ ἐκεῖνον ὡς τὸ μακάριο Μουσώνιο (5), ποὺ ἡ διδαχὴ του ἀκόμα καὶ τώρα ἠχεῖ στ\’ αὐτιά σας. Τὴν κακοδοξία δηλαδὴ τοῦ Σαβελλίου, ποὺ ἄλλοτε ἄναψε σὰν ὀλέθρια φωτιὰ καὶ τὴν ἔσβησαν οἱ Πατέρες, ἐπιχειροῦν τώρα νὰ τὴν ξανανάψουν. Ποιοί; Ὅσοι, φοβούμενοι τὴν ἔλεγξη τους (6), πλάθουν τὶς ἐναντίον μας φαντασιοπληξίες. Ἀλλὰ σεῖς παρατεῖστε αὐτὰ τὰ μεθυσμένα κεφάλια, ποὺ ἡ ζάλη τῆς κραιπάλης τὰ κάνει νὰ φαντασιοκοποῦν. Κι ἀκοῦστε ἀπὸ μᾶς ποὺ εἴμαστε νηφάλιοι κι ἀπὸ φόβο στὸ Θεὸ δὲν μποροῦμε νὰ ἡσυχάσουμε, τί κακό σᾶς ἀπειλεῖ. Ἰουδαϊσμὸς εἶναι ὁ Σαβελλιανισμός, ξένο σῶμα, μὲ ἐπιφάνεια χριστιανική, στὴν εὐαγγελικὴ διδασκαλία. Γιατί ὅποιος λέει πὼς κάτι τὸ πολυπρόσωπο εἶναι ο Πατέρας, ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ μία ὑπόσταση παρουσιάζει τῶν τριῶν, τί κάνει; Πρῶτα, ἀρνεῖται τὴν προαιώνια ὕπαρξη τοῦ Μονογενοῦς. Κι ὕστερα, ἀρνεῖται τὴν οἰκονομία τῆς ἐνανθρώπησής του, τὴν κάθοδό του στὸν ἅδη, τὴν ἀνάσταση, τὴν κρίση. Ἀρνεῖται, τέλος, ἐπίσης καὶ τὶς ἰδιαίτερες ἐνέργειες τοῦ Πνεύματος. Ἀλλὰ ἀνάμεσά σας, ἀκούω τώρα πὼς ἀποτολμῶνται καὶ νέες ἰδέες, πέρα ἀπὸ τὰ μάταια φρονήματα τοῦ Σαβελλίου. Ἔτσι, καθὼς ἀναφέρουν ὅσοι τὸ γρίκησαν, οἱ ἀνάμεσά σας σοφοὶ ἰσχυρίζονται καὶ λένε ὅτι δὲν εἶναι παραδομένο στὸ Μονογενὴ ὄνομα, ἀλλὰ ὄνομα εἶναι τοῦ ἀντικειμένου (7). Γιατί, λέει, εἶναι γραμμένο: «Ἐγὼ ἦλθα στὸ ὄνομα τοῦ Πατέρα μου καὶ δὲν μὲ δεχθήκατε. Ἂν ἄλλος ἔλθει, μὲ τὸ δικό του ὄνομα, ἐκεῖνον θὰ τὸν δεχθεῖτε» (8). Κι ὅτι, ἀπὸ τὸ ρητὸ «Νὰ μαθητέψετε ὅλα τὰ ἔθνη, βαπτίζοντάς τους στὸ ὄνομα τοῦ Πατέρα, τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» (9), εἶναι φανερό, λένε, πὼς ἕνα εἶναι τὸ ὄνομα. Γιατί ἡ Γραφὴ δὲν λέει «στὰ ὀνόματα», ἀλλὰ «στὸ ὄνομα».

4. Αὐτά, κοκκινίζοντας ἀπὸ ντροπὴ καὶ βαριαναστενάζοντας, σᾶς ἔγραψα, γιατί ἀπὸ τὸ δικό μας αἷμα εἶναι ὅσοι ἔφταιξαν στὸ παρὸν θέμα. Εἶμαι, βλέπετε, ἀναγκασμένος, σὰν τὸν ἄνθρωπο ποὺ πυγμαχεῖ μὲ δύο ἀντιπάλους, χτυπώντας μὲ τὸν ἔλεγχο καὶ τοῦ ἑνὸς καὶ τοῦ ἄλλου τὰ ξεστρατίσματα τῆς διδαχῆς καὶ νικώντας τους, νὰ φανερώσω τὴν ἀλήθεια μὲ τὴ δύναμη ποὺ τῆς ταιριάζει. Κοιτάχτε. Ἀπὸ τὴ μιὰ μεριὰ ὁ Ἀνόμοιος (10) μᾶς σπαράζει κι ἀπὸ τὴν ἄλλη, ὅπως ἦταν ἑπόμενο, ὁ Σαβέλλιος. Σᾶς παρακαλῶ λοιπόν. Μὴ δίνετε προσοχὴ σ\’ αὐτὰ τὰ βδελυρὰ σοφίσματα, ποὺ ἄλλωστε δὲν μποροῦν κανέναν νὰ παρασύρουν. Ἀλλὰ νὰ ξέρετε πὼς τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ εἶναι τὸ «πάνω ἀπὸ κάθε ἄλλο ὄνομα» (11), ἐπίσης τὸ ὅτι καλεῖται Υἱὸς τοῦ Θεοῦ καὶ κατὰ τὸ ρητό τοῦ Πέτρου: «Δὲν ὑπάρχει ἄλλο ὄνομα κάτω ἀπὸ τὸν οὐρανὸ ποὺ νὰ δόθηκε στοὺς ἀνθρώπους καὶ ποὺ ὁρίσθηκε γιὰ νὰ σωθοῦμε» (12). Ἐπίσης μὲ τό: «Ἐγὼ ἦλθα στὸ ὄνομα τοῦ Πατέρα μου» (13), πρέπει νὰ ξέρουμε πὼς ἀρχή του κι αἰτία του ἀναγνωρίζει τὸν Πατέρα. Κι ἂν εἶναι γραμμένο: «Πηγαίνετε καὶ βαπτίζετε στὸ ὄνομα τοῦ Πατέρα καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος», κάθε ἄλλο πρέπει νὰ θαρροῦμε πὼς ἕνα μόνο ὄνομα μᾶς παραδόθηκε. Γιατί, ὅταν λέει Παῦλος καὶ Σιλουανὸς καὶ Τιμόθεος, τρία προφέρει ὀνόματα, συμπλέκοντάς τα μ\’ ἕνα σύνδεσμο. Ἔτσι συμβαίνει κι ὅταν λέει «ὄνομα τοῦ Πατέρα καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». Τρία προφέρει ὀνόματα καὶ τὰ συνέπλεξε μὲ τὸ σύνδεσμο, μὲ κάθε ὄνομα ὑποδηλώνοντας ἰδιαίτερο νόημα, γιατί τὰ ὀνόματα σημαίνουν κάτι. Κι ὅτι τὸ κάτι αὐτὸ εἶναι μία ἰδιαίτερη κι αὐτοτελὴς πραγματικότης, ποιός, ἀκόμα κι ἂν δὲν εἶναι μεγαλοφυία, ἀμφιβάλλει; Τοῦ Πατέρα, τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἡ φύση εἶναι ἡ ἴδια κι ἡ θεότης μία, ἐνῶ τὰ διάφορα ὀνόματα μᾶς δηλώνουν περιορισμένες κι ἀκέραιες ἔννοιες. Καὶ θὰ ἦταν παράλογο, ἂν κανεὶς ἀπέφευγε τὴ σύγχυση στὴ νόηση τῶν ἰδιωμάτων τοῦ καθενός, νὰ μὴ μποροῦσε νὰ ὁλοκληρώσει τὴ δοξολογία γιὰ τὸν Πατέρα, τὸν Υἱὸ καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Ἂν λοιπὸν ἀρνοῦνται πὼς τὰ λένε καὶ τὰ διδάσκουν αὐτά, δὲν ἔχουμε πιὰ λόγο ν\’ ἀσχολούμαστε μαζί τους. Ἂν καὶ βλέπω θλιβερὴ τὴν ἄρνησή τους, μιὰ καὶ πολλοὺς ἔχουν ποὺ μαρτυροῦν αὐτὰ τὰ λόγια. Πλήν, δὲν μᾶς ἐνδιαφέρουν τὰ περασμένα, ἡ παροῦσα μόνο διδασκαλία ἂς εἶναι σωστή. Κι ἂν ἐπιμένουν στὰ ἴδια, εἶναι ἀνάγκη καὶ σὲ ἄλλες Ἐκκλησίες νὰ φωνάξουμε τὴ συμφορὰ ποὺ σᾶς βρῆκε καὶ νὰ κάνουμε ἀπὸ πιὸ πολλοὺς ἐπισκόπους νὰ σᾶς ἔλθουν γράμματα, ποὺ νὰ ξεγυμνώνουν αὐτὴ τὴ μεγάλη ὕπουλη ἀσέβεια. Ἔτσι, ἡ παροῦσα διαμαρτυρία θ\’ ἀποβεῖ ὠφέλιμη ἤ πάντως μᾶς ἀπαλλάσσει στὸ θεῖο κριτήριο.

5. Ἀλλὰ ἤδη καὶ σὲ συγγραφὲς δικές τους διατύπωσαν αὐτὲς τὶς ἰδέες. Τὶς ἔστειλαν πρῶτα στὸν ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ, τὸν ἐπίσκοπο Μελέτιο (14) κι ἔλαβαν ἀπ\’ αὐτὸν τὶς ἀποκρίσεις ποὺ ἔπρεπε. Κι ὕστερα, ὅπως οἱ μάνες ποὺ γεννοῦν τέρατα καὶ ντρέπονται γιὰ τὴν ἐλαττωματική τους φύτρα, ἔτσι κι αὐτοὶ τοὺς αἰσχροὺς καρποὺς τοῦ κοιλοπονητοῦ τους ἔκρυψαν βαθειὰ στὸ σκοτάδι ποὺ τοὺς ἄξιζε καὶ τοὺς κανακεύουν. Ἔγραψαν δὲ κάτι τέτοιο καὶ στὸν ὁμόψυχό μας Ἄνθιμο, τὸν ἐπίσκοπο τῶν Τυάνων, ὅτι δῆθεν ὁ Γρηγόριος( 15), ἐκθέτοντας τὴν πίστη του, εἶπε πὼς ὁ Πατέρας κι ὁ Υἱὸς εἶναι ἐπιφανειακὰ μὲν δυό, στὴν ὑπόσταση δὲ ἕνα. Κι αὐτὸ πὼς δὲν εἰπώθηκε δογματικά, ἀλλὰ σὲ κάποια ἄλλη προσπάθεια κατὰ τὴ συνομιλία μὲ τὸ Γελιανό, δὲν μπόρεσαν νὰ τὸ ἀντιληφθοῦν ἐκεῖνοι ποὺ καλοτύχιζαν τὸν ἑαυτό τους γιὰ λεπταίσθητα μυαλά. Ὅπου πολλὰ ἀπ\’ ὅσα σημειώθηκαν, εἶναι σφαλερά, ὅπως ἀπὸ τὶς ἴδιες τὶς λέξεις ἐμεῖς θὰ δείξουμε, ἂν θέλει ὁ Θεός. Ὕστερα κιόλας, τὸν εἰδωλολάτρη ζητώντας νὰ πείσει, δὲν νόμιζε πὼς ἦταν ἀνάγκη ν\’ ἀκριβολογεῖ, ἀλλὰ ποὺ καὶ ποὺ νὰ συγκαταβαίνει σὲ ὅ,τι ἦταν συνηθισμένος ὁ κατηγορούμενος, ὥστε νὰ μὴ τὸν κάνει ν\’ ἀντιτείνει πρὸς τὰ οὐσιώδη. Γι\’ αὐτὸ λοιπόν, θὰ βρεῖς ἐκεῖ πολλοὺς ὅρους ποὺ τώρα πολὺ μεγάλη δύναμη παρέχουν στοὺς αἱρετικούς, ὅπως τὸ κτίσμα καὶ τὸ ποίημα κι ἄλλοι παρόμοιοι. Πολλὰ δὲ καὶ γύρω ἀπὸ τὴ συνάφεια πρὸς τὸν ἄνθρωπο εἰπωμένα ἀναφέρουν στὸ σχετικὸ μὲ τὴ θεότητα λόγο ὅσοι ἀκατάρτιστοι ἀκοῦν τὰ γραμμένα, ὅπως εἶναι κι αὐτὸ ποὺ ἐκεῖνοι διατυμπανίζουν. Γιατί πρέπει νὰ ξέρουμε καλὰ ὅτι, καθὼς ὅποιος δὲν ὁμολογεῖ κοινὴ τὴν οὐσία, ξεπέφτει σὲ πολυθεΐα, ἔτσι κι ὅποιος δὲν ἀποδίνει ξεχωριστὲς ἰδιότητες στὶς ὑποστάσεις, ξεγλιστρᾶ στὸν Ἰουδαϊσμό. Ἡ σκέψη μας, δηλαδή, ἀφοῦ, θὰ λέγαμε, στηριχθεῖ πάνω σὲ κάποιο ὑποκείμενο κι ἀφοῦ τυπώσει μέσα της ὁλοκάθαρα τὰ χαρακτηριστικά του, ἔτσι θὰ πιάσει τὸ ποθητό της νόημά του. Πῶς θὰ μπορούσαμε νὰ δεχθοῦμε τὴν ἔννοια τοῦ Θεοῦ Πατέρα, ἂν δὲν νοήσουμε τὴν πατρότητα καὶ δὲν θυμηθοῦμε σὲ ποιὸν ἀφορᾶ αὐτὸ τὸ ἰδίωμα; Γιατί δὲν ἀρκεῖ καθόλου ν\’ ἀπαριθμήσουμε διαφορὲς προσώπων, ἀλλὰ χρειάζεται νὰ ὁμολογοῦμε πὼς κάθε πρόσωπο ἔχει ἀληθινὴ ὑπόσταση. Μιὰ καὶ τὴν παραποίηση γιὰ τὴ μὴ ὑπόσταση τῶν προσώπων οὔτε ὁ Σαβέλλιος ἄφησε στὴν ἄκρη. Εἶπε ὅτι ὁ ἴδιος ὁ Θεός, ὄντας ἕνα ὑποκείμενο, μεταμορφώνεται, ἀνάλογα μὲ τὶς κάθε φορᾶ χρεῖες κι ἄλλοτε σὰν Πατέρας, ἄλλοτε σὰν Υἱὸς κι ἄλλοτε σὰν Ἅγιο Πνεῦμα σχετίζεται μαζί μας. Αὐτὴ λοιπὸν τὴν πλάνη, ποὺ σβήστηκε ὁλότελα κάποτε, τὴν ἀνανεώνουν τώρα ἐκεῖνοι ποὺ ἐπινόησαν τὴν παροῦσα ἀνώνυμη αἵρεση, ἀθετώντας τὶς ὑποστάσεις κι ἀπαρνούμενοι τὸ ὄνομα τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ. Πού, ἂν δὲν πάψουν νὰ μιλοῦν ἄδικα ἐναντίον τοῦ Θεοῦ, πρέπει νὰ τοὺς κλαῖμε πικρὰ μαζὶ μὲ τοὺς ἀρνησιχρίστους.

6. Αὐτὰ εἴχαμε ὑποχρέωση νὰ σᾶς ἀναλύσουμε, γιὰ νὰ φυλαχθεῖτε ἀπὸ τὶς ζημίες ποὺ θὰ σᾶς προξενοῦσαν οἱ πονηρὲς διδασκαλίες. Καὶ πράγματι, ἂν πρέπει νὰ παρομοιάσουμε τὶς πονηρὲς διδασκαλίες μὲ τὰ θανάσιμα φαρμάκια, ὅπως οἱ ἀνάμεσά σας ὀνειροκρίτες λένε, αὐτὰ εἶναι τὸ κώνειο, τὸ ἀκόνιτο κι ὁποιοδήποτε ἄλλο φαρμάκι ποὺ σκοτώνει. Νὰ τὰ δηλητήρια τῶν ψυχῶν, ποὺ τὰ θολὰ καὶ τόσο φαντασιόπληκτα ἀπὸ τὸ πάθος αὐτὰ μυαλὰ διαλαλοῦν κι ὄχι τὰ δικά μας λόγια. Πού, ἂν σωφρονοῦσαν, θὰ ἔπρεπε νὰ ξέρουν ὅτι στὶς ἄχραντες καὶ καθαρὲς ἀπὸ κάθε κηλίδα ψυχὲς λάμπει τὸ προφητικὸ χάρισμα. Πῶς ἕνα ρυπαρὸ κάτοπτρο νὰ ἐμφανίσει σωστὲς εἰκόνες; Καὶ πῶς μία ψυχή, ποὺ ἀπὸ πρὶν τὴ βαραίνουν οἱ βιοτικὲς μέριμνες καὶ τὴν ἐπισκιάζουν τὰ πάθη τοῦ σαρκικοῦ φρονήματος, νὰ ἐμφανίσει τὶς ἐλλάμψεις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος; Γιατί κάθε ἐνύπνιο δὲν σημαίνει πὼς εἶναι καὶ προφητεία, καθὼς λέει ὁ Ζαχαρίας: «Ὁ Κύριος ἔκανε φαντασία καὶ βροχὴ χειμερινή, γιατί αὐτοὶ ποὺ μιλοῦσαν, εἶπαν συγχυσμένα λόγια καὶ ψεύτικα ὄνειρα ξεστόμιζαν»(16). Αὐτοὶ δὲ κι ἐκεῖνο ἀγνοοῦν, ποὺ κατὰ τὸν Ἠσαΐα ἐνυπνιάζονται, ποθώντας βαριοὶ ἀπὸ νύστα τὸ κρεββάτι (17), τὸ ὅτι πολλὲς φορὲς ἡ ἐνέργεια τῆς πλάνης στέλνεται στοὺς γιοὺς τῆς ἀνυπακοῆς (18). Κι ὑπάρχει πνεῦμα ψεύτικο, ποὺ μὲ πηγὴ τοὺς ψευδοπροφῆτες ἐξαπάτησε τὸν Ἀχαάβ (19). Αὐτὰ γνωρίζοντας, δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ σχηματίσουν τόσο μεγάλη ἰδέα γιὰ τὸν ἑαυτό τους ὥστε νὰ ἰσχυρίζονται πὼς εἶναι προφῆτες, ποιοί; Ἄνθρωποι ποὺ ἀποδείχνουν πὼς ὑπολείπονται σὲ σωστὴ συμπεριφορὰ ἀκόμα κι ἀπὸ τὸ μάντη Βαλαάμ. Τί ἔκανε ἐκεῖνος; Ὅταν ὁ βασιλιὰς τῶν Μωαβιτῶν, προσφέροντάς του ἀκριβὰ δῶρα, τὸν κάλεσε, δὲν δέχθηκε νὰ μιλήσει ἀντίθετα ἀπὸ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ κι οὔτε νὰ καταρασθεῖ τὸν Ἰσραήλ, ποὺ δὲν τὸν καταριόταν ὁ Κύριος. Ἂν λοιπὸν συμφωνοῦν μὲ τὶς ἐντολὲς τοῦ Κυρίου οἱ φαντασιοπληξίες ποὺ αὐτοὶ ἐνυπνιάζονται, ἂς ἀρκοῦνται στὰ Εὐαγγέλια. Εἶναι ἀξιόπιστα, χωρὶς νὰ ἔχουν καμμιὰ ἀνάγκη βοήθειας ἀπὸ τὰ ὄνειρα. Ὁ Κύριός μας ἄφησε τὴν εἰρήνη του (20) καὶ μᾶς ἔδωσε καινούργια ἐντολή, ν\’ ἀγαπᾶμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο (21). Ἐνῶ τὰ ὄνειρα σημαίνουν ἀμάχη, χωρισμὸ κι ἀφανισμὸ τῆς ἀγάπης. Ἂς μὴ δίνουν λοιπὸν εὐκαιρία στὸ διάβολο νὰ τοὺς κυριεύει τὶς ψυχὲς μὲς ἀπὸ τὸν ὕπνο κι ἂς μὴ θαρροῦν σπουδαιότερες ἀπὸ τὴ σωτήρια διδασκαλία τὶς φαντασιοπληξίες ποὺ ἐκεῖνος γεννᾶ.

Σημ.

1. Οἱ ἄνθρωποι τοῦ Ἀταρβίου Νεοκαισαρείας διέδιδαν ἔντεχνα ὅτι ὁ Βασίλειος πῆγε στὰ Ἄννησα μὲ ὕποπτους καὶ κακοὺς σκοπούς.

2. Ἀδελφοὶ κατὰ σάρκα.

3. Οἱ πατριῶτες του ποὺ συνδέονταν μαζί του ἔφευγαν ἀπὸ τὴν πόλη γιὰ νὰ μὴν εἶναι ὑποχρεωμένοι νὰ τὸν ἐπισκεφθοῦν στὸ σπίτι του ἡ γιὰ νὰ μὴν τὸν συναντήσουν κάπου.

4. Πρόκειται γιὰ τὸ Γρηγόριο τὸ Θαυματουργό, πρῶτο ἐπίσκοπο Νεοκαισαρείας († 370/5).

5. Ἐπίσκοπος Νεοκαισαρείας († 368;).

6. Οἱ συκοφάντες τοῦ Βασιλείου μεθόδευαν τὴν ἀπομάκρυνσή του, διότι φοβόνταν τὸ δημόσιο ἔλεγχο ποὺ ἐκεῖνος θὰ τοὺς ἔκανε.

7. Ὁ Ἀτάρβιος καὶ οἱ συνεργάτες του κήρυτταν νέα αἵρεση, τὴν ὁποία ὁ Βασίλειος καταπολεμεῖ.

8. Πρβλ. Ἰω. 5,43.

9. Μάτθ. 28,19.

10. Γενικὰ οἱ Ἀνόμοιοι δίδασκαν ὅτι ὁ Υἱὸς εἶναι κατὰ τὴν οὐσία τελείως ἀνόμοιος πρὸς τὸν Πατέρα.

11. Φιλιπ. 2,9.

12. Πράξ. 4,12.

13. Πρβλ. Ἰω. 5,43.

14. Πρόκειται γιὰ τὸ Μελέτιο Ἀντιοχείας, ποὺ τότε ἦταν ἐξόριστος στὰ Γήτασα καὶ πέθανε τὸ 381, προεδρεύοντας στὴ Β Οἰκουμενικὴ Σύνοδο.

15. Ὁ Γρηγόριος ὁ Θαυματουργός.

16. Πρβλ. Ζάχ. 10,1-2.

17. Πρβλ. Ἠσ. 29,8.

18. Πρβλ. Ἐφ. 2,2.

19. Πρβλ. Γ΄ Βασ. 22,22.

20. Πρβλ. Ἰω. 14,27.

21. Πρβλ. Ἰω. 13,34. 
 

Πρωτότυπο Κείμενο

210. ΤΟΙΣ ΚΑΤΑ ΝΕΟΚΑΙΣΑΡΕΙΑΝ ΛΟΓΙΩΤΑΤΟΙΣ

210.1 Ὅλως μὲν οὐδὲν ἐδεόμην τὴν ἐμαυτοῦ γνώμην δημοσιεύειν ὑμῖν οὐδὲ τὰς αἰτίας λέγειν δι΄ ἃς ἐγὼ νῦν ἐπὶ τῶν τόπων εἰμὶ τούτων. Καὶ γὰρ οὐδὲ ἄλλως τῶν φανητιώντων ἐγώ͵ οὐδὲ τὸ πρᾶγμα τοσούτων μαρτύρων ἄξιον. Ἀλλ΄ οἶμαι͵ οὐχ ἃ βουλόμεθα ποιοῦμεν͵ ἀλλ΄ ἐφ΄ ἃ προκαλοῦνται ἡμᾶς οἱ καθηγούμενοι͵ ἐπεὶ ἔμοιγε τὸ παντε λῶς ἀγνοεῖσθαι πλέον ἐσπούδασται ἢ τοῖς φιλοδόξοις τὸ διαφαίνεσθαι. Ἐπεὶ δὲ πάντων͵ ὡς ἀκούω͵ τῶν κατὰ τὴν ὑμετέραν πόλιν τὰ ὦτα διατεθρύληται͵ καί εἰσί τινες λογοποιοί͵ δημιουργοὶ τοῦ ψεύδους πρὸς αὐτὸ τοῦτο μεμισθωμένοι͵ οἳ τὰ ἐμὰ ὑμῖν ἐξηγοῦνται͵ οὐκ ᾠήθην δεῖν περιιδεῖν ὑμᾶς γνώμῃ πονηρᾷ καὶ φωνῇ ῥυπώσῃ διδασκο μένους͵ ἀλλ΄ αὐτὸς εἰπεῖν τὰ ἐμαυτοῦ ὅπως ἔχει. Ἐγὼ καὶ διὰ τὴν ἐκ παιδός μοι πρὸς τὸ χωρίον τοῦτο συνήθειαν (ἐνταῦθα γὰρ ἐτράφην παρὰ τῇ ἐμαυτοῦ τήθῃ)͵ καὶ διὰ τὴν μετὰ ταῦτα ἐπὶ πλεῖστον διατριβήν͵ ὅτε φεύγων τοὺς πολιτικοὺς θορύβους͵ ἐπιτήδειον ἐμφιλοσοφῆσαι διὰ τὴν ἐκ τῆς ἐρημίας ἡσυχίαν τὸ χωρίον τοῦτο καταμαθών͵ πολλῶν ἐτῶν ἐφεξῆς ἐνδιέτριψα χρόνον͵ καὶ διὰ τὴν νῦν τῶν ἀδελφῶν ἐνοίκησιν͵ βραχείας ἀναπνοῆς ἐκ τῶν κατε χουσῶν ἡμᾶς ἀσχολιῶν ἐπιτυχών͵ ἄσμενος ἦλθον ἐπὶ τὴν ἐσχατιὰν ταύτην͵ οὐχ ὡς ἑτέροις ἐντεῦθεν παρέξων πράγματα͵ ἀλλ΄ ὡς αὐτὸς τὴν ἐμαυτοῦ θεραπεύσων ἐπιθυ μίαν.

210.2 Τί οὖν χρὴ πρὸς ὀνείρους καταφεύγειν καὶ ὀνειρο σκόπους μισθοῦσθαι καὶ ἐν ταῖς πανδήμοις ἑστιάσεσιν ἡμᾶς ποιεῖσθαι παροίνιον διήγημα; Ἐγὼ γάρ͵ εἰ καὶ παρ΄ ἄλλοις τισὶν ἦσαν αἱ διαβολαί͵ ὑμᾶς ἂν τῆς ἐμαυτοῦ γνώμης μάρτυρας παρεστησάμην. Καὶ νῦν ἀξιῶ αὐτῶν ἕκαστον τῶν παλαιῶν ἐκείνων ἀναμνησθῆναι͵ ὅτε ἐκάλει μὲν ἡμᾶς ἡ πόλις ἐπὶ τὴν τῶν νέων ἐπιμέλειαν͵ πρεσβεία δὲ παρῆν τῶν παρ΄ ὑμῖν ἀνδρῶν͵ οἱ ἐν τέλει· μετὰ δὲ ταῦτα ὅπως πανδημεὶ πάντες περιχυθέντες ἡμᾶς· τί μὲν οὐχὶ διδόντες; Τί δὲ οὐχ ὑπισχνούμενοι; Ὅμως κατασχεῖν ἡμᾶς οὐκ ἠδυνήθησαν. Πῶς οὖν ὁ τότε καλούμενος οὐχ ὑπακούων͵ νῦν ἐπεχείρουν ἄκλητος εἰσωθίζεσθαι; Πῶς δὲ ὁ τοὺς ἐπαινοῦντάς με καὶ θαυμάζοντας ἀποφεύγων͵ ἔμελλον νῦν διώκειν τοὺς διαβάλλοντας; Μὴ οἰηθῆτε͵ ὦ ἄριστοι· οὐχ οὕτως εὔωνα τὰ ἡμέτερα. Οὔτε γὰρ ἄν τις ἀκυβερνήτου πλοίου σωφρονῶν ἐπιβαίη οὔτε Ἐκκλησίᾳ παραβάλοι ᾗ τὸν κλύδωνα καὶ τὴν ζάλην αὐτοὶ οἱ ἐπὶ τῶν οἰάκων καθεζόμε νοι ἐμποιοῦσι. Πόθεν γὰρ γέγονε θορύβου πλήρης ἡ πόλις͵ ὅτε οἱ μὲν ἔφευγον οὐδενὸς διώκοντος͵ οἱ δὲ ὑπεξῄεσαν οὐδενὸς ἐπιόντος͵ χρησμολόγοι δὲ καὶ ὀνειροσκόποι πάντες ἐμορμολύττοντο; Πόθεν ἄλλοθεν ταῦτα; ῍Η οὐχὶ καὶ παιδὶ γνώριμον ὅτι ἐκ τῶν ἡγουμένων τοῦ πλήθους; Ὧν τὰς αἰτίας τῆς ἔχθρας ἐμοὶ μὲν οὐκ εὐπρεπὲς λέγειν͵ ὑμῖν δὲ συνορᾶν καὶ πάνυ ῥᾴδιον. Ὅταν γὰρ ἡ μὲν πικρία καὶ ἡ διάστασις μηδεμίαν ἔχῃ ὑπερβολὴν εἰς χαλεπότητα͵ ἡ δὲ τῆς αἰτίας ἐξήγησις ἀνυπόστατος παντελῶς καὶ κατα γέλαστος ᾖ͵ δῆλόν ἐστι τῆς ψυχῆς τὸ ἀρρώστημα ἀλλοτρίοις μὲν ἀγαθοῖς ἐπισυμβαῖνον͵ οἰκεῖον δὲ καὶ πρῶτον κακὸν ὑπάρχον τῷ κεκτημένῳ. Οἷς καὶ ἄλλο δή τι χάριεν πρόσεσ τιν. Ἀμυσσόμενοι γὰρ ἐν τῷ βάθει καὶ ὀδυνώμενοι ἐκλαλῆ σαι τὴν συμφορὰν ὑπὸ τῆς αἰσχύνης οὐκ ἐπιτρέπονται. Τοῦτο μὲν οὖν οὐκ ἐκ τῶν πρὸς ἡμᾶς μόνον͵ ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τοῦ λοιποῦ βίου γνώριμόν ἐστι τῆς ψυχῆς αὐτῶν τὸ πάθημα. Εἰ δὲ καὶ ἀγνοοῖτο͵ οὐ μεγάλη ζημία τοῖς πράγ μασι. Τὴν δὲ ἀληθεστάτην αἰτίαν δι΄ ἣν φευκτὴν ἡμῶν τὴν συντυχίαν τίθενται͵ λανθάνουσαν ἴσως τοὺς πολλοὺς ὑμῶν͵ ἐγὼ διδάξω. Ἀλλ΄ ἀκούσατε.

210.3 Πίστεως διαστροφὴ παρ΄ ὑμῖν μελετᾶται ἐχθρὰ μὲν τοῖς ἀποστολικοῖς καὶ εὐαγγελικοῖς δόγμασιν͵ ἐχθρὰ δὲ τῇ παραδόσει τοῦ μεγάλου ὡς ἀληθῶς Γρηγορίου καὶ τῶν ἐφεξῆς ἀπ΄ ἐκείνου μέχρι τοῦ μακαρίου Μουσωνίου οὗ τὰ διδάγματα ἔναυλά ἐστιν ἔτι καὶ νῦν ὑμῖν δηλονότι. Τὸ γὰρ τοῦ Σαβελλίου κακὸν πάλαι μὲν κινηθέν͵ κατασβεσθὲν δὲ παρὰ τῶν Πατέρων͵ ἐπιχειροῦσι νῦν ἀνανεοῦσθαι οὗτοι οἱ φόβῳ τῶν ἐλέγχων τοὺς καθ΄ ἡμῶν ὀνείρους πλάττοντες. Ἀλλ΄ ὑμεῖς τὰς οἰνοβαρεῖς κεφαλάς͵ ἃς ὁ ἐκ τῆς κραιπά λης ἀναφερόμενος ἀτμός͵ εἶτα ἐγκυμαίνων͵ καταφαντάζει͵ χαίρειν ἀφέντες͵ παρὰ τῶν ἐγρηγορότων ἡμῶν καὶ διὰ τὸν τοῦ Θεοῦ φόβον μὴ δυναμένων ἡσυχάζειν τὴν βλάβην ὑμῶν ἀκούσατε. Ἰουδαϊσμός ἐστιν ὁ Σαβελλισμὸς ἐν προσ χήματι Χριστιανισμοῦ τῷ εὐαγγελικῷ κηρύγματι ἐπεισαγόμενος. Ὁ γὰρ ἓν πρᾶγμα πολυπρόσωπον λέγων Πατέρα καὶ Υἱὸν καὶ Ἅγιον Πνεῦμα͵ καὶ μίαν τῶν τριῶν τὴν ὑπόστασιν ἐκτιθέμενος͵ τί ἄλλο ποιεῖ ἢ οὐχὶ ἀρνεῖται μὲν τὴν προαιώνιον τοῦ Μονογενοῦς ὕπαρξιν; Ἀρνεῖται δὲ καὶ τὴν οἰκονομικὴν αὐτοῦ πρὸς ἀνθρώπους ἐπιδημίαν͵ τὴν εἰς ᾅδου κάθοδον͵ τὴν ἀνάστασιν͵ τὴν κρίσιν· ἀρνεῖται δὲ καὶ τὰς ἰδιαζούσας τοῦ Πνεύματος ἐνεργείας. Παρὰ δὲ ὑμῖν νῦν καὶ νεανικώτερα ἀκούω τολμᾶσθαι τοῦ ματαιόφρονος Σαβελλίου. Λέγουσι γάρ͵ ὡς οἱ ἀκηκοότες φασί͵ διατείνεσ θαι τοὺς παρ΄ ὑμῖν σοφοὺς καὶ λέγειν ὅτι ὄνομα τοῦ Μονογενοῦς οὐ παραδέδοται͵ ὄνομα δὲ τοῦ ἀντικειμένου ἐστί͵ καὶ ἐπὶ τούτῳ γάνυσθαι μὲν καὶ μέγα φρονεῖν ὡς ἐπὶ οἰκείῳ εὑρήματι. Εἴρηται γάρ͵ φησίν· Ἐγὼ ἦλθον ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ Πατρός μου καὶ οὐκ ἐλάβετέ με· ἐὰν ἄλλος ἔλθῃ ἐν τῷ ἰδίῳ ὀνόματι͵ ἐκεῖνον λήψεσθε. Καὶ διὰ τὸ εἰρῆσθαι· Μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη͵ βαπτίζοντες αὐτοὺς εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος͵ δῆλόν ἐστι͵ φασίν͵ ὅτι ἕν ἐστιν ὄνομα. Οὐ γὰρ εἴρηται ὅτι εἰς τὰ ὀνόματα͵ ἀλλ΄ εἰς τὸ ὄνομα.

210.4 Ταῦτα ἐρυθριῶν ἔγραφον ὑμῖν͵ ὅτι ἀφ΄ αἵματος ἡμε τέρου εἰσὶν οἱ τούτοις ἔνοχοι͵ καὶ καταστενάζων τῆς ἐμαυτοῦ ψυχῆς͵ ὅτι ἀναγκάζομαι͵ ὥσπερ οἱ πρὸς δύο πυκτεύοντες͵ τὰς ἐφ΄ ἑκάτερα τοῦ λόγου παρατροπὰς κρούων τοῖς ἐλέγχοις καὶ καταβάλλων͵ τὴν προσήκουσαν ἰσχὺν ἀποδιδόναι τῇ ἀληθείᾳ. Ἐντεῦθεν γὰρ ἡμᾶς ὁ Ἀνόμοιος σπαράσσει͵ ἑτέρωθεν δέ͵ ὡς ἔοικεν͵ ὁ Σαβέλλιος. Ἀλλ΄ ὑμᾶς παρακαλῶ τοῖς βδελυροῖς τούτοις καὶ μηδένα παρατρέψαι δυναμένοις σοφίσμασι μὴ προσέχειν τὸν νοῦν· εἰδέναι δὲ ὅτι ἐστὶ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ͵ τὸ ὑπὲρ πᾶν ὄνομα͵ αὐτὸ τὸ καλεῖσθαι αὐτὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ͵ καὶ κατὰ τὸν Πέτρου λόγον Οὐδέ ἐστιν ἕτερον ὄνομα ὑπὸ τὸν οὐρανόν͵ τὸ δεδομένον ἐν ἀνθρώποις͵ ἐν ᾧ δεῖ σωθῆναι ἡμᾶς. Πρὸς δὲ τὸ ὅτι Ἐγὼ ἦλθον ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ Πατρός μου͵ ἐκεῖνο εἰδέναι χρὴ ὅτι ἀρχὴν ἑαυτοῦ καὶ αἰτίαν ἐπιγραφόμενος τὸν Πατέρα ταῦτα λέγει. Εἰ δὲ εἴρηται· Πορευθέντες βαπτίζετε εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος͵ οὐ παρὰ τοῦτο χρὴ νομίζειν ἓν ἡμῖν ὄνομα παραδεδόσθαι. Ὡς γὰρ ὁ εἰπὼν Παῦλος καὶ Σιλουανὸς καὶ Τιμόθεος τρία μὲν εἶπεν ὀνόματα͵ συνέδησε δὲ αὐτὰ ἀλλήλοις διὰ τῆς συλλαβῆς· οὕτως ὁ εἰπὼν ὄνομα Πατρὸς καὶ Υἱοῦ καὶ Ἁγίου Πνεύματος͵ τρία εἰπὼν συνέπλεξεν αὐτὰ τῷ συνδέσμῳ͵ ἑκάστῳ ὀνόματι ἴδιον ὑποβεβλῆσθαι τὸ σημαι νόμενον ἐκδιδάσκων͵ διότι πραγμάτων ἐστὶ σημαντικὰ τὰ ὀνόματα. Τὰ δὲ πράγματα ἰδιάζουσαν καὶ αὐτοτελῆ τὴν ὕπαρξιν ἔχειν οὐδεὶς τῶν καὶ μικρὸν μετεχόντων τοῦ φρο νεῖν ἀμφιβάλλει. Πατρὸς καὶ Υἱοῦ καὶ Ἁγίου Πνεύματος φύσις μὲν ἡ αὐτὴ καὶ θεότης μία͵ ὀνόματα δὲ διάφορα περιωρισμένας καὶ ἀπηρτισμένας τὰς ἐννοίας ἡμῖν παρισ τῶντα. Ἀμήχανον γάρ͵ μὴ ἐν τοῖς ἑκάστου ἰδιώμασι τὴν διάνοιαν γενομένην ἀσύγχυτον͵ δυνηθῆναι Πατρὶ καὶ Υἱῷ καὶ Ἁγίῳ Πνεύματι τὴν δοξολογίαν ἀποπληρῶσαι. Ἐὰν μὲν οὖν ἀρνῶνται μὴ λέγειν ταῦτα μηδὲ διδάσκειν οὕτω͵ κατώρθωται ἡμῖν τὰ σπουδαζόμενα. Καίτοι χαλεπὴν αὐτοῖς οὖσαν ὁρῶ τὴν ἄρνησιν͵ διὰ τὸ πολλοὺς ἔχειν τῶν λόγων τούτων τοὺς μάρτυρας. Πλὴν ἀλλ΄ οὐ σκοποῦμεν τὰ παρελθόντα͵ τὰ παρόντα μόνον ὑγιαινέτωσαν. Ἐὰν δὲ τοῖς αὐτοῖς ἐπιμένωσιν͵ ἀνάγκη καὶ πρὸς ἄλλας Ἐκκλησίας ἐκβοῆσαι ἡμᾶς τὴν καθ΄ ὑμᾶς συμφορὰν καὶ ποιῆσαι παρὰ πλειόνων ἐπισκόπων γράμματα ὑμῖν ἀφικέσθαι͵ τὸ μέ γεθος τοῦτο τῆς ὑποκατασκευαζομένης ἀσεβείας καταρ ρηγνύντα. ῍Η γὰρ προὔργου τι ἔσται εἰς τὴν σπουδὴν ἢ πάντως ἡ παροῦσα διαμαρτυρία ἀφίησιν ἡμᾶς τῆς αἰτίας ἐπὶ τοῦ Κριτηρίου.

210.5 ῎Ηδη δὲ καὶ ἐν συντάγμασιν οἰκείοις κατεβάλοντο τοὺς λόγους τούτους· οὕσπερ καὶ ἀπέστειλαν πρῶτον τῷ ἀνθρώπῳ τοῦ Θεοῦ Μελετίῳ τῷ ἐπισκόπῳ καὶ λαβόντες παρ΄ αὐτοῦ τὰς προσηκούσας ἀποκρίσεις͵ ὡς αἱ τῶν τερά των μητέρες ἐπαισχυνόμεναι τοῖς πηρώμασι τῆς φύσεως͵ οὕτω καὶ αὐτοὶ τὰς αἰσχρὰς ἑαυτῶν ὠδῖνας τῷ προσήκοντι σκότῳ κατακρύψαντες τιθηνοῦνται. Καθῆκαν δέ τινα πεῖραν δι΄ ἐπιστολῆς καὶ πρὸς τὸν ὁμόψυχον ἡμῶν Ἄνθιμον τὸν Τυάνων ἐπίσκοπον͵ ὡς ἄρα Γρηγορίου εἰπόντος ἐν ἐκθέσει πίστεως Πατέρα καὶ Υἱὸν ἐπινοίᾳ μὲν εἶναι δύο͵ ὑποστάσει δὲ ἕν. Τοῦτο δὲ ὅτι οὐ δογματικῶς εἴρηται͵ ἀλλ΄ ἀγωνιστικῶς ἐν τῇ πρὸς Γελιανὸν Διαλέξει͵ οὐκ ἀλλ΄ ἀγωνιστικῶς ἐν τῇ πρὸς Γελιανὸν Διαλέξει͵ οὐκ ἠδυνήθησαν συνιδεῖν οἱ ἐπὶ λεπτότητι τῶν φρενῶν ἑαυτοὺς μακαρίζοντες. Ἐν ᾗ πολλὰ τῶν ἀπογραψαμένων ἐστὶ σφάλματα͵ ὡς ἐπ΄ αὐτῶν τῶν λέξεων δείξομεν ἡμεῖς͵ ἐὰν ὁ Θεὸς θέλῃ. Ἔπειτα μέντοι τὸν Ἕλληνα πείθων οὐχ ἡγεῖτο χρῆναι ἀκριβολογεῖσθαι περὶ τὰ ῥήματα͵ ἀλλ΄ ἔστιν ὅπη καὶ συνδιδόναι τῷ ἔθει τοῦ ἐναγομένου͵ ὡς ἂν μὴ ἀντιτείνοι πρὸς τὰ καίρια. Διὸ δὴ καὶ πολλὰς ἂν εὕροις ἐκεῖ φωνὰς τὰς νῦν τοῖς αἱρετικοῖς μεγίστην ἰσχὺν παρεχομένας͵ ὡς τὸ κτίσμα καὶ τὸ ποίημα καὶ εἴ τι τοιοῦτον. Πολλὰ δὲ καὶ περὶ τῆς πρὸς τὸν ἄνθρωπον συναφείας εἰρημένα εἰς τὸν περὶ τῆς θεότητος ἀναφέρουσι λόγον οἱ ἀπαιδεύτως τῶν γεγραμμένων ἀκούοντες͵ ὁποῖόν ἐστι καὶ τοῦτο τὸ παρὰ τούτων περιφερόμενον. Εὖ γὰρ εἰδέναι χρὴ ὅτι ὥσπερ ὁ τὸ κοινὸν τῆς οὐσίας μὴ ὁμολογῶν εἰς πολυθεΐαν ἐκπίπτει͵ οὕτως ὁ τὸ ἰδιάζον τῶν ὑπο στάσεων μὴ διδοὺς εἰς τὸν Ἰουδαϊσμὸν ὑποφέρεται. Δεῖ γὰρ τὴν διάνοιαν ἡμῶν οἱονεὶ ἐπερεισθεῖσαν ὑποκειμένῳ τινὶ καὶ ἐναργεῖς αὐτοῦ ἐντυπωσαμένην τοὺς χαρακτῆρας͵ οὕτως ἐν περινοίᾳ γενέσθαι τοῦ ποθουμένου. Μὴ γὰρ νοήσαντας τὴν πατρότητα μηδὲ περὶ ὃν ἀφώρισται τὸ ἰδίωμα τοῦτο ἐνθυμηθέντας͵ πῶς δυνατὸν Θεοῦ Πατρὸς ἔννοιαν παραδέξασθαι; Οὐ γὰρ ἐξαρκεῖ διαφορὰς προσώ πων ἀπαριθμήσασθαι͵ ἀλλὰ χρὴ ἕκαστον πρόσωπον ἐν ὑποστάσει ἀληθινῇ ὑπάρχον ὁμολογεῖν. Ἐπεὶ τόν γε ἀνυπόστατον τῶν προσώπων ἀναπλασμὸν οὐδὲ Σαβέλλιος παρῃτήσατο͵ εἰπὼν τὸν αὐτὸν Θεόν͵ ἕνα τῷ ὑποκειμένῳ ὄντα πρὸς τὰς ἑκάστοτε παραπιπτούσας χρείας μετα μορφούμενον͵ νῦν μὲν ὡς Πατέρα͵ νῦν δὲ ὡς Υἱόν͵ νῦν δὲ ὡς Πνεῦμα Ἅγιον διαλέγεσθαι. Ταύτην πάλαι κατασβεσθεῖ σαν τὴν πλάνην ἀνανεοῦνται νῦν οἱ τῆς ἀνωνύμου ταύτης αἱρέσεως ἐφευρεταί͵ οἱ τὰς ὑποστάσεις ἀθετοῦντες καὶ τὸ ὄνομα τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ ἀπαρνούμενοι. Οὕς͵ ἐὰν μὴ παύσωνται λαλοῦντες κατὰ τοῦ Θεοῦ ἀδικίαν͵ ὀδύρεσθαι χρὴ μετὰ τῶν ἀρνησιχρίστων.

210.6 Ταῦτα ἀναγκαίως ὑμῖν διεστειλάμεθα͵ ἵνα τὰς ἀπὸ τῶν πονηρῶν διδαγμάτων βλάβας φυλάξησθε. Τῷ ὄντι γάρ͵ εἰ χρὴ τὰς πονηρὰς διδασκαλίας τοῖς ὀλεθρίοις φαρμάκοις ἐξομοιοῦν͵ ὡς οἱ παρ΄ ὑμῖν ὀνειροσκόποι φασί͵ ταῦτά ἐξομοιοῦν͵ ὡς οἱ παρ΄ ὑμῖν ὀνειροσκόποι φασί͵ ταῦτά ἐστι καὶ κώνειον καὶ ἀκόνιτον καὶ εἴ τι ἕτερον φάρμακον ἀνδροφόνον. Ταῦτα ψυχῶν δηλητήρια͵ οὐχ οἱ ἡμέτεροι λόγοι͵ ἅπερ αἱ οἰνόπληκτοι μήνιγγες ἐκβοῶσι πολυφάνταστοι οὖσαι διὰ τὸ πάθος· οὕς͵ εἴπερ ἐσωφρόνουν͵ ἐχρῆν εἰδέναι ὅτι ταῖς ἀχράντοις καὶ πάσης κηλῖδος κεκαθαρμέναις ψυχαῖς τὸ προφητικὸν ἐναυγάζει χάρισμα. Οὔτε γὰρ κατόπτρῳ ῥυπῶντι δυνατὸν τῶν εἰκόνων δέξασθαι τὰς ἐμφάσεις͵ οὔτε ψυχὴν ταῖς βιωτικαῖς προειλημμένην μερίμναις καὶ τοῖς ἐκ τοῦ φρονήματος τῆς σαρκὸς ἐπισκο τουμένην πάθεσι δυνατὸν ὑποδέξασθαι τοῦ Ἁγίου Πνεύ ματος τὰς ἐλλάμψεις. Οὐ γὰρ πᾶν ἐνύπνιον εὐθὺς προφη τεία͵ ὥς φησι Ζαχαρίας· Κύριος ἐποίησε φαντασίαν καὶ ὑετὸν χειμερινόν͵ διότι οἱ ἀποφθεγγόμενοι ἐλάλησαν κόπους καὶ τὰ ἐνύπνια ψευδῆ ἐλάλουν. Οὗτοι δὲ κἀκεῖνο ἀγνοοῦσιν͵ οἱ κατὰ τὸν Ἡσαΐαν ἐνυπνιαζόμενοι κοίτην φιλοῦντες νυστάξαι͵ ὅτι πολλάκις ἐνέργεια πλάνης ἀποστέλλεται ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῆς ἀπειθείας. Καὶ ἔστι πνεῦμα ψευδὲς ὃ ἐν τοῖς ψευδοπροφήταις γενόμενον Ἀχαὰβ ἐξηπάτησε. Ταῦτα εἰδότας ἔδει μὴ τοσοῦτον ὑπεραρθῆναι ὥστε ἑαυτοῖς προφητείαν προσμαρτυρεῖν͵ οἵ γε δείκνυνται καὶ τοῦ οἰωνοσκόπου Βαλαὰμ τῆς ἀκριβείας ἀπολειπόμενοι. Ὃς ὑπὸ τοῦ βασιλέως τῶν Μωαβιτῶν ἐπὶ μεγίσταις δωρεαῖς μετακληθεὶς οὐκ ἠνέσχετο ἀφεῖναι φωνὴν παρὰ τὸ βούλημα τοῦ Θεοῦ οὐδὲ ἀράσασθαι τὸν Ἰσραὴλ ὃν οὐκ ἀρᾶται Κύριος. Εἰ μὲν οὖν ταῖς ἐντολαῖς τοῦ Κυρίου αἱ κατὰ τὸν ὕπνον αὐτῶν φαντασίαι συντρέχουσιν͵ ἀρκείσθωσαν τοῖς Εὐαγγελίοις οὐδεμιᾶς βοηθείας ἐκ τῶν ὀνείρων εἰς τὴν ἀξιοπιστίαν προσδεομένοις. Εἰ δὲ ὁ μὲν Κύριος τὴν ἑαυτοῦ εἰρήνην ἀφῆκεν ἡμῖν καὶ ἐντολὴν καινὴν ἔδωκεν ἡμῖν ἵνα ἀγαπῶμεν ἀλλήλους͵ τὰ δὲ ὀνείρατα μάχην καὶ διάστασιν καὶ ἀγάπης ἀφανισμὸν ὑφηγεῖται͵ μὴ διδότωσαν καιρὸν τῷ διαβόλῳ διὰ τοῦ ὕπνου ταῖς ψυχαῖς αὐτῶν ἐπιβαίνειν͵ μηδὲ κυριώτερα ποιείτωσαν τὰ παρ΄ αὐτοῦ φαντάσματα τῶν σωτηρίων διδαγμάτων.