( Μετὰ τὴν εἴσοδο τοῦ Ἀλκιβιάδη στὸν χῶρο τοῦ συμποσίου (βλ. ΠΛ Συμπ 212c–213e), οἱ συμποσιαστὲς τὸν κάλεσαν νὰ ἐκφωνήσει τὸ δικό του ἐγκώμιο στὸν Ἔρωτα, αὐτὸς ὅμως ἐκφωνεῖ τὸ ἐγκώμιο τοῦ Σωκράτη.)
Τοῦ Σωκράτους τὸ ἐγκώμιον, κύριοι, θὰ προσπαθήσω νὰ τὸ κάμω ἔτσι, μὲ παρομοιώσεις. Αὐτὸς βέβαια θὰ πιστεύση, πρὸς γελοιοποίησιν• καὶ ὅμως ἡ παρομοίωσις θὰ γίνη χάριν ἀκριβείας, ὄχι πρὸς διακωμώδησιν. Ἰσχυρίζομαι λοιπόν, ὅτι ὁμοιάζει ἐξαιρετικὰ μ\’ αὐτοὺς τοὺς Σιληνοὺς τῶν μαρμαρογλυφείων, ποὺ κατασκευάζουν οἱ καλλιτέχναι καθισμένους νὰ κρατοῦν σύριγγα ἢ αὐλούς• ἂv τοὺς ἀνοίξης εἰς δύο, ἀποκαλύπτονται πὼς κλείουν μέσα θεῶν ἀγάλματα. Καὶ πάλιν ἰσχυρίζομαι πὼς εἶναι ὅμοιος μὲ τὸν Μαρσύαν τὸν Σάτυρον. Καὶ ὅσον μὲν ἀφορᾶ τὴν ἐξωτερικὴν ἐμφάνισιν, οὔτε σύ, ὑποθέτω, Σωκράτη, δὲν θ\’ ἀμφισβητοῦσες, ὅτι τοὺς ὁμοιάζεις. Ὅτι ὅμως καὶ εἰς τὰ ἄλλα εἶσαι παρόμοιος, ἄκουσε. Εἶσ\’ ἕνας ἀλαζονικὸς σκώπτης. Ἢ ὄχι; Ἂν τὸ ἀρνεῖσαι, θὰ παρουσιάσω μάρτυρας. Ἀλλὰ μήπως αὐλητὴς δὲν εἶσαι; Καὶ πολὺ περισσότερον θαυμαστὸς παρ\’ ὅσον ἐκεῖνος. Ἐκεῖνος ἐχρειάζετο ὄργανα μουσικά, διὰ νὰ σαγηνεύη τοὺς ἀνθρώπους μὲ τὴν δύναμιν ποὺ εἶχεν εἰς τὸ στόμα, καὶ τοὺς σαγηνεύει ἀκόμη καὶ τώρα ὁποιοσδήποτε παίζει εἰς τὸν αὐλὸν τοὺς σκοπούς του. Διότι τ\’ αὐλήματα τοῦ Ὀλύμπου εἰς τὸν Μαρσύαν τ\’ ἀποδίδω• ἐκεῖνος τοῦ τὰ ἐδίδαξε. Λοιπὸν οἱ σκοποὶ ἐκείνου, εἴτε καλλιτέχνης αὐλητὴς εἶν\’ ἐκεῖνος ποὺ τοὺς παίζει εἰς τὸν αὐλόν, εἴτε μία κοινὴ αὐλητρίς, καὶ μόνοι των ἔχουν τὴν δύναμιν νὰ φέρουν τοὺς ἀνθρώπους εἰς ἔκστασιν καὶ ν\’ ἀποκαλύπτουν, ἐπειδὴ ἔχουν θείαν τὴν προέλευσιν, πόσοι ἔχουν μέσα των τὸν πόθον τῆς θεότητος καὶ τῆς μυσταγωγίας. Ἐνῶ σὺ εἰς τοῦτο μόνον διαφέρεις ἀπ\’ ἐκεῖνον: ὅτι χωρὶς ὄργανα, μὲ γυμνὰς τὰς λέξεις προκαλεῖς τὸ ἴδιον ἀκριβῶς ἀποτέλεσμα. Ἡμεῖς ἔξαφνα, ὁσάκις ἀκούομεν ἕναν ἄλλον ν\’ ἀναπτύσση λόγους ἄλλους, καὶ ἂς εἶναι πολὺ καλὸς ὁμιλητής, μᾶς ἀφήνει σχεδὸν ὅλους ἀδιαφόρους. Ἀντιθέτως, ὅταν ἀκούη κανεὶς σὺ νὰ ὁμιλῆς ἢ τὰς ὁμιλίας σου νὰ διηγῆται ἕνας ἄλλος, καὶ ἂς εἶναι τελείως ἀσήμαντος, εἴτε γυναίκα εἶναι ποὺ τ\’ ἀκούει εἴτε ἄνδρας εἴτε ἔφηβος, ὅλοι μένομεν ἐκστατικοὶ καὶ αἰχμαλωτισμένοι.
Ἐγὼ π.χ., κύριοι, ἂν δὲν ἐκινδύνευα νὰ θεωρηθῶ ὑπερβολικὰ μεθυσμένος, θὰ σᾶς διηγούμην μὲ ὅρκους, τί συγκινήσεις ἔχω δοκιμάσει ὁ ἴδιος ἀπὸ τὰ λόγια του καὶ δοκιμάζω ἀκόμη καὶ σήμερα. Ὁσάκις τὸν ἀκούω, χοροπηδᾶ ἡ καρδιά μου ζωηρότερα πολὺ παρὰ ἐκείνων ποὺ χορεύουν τὸν παράφορον χορὸν τῶν Κορυβάντων, καὶ δάκρυά μοῦ ἔρχονται ἀπὸ τὴν ἐπίδρασιν τῆς ὁμιλίας του• παρατηρῶ δέ, πὼς καὶ ἄλλοι πάρα πολλοὶ παθαίνουν τὰ ἴδια. Τὸν Περικλέα ὁσάκις ἤκουα καὶ τοὺς ἄλλους δεινοὺς ρήτορας, εὕρισκα πὼς ὁμιλοῦν ὡραῖα, ἀλλὰ δὲν εἶχα αἰσθανθῆ ποτὲ ἀνάλογον συγκίνησιν, οὔτε εἶχε συνταραχθῆ ἡ ψυχή μου τόσον, οὔτε κατελαμβάνετο ἀπὸ ἀγανάκτησιν μὲ τὴν σκέψιν πὼς εὐρισκόμην εἰς ἀνδραπόδου κατάστασιν. Ἐνῶ ὑπὸ τὴν ἐπίδρασιν αὐτοῦ τοῦ Μαρσύου ἐπανειλημμένως ἐδοκίμασα αἰσθήματα παρόμοια, ὥστε νὰ πιστεύσω, πὼς δὲν ἤξιζε νὰ ζῶ εἰς τὴν θέσιν ποὺ εἶμαι. Καὶ αὐτά, Σωκράτη, δὲν θ\’ ἀρνηθῆς πὼς εἶν\’ ἀληθινά. Νὰ καὶ τώρα ἀκόμη αἰσθάνομαι, πὼς ἂν ἀπεφάσιζα νὰ δώσω ἀκρόασιν, δὲν θὰ ἠμποροῦσα ν\’ ἀνθέξω• τὰ ἴδια θὰ ἐπάθαινα. Μ\’ ἐξαναγκάζει πράγματι νὰ παραδεχθῶ, ὅτι ἐνῶ προσωπικῶς ἔχω πολλὰς ἀκόμη ἐλλείψεις, δὲν φροντίζω διὰ τὸν ἑαυτόν μου, ἀλλ\’ ἀσχολοῦμαι μὲ τῶν Ἀθηναίων τὰς ὑποθέσεις. Βιαίως λοιπόν, σὰν νὰ ἦσαν αἱ Σειρῆνες, φράσσω τ\’ αὐτιά μου καὶ ἀπομακρύνομαι• εἰ δὲ μή, ὁλόκληρον τὴν ζωήν μου θὰ ἐδαπανοῦσα εἰς τὸ πλευρὸν του καθισμένος, ὥς ποὺ νὰ γηράσω. Ἐξ ἄλλου ἐνώπιον αὐτοῦ (καὶ εἶναι ὁ μόνος ἄνθρωπος) ἔχω δοκιμάσει τὸ αἴσθημα, ποὺ δὲν θὰ ἐπίστευε κανεὶς πὼς ὑπάρχει μέσα μου: τὸ νὰ ἐντρέπωμαι οἱονδήποτε. Καὶ ὅμως αὐτὸν καὶ μόνον τὸν ἐντρέπομαι. Διότι ἔχω τὴν ἐπίγνωσιν, πὼς δὲν ἔχω τὴν δύναμιν νὰ διαφωνήσω, ὅτι δὲν εἶναι καθῆκον μου νὰ πράξω ὅ,τι αὐτός μοῦ συνιστᾶ. Καὶ ὅμως, μόλις ἀπομακρυνθῶ, ὑποκύπτω εἰς τὴν μάζαν καὶ τὰς τιμάς της. Δραπετεύω λοιπὸν καὶ ἐγὼ ἀπὸ κοντά του καὶ τὸν ἀποφεύγω, καὶ ὁσάκις τὸν συναντήσω, καταλαμβάνομαι ἀπὸ ἐντροπὴν δι’ ὅσα εἶχα παραδεχθῆ. Εἶναι περιστάσεις, ποὺ θὰ ἤμην εὐχαριστημένος νὰ μὴν τὸν ἔβλεπα εἰς τοὺς ζωντανούς• καὶ ἐντούτοις, ἂν τυχὸν ἐγίνετο αὐτό, θὰ ἤμην (τὸ ξέρω καλὰ) πολὺ περισσότερον δυστυχής. Ἔτσι δὲν ξέρω καὶ ἐγὼ τί νὰ κάμω μ\’ αὐτὸν τὸν ἄνθρωπον……………
………….Καὶ τώρα ὓστερ\’ ἀπὸ τὸ ἐπεισόδιον αὐτό, πῶς φαντάζεσθε τὴν ψυχικήν μου κατάστασιν; Ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος ἐπίστευα, πὼς εἶχα ἐξευτελισθῆ• ἀπὸ τὸ ἄλλο μ\’ ἐθάμβωνεν ἡ προσωπικότης τούτου, ἡ αὐτοκυριαρχία καὶ ἡ δύναμις τῆς θελήσεώς του. Εἶχα εὑρεθῆ ἐνώπιον ἀνθρώπου, ποὺ ὅμοιόν του εἰς τὴν φρόνησιν καὶ τὴν εὐστάθειαν δὲν ἐπερίμενα ποτὲ νὰ συναντήσω. Κατ\’ αὐτὸν τὸν τρόπον, οὔτε νὰ τοῦ θυμώσω ἐπιτέλους εἶχα τὴν δύναμιν καὶ νὰ στερηθῶ ἑπομένως τὴν συναναστροφήν του, οὔτε νὰ τὸν παρασύρω εὕρισκα κανένα μέσον. Διότι μὲ χρήματα (αὐτὸ τὸ ἤξευρα καλὰ) ἦτον ἀπ\’ ὅλα τὰ μέρη ἄτρωτος, περισσότερον παρ\’ ὅ,τι ὁ Αἴας μὲ σίδηρον• καὶ ἀφ\’ ἑτέρου ἀπὸ τὸ μέσον, μὲ τὸ ὁποῖον καὶ μόνον ἔκρινα πὼς θὰ ἠμποροῦσε νὰ παγιδευθῆ, μοῦ εἶχε διαφύγει. Εὑρισκόμην λοιπὸν εἰς ἀδιέξοδον καὶ ἐγύριζα αἰχμαλωτισμένος πέρα ὡς πέρα ἀπ\’ αὐτὸν τὸν ἄνθρωπον, ὅσον κανεὶς ἀπὸ κανέναν εἰς τὸν κόσμον.
Εἶχαν προηγηθῆ ὀλ\’ αὐτὰ τὰ γεγονότα τῆς ζωῆς μου, ὅταν κατόπιν μοῦ ἔτυχε νὰ ὑπηρετήσωμεν μαζὶ εἰς τὴν ἐκστρατείαν τῆς Ποτειδαίας καὶ νὰ εἴμεθα ἐκεῖ ὁμοτράπεζοι. Λοιπὸν ἐκεῖ εἰς τὰς κακουχίας πρῶτον ὑπερτεροῦσεν ὄχι μόνον ἐμέ, ἀλλὰ καὶ ὅλους μαζί τοὺς ἄλλους. Ὁσάκις π.χ. εὑρισκόμεθα εἰς τὴν ἀνάγκην ἕνεκα ἀποκοπῆς τῶν συγκοινωνιῶν, ὅπως συμβαίνει δὰ εἰς τὸ μέτωπον, νὰ περάσωμεν χωρὶς τροφήν, δὲν ἦσαν τίποτε οἱ ἄλλοι συγκρινόμενοι μ\’ αὐτὸν κατὰ τὴν ἀντοχήν. Καὶ πάλιν ὅταν εἴχαμεν καλοπέρασιν, μόνος αὐτὸς ἦτον εἰς θέσιν νὰ τὴν χαρῆ, πρὸ πάντων εἰς τὴν οἰνοποσίαν• δὲν τὴν ἐπεδίωκεν, ἀλλὰ ὁσάκις τὸν ὑπεχρέωναν νὰ πίνη, τοὺς ἔβαζεν ὅλους κάτω, καὶ τὸ περισσότερον ἀπίστευτον ἀπ\’ ὅλα: μεθυσμένον τὸν Σωκράτη δὲν ἔχει ἰδεῖ ποτὲ του ἄνθρωπος. Περὶ αὐτοῦ ἄλλωστε θὰ σᾶς δοθῆ, ἐλπίζω, καὶ τώρα ἀμέσως ἡ ἀπόδειξις. Ὅσον ἀφορᾶ πάλιν τὴν ἀντοχὴν του εἰς τὸ ψύχος (καὶ oι χειμῶνες ἐκεῖ ἐπάνω εἶναι δριμύτατοι) ἔκαμνε θαύματα. Ἰδίως κάποτε ποὺ ἦταν παγωνιὰ ὅσον γίνεται διαπεραστική: κανένας δὲν ἐξεμύτιζεν ἀπὸ μέσα ἤ, ὁσάκις ἐξήρχετο κανείς, ἐφοροῦσαν ὅλοι ἕνα πλῆθος πρόσθετα φορέματα καὶ ὑποδήματα καὶ εἶχαν τυλιγμένα τὰ πόδια των εἰς πιλήματα μέσα καὶ δορὰς προβάτων. Ἐ λοιπόν! αὐτὸς ὑπ\’ αὐτὰς τὰς συνθήκας ἐφοροῦσεν, ὅταν ἐξήρχετο, τὸ ἴδιον φόρεμα, ὅπως καὶ πρωτύτερα συνήθιζε νὰ φορῆ, καὶ ἐβάδιζεν ἀνυπόδητος ἐπάνω εἰς τὸν πάγον μὲ μεγαλυτέραν ἄνεσιν, παρ\’ ὅσον οἱ ἄλλοι μὲ τὰ ὑποδήματά των. Καὶ οἱ στρατιῶται τὸν ἐστραβοκοίταζαν, νομίζοντες πὼς ἤθελε νὰ τοὺς ἐξευτελίση.
Καὶ αὐτὰ μὲν σχετικῶς μὲ τὸ ζήτημα τοῦτο• ἀξίζει ὅμως ν\’ ἀκούσετε τὸ τί ἔκανε καὶ ἐτραύηξεν αὐτὸς ὁ ἀντρειωμένος κάποτ\’ ἐκεῖ εἰς τὸ μέτωπον. Συγκεντρωμένος δηλαδὴ εἰς μίαν σκέψιν του, ἐστέκετο ἀπὸ τὴν αὐγὴν ἐκεῖ καὶ ἐσυλλογίζετο. Καὶ ἐπειδὴ δὲν ἐπροχωροῦσεν εἰς τὴν σκέψιν, ἀντὶ νὰ τὰ παραιτήση, ἐξηκολούθει νὰ στέκεται καὶ νὰ τὴν ζητῆ. Καὶ εἶχε μεσημεριάσει πλέον, καὶ ὁ κόσμος τὸ ἐπῆρεν εἴδησιν καὶ μὲ κατάπληξιν ἀνεκοίνωσεν ὁ ἕνας εἰς τὸν ἄλλον, ὅτι ὁ Σωκράτης ἀπὸ τὸ πρωὶ στέκεται ἐκεῖ καὶ παρακολουθεῖ κάποιαν σκέψιν του. Εἰς τὸ τέλος (εἶχε βραδυάσει ἐν τῷ μεταξὺ) μετὰ τὸ δεῖπνον μερικοὶ Ἴωνες ἔσυραν ἔξω τὰ στρώματά των (καλοκαίρι ἦταν τότε), ἀφ\’ ἑνὸς μὲν διὰ νὰ κοιμηθοῦν εἰς τὰ δροσερά, ἀφ\’ ἑτέρου δὲ διὰ νὰ παραφυλάξουν, ἂν θὰ ἔστεκεν ἔτσι ἀκίνητος καὶ τὴν νύκτα. Καὶ αὐτὸς ἔμεινε πράγματι ὄρθιος, ὥς ποὺ ἐχάραξεν ἡ αὐγὴ καὶ ἀνέτειλεν ὁ ἥλιος. Ὕστερα ἔκαμε τὴν προσευχὴν του εἰς τὸν ἥλιον καὶ ἀπεμακρύνθη.
Ἂν ἀγαπᾶτε τώρα, εἰς τὰς μάχας• εἶναι δίκαιον ἄλλωστε νὰ τοῦ ἀποδώσω ἐξάπαντος αὐτὸν τὸν ἔπαινον. Κατὰ τὴν διάρκειαν δηλαδὴ τῆς μάχης, μετὰ τὴν ἔκβασιν τῆς ὁποίας οἱ στρατηγοί μου ἀπένειμαν τὸ βραβεῖον τῆς ἀνδρείας, αὐτὸς μὲ ἔσωσεν, κανένας ἄλλος. Εἶχα πληγωθῆ• αὐτὸς ὅμως δὲν ἐδέχθη νὰ μ\’ ἐγκαταλείψη, ἀλλὰ ἔσωσεν ἀπὸ τὴν μάχην καὶ τὰ ὅπλα μου καὶ μαζὶ καὶ ἐμὲ τὸν ἴδιον. Καὶ ἐγὼ μὲν καὶ τότε ἐπέμενα, Σωκράτη, νὰ δώσουν οἱ στρατηγοὶ τὸ βραβεῖον τῆς ἀνδρείας εἰς σέ• ὡς πρὸς αὐτὸ τουλάχιστον δὲν θὰ ἔχης κανένα παραπόνον ἐναντίον μου, οὔτε θὰ εἰπῆς ὅτι ψεύδομαι. Ἐντούτοις οἱ στρατηγοί, ἀπὸ σεβασμὸν πρὸς τὴν κοινωνικήν μου περιωπήν, ἤθελαν ν\’ ἀπονείμουν εἰς ἐμὲ τὸ βραβεῖον• καὶ σὺ τότε ἔδειξες μεγαλυτέραν προθυμίαν ἀπὸ τοὺς στρατηγούς, ἐγὼ νὰ τὸ λάβω καὶ ὄχι σύ. Πρὸς τούτοις, κύριοι, θὰ ἤξιζε τὸν κόπον νὰ παρακολουθήσετε τὸν Σωκράτη τὴν ἐποχὴν ποὺ ὁ στρατὸς μας πανικόβλητος ὠπισθοχωροῦσεν ἀπὸ τὴν μάχην τοῦ Δηλίου. Ἔτυχε πράγματι νὰ εὑρεθῶ ἐκεῖ ὑπηρετῶν εἰς τὸ ἱππικόν, αὐτὸς δὲ εἰς τὸ πεζικόν. Ὠπισθοχωροῦσε λοιπόν, ἐνῶ τὸ πλῆθος εἶχεν ἤδη διασκορπισθῆ, αὐτὸς καὶ μαζί του ὁ Λάχης. Καὶ ἐγὼ τυχαίως τοὺς συναντῶ, καὶ ἀμέσως τοὺς φωνάζω, μόλις τοὺς εἶδα, νὰ μὴ φοβοῦνται καὶ δὲν θὰ τοὺς ἀφήσω, τοὺς ἔλεγα. Εἰς αὐτὴν λοιπόν, σᾶς λέγω, τὴν περίστασιν ἀντίκρυσα ὡραιότερον παρ\’ ὅσον εἰς τὴν Ποτείδαιαν τὸ θέαμα τοῦ Σωκράτους• διότι ὡς ἔφιππος δὲν εἶχα τόσον νὰ φοβοῦμαι προσωπικῶς. Πρῶτα πρῶτα, πόσον ἀνώτερος ἦτο ἀπὸ τὸν Λάχητα εἰς τὸ νὰ διατηρῆ τὴν ψυχραιμίαν του. Ἔπειτα μοῦ παρεῖχε τὴν ἐντύπωσιν, ὅπως ἀναφέρεις καὶ σύ, Ἀριστοφάνη, ὅτι καὶ ἐκεῖ ἐβάδιζε τὸν δρόμον του ἀκριβῶς ὅπως καὶ ἐδῶ, κορδωμένος καὶ μὲ τὰ μάτια ριγμένα ποτ\’ ἐκεῖ καὶ ποτ\’ ἐδῶ. Ἀτάραχος ἐκοίταζε δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ φίλους καὶ ἐχθροὺς καὶ ἐφανέρωνεν ἐξ ἀποστάσεως πολλῆς εἰς τὸν καθένα, ὅτι ἂν ἅπλωνε κανεὶς ἐπάνω του, θ\’ ἀντισταθῆ ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς μὲ σθένος. Δι\’ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸν λόγον καὶ ὑποχωροῦσεν ἐν πάσῃ ἀσφαλείᾳ καὶ αὐτὸς καὶ ὁ ἄλλος. Διότι εἰς τὸν πόλεμον, ὅσους τηροῦν ἀνάλογον στάσιν, καταντᾶ μήτε νὰ τοὺς ἐγγίζουν κἄν• προτιμοῦν νὰ κυνηγοῦν ἐκείνους, ποὺ τὸ ἔχουν βάλει πανικόβλητοι εἰς τὰ πόδια.
Ὑπάρχουν ἀκόμη καὶ ἄλλα πολλὰ καὶ ἀξιοθαύμαστα, ποὺ θὰ εἶχε κανεὶς νὰ προσθέση εἰς ἔπαινον τοῦ Σωκράτους. Ἀλλὰ ὡς πρὸς τὰς ἄλλας μὲν ἰδιότητας θὰ ἠδύνατο ἴσως ν\’ ἀποδώση κανεὶς παρόμοια καὶ εἰς ἕναν ἄλλον• τὸ ὅτι ὅμως δὲν ὁμοιάζει μὲ κανέναν ἄνθρωπον οὔτε ἀπὸ τοὺς ἀρχαίους οὔτε ἀπὸ τοὺς συγχρόνους, αὐτὸ ἐπιβάλλει κάθε θαυμασμόν. Τί ἦτον π.χ. ὁ Ἀχιλλεύς, θὰ ἠμποροῦσες νὰ ἔχης μίαν εἰκόνα ἀπὸ τὸν Βρασίδαν καὶ ἄλλους• καὶ πάλιν τί ἦτον ὁ Περικλῆς, ἀπὸ τὸν Νέστορα καὶ τὸν Ἀντήνορα ― καὶ δὲν εἶναι αὐτοὶ μόνοι. Καὶ διὰ τοὺς ἄλλους ἐπίσης θὰ ἠμποροῦσες νὰ εὕρης ἀναλογίας παρομοίας. Ἄνθρωπον ὅμως, ὁποῖος ὑπῆρξεν αὐτός, ἀλλόκοτος καὶ ὁ ἴδιος καὶ οἱ λόγοι του, οὔτε κατὰ προσέγγισιν δὲν θὰ εὕρης, ὅσον καὶ νὰ ζητήσης, οὔτε μεταξὺ τῶν ἀρχαίων οὔτε μεταξὺ τῶν συγχρόνων ― ἐκτὸς ἂν τὸν παραβάλης μ\’ αὐτοὺς ποὺ λέγω, ὄχι μὲ ἄνθρωπον οἱονδήποτε, ἀλλὰ μὲ τοὺς Σιληνοὺς καὶ τοὺς Σατύρους, καὶ τὸν ἴδιον καὶ τὰς ὁμιλίας του.
Διότι ―καὶ παρέλειψα ν\’ ἀναφέρω τοῦτο κατ\’ ἀρχάς― καὶ αἱ συνδιαλέξεις του ἔχουν καταπληκτικὴν πράγματι ὁμοιότητα μὲ τοὺς Σιληνούς, ποὺ ἀνοιγοκλείουν. Ὅστις π.χ. θελήση τυχὸν νὰ παρακολουθήση τὰς συζητήσεις τοῦ Σωκράτους, θὰ τοῦ ἔκαμναν κατ\’ ἀρχὰς πολὺ κωμικὴν ἐντύπωσιν: αὐτὴν τὴν ἐμφάνισιν ἔχουν καὶ αἱ λέξεις καὶ αἱ ἐκφράσεις, μὲ τὰς ὁποίας εἶν\’ ἐπενδεδυμέναι ἐξωτερικῶς, σὰν μὲ τὸ δέρμα χυδαίου Σατύρου. Κάτι γαϊδάρους ἀναφέρει πάντοτε σαμαρωμένους καὶ χαλκωματάδες καὶ πετσωτῆδες καὶ βυρσοδέψας, καὶ παρουσιάζεται ὡς νὰ ἐπαναλαμβάνη συνεχῶς τὰ ἴδια μὲ τὰς ἰδίας λέξεις. Ἔτσι οἱοσδήποτε ἄνθρωπος ἄπειρος καὶ ἐπιπόλαιος θὰ ἐγελοῦσε μὲ τὰς συζητήσεις του. Ὅταν ὅμως τὰς ἰδῆς ν\’ ἀνοίγονται καὶ ὅσον περισσότερον εἰσδύεις εἰς τὸ βάθος των, θὰ εὕρης τότε, πρῶτον μὲν ὅτι εἶναι αἱ μόναι συζητήσεις ποὺ ἔχουν νόημα, ἔπειτα ὅτι εἶναι θεῖαι εἰς ὕψιστον βαθμὸν καὶ κρύπτουν μέσα των ἀρετῆς ἀγάλματα πλῆθος, καὶ πλῆθος εἶναι τὰ ζητήματα ποὺ ἐγγίζουν, ἢ μᾶλλον ὅλα ὅσα ὀφείλει νὰ ἔχη ὑπ\’ ὄψει του ὀστισδήποτε πρόκειται νὰ γίνη τέλειος ἄνθρωπος. Αὐτὰ εἶναι, κύριοι, ὅσα ἔχω νὰ ἐπαινέσω ἐγὼ τὸν Σωκράτη. Καὶ ὅσα πάλιν παράπονα ἔχω ἐναντίον του, τὰ παρενέβαλα εἰς τὴν ὁμιλίαν μου, τὰς προσβολὰς πού μοῦ ἔκαμε. Καὶ δὲν εἶμαι ὁ μόνος, ποὺ ἔχει μεταχειρισθῆ κατ\’ αὐτὸν τὸν τρόπον• καὶ τὸν Χαρμίδην τοῦ Γλαύκωνος καὶ τὸν Εὐθύδημον τοῦ Διοκλέους καὶ ἕνα μεγάλον ἀριθμὸν ἄλλων. Τοὺς ἐξαπατᾶ, πὼς εἶν\’ ἐραστὴς των, καὶ εἰς τὸ τέλος καταντᾶ νὰ γίνεται ὁ ἴδιος ἐρωμένος ἀντὶ ἐραστοῦ. Τὸ ἴδιον ἐπίσης λέγω καὶ πρὸς σέ, Ἀγάθων. Νὰ μὴν ἀφήσης νὰ σ\’ ἐξαπατήση αὐτὸς ἐδῶ, μόνον νὰ λάβης τὰ μέτρα σου, διδαχθεὶς ἀπὸ τὰ παθήματα τὰ ἰδικά μας, ὥστε νὰ μὴ σοῦ γίνη μάθημα τὸ πάθημα, ὅπως εἰς τὸν ἀνόητόν τῆς παροιμίας».
Σωκράτη δ’ ἐγὼ ἐπαινεῖν, ὦ ἄνδρες, οὕτως ἐπιχειρήσω,
δι’ εἰκόνων. οὗτος μὲν οὖν ἴσως οἰήσεται ἐπὶ τὰ γελοιότερα,
ἔσται δ’ ἡ εἰκὼν τοῦ ἀληθοῦς ἕνεκα, οὐ τοῦ γελοίου. φημὶ
γὰρ δὴ ὁμοιότατον αὐτὸν εἶναι τοῖς σιληνοῖς τούτοις τοῖς
[215b] ἐν τοῖς ἑρμογλυφείοις καθημένοις, οὕστινας ἐργάζονται οἱ
δημιουργοὶ σύριγγας ἢ αὐλοὺς ἔχοντας, οἳ διχάδε διοιχθέντες
φαίνονται ἔνδοθεν ἀγάλματα ἔχοντες θεῶν. καὶ φημὶ αὖ
ἐοικέναι αὐτὸν τῷ σατύρῳ τῷ Μαρσύᾳ. ὅτι μὲν οὖν τό γε
εἶδος ὅμοιος εἶ τούτοις, ὦ Σώκρατες, οὐδ’ αὐτὸς ἄν που
ἀμφισβητήσαις• ὡς δὲ καὶ τἆλλα ἔοικας, μετὰ τοῦτο ἄκουε.
ὑβριστὴς εἶ• ἢ οὔ; ἐὰν γὰρ μὴ ὁμολογῇς, μάρτυρας παρ-
έξομαι. ἀλλ’ οὐκ αὐλητής; πολύ γε θαυμασιώτερος ἐκείνου.
[215c] ὁ μέν γε δι’ ὀργάνων ἐκήλει τοὺς ἀνθρώπους τῇ ἀπὸ τοῦ
στόματος δυνάμει, καὶ ἔτι νυνὶ ὃς ἂν τὰ ἐκείνου αὐλῇ ―ἃ γὰρ
Ὄλυμπος ηὔλει, Μαρσύου λέγω, τούτου διδάξαντος― τὰ οὖν
ἐκείνου ἐάντε ἀγαθὸς αὐλητὴς αὐλῇ ἐάντε φαύλη αὐλητρίς,
μόνα κατέχεσθαι ποιεῖ καὶ δηλοῖ τοὺς τῶν θεῶν τε καὶ
τελετῶν δεομένους διὰ τὸ θεῖα εἶναι. σὺ δ’ ἐκείνου τοσοῦτον
μόνον διαφέρεις, ὅτι ἄνευ ὀργάνων ψιλοῖς λόγοις ταὐτὸν
[215d] τοῦτο ποιεῖς. ἡμεῖς γοῦν ὅταν μέν του ἄλλου ἀκούωμεν
λέγοντος καὶ πάνυ ἀγαθοῦ ῥήτορος ἄλλους λόγους, οὐδὲν
μέλει ὡς ἔπος εἰπεῖν οὐδενί• ἐπειδὰν δὲ σοῦ τις ἀκούῃ ἢ τῶν
σῶν λόγων ἄλλου λέγοντος, κἂν πάνυ φαῦλος ᾖ ὁ λέγων,
ἐάντε γυνὴ ἀκούῃ ἐάντε ἀνὴρ ἐάντε μειράκιον, ἐκπεπληγ-
μένοι ἐσμὲν καὶ κατεχόμεθα. ἐγὼ γοῦν, ὦ ἄνδρες, εἰ μὴ
ἔμελλον κομιδῇ δόξειν μεθύειν, εἶπον ὀμόσας ἂν ὑμῖν οἷα δὴ
πέπονθα αὐτὸς ὑπὸ τῶν τούτου λόγων καὶ πάσχω ἔτι καὶ
[215e] νυνί. ὅταν γὰρ ἀκούω, πολύ μοι μᾶλλον ἢ τῶν κορυβαν-
τιώντων ἥ τε καρδία πηδᾷ καὶ δάκρυα ἐκχεῖται ὑπὸ τῶν
λόγων τῶν τούτου, ὁρῶ δὲ καὶ ἄλλους παμπόλλους τὰ
αὐτὰ πάσχοντας• Περικλέους δὲ ἀκούων καὶ ἄλλων ἀγαθῶν
ῥητόρων εὖ μὲν ἡγούμην λέγειν, τοιοῦτον δ’ οὐδὲν ἔπασχον,
οὐδ’ ἐτεθορύβητό μου ἡ ψυχὴ οὐδ’ ἠγανάκτει ὡς ἀνδραποδω-
δῶς διακειμένου, ἀλλ’ ὑπὸ τουτουῒ τοῦ Μαρσύου πολλάκις δὴ
[216a] οὕτω διετέθην ὥστε μοι δόξαι μὴ βιωτὸν εἶναι ἔχοντι ὡς
ἔχω. καὶ ταῦτα, ὦ Σώκρατες, οὐκ ἐρεῖς ὡς οὐκ ἀληθῆ. καὶ
ἔτι γε νῦν σύνοιδ’ ἐμαυτῷ ὅτι εἰ ἐθέλοιμι παρέχειν τὰ ὦτα,
οὐκ ἂν καρτερήσαιμι ἀλλὰ ταὐτὰ ἂν πάσχοιμι. ἀναγκάζει
γάρ με ὁμολογεῖν ὅτι πολλοῦ ἐνδεὴς ὢν αὐτὸς ἔτι ἐμαυτοῦ
μὲν ἀμελῶ, τὰ δ’ Ἀθηναίων πράττω. βίᾳ οὖν ὥσπερ ἀπὸ
τῶν Σειρήνων ἐπισχόμενος τὰ ὦτα οἴχομαι φεύγων, ἵνα μὴ
αὐτοῦ καθήμενος παρὰ τούτῳ καταγηράσω. πέπονθα δὲ
[216b] πρὸς τοῦτον μόνον ἀνθρώπων, ὃ οὐκ ἄν τις οἴοιτο ἐν ἐμοὶ
ἐνεῖναι, τὸ αἰσχύνεσθαι ὁντινοῦν• ἐγὼ δὲ τοῦτον μόνον
αἰσχύνομαι. σύνοιδα γὰρ ἐμαυτῷ ἀντιλέγειν μὲν οὐ δυνα-
μένῳ ὡς οὐ δεῖ ποιεῖν ἃ οὗτος κελεύει, ἐπειδὰν δὲ ἀπέλθω,
ἡττημένῳ τῆς τιμῆς τῆς ὑπὸ τῶν πολλῶν. δραπετεύω οὖν
αὐτὸν καὶ φεύγω, καὶ ὅταν ἴδω, αἰσχύνομαι τὰ ὡμολογημένα.
[216c] καὶ πολλάκις μὲν ἡδέως ἂν ἴδοιμι αὐτὸν μὴ ὄντα ἐν ἀνθρώποις•
εἰ δ’ αὖ τοῦτο γένοιτο, εὖ οἶδα ὅτι πολὺ μεῖζον ἂν ἀχθοίμην,
ὥστε οὐκ ἔχω ὅτι χρήσωμαι τούτῳ τῷ ἀνθρώπῳ.
ΠΛ Συμπ 219d–222b
Ο Αλκιβιάδης εκθειάζει τις αρετές του Σωκράτη
Πλέκοντας το εγκώμιο του Σωκράτη (βλ. και ΠΛ Συμπ 215a–216c), ο Αλκιβιάδης αναφέρθηκε, ανάμεσα στα άλλα, σε περιστατικά ενδεικτικά της εγκράτειας του φιλοσόφου.
Τὸ δὴ μετὰ τοῦτο τίνα οἴεσθέ με διάνοιαν ἔχειν, ἡγού-
μενον μὲν ἠτιμάσθαι, ἀγάμενον δὲ τὴν τούτου φύσιν τε καὶ
σωφροσύνην καὶ ἀνδρείαν, ἐντετυχηκότα ἀνθρώπῳ τοιούτῳ
οἵῳ ἐγὼ οὐκ ἂν ᾤμην ποτ’ ἐντυχεῖν εἰς φρόνησιν καὶ εἰς
καρτερίαν; ὥστε οὔθ’ ὅπως οὖν ὀργιζοίμην εἶχον καὶ ἀπο-
στερηθείην τῆς τούτου συνουσίας, οὔτε ὅπῃ προσαγαγοίμην
[219e] αὐτὸν ηὐπόρουν. εὖ γὰρ ᾔδη ὅτι χρήμασί γε πολὺ μᾶλλον
ἄτρωτος ἦν πανταχῇ ἢ σιδήρῳ ὁ Αἴας, ᾧ τε ᾤμην αὐτὸν
μόνῳ ἁλώσεσθαι, διεπεφεύγει με. ἠπόρουν δή, καταδε-
δουλωμένος τε ὑπὸ τοῦ ἀνθρώπου ὡς οὐδεὶς ὑπ’ οὐδενὸς
ἄλλου περιῇα. ταῦτά τε γάρ μοι ἅπαντα προὐγεγόνει, καὶ
μετὰ ταῦτα στρατεία ἡμῖν εἰς Ποτείδαιαν ἐγένετο κοινὴ
καὶ συνεσιτοῦμεν ἐκεῖ. πρῶτον μὲν οὖν τοῖς πόνοις οὐ
μόνον ἐμοῦ περιῆν, ἀλλὰ καὶ τῶν ἄλλων ἁπάντων ―ὁπότ’
ἀναγκασθεῖμεν ἀποληφθέντες που, οἷα δὴ ἐπὶ στρατείας ,
[220a] ἀσιτεῖν, οὐδὲν ἦσαν οἱ ἄλλοι πρὸς τὸ καρτερεῖν― ἔν τ’ αὖ
ταῖς εὐωχίαις μόνος ἀπολαύειν οἷός τ’ ἦν τά τ’ ἄλλα καὶ
πίνειν οὐκ ἐθέλων, ὁπότε ἀναγκασθείη, πάντας ἐκράτει, καὶ
ὃ πάντων θαυμαστότατον, Σωκράτη μεθύοντα οὐδεὶς πώποτε
ἑώρακεν ἀνθρώπων. τούτου μὲν οὖν μοι δοκεῖ καὶ αὐτίκα ὁ
ἔλεγχος ἔσεσθαι. πρὸς δὲ αὖ τὰς τοῦ χειμῶνος καρτερήσεις
―δεινοὶ γὰρ αὐτόθι χειμῶνες― θαυμάσια ἠργάζετο τά τε
[220b] ἄλλα, καί ποτε ὄντος πάγου οἵου δεινοτάτου, καὶ πάντων ἢ
οὐκ ἐξιόντων ἔνδοθεν, ἢ εἴ τις ἐξίοι, ἠμφιεσμένων τε
θαυμαστὰ δὴ ὅσα καὶ ὑποδεδεμένων καὶ ἐνειλιγμένων τοὺς
πόδας εἰς πίλους καὶ ἀρνακίδας, οὗτος δ’ ἐν τούτοις ἐξῄει
ἔχων ἱμάτιον μὲν τοιοῦτον οἷόνπερ καὶ πρότερον εἰώθει
φορεῖν, ἀνυπόδητος δὲ διὰ τοῦ κρυστάλλου ῥᾷον ἐπορεύετο
ἢ οἱ ἄλλοι ὑποδεδεμένοι, οἱ δὲ στρατιῶται ὑπέβλεπον
[220c] αὐτὸν ὡς καταφρονοῦντα σφῶν. καὶ ταῦτα μὲν δὴ ταῦτα•
οἷον δ’ αὖ τόδ’ ἔρεξε καὶ ἔτλη καρτερὸς ἀνὴρ
ἐκεῖ ποτε ἐπὶ στρατιᾶς, ἄξιον ἀκοῦσαι. συννοήσας γὰρ
αὐτόθι ἕωθέν τι εἱστήκει σκοπῶν, καὶ ἐπειδὴ οὐ προὐχώρει
αὐτῷ, οὐκ ἀνίει ἀλλὰ εἱστήκει ζητῶν. καὶ ἤδη ἦν μεσημ-
βρία, καὶ ἅνθρωποι ᾐσθάνοντο, καὶ θαυμάζοντες ἄλλος ἄλλῳ
ἔλεγεν ὅτι Σωκράτης ἐξ ἑωθινοῦ φροντίζων τι ἕστηκε.
τελευτῶντες δέ τινες τῶν Ἰώνων, ἐπειδὴ ἑσπέρα ἦν, δειπνή-
[220d] σαντες ―καὶ γὰρ θέρος τότε γ’ ἦν― χαμεύνια ἐξενεγκάμενοι
ἅμα μὲν ἐν τῷ ψύχει καθηῦδον, ἅμα δ’ ἐφύλαττον αὐτὸν εἰ
καὶ τὴν νύκτα ἑστήξοι. ὁ δὲ εἱστήκει μέχρι ἕως ἐγένετο
καὶ ἥλιος ἀνέσχεν• ἔπειτα ᾤχετ’ ἀπιὼν προσευξάμενος τῷ
ἡλίῳ. εἰ δὲ βούλεσθε ἐν ταῖς μάχαις ―τοῦτο γὰρ δὴ
δίκαιόν γε αὐτῷ ἀποδοῦναι― ὅτε γὰρ ἡ μάχη ἦν ἐξ ἧς ἐμοὶ
καὶ τἀριστεῖα ἔδοσαν οἱ στρατηγοί, οὐδεὶς ἄλλος ἐμὲ ἔσωσεν
[220e] ἀνθρώπων ἢ οὗτος, τετρωμένον οὐκ ἐθέλων ἀπολιπεῖν, ἀλλὰ
συνδιέσωσε καὶ τὰ ὅπλα καὶ αὐτὸν ἐμέ. καὶ ἐγὼ μέν, ὦ Σώ-
κρατες, καὶ τότε ἐκέλευον σοὶ διδόναι τἀριστεῖα τοὺς στρατη-
γούς, καὶ τοῦτό γέ μοι οὔτε μέμψῃ οὔτε ἐρεῖς ὅτι ψεύδομαι•
ἀλλὰ γὰρ τῶν στρατηγῶν πρὸς τὸ ἐμὸν ἀξίωμα ἀποβλεπόντων
καὶ βουλομένων ἐμοὶ διδόναι τἀριστεῖα, αὐτὸς προθυμότερος
ἐγένου τῶν στρατηγῶν ἐμὲ λαβεῖν ἢ σαυτόν. ἔτι τοίνυν,
ὦ ἄνδρες, ἄξιον ἦν θεάσασθαι Σωκράτη, ὅτε ἀπὸ Δηλίου
[221a] φυγῇ ἀνεχώρει τὸ στρατόπεδον• ἔτυχον γὰρ παραγενόμενος
ἵππον ἔχων, οὗτος δὲ ὅπλα. ἀνεχώρει οὖν ἐσκεδασμένων
ἤδη τῶν ἀνθρώπων οὗτός τε ἅμα καὶ Λάχης• καὶ ἐγὼ περι-
τυγχάνω, καὶ ἰδὼν εὐθὺς παρακελεύομαί τε αὐτοῖν θαρρεῖν,
καὶ ἔλεγον ὅτι οὐκ ἀπολείψω αὐτώ. ἐνταῦθα δὴ καὶ κάλ-
λιον ἐθεασάμην Σωκράτη ἢ ἐν Ποτειδαίᾳ ―αὐτὸς γὰρ ἧττον
ἐν φόβῳ ἦ διὰ τὸ ἐφ’ ἵππου εἶναι― πρῶτον μὲν ὅσον περιῆν
[221b] Λάχητος τῷ ἔμφρων εἶναι• ἔπειτα ἔμοιγ’ ἐδόκει, ὦ Ἀρι-
στόφανες, τὸ σὸν δὴ τοῦτο, καὶ ἐκεῖ διαπορεύεσθαι ὥσπερ
καὶ ἐνθάδε, βρενθυόμενος καὶ τὠφθαλμὼ παραβάλ-
λων, ἠρέμα παρασκοπῶν καὶ τοὺς φιλίους καὶ τοὺς πολεμίους,
δῆλος ὢν παντὶ καὶ πάνυ πόρρωθεν ὅτι εἴ τις ἅψεται τούτου
τοῦ ἀνδρός, μάλα ἐρρωμένως ἀμυνεῖται. διὸ καὶ ἀσφαλῶς
ἀπῄει καὶ οὗτος καὶ ὁ ἑταῖρος• σχεδὸν γάρ τι τῶν οὕτω
διακειμένων ἐν τῷ πολέμῳ οὐδὲ ἅπτονται, ἀλλὰ τοὺς προ-
[221c] τροπάδην φεύγοντας διώκουσιν.
Πολλὰ μὲν οὖν ἄν τις καὶ ἄλλα ἔχοι Σωκράτη ἐπαινέσαι
καὶ θαυμάσια• ἀλλὰ τῶν μὲν ἄλλων ἐπιτηδευμάτων τάχ’ ἄν
τις καὶ περὶ ἄλλου τοιαῦτα εἴποι, τὸ δὲ μηδενὶ ἀνθρώπων
ὅμοιον εἶναι, μήτε τῶν παλαιῶν μήτε τῶν νῦν ὄντων, τοῦτο
ἄξιον παντὸς θαύματος. οἷος γὰρ Ἀχιλλεὺς ἐγένετο, ἀπει-
κάσειεν ἄν τις καὶ Βρασίδαν καὶ ἄλλους, καὶ οἷος αὖ
Περικλῆς, καὶ Νέστορα καὶ Ἀντήνορα ―εἰσὶ δὲ καὶ ἕτεροι―
[221d] καὶ τοὺς ἄλλους κατὰ ταὔτ’ ἄν τις ἀπεικάζοι• οἷος δὲ οὑτοσὶ
γέγονε τὴν ἀτοπίαν ἅνθρωπος, καὶ αὐτὸς καὶ οἱ λόγοι αὐτοῦ,
οὐδ’ ἐγγὺς ἂν εὕροι τις ζητῶν, οὔτε τῶν νῦν οὔτε τῶν
παλαιῶν, εἰ μὴ ἄρα εἰ οἷς ἐγὼ λέγω ἀπεικάζοι τις αὐτόν,
ἀνθρώπων μὲν μηδενί, τοῖς δὲ σιληνοῖς καὶ σατύροις, αὐτὸν
καὶ τοὺς λόγους.
Καὶ γὰρ οὖν καὶ τοῦτο ἐν τοῖς πρώτοις παρέλιπον, ὅτι
καὶ οἱ λόγοι αὐτοῦ ὁμοιότατοί εἰσι τοῖς σιληνοῖς τοῖς διοιγο-
[221e] μένοις. εἰ γὰρ ἐθέλοι τις τῶν Σωκράτους ἀκούειν λόγων,
φανεῖεν ἂν πάνυ γελοῖοι τὸ πρῶτον• τοιαῦτα καὶ ὀνόματα
καὶ ῥήματα ἔξωθεν περιαμπέχονται, σατύρου δή τινα ὑβρι-
στοῦ δοράν. ὄνους γὰρ κανθηλίους λέγει καὶ χαλκέας τινὰς
καὶ σκυτοτόμους καὶ βυρσοδέψας, καὶ ἀεὶ διὰ τῶν αὐτῶν τὰ
αὐτὰ φαίνεται λέγειν, ὥστε ἄπειρος καὶ ἀνόητος ἄνθρωπος
[222a] πᾶς ἂν τῶν λόγων καταγελάσειεν. διοιγομένους δὲ ἰδὼν ἄν
τις καὶ ἐντὸς αὐτῶν γιγνόμενος πρῶτον μὲν νοῦν ἔχοντας
ἔνδον μόνους εὑρήσει τῶν λόγων, ἔπειτα θειοτάτους καὶ
πλεῖστα ἀγάλματ’ ἀρετῆς ἐν αὑτοῖς ἔχοντας καὶ ἐπὶ πλεῖ-
στον τείνοντας, μᾶλλον δὲ ἐπὶ πᾶν ὅσον προσήκει σκοπεῖν
τῷ μέλλοντι καλῷ κἀγαθῷ ἔσεσθαι.
Ταῦτ’ ἐστίν, ὦ ἄνδρες, ἃ ἐγὼ Σωκράτη ἐπαινῶ• καὶ αὖ
ἃ μέμφομαι συμμείξας ὑμῖν εἶπον ἅ με ὕβρισεν. καὶ μέν-
[222b] τοι οὐκ ἐμὲ μόνον ταῦτα πεποίηκεν, ἀλλὰ καὶ Χαρμίδην
τὸν Γλαύκωνος καὶ Εὐθύδημον τὸν Διοκλέους καὶ ἄλλους
πάνυ πολλούς, οὓς οὗτος ἐξαπατῶν ὡς ἐραστὴς παιδικὰ
μᾶλλον αὐτὸς καθίσταται ἀντ’ ἐραστοῦ. ἃ δὴ καὶ σοὶ
λέγω, ὦ Ἀγάθων, μὴ ἐξαπατᾶσθαι ὑπὸ τούτου, ἀλλ’ ἀπὸ
τῶν ἡμετέρων παθημάτων γνόντα εὐλαβηθῆναι, καὶ μὴ κατὰ
τὴν παροιμίαν ὥσπερ νήπιον παθόντα γνῶναι.