Ὅταν τὸ ἄκουσε ὁ βασιλιὰς ἐκεῖνος, θύμωσε, ἔστειλε τὸν στρατό του κι ἀφάνισε ἐκείνους τοὺς φονιάδες καὶ πυρπόλησε τὴν πόλη τους. Τότε λέει στοὺς δούλους του. Τὸ τραπέζι τοῦ γάμου εἶναι ἕτοιμο, μὰ οἱ καλεσμένοι δὲν φάνηκαν ἄξιοι. Πηγαίνετε, λοιπόν, στὰ σταυροδρόμια κι ὅσους βρεῖτε, καλέστε τους στοὺς γάμους. Βγῆκαν τότε οἱ δοῦλοι στοὺς δρόμους καὶ μάζεψαν ὅλους ὅσους βρῆκαν, κακοὺς καὶ καλούς. Κι ἔτσι ἡ αἴθουσα τοῦ γάμου γέμισε ἀπὸ συνδαιτημόνες.
Τότε μπῆκε κι ὁ βασιλιὰς γιὰ νὰ τοὺς δεῖ κι ἐκεῖ εἶδε κάποιο, ποὺ δὲν ἦταν ντυμένος μὲ τὴ γαμήλια φορεσιά. Φίλε, τοῦ λέει, πῶς μπῆκες ἐδῶ χωρὶς τὸ κατάλληλο ντύσιμο; Ἐκεῖνος ἔχασε τὴ λαλιά του. Τότε ὁ βασιλιὰς εἶπε στοὺς ὑπηρέτες. Δέστε του τὰ πόδια καὶ τὰ χέρια καὶ πάρτε τον καὶ βγάλτε τον ἔξω στὸ σκοτάδι. Ἐκεῖ θὰ κλαίει καὶ θὰ τρίζει τὰ δόντια του. Γιατί πολλοὶ εἶναι οἱ καλεσμένοι, λίγοι ὅμως οἱ ἐκλεκτοί.
Μὲ τὴν εὐκαιρία, ἂς δοῦμε, λοιπὸν κι ἐμεῖς σήμερα σὲ ποιὰ ἀπὸ τὶς πιὸ πάνω κατηγορίες ἀνήκουμε.
Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ὁ Θεὸς ἑτοίμασε τὸ μεγάλο αὐτὸ Δεῖπνο, ἀπὸ ἄπειρη ἀγάπη καὶ στοργὴ πρὸς τὸν ἄνθρωπο. Δηλαδὴ τὴν Ἁγία Του Ἐκκλησία ἐδῶ κάτω στὴ γῆ καὶ τὴν πανευφρόσυνη Βασιλεία Του στοὺς οὐρανούς. Καὶ μᾶς καλεῖ νὰ λάβουμε μέρος σ’ αὐτὸ καὶ νὰ γίνουμε μὲ λίγα λόγια ἄξιοι πολίτες τῆς Θείας Του Βασιλείας. Γιατί; Γιὰ νὰ ἀπολαμβάνουμε ἐκεῖ τὰ ὕψιστα, τὰ αἰώνια καὶ τὰ ἀθάνατα πνευματικὰ ἀγαθὰ τῆς Θείας Του Βασιλείας. Μᾶς καλεῖ, λοιπὸν καὶ μᾶς λέει: Ἄνθρωποι, τὰ ἔχω ἕτοιμα τὰ ἀγαθὰ τῆς ψυχῆς σας. Ἐδῶ εἶναι ἡ ἀλήθεια, ἡ χάρη, τὸ ἔλεος, ἐδῶ ἡ ἄφεση, ἡ ζωὴ καὶ ἡ ἀνάπαυση, ἐδῶ τὸ φῶς καὶ ἡ χαρὰ καὶ ἡ ἀπερίγραπτη δόξα τῆς Θείας μου Βασιλείας. Ἐλᾶτε, λοιπόν. Μὴ διστάζετε καὶ μὴ ἀργοπορεῖτε.
Ἡ πρόσκληση αὐτὴ ἀπευθύνεται καὶ σ’ ὅλους ἐμᾶς. Γι’ αὐτὸ καὶ πρέπει νὰ ἐκτιμήσουμε τὴ μέγιστη ἀξία της καὶ ν’ ἀνταποκριθοῦμε θετικὰ στὴν κλήση αὐτὴ τοῦ Θεοῦ. Ὅσον ἀφορᾶ στὸ Δεῖπνο αὐτὸ εἶναι μεγάλο, γιατί τὸ ἑτοίμασε ὁ ἄπειρος Θεός. Καὶ εἶναι ἀκόμα μεγαλύτερο γιατί εἶναι αἰώνιας ἀξίας καὶ διάρκειας. Πρόκειται γιὰ τὴν αἰώνια Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, τὴν αἰώνια ζωὴ δηλαδή, τὴν μέλλουσαν εὐτυχία καὶ τὴν αἰώνια μακαριότητα. Πρόκειται γιὰ μία ζωὴ ἀτελεύτητη, κοντὰ στὸν Πανάγιο Θεὸ καὶ μέσα σὲ ὠκεανὸ χαρᾶς, εἰρήνης, εὐφροσύνης καὶ χάριτος. Μὲ τὸ νὰ μένουμε, συνεχῶς, μαζὶ μὲ τοὺς Ἀγγέλους, τὰ ἄϋλα καὶ νοερὰ πνεύματα, ποὺ ὑμνοῦν καὶ δοξολογοῦν ἀκατάπαυστα καὶ ἀσίγητα τὸ μεγαλεῖο καὶ τὴν δόξα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Μαζὶ μὲ τοὺς δοξασθέντες ἁγίους, τοὺς μάρτυρες, τοὺς ὁμολογητὲς καὶ δικαίους, ποὺ λάμπουν σὰν ἀστέρες πολύφωτοι γύρω ἀπὸ τὸν θρόνο τοῦ Θεοῦ. Στὸ Δεῖπνο αὐτό, ὅσοι θὰ συμμετάσχουν, θὰ ἀπολαμβάνουν αὐτὸν τὸν Θεό, πρόσωπο πρὸς πρόσωπο.
Δυστυχῶς, αὐτὸ ποὺ συμβαίνει σήμερα εἶναι ὅτι εἴμαστε προθυμότατοι ὅταν μᾶς καλοῦν σὲ τραπέζια διασκέδασης καὶ σὲ κοσμικὰ πανηγύρια. Μάλιστα πολλὲς φορὲς ἀνησυχοῦμε μὴ μᾶς ξεχάσουν καὶ δὲν μᾶς καλέσουν. Καὶ ἀνυπομονοῦμε καὶ μετροῦμε λεπτὰ καὶ δευτερόλεπτα, πότε θὰ ἔρθει ἡ στιγμὴ νὰ βρεθοῦμε πρῶτοι καὶ καλύτεροι ἐκεῖ.
Τί συμβαίνει, ὅμως, στὰ πνευματικά, τὰ Θεῖα, τὰ οὐράνια καὶ ὑπερουράνια; Σ’ αὐτά, δυστυχῶς, τὰ ὕψιστα καὶ ἀθάνατα ἀγαθά, εἴμαστε δύσκολοι καὶ διστακτικοὶ καὶ ἀναβλητικοὶ καὶ τὸ χειρότερο ἀπ’ ὅλα τελείως ἀρνητικοί. Κι ἐδῶ πρέπει νὰ ποῦμε ὅτι μὲ τὴ συμμετοχή μας στὴ Θεία Λειτουργία καὶ τὴν κοινωνία τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, μετὰ ἀπὸ ἐξομολόγηση, μποροῦμε νὰ ἀνασύρουμε τὴν ψυχὴ μας ἀπὸ τὴν θλίψη καὶ τὸν πόνο, ποὺ ἔχει ὁ ἀγώνας τῆς ζωῆς καὶ νὰ τὴν γεμίσουμε μὲ ἀνακούφιση, μὲ χαρά, μὲ εἰρήνη καὶ μὲ Θεία Χάρη καὶ εὐλογία.
Ἂν ἐξετάσουμε τὰ πράγματα ρεαλιστικὰ θὰ δοῦμε ὅτι ὁ Θεὸς καὶ σήμερα μᾶς καλεῖ καθημερινὰ στὸ οὐράνιο αὐτὸ Δεῖπνο. Καὶ μᾶς καλεῖ ἄλλοτε μέσα ἀπὸ τὶς περιστάσεις τῆς ζωῆς, μὲ ἀνθρώπους ποὺ φέρνει δίπλα μας, μὲ κάποια ἐποικοδομητικὴ συνάντηση, μὲ τὴν ἀκρόαση κάποιας ἀφυπνιστικῆς καὶ κατανυκτικῆς ὁμιλίας καὶ ἄλλοτε μὲ κάποιες ἐσωτερικὲς μυστικὲς φωνὲς ποὺ ἀντηχοῦν στὰ μύχια τῶν καρδιῶν μας. Ἐλᾶτε, κοντά μου μᾶς λέει πάντοτε ὁ Θεός, ἐλᾶτε καὶ κανένας νὰ μὴ λείψει. Ὅλα εἶναι ἕτοιμα, σᾶς ἔχω ἑτοιμάσει τὰ πάντα, γι’ αὐτὸ καὶ θὰ πρέπει νὰ δεχτεῖτε τὴν πρόσκληση. Θὰ εἶναι φοβερὸ καὶ τραγικό, ἂν μοιάσουμε μέ τοὺς ἀνθρώπους ἐκείνους τῆς παραβολῆς, ποὺ ἐνῶ ἄκουσαν τὸ κάλεσμα τοῦ Θεοῦ, ἄρχισαν νὰ ἀναιροῦν τὴν ὑπόσχεσή τους, προφασιζόμενοι σὰν ἐμπόδιο, ἄλλοι τὰ χωράφια τους καὶ ἄλλοι τὸ ἐμπόριο. Καὶ τὸ ὡραῖο εἶναι ὅτι ὅλοι ζήτησαν νὰ καταστήσουν δικαιολογημένη τὴν ἀπουσία τους. Βέβαια οἱ ἀπασχολήσεις τους δὲν ἦσαν παράνομες, ὅμως δὲν ἄξιζαν περισσότερο ἀπὸ τὴ συμμετοχή τους στὸ βασιλικὸ Μεγάλο Δεῖπνο. Κι ὅλες αὐτὲς οἱ ἀπασχολήσεις, δυστυχῶς, ἔγιναν αἰτία οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ νὰ χάσουν τελικὰ τὸ οὐράνιο πανηγύρι.
Γι’ αὐτὸ καὶ στὴν πρόσκληση τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν οὐράνια Βασιλεία Του, ἂς ἀπαντοῦμε πάντοτε μὲ πόθο καὶ προθυμία. Καὶ ἂς ἑτοιμαζόμαστε πνευματικά, ὥστε νὰ εἴμαστε ἄξιοι, ὅταν θὰ μᾶς καλέσει Ἐκεῖνος ν’ ἀπολαύσουμε ὅλα ὅσα ἑτοίμασε γιὰ ἐκείνους ποὺ Τὸν ἀγαποῦν, «ποὺ μάτι δὲν τὰ εἶδε κι οὔτε τ’ ἄκουσε αὐτὶ κι οὔτε ποὺ τὰβαλε ὁ λογισμὸς τοῦ ἀνθρώπου» ὅπως μᾶς λέει ὁ ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν Παῦλος (Α΄ Κορ. β΄9). Καὶ νὰ ξέρουμε ὅτι τὸν καθένα ἀπὸ μᾶς ὁ Θεὸς τὸν καλεῖ μὲ διάφορους τρόπους. Μὲ τὰ περιστατικὰ καὶ γεγονότα τῆς ζωῆς μας, μὲ μία γνωριμία ποὺ κάμαμε, μὲ τὴ φωνὴ τῆς συνείδησής μας καὶ ἄλλα. Καὶ δὲν μᾶς καλεῖ μόνο μία φορά, ἀλλά, συνεχῶς, κρούει τὴν θύρα τῆς ψυχῆς μας, μέχρις ὅτου τοῦ ἀνοίξουμε. «Δὲς με, στέκομαι μπροστὰ στὴν πόρτα καὶ χτυπῶ», μᾶς λέει. «Ἂν κάποιος ἀκούσει τὴ φωνή μου καὶ μ’ ἀνοίξει τὴν πόρτα, θὰ μπῶ στὸ σπίτι του καὶ θὰ δειπνήσω μαζί του, κι αὐτὸς μαζὶ μου (Ἀποκ. Γ΄ 20).
Ἀδελφοί μου! Δὲν ἀρκεῖ μόνο ἡ κλήση τοῦ Θεοῦ, οὔτε καὶ ἡ ἁπλὴ συγκίνηση γι’ αὐτή. Ἐκεῖνο ποὺ χρειάζεται εἶναι νὰ δεχτοῦμε τὴν κλήση καὶ νὰ πειθαρχήσουμε σ’ αὐτή. Ἔχουμε τὸν Θεὸ Πατέρα μας, ποὺ μᾶς καλεῖ σὲ αἰώνια μακαριότητα. Ἂν δὲν βάλουμε σωτήριο χαλινό, οἱ μέριμνες καὶ τὰ γήινα, εἶναι σὲ θέση νὰ μᾶς πνίξουν τὴν ψυχή. Ἂς ἀφήσουμε, λοιπόν, τὰ ὑλικὰ καὶ ἀπὸ τώρα ἂς φροντίζουμε πιὸ πολὺ γιὰ τὴν ψυχή μας. Εἶναι ἀδιανόητο νὰ ὑπάρχουν ἄνθρωποι, ποὺ νὰ ἀρνοῦνται νὰ προσέλθουν στὸ Δεῖπνο αὐτό. Γι’ αὐτὸ καὶ στὴν πρόσκληση τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν Βασιλεία του, ἂς ἀπαντοῦμε πάντοτε μὲ πόθο καὶ προθυμία. Καὶ ἂς προετοιμαζόμαστε πνευματικά, ὥστε νὰ εἴμαστε ἄξιοι ὅταν μᾶς καλέσει Ἐκεῖνος νὰ ἀπολαύσουμε «ὅλα ὅσα ὁ Κύριος καὶ Θεὸς μας ἑτοίμασε γιὰ ἐκείνους ποὺ Τὸν ἀγάπησαν καὶ Τὸν ἀγαποῦν» (Α΄ Κορ. β΄9).