
Ἐξαιτίας τῆς ἐπιδέξιας χρήσης τοῦ φωτισμοῦ καί τοῦ ἤχου, καθώς καί τῆς συνήθως χαρούμενης ἀτμόσφαιρας πού ἔχουν, οἱ διαφημίσεις τραβοῦν ἰδιαίτερα τήν προσοχή τοῦ παιδιοῦ καί τό γοητεύουν.
Τά παιδιά ἀποτελοῦν ἕναν ἰδιαίτερο στόχο τῶν διαφημιστικῶν ἑταιρειῶν, καθώς, ἐκτός ἀπό τά διαφημιστικά μηνύματα, ὑπάρχουν καί ἐκπομπές πού ἀπό μόνες τους εἶναι διαφημίσεις, ὅπως τά Pokemon, τά Digimon, τό Dragon Ball, ὁ Winnie τό ἀρκουδάκι, κ.ἄ., γύρω ἀπό τίς ὁποῖες ἀναπτύσσεται μία ὁλόκληρη βιομηχανία ἀπό ἀξεσουάρ. Καί εἶναι θλιβερό νά βλέπει κανείς πῶς ἡ διαφήμιση διεισδύει ἀκόμη καί σέ προγράμματα πού καλύπτονται πίσω ἀπό τό προσωπεῖο τοῦ παιχνιδιοῦ!
Ὅσον ἀφορᾶ στά παιδιά, οἱ διαφημίσεις ἑστιάζουν κυρίως τό ἐνδιαφέρον τους στήν προβολή προϊόντων ζαχαροπλαστικῆς καί παιχνιδιῶν.
Ὅμως, αὐτή ἡ πίεση ποὺ ἀσκεῖται στά παιδιά, τί ἐπιπτώσεις ἔχει ἐπάνω τους;
Ἡ κατανάλωση γλυκισμάτων καί τροφῶν ὑπερβολικά ἐπεξεργασμένων καί πλούσιων σέ θερμίδες ἔχει ἀλλοιώσει τίς παραδοσιακές διατροφικές μας συνήθειες. Σήμερα τά παιδιά μας τρῶνε σνάκ, γκοφρέτες, κέτσαπ, εἰς βάρος ὄχι μόνο τῆς παραδοσιακῆς μεσογειακῆς διατροφῆς καί τῆς οἰκονομίας μας ἀλλά καί τῆς ἴδιας τῆς ὑγείας τους. Πράγματι, ἡ συγκεκριμένη διατροφή εὐθύνεται, σέ πολύ μεγαλύτερο βαθμό ἀπ’ ὅσο ἡ παραδοσιακή, γιά τήν ἐμφάνιση τερηδόνας καί παχυσαρκίας, ἡ ὁποία μέ τή σειρά της ἀποτελεῖ προπομπό πολλῶν καί σοβαρῶν προβλημάτων ὑγείας.
Ὅσον ἀφορᾶ στά παιχνίδια, τά περισσότερα ἀπ’ αὐτά εἶναι ἐντελῶς περιττά.
Τώρα πλέον γνωρίζουμε ὅτι εἶναι λάθος νά προσφέρουμε πολλά παιχνίδια στά παιδιά, γιατί ἔτσι περιορίζεται ἡ δημιουργικότητά τους.
Τό παιδί πού μέ λιγοστά παιχνίδια βρίσκει τρόπο νά παίξει, αὔριο θά εἶναι ἕνας ἐνήλικας πού θά μπορεῖ πιό εὔκολα νά βρίσκει λύσεις σέ ἕνα πρόβλημα τῆς ζωῆς του. Ἀντίθετα, τό παιδί πού τά βρίσκει ὅλα ἕτοιμα, συνηθίζει σέ μιὰ παθητική συμπεριφορά καί θά γίνει ἕνας ἐνήλικας πού θά περιμένει ἕτοιμες λύσεις γιά ὅλες τίς ἀνάγκες του.
«Τά «ἡμιτελῆ» παιχνίδια εἶναι ἐκεῖνα πού περισσότερο ἀπ’ ὅλα τά ἄλλα παρακινοῦν τό παιδί νά τά συμπληρώσει δημιουργικά ἐπινοώντας προσθῆκες καί ἐξαρτήματα. Ἔτσι τοῦ προσφέρουν τή δυνατότητα γιά πάντα νέες καί διαφορετικές συνθῆκες ψυχαγωγίας». (S.S. Macchietti, παιδαγωγός)
Τό ἀγορασμένο παιχνίδι, ἐπιπλέον, ἔχει πάντα ἕνα μειονέκτημα: ὅτι εἶναι πάντα πλῆρες, ἄσχετα ἄν, εὐτυχῶς, τό παιδί ἐπαναστατεῖ καί τό κάνει κομμάτια.
Στά παιδιά κυρίως, περισσότερο ἀπ’ ὅσο στούς ἐνήλικες, ἡ διαφήμιση προκαλεῖ ἔντονο αἴσθημα ἀπογοήτευσης, ἐπειδή τούς παρουσιάζει μιὰ χαρούμενη πραγματικότητα, γεμάτη ἐνθουσιασμό, ἁρμονία καί καλοπέραση, πού ὅμως ἀποδεικνύεται στήν πράξη ἀνέφικτη.
Τό παιδί, στήν προσπάθειά του νά ταυτιστεῖ μέ αὐτή τήν εἰκονική πραγματικότητα, τρέφει οὐτοπικές προσδοκίες, πλάθοντας ἰδεατά πρότυπα γιά τόν ἑαυτό του καί γιά τή ζωή. Ἡ ἀναμέτρησή του μέ αὐτά τά ἰδεατά πρότυπα γεννᾶ μέσα στό παιδί τό αἴσθημα τῆς ἀπογοήτευσης τό ὁποῖο προέρχεται ἀπό τήν ἐπίγνωση τῆς ἀπόστασης ἀνάμεσα στήν πραγματικότητα καί στά προτεινόμενα τηλεοπτικά πρότυπα. Συγκρινόμενη μέ τήν τηλεοπτική, ἡ καθημερινή πραγματικότητα τοῦ παιδιοῦ φαντάζει στά μάτια τοῦ φτωχή καί ἄχρωμη.
«Μία ὁμάδα παιδιῶν ὁδηγεῖται γιά παιχνίδι σέ μιὰ αἴθουσα, στήν ὁποία ὑπάρχουν πολλά παιχνίδια, ὅλα ἡμιτελῆ: μία καρέκλα χωρίς τραπέζι, ἕνα βαρκάκι χωρίς νερό, ἕνα ποδήλατο χωρίς πετάλια, κ.λπ. Τά παιδιά ἀρχίζουν νά παίζουν χαρούμενα καί μέ τή φαντασία τους συμπληρώνουν ὅ,τι λείπει ἀπό τά παιχνίδια. Τήν ἑπόμενη μέρα, προτοῦ μποῦν τά παιδιά, ἐγκαθίσταται στό δωμάτιο ἕνα διαφανές παραπέτασμα καί πίσω ἀπ’ αὐτό τοποθετοῦνται τά κομμάτια πού λείπουν ἀπό τά ἤδη ὑπάρχοντα παιχνίδια, μαζί μέ ἄλλα πλήρη παιχνίδια, ἀκόμη πιό ἐντυπωσιακά.
Ὅταν τά παιδιά μπαίνουν στό δωμάτιο, βλέπουν τά κομμάτια πού λείπουν καί τά νέα παιχνίδια πίσω ἀπό τό διαφανές παραπέτασμα ἀλλά δέν μποροῦν νά τά ἀγγίξουν. Τότε τά παιδιά ἀποδεικνύονται ἀνίκανα νά παίξουν, νά ἐπινοήσουν, νά ἀναπληρώσουν τά χαμένα κομμάτια. Κάποια δείχνουν ἀδιαφορία, ἐνῶ ἄλλα παίζουν μέ βίαιο τρόπο καί μερικές φορές πηδοῦν πάνω στά παιχνίδια καί τά σπάζουν.
Τά παιδιά ἐκδηλώνουν τά συμπτώματα τῆς ἀπογοήτευσης, ἐπειδή βλέπουν μιὰ πραγματικότητα πιό πλούσια καί πιό ἑλκυστική ἀπό τή δική τους, πού ὅμως τούς εἶναι ἀπρόσιτη». (Barker, Dembo καί Lewin, 1941)
Ἡ διαφήμιση προκαλεῖ τό ἴδιο ἀκριβῶς ἀποτέλεσμα.
Ποιές εἶναι οἱ συνέπειες τῆς ἀπογοήτευσης;
Ἡ ἀπογοήτευση μπορεῖ νά προκαλέσει, ἤ τουλάχιστον νά ἐντείνει τήν ἐπιθετικότητα, ὠθώντας τό ἀπογοητευμένο ὑποκείμενο νά ἐπιτεθεῖ ἐναντίον τῆς γενεσιουργοῦ αἰτίας τῆς δυσαρέσκειάς του. Σέ περίπτωση, ὅμως, πού ἡ πραγματική αἰτία τῆς δυσαρέσκειάς του εἶναι ἀπρόσιτη, ἐπιτίθεται ἐναντίον ἑνός ἄλλου πιό ἀνίσχυρου ἀντικειμένου. Ἐπιπλέον, ἡ ἀπογοήτευση μπορεῖ νά προκαλέσει ἀπάθεια, ἀδιαφορία καί ἐνδοστρέφεια.
Ποιά μηνύματα περνοῦν μέσω τῆς ἀδιάκοπης ροῆς τῶν τηλεοπτικῶν ἐκπομπῶν;
Στίς ΗΠΑ τά παιδιά μεταξύ 3-5 ἐτῶν, ξαπλωμένα μέ ἄνεση στήν πολυθρόνα τοῦ μπαμπᾶ, βλέπουν κάθε χρόνο κατά μέσο ὅρο 12.000 σκηνές βίας, 14.000 σκηνές μέ σεξουαλικό περιεχόμενο καί πάνω ἀπό 1.000 σκηνές μέ ἀπαγωγές, δολοφονίες καί ληστεῖες.
Στήν οὐσία, ἕνα Ἀμερικανάκι βλέπει περίπου 30 φορές τήν ἡμέρα ἀνθρώπους νά ἀσκοῦν βία, νά ληστεύουν, νά δολοφονοῦν καί νά ἐρωτοτροποῦν. Ὅταν φτάνει στήν πρώτη δημοτικοῦ ἔχει ἤδη παρακολουθήσει στήν τηλεόραση περίπου 3.000-4.000 φόνους.
Αὐτές οἱ σκηνές μεταδίδονται οὐσιαστικά μέσα ἀπό τά φίλμ, τά σήριαλ καί τά δελτία εἰδήσεων.
«Μία μέρα, στό κανάλι Italia Uno, μετρήσαμε 30 δολοφονίες, 4 βιασμούς καί 12 ξυλοδαρμούς σ’ ἕνα μόνο φίλμ. Χωρίς αὐτό τό γοητευτικό μακελειό, ποιός θά κρατήσει πλέον τά παιδιά στό σπίτι κολλημένα στήν τηλεόραση; Θά βγοῦν στούς δρόμους καί ἕνας Θεός ξέρει τὶ φασαρίες θά σκαρώσουν!»(Dario Fo-Franca Rame, καλλιτέχνες).
Στήν Ἰταλία, ὅπως ἔχουμε ἤδη ἐπισημάνει, ἡ κατάσταση εἶναι περίπου ἡ ἴδια. Μόλις τό 35% τῶν παιδιῶν πού βλέπουν τηλεόραση παρακολουθοῦν ἐκπομπές πού ἀπευθύνονται στήν ἡλικία τους, ἐνῶ τό 65% βλέπουν προγράμματα γιά ἐνήλικες καί τό 6% βλέπουν τηλεόραση συνήθως μετά τίς δέκα τό βράδυ.
Ποῦ ὀφείλεται ἡ προσκόλλησή μας στήν τηλεόραση;
Δέν μπορεῖ κανείς νά προβληματίζεται γύρω ἀπό τίς προϋποθέσεις μιᾶς πιό ὀρθῆς χρήσης τῆς τηλεόρασης χωρίς νά θέσει τό ἑξῆς θεμελιῶδες ἐρώτημα: ποῦ ὀφείλεται τό γεγονός ὅτι δέν μποροῦμε νά ξεκολλήσουμε ἀπό τήν ὀθόνη; Φταίει μόνο ἡ συσκευή πού μαγνητίζει ἤ ὑπάρχει καί κάτι βαθύτερο ἀπ’ αὐτό;
Σύμφωνα μέ μιὰ μελέτη πού ἔγινε στήν Ἀργεντινή, μία πιθανή ψυχολογική ἐξήγηση τῆς ἀνάγκης μας νά βρισκόμαστε συνεχῶς μπροστά στήν τηλεοπτική ὀθόνη ὀφείλεται στό γεγονός ὅτι τά μέσα μαζικῆς ἐνημέρωσης συμβολίζουν μιὰ πηγή ἀσφάλειας καί σιγουριᾶς, ἐπειδή ἐξασφαλίζουν στόν τηλεθεατή μία -ἔστω ἔμμεση-κοινωνική ἐπαφή μέ σημαντικές προσωπικότητες, ἑδραιώνοντας ἕνα εἶδος οἰκειότητας ἀνάμεσά τους.
Ἡ ἐξάρτηση τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου ἀπό τήν τηλεόραση συνδέεται καί μέ τήν ἐπιτακτική ἀνάγκη του γιά κοινωνικές σχέσεις. Ἡ τηλεόραση, στήν οὐσία, ἀναπληρώνει τίς σχέσεις τοῦ τηλεθεατῆ μέ πραγματικά πρόσωπα, δηλαδή ἱκανοποιεῖ τήν ἀνάγκη του νά κοινωνικοποιηθεῖ, χωρίς ὅμως νά τόν ἐκθέτει στά προβλήματα καί τούς περιορισμούς πού θά συνεπάγονταν οἱ ἀληθινές σχέσεις μέ τούς συνανθρώπους του.
Τελικά, λοιπόν, τό πρόβλημα ὀφείλεται στή δυσκολία τῶν ἀνθρώπων νά ἐπικοινωνήσουν μεταξύ τους στά πλαίσια τῆς σύγχρονης κοινωνίας ἀλλά ἀκόμη καί στά πλαίσια τῆς οἰκογένειας, ὅπου τό κενό τοῦ ἀνύπαρκτου διαλόγου καλεῖται νά καλύψει ἡ τηλεόραση.
Ὄντως, οἱ κατεξοχήν ἐξαρτημένοι ἀπό τήν τηλεόραση εἶναι οἱ ἐνήλικες. Μάλιστα, μία δημοσκόπηση πού ἔγινε τό 1998 σέ ἕνα δεῖγμα 1.110 νέων μεταξύ 14 καί 22 ἐτῶν, ἀποκάλυψε ὅτι τό 68% ἀπ’ αὐτούς νιώθουν παραμελημένοι ἀπό τούς γονεῖς τους ἐξαιτίας τῆς τηλεόρασης, ἡ ὁποία μοιάζει νά μονοπωλεῖ τό ἐνδιαφέρον τῶν μεγάλων.
Τό αὐξημένο ἐνδιαφέρον τῶν ἐνηλίκων γιά τήν τηλεόραση ἐπιβεβαιώνει καί ἡ θεματολογία τῶν ἐνδοοικογενειακῶν συζητήσεων ἤ διαφωνιῶν, τήν ὁποία μονοπωλοῦν κατά κύριο λόγο τά γεγονότα πού μεταδίδουν τά δελτία εἰδήσεων καί τά τηλεοπτικά μαγκαζίνο. Πρόκειται γιά μία θεματολογία πού ἀπέχει πολύ ἀπό τά πραγματικά προβλήματα τῆς οἰκογένειας, τά ὁποία κινδυνεύουν νά μείνουν γιά πάντα στό περιθώριο.
Ὅπως ἔχει παρατηρηθεῖ ἀπό κάποιους φιλοσόφους, ἡ ἀδιάκοπη ροή πληροφοριῶν ἀναγκάζει τόν τηλεθεατή νά ζεῖ σέ ἕνα διαρκές παρόν, δηλαδή σέ μία κατάσταση, ὅπου οἱ εἰδήσεις βρίσκονται σέ ἕναν ἀδιάκοπο «ἀνταγωνισμό» μεταξύ τους. Ὁ τηλεθεατής, ἐπειδή δέν διαθέτει τόν ἀπαιτούμενο χρόνο γιά νά ἐπεξεργαστεῖ καί νά ἀξιολογήσει κάθε εἴδηση ξεχωριστά, ἀποκτᾶ τήν αἴσθηση ὅτι τό συγκεκριμένο πρόβλημα πού παρουσιάζεται στήν τηλεόραση ἀνά πᾶσα στιγμή εἶναι τό μεγαλύτερο καί σοβαρότερο πρόβλημα τοῦ κόσμου.
Ὅσο γιά τήν ἐξάρτηση τῶν παιδιῶν ἀπό τήν τηλεόραση, αὐτή ὀφείλεται κατά κύριο λόγο στή συνήθεια τῶν γονιῶν νά χρησιμοποιοῦν τήν τηλεοπτική συσκευή οὔτε λίγο οὔτε πολύ σάν baby-sttter. Ὁ συγκεκριμένος ρόλος τῆς τηλεόρασης, ὅπως εἶναι φυσικό, βολεύει τούς γονεῖς, οἱ ὁποῖοι προτιμοῦν νά «παρκάρουν» τά παιδιά τους μπροστά στήν ὀθόνη, ἀντί νά τά βγάλουν μία βόλτα, νά τά δραστηριοποιήσουν, νά παίξουν μαζί τους ἤ νά τούς διηγηθοῦν ἕνα παραμύθι
Ὀφείλουμε νά ἀναγνωρίσουμε ὅτι ἡ συγκεκριμένη τακτική τῶν γονιῶν δέν ὀφείλεται τόσο στήν ἀδιαφορία τους, ὅσο στίς δυσκολίες πού ἐπιβάλλουν οἱ αὐξημένες ὑποχρεώσεις τῆς ἐργασίας καί τῆς καθημερινῆς τους ζωῆς. Εἶναι προφανές, ὅτι ὅσο συνεχίζουν νά ὑπάρχουν παιδιά κλεισμένα ὅλη τήν ἡμέρα σέ μικρά διαμερίσματα, μητέρες πού ἀντιμετωπίζουν μόνες χιλιάδες προβλήματα καί ἡλικιωμένοι ἐγκλωβισμένοι στά σπίτια τους κάθε προσπάθεια περιορισμοῦ τῆς τηλεθέασης θά φαντάζει ὅλο καί πιό δύσκολη.
Ἀντίστοιχα, ὀφείλουμε νά παραδεχτοῦμε ὅτι ὅσο ἕνα μεγάλο μέρος τῶν ἀνοιχτῶν χώρων παραμένει ἐπικίνδυνο γιά μεγάλους καί μικρούς, ἐνδεχομένως ἡ τηλεόραση νά ἀποτελεῖ τό μικρότερο κακό.
Ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο χρησιμοποιοῦμε τήν τηλεόραση, λοιπόν, εἶναι τό σύμπτωμα μιᾶς βαθιᾶς νόσου τῆς κοινωνίας μας. Ἐκεῖνο πάντως πού πρέπει νά καταλάβουμε εἶναι ὅτι, ἐνῶ ἡ τηλεόραση ἐμφανίζεται ὡς μέσο θεραπείας αὐτῆς τῆς νόσου, ὅπως ἀποδεικνύουν ὅσα ἐκθέσαμε μέχρι τώρα, ἀποτελεῖ ταυτόχρονα ἕναν ἀπό τούς παράγοντες πού συμβάλλουν στήν ἐπιδείνωσή της.
Γιά παράδειγμα, ἡ τηλεόραση παρουσιάζεται ὡς θεραπεία γιά τή μοναξιά ἐνῶ ἡ ἴδια γεννᾶ μοναξιά, προτείνεται ὡς θεραπεία γιά τή βία ἐνῶ ἡ ἴδια γεννᾶ βία, ὡς καταφύγιο ἀπό τίς καθημερινές ἀπογοητεύσεις ἐνῶ γεννᾶ ἀπογοήτευση κ.λπ.