Ἐννόημα
    Ἐννόημα
  • !

    Ἡ Ἐκκλησία ἀναγνωρίζει τὴν ἁγιότητα τῆς σάρκας ἡ ὁποία εἶναι ἱκανὴ γιὰ θέωση. Θέωση, χάρις στὴν ὁποία ὁλόκληρο τὸ κτιστὸ σύμπαν, ἀκόμα καὶ ἡ ὕλη, δύνανται νὰ ἐλευθερωθοῦν ἀπὸ τὴ δουλεία τῆς φθορᾶς, νὰ ἀποκατασταθοῦν καὶ νὰ ἐλλαμφοῦν. Τέτοιο ἀκριβῶς εἶναι τὸ θεμέλιο τῆς ἐλπίδας μας γιὰ τὴν ἀνάσταση τῶν σωμάτων καὶ τὴ μεταμόρφωση τοῦ σύμπαντος, ἐλπίδα τὴν ὁποία ἤδη προγευόμαστε στὴν ἁγιότητα καὶ στὰ ἔργα τῶν λειτουργικῶν μας παραδόσεων.

  • !

    Ἡ εἰκονομαχία τοποθετεῖται ταυτόχρονα σὰν συνέχεια τοῦ ἀρχαίου δυαλισμοῦ πνεύματος καὶ ὕλης, καὶ σὰν μολυσματικὴ μετάδοση μιᾶς ἀνατολικῆς εὐαισθησίας ἡ ὁποία εἶχεν ἐκτραχυνθεῖ τότε μέσα στὸ Ἰσλάμ, καὶ ἡ ὁποία πότε χωρίζει κατὰ τρόπο ἀθεράπευτο τὸ θεῖο ἀπὸ τὸ ἀνθρώπινο καὶ πότε ἀπορροφᾶ τὸ ἀνθρώπινο μέσα στὴ θεότητα. Ἡ εἰκονομαχία ἀρνιόταν τὴν πραγματικότητα τοῦ Θεανθρώπου μέσα στὸν ὁποῖο, μᾶς λέγει ὁ ἀπ. Παῦλος, «κατοικεῖ πᾶν τὸ πλήρωμα τῆς Θεότητος σωματικῶς» (Κολ. Β’ 9).

  • !

    Τὸ ἀληθινὸ αὐτὸ κάλλος ἀποκαλύπτεται μόνο ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι. Ἡ εἰκόνα, θεμελιωμένη πάνω στὸ γεγονὸς τῆς Ἐνσαρκώσεως, δίνει ταυτόχρονα μαρτυρία καὶ γιὰ τὴν Πεντηκοστή, προλαμβάνει τὴ μεταμόρφωση τῆς ἀνθρωπότητας, ὅταν τὸ Πνεῦμα θὰ κάμει τελείαν τὴ φανέρωσή Του μέσα στὴν κοινωνία τῶν ἁγίων. Ἐπειδὴ ὁ Θεός, ἐν τῷ Χριστῷ, μᾶς ἀποκάλυψε τὸ πρόσωπό Του, ὁ κατ’ εἰκόνα Θεοῦ δημιουργηθεὶς ἄνθρωπος δύναται στὸ ἑξῆς νὰ εὑρίσκει ἐν τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι τὸ ἀληθινὸ πρόσωπό του, ἤ μᾶλλον, νὰ εὑρίσκει τὸ ἀληθινὸ πρόσωπο τοῦ πλησίον.

  • !

    Ὁ χριστιανισμὸς εἶναι ἡ θρησκεία τῶν προσώπων… Ἡ εἰκονά μᾶς διδάσκει νὰ ἀνακαλύπτουμε τὸ ἀληθινὸ πρόσωπο τοῦ πλησίον, τὸ πρόσωπο αὐτὸ ποὺ εἶναι «κεκρυμμένον σὺν τῷ Χριστῷ ἐν τῷ Θεῶ» (Κολ. γ’ 3)…

  • !

    Ἐμεῖς, οἱ ἄνθρωποι τῆς Δύσης, ἀναζητοῦμε τὸ Κάλλος καὶ ταυτόχρονα ἀνακαλύπτουμε ὅτι τὸ ἔχουμε διώξει, ὑποκαθιστώντας τὴν ἔπαρσή μας στὴν κένωση ποὺ τὸ Κάλλος αὐτὸ ὑφίσταται ἐξ ἀγάπης. Σήμερα βρισκόμαστε στὴ νύχτα μιᾶς σχεδὸν ἀπόλυτης ἀδυναμίας καὶ μιᾶς ἀπελπισίας σχεδὸν πλήρους.

  • !

    Μία ὀμορφιά, ἕνα κάλλος βαθειὰ ἀνθρώπινο καὶ ὡστόσο πολὺ παραπάνω ἀπὸ ἀνθρώπινο ἀναστατώνει καὶ εἰρωνεύεται συγχρόνως τὴν καρδία του. Καὶ νὰ τον στὸ ἑξῆς γρηγοροῦντα, νὰ τον προσκυνητὴ πρὸς τὴν πηγὴ αὐτοῦ τοῦ Κάλλους!..

Ἡ εἰκόνα πρόσωπο τοῦ ἀπροσίτου

Στὰ 843 μ.Χ. τὸ κίνημα τῶν εἰκονοκλαστῶν ἤ εἰκονομάχων εἶχεν ἐπὶ τέλους ὑποταχθεῖ, στὴ Βυζαντινὴ αὐτοκρατορία. Στὶς 11 Μαρτίου, ἡ αὐτοκράτειρα – ἀντιβασίλισσα Θεοδώρα ἀποκατέστησε τὴ θέση τῶν εἰκόνων στὴ λατρεία, ὅπως αὐτὴ εἶχε καθοριστεῖ μισὸν αἰώνα πρίν, ἀπὸ τὴν 7η Οἰκουμ. Σύνοδο. Ὁ ἅγιος Θεοφάνης ὁ Γραπτός, ὁ ὁμολογητὴς αὐτὸς τῆς Ὀρθοδοξίας ὁ ὁποῖος, κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ τελευταίου εἰκονοκλαστικοῦ διωγμοῦ, εἶχε δημοσίως σημαδευθεῖ μὲ πυρωμένο σίδερο, συνέθεσε τότε τὸ Κοντάκιο ὅπου συνοψίζεται ἡ θεολογία τῆς εἰκόνος:

«Ὁ ἀπερίγραπτος Λόγος τοῦ Πατρός, ἐκ σοῦ Θεοτόκε περιεγράφη σαρκούμενος, καὶ τὴν ρυπωθεῖσαν εἰκόνα εἰς τὸ ἀρχαῖον ἀναμορφώσας, τῷ θείῳ κάλλει συγκατέμιξεν. Ἀλλ’ ὁμολογοῦντες τὴν σωτηρίαν, ἔργῳ καὶ λόγῳ ταύτην ἀνιστοροῦμεν.»

Στὴ Θεία Εὐχαριστία δεχόμαστε τὴ θεωμένη καὶ θεοποιὸ Σάρκα τοῦ Χριστοῦ. Δοξάζομεν τὴ θεομήτορα ποὺ ἔχει ἤδη εἰσέλθει μὲ τὸ σῶμα της στὴ Βασιλεία. Τιμοῦμεν τοὺς Ἁγίους, σεβόμαστε τὰ λείψανά τους, διότι ἔχουν γεμίσει ὁλόκληρο τὸ εἶναι τους μὲ τὸ ἄκτιστο φῶς· καὶ οἱ εἰκόνες μᾶς δείχνουν τὰ πρόσωπά τους, τὰ ὁποῖα καὶ ἔχουν καταστεῖ ἱερὰ μυστήρια τοῦ θείου Κάλλους. Ἔτσι, ἡ Ἐκκλησία ἀναγνωρίζει τὴν ἁγιότητα τῆς σάρκας ἡ ὁποία εἶναι ἱκανὴ γιὰ θέωση. Θέωση, χάρις στὴν ὁποία ὁλόκληρο τὸ κτιστὸ σύμπαν, ἀκόμα καὶ ἡ ὕλη, δύνανται νὰ ἐλευθερωθοῦν ἀπὸ τὴ δουλεία τῆς φθορᾶς, νὰ ἀποκατασταθοῦν καὶ νὰ ἐλλαμφοῦν. Τέτοιο ἀκριβῶς εἶναι τὸ θεμέλιο τῆς ἐλπίδας μας γιὰ τὴν ἀνάσταση τῶν σωμάτων καὶ τὴ μεταμόρφωση τοῦ σύμπαντος, ἐλπίδα τὴν ὁποία ἤδη προγευόμαστε στὴν ἁγιότητα καὶ στὰ ἔργα τῶν λειτουργικῶν μας παραδόσεων.

Ἡ εἰκονομαχία τοποθετεῖται ταυτόχρονα σὰν συνέχεια τοῦ ἀρχαίου δυαλισμοῦ πνεύματος καὶ ὕλης, καὶ σὰν μολυσματικὴ μετάδοση μιᾶς ἀνατολικῆς εὐαισθησίας ἡ ὁποία εἶχεν ἐκτραχυνθεῖ τότε μέσα στὸ Ἰσλάμ, καὶ ἡ ὁποία πότε χωρίζει κατὰ τρόπο ἀθεράπευτο τὸ θεῖο ἀπὸ τὸ ἀνθρώπινο καὶ πότε ἀπορροφᾶ τὸ ἀνθρώπινο μέσα στὴ θεότητα. Ἡ εἰκονομαχία ἀρνιόταν τὴν πραγματικότητα τοῦ Θεανθρώπου μέσα στὸν ὁποῖο, μᾶς λέγει ὁ ἀπ. Παῦλος, «κατοικεῖ πᾶν τὸ πλήρωμα τῆς Θεότητος σωματικῶς» (Κολ. Β\’ 9).

Μετασχημάτιζε τὴν ἀνθρώπινη φανέρωση τοῦ Λόγου σὲ ἕνα κενὸ φάντασμα, ὅπως ἔκαμναν στὰ πρῶτα χρόνια τοῦ Χριστιανισμοῦ ἐκεῖνοι οἱ Δοκῆτες γιὰ τοὺς ὁποίους ἡ Ἐνσάρκωση τοῦ Λόγου δὲν ἦταν παρὰ κάτι τὸ φαινομενικὸ• τόσον πολὺ σκανδαλῶδες ἐθεωρήθη τὸ ὅτι ὁ Θεός, γιὰ νὰ μᾶς ἐλευθερώσει, ἦταν δυνατὸ νὰ ὑποφέρει καὶ νὰ πεθάνει. Ἔτσι κατέληγε (καὶ πάντοτε καταλήγει) στὴ εἰκονομαχία ὁ συμπληρωμένος κύκλος τῆς αἵρεσης πού, μὲ ποικίλους τρόπους, θέτει ὑπὸ ἀμφισβήτηση τὴ Θεανθρωπότητα. Νὰ γιατί μποροῦμε καὶ σήμερα νὰ μιλοῦμε, ὅπως καὶ στὸ 843, περὶ «θριάμβου τῆς Ὀρθοδοξίας», ἐὰν ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἀκριβῶς ἡ σταθερὴ ὁμολογία τῆς Θεανθρωπότητας τοῦ Χριστοῦ.

Τὸ θεμέλιο πάνω στὸ ὁποῖο στηρίζεται ἡ εἰκονογραφία εἶναι, λοιπόν, αὐτὸ τοῦτο τὸ μυστήριο τῆς Ἐνσαρκώσεως τοῦ Χριστοῦ. «Ὁ ἀπερίγραπτος Λόγος τοῦ Πατρός, ἐκ σοῦ Θεοτόκε περιεγράφη σαρκούμενος…» Ὁ δὲ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς σημείωνε: ἐπειδὴ ὁ Ἀόρατος, ἐνδυόμενος τὴ σάρκα, ἔγινε ὁρατός, δικαιοῦσαι νὰ τὸν σχηματίσεις.

Βέβαια, ὁ ζῶν Θεός, ἐνῶ φανεροῦται παραμένει ἀπρόσιτος. Ἡ 7η Οἰκουμεν. Σύνοδος ἀπαγόρευσε τὴν ἀπεκόνιση τοῦ Πατρὸς ποὺ εἶναι ἡ «πηγὴ» καὶ ἡ «ἀρχὴ» τῆς Θεότητας. Ἀλλ\’ αὐτὴ ἡ ἀπόσταση, ἡ ὁποία καθιστᾶ ἀδύνατη τὴν κατασκευὴ εἰδώλου, ἐπιτρέπει τὴν εἰκόνα. Στὴν ἐρώτηση, «Δεῖξον ἡμῖν τὸν Πατέρα», ὁ Ἰησοῦς ἀπαντᾶ, «Τοσοῦτον χρόνον μεθ’ ὑμῶν εἰμί…, πῶς οὖν λέγεις, δεῖξον ἡμῖν τὸν Πατέρα… Ὁ ἐωρακὼς ἐμὲ ἐώρακε τὸν Πατέρα» (Ἰω. ιδ\’ 9). Ὁ Υἱὸς δὲν εἶναι μόνο ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ ἡ ὁμοούσιος μὲ Αὐτὸν Εἰκόνα Του. Ἔτσι, ἡ ἀνθρώπινη μορφὴ τοῦ Ἰησοῦ εἶναι ἡ ἀνθρώπινη μορφὴ τοῦ Θεοῦ, ἡ ἀχειροποίητη εἰκόνα, ἡ μορφὴ τῆς ὁποίας φαίνεται νὰ ἔχει ἀποτυπωθεῖ πάνω στὸ ἱερὸ Μανδήλιο, τὸ ὁποῖον εἶχε ἀνακαλυφθεῖ στὴν Ἐδεσσα τῆς Συρίας τὸν 6ον αἰώνα. Ὁ Θεός, ἔγινε ἐν Χριστῷ ἡ μορφὴ τοῦ Ἐσταυρωμένου ὁ ὁποῖος «οὐκ εἶχεν εἶδος οὐδὲ κάλλος», ὅπως λέγει ὁ προφ. Ἠσαΐας γιὰ τὸν πάσχοντα Μεσσία, ὁ ὁποῖο ὅμως, λόγῳ αὐτοῦ τοῦ Πάθους, διὰ τῆς Ἀναστάσεώς Του, ἀκτινοβολεῖ τὸ μοναδικὸ κάλλος, ποὺ δὲν εἶναι αἰσθητικὸ ἀλλὰ ταυτίζεται μὲ τὴν ἀλήθεια καὶ τὸ ἔλεος. Ἐνσαρκούμενος, γιὰ νὰ ἐπαναλάβουμε τὸ Κοντάκιο, Αὐτὸς ποὺ εἶναι ἡ ὁμοούσιος Εἰκὼν τοῦ Πατρός, «ἀνεμόρφωσεν εἰς τὸ ἀρχαῖον» ἐκείνην τὴν «εἰκόνα Θεοῦ» ποὺ εἶναι ὁ ἄνθρωπος, καὶ τὴν «συγκατέμιξε τῷ θείῳ Κάλλει»· στὸ Κάλλος ποὺ φανεροῦται μέσα στὴν ἐξ ἀγάπης κένωσιν.

Τὸ ἀληθινὸ αὐτὸ κάλλος ἀποκαλύπτεται μόνο ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι. Ἡ εἰκόνα, θεμελιωμένη πάνω στὸ γεγονὸς τῆς Ἐνσαρκώσεως, δίνει ταυτόχρονα μαρτυρία καὶ γιὰ τὴν Πεντηκοστή, προλαμβάνει τὴ μεταμόρφωση τῆς ἀνθρωπότητας, ὅταν τὸ Πνεῦμα θὰ κάμει τελείαν τὴ φανέρωσή Του μέσα στὴν κοινωνία τῶν ἁγίων. Ἐπειδὴ ὁ Θεός, ἐν τῷ Χριστῷ, μᾶς ἀποκάλυψε τὸ πρόσωπό Του, ὁ κατ\’ εἰκόνα Θεοῦ δημιουργηθεὶς ἄνθρωπος δύναται στὸ ἑξῆς νὰ εὑρίσκει ἐν τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι τὸ ἀληθινὸ πρόσωπό του, ἤ μᾶλλον, νὰ εὑρίσκει τὸ ἀληθινὸ πρόσωπο τοῦ πλησίον.

Ὁ χριστιανισμὸς εἶναι ἡ θρησκεία τῶν προσώπων… Ἡ εἰκονά μᾶς διδάσκει νὰ ἀνακαλύπτουμε τὸ ἀληθινὸ πρόσωπο τοῦ πλησίον, τὸ πρόσωπο αὐτὸ ποὺ εἶναι «κεκρυμμένον σὺν τῷ Χριστῷ ἐν τῷ Θεῶ» (Κολ. γ\’ 3)…

Ὁ Ντοστοϊέφσκυ ἔλεγε,« Ἡ ὀμορφιὰ θὰ σώσει τὸν κόσμο». Σήμερα οἱ ἄνθρωποι ἐπιδιώκουν ἕνα διαλογισμὸ ποὺ νὰ μὴν εἶναι πιὰ ἀφηρημένος, ἐκπεφρασμένος διὰ ἐννοιῶν, ἀλλὰ ποὺ νὰ εἶναι ταυτόχρονα καὶ αἰσθητὸς καὶ πνευματικός. Ἔχουν τὴ νοσταλγία ἑνὸς κάλλους προερχομένου ἀπὸ τὴν Ἀλήθεια, τὸ ὁποῖο θὰ ἕνωνε τὴ Σιωπὴ καὶ τὸ Λόγο. Ταυτόχρονα, ἀνακαλύπτουν παντοῦ τὴν ὀμορφιὰ διότι ὁ κόσμος τῶν αἰσθήσεων, ἀντὶ νὰ ἐνσαρκώνει τὸ Λόγο, ἐπανῆλθε κι αὐτὸς στὸ χάος. Ἐμεῖς, οἱ ἄνθρωποι τῆς Δύσης, ἀναζητοῦμε τὸ Κάλλος καὶ ταυτόχρονα ἀνακαλύπτουμε ὅτι τὸ ἔχουμε διώξει, ὑποκαθιστώντας τὴν ἔπαρσή μας στὴν κένωση ποὺ τὸ Κάλλος αὐτὸ ὑφίσταται ἐξ ἀγάπης. Σήμερα βρισκόμαστε στὴ νύχτα μιᾶς σχεδὸν ἀπόλυτης ἀδυναμίας καὶ μιᾶς ἀπελπισίας σχεδὸν πλήρους. Τὰ μνημεῖα ποὺ ἀκόμα ἀνεγείρουμε δὲν ἔχουν πιὰ ἔπαρση· εἶναι — σκέπτομαι π.χ. τὸ Κέντρο Ζὼρζ Μπομπιντοὺ — εἶναι σὰν ἱκέτες χωρὶς βραχίονες. Εἶναι ἐκεῖ ἀκριβῶς, μέσα σ\’ αὐτὴ τὴν παράδοξη, σχεδὸν ἀσυνείδητη ἱκεσία, μέσα σ\’ αὐτὴ τὴ σχεδὸν ἀπόλυτη ἀδυναμία, μέσα σ\’ αὐτὸ τὸ σχεδὸν πλῆρες τῆς ἀπελπισίας, ποὺ βρίσκεται ἡ ρωγμὴ ἀπ\’ ὅπου πιθανὸν νὰ περάσει ἡ Ἀγάπη (διότι ἡ ἀγάπη δὲν μπορεῖ νὰ παύσει ν\’ ἀγαπᾶ), ἀπ\’ ὅπου πιθανὸν νὰ διέλθει αὐτὸ τὸ φιλελεῆμον καὶ ἐλευθερωτικὸ Κάλλος ποὺ ἀναμένουμε, διότι ἡ Ἀλήθεια δὲν μπορεῖ νὰ παύσει καταυγάζοντας μέσα στὸ Κάλλος.

Ἐδῶ, ἀναμφίβολα, τοποθετεῖται ἡ διακονία τῆς Ὀρθοδοξίας, ἡ διακονία τῆς ἁγίας εἰκόνας, ἡ διακονία μιᾶς θεολογίας τοῦ προσωπικοῦ, κοινωνοῦντος, ὀντολογικοῦ Κάλλους, θεολογίας τὴν ὁποία ὀφείλουμε νὰ «ἀνιστορῶμεν ἔργῳ καὶ λόγῳ», ὅπως συμπεραίνει τὸ Κοντάκιον αὐτῆς τῆς ἡμέρας, τὴν ὁποία τιμοῦμε σὰν Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας.

Τὸ τελευταῖο «σημεῖον» τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν ἄνθρωπο τοῦ σήμερα, εἶναι πιθανὸν ἡ αἰνιγματικὴ καὶ εἰρηνοποιὸς ἀκτινοβολία κάποιων ἱερῶν εἰκόνων!.. Σὰν αὐτῶν μέσα σ’ ἕνα μουσεῖο τῆς Μόσχας ἤ τοῦ Λένιγκραντ, σὰν αὐτῶν μία τοιχογραφία μιᾶς βυζαντινῆς ἐκκλησίας – μουσείου τῆς Κωνσταντινούπολης ἤ μιᾶς Μονῆς τοῦ Ἀθω ἤ μιᾶς ἐρειπωμένης ἐκκλησίας τοῦ Μυστρᾶ!.. Τέτοιες εἰκόνες ἐννοῶ, ἕνα ἀντίγραφο τῶν ὁποίων ἕνας ἄγνωστος ἔφηβος στὸ Παρίσι ἀγοράζει ἀπὸ καπρίτσιο· καὶ ξαφνικὰ παρατηρεῖ, ἀντιλαμβάνεται ὅτι ὑπάρχει σ’ αὐτὴ (τὴν εἰκόνα) κάποιος ποὺ τὸν κοιτάζει καὶ τὸν ἀγαπᾶ. Μία ὀμορφιά, ἕνα κάλλος βαθειὰ ἀνθρώπινο καὶ ὡστόσο πολὺ παραπάνω ἀπὸ ἀνθρώπινο ἀναστατώνει καὶ εἰρωνεύεται συγχρόνως τὴν καρδία του. Καὶ νὰ τον στὸ ἑξῆς γρηγοροῦντα, νὰ τον προσκυνητὴ πρὸς τὴν πηγὴ αὐτοῦ τοῦ Κάλλους!..