Ἄς ξεκινήσουμε, ἀγαπητοί, ἀπό ἕνα ἐξορκισμένο σήμερα «ἐθνικιστή» ποιητή πού κάποτε τολμούσαμε νά θεωροῦμε πρῶτο ἐθνικό μας ποιητή, τόν Διονύσιο Σολωμό· γράφει στούς «Ἐλεύθερους Πολιορκημένους»:
«Ἀραπιᾶς ἄτι, Γάλλου νοῦς,
βόλι Τουρκιᾶς, τόπ’ Ἄγγλου
πόλεμος μέγας πολεμᾶ
βαρεῖ τό καλυβάκι…»
Ἐννοεῖτε ἀσφαλῶς ποιό εἶναι τό καλυβάκι στόν παρόντα καιρό. Ὄχι ἡ Ἑλλάς ἤ ἡ προέκτασή της ἡ Κύπρος, ἀλλά σύμπας ὁ Ἑλληνισμός. Ὁ Ἑλληνισμός μετά τίς ἐξάρσεις του στόν πόλεμο τοῦ ’40-’41, μέ τήν ἀντίστασή του κατά τῶν ἀρχῶν Κατοχῆς, μέ τόν ἑνωτικό ἀγώνα τῆς Κύπρου (μία δράκα μαχητές κατά μιᾶς αὐτοκρατορίας) ἀποτελοῦσε κακό παράδειγμα γιά τούς λοιπούς λαούς. Κακό παράδειγμα ὑπῆρξε καί μέ τήν Ἐπανάσταση τοῦ ’21 πού διέλυσε τόν ἱστό τῆς ὑποταγῆς πού εἶχε ἐπιβάλει ἡ Ἱερά Συμμαχία. Ὅταν τό 1830 ἔκλεινε ἡ αὐλαία τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως ἄνοιγε ἡ αὐλαία τῶν εὐρωπαϊκῶν ἐπαναστάσεων.
Γι’ αὐτό ὁ ἀνυπότακτος, ὁ ἀπειθάρχητος, ὁ μή συμμορφούμενος «τοῖς ξένων ρήμασι» λαός, ὁ δάσκαλος τοῦ ἀπροσκύνητου ἤθους ἔπρεπε νά χτυπηθεῖ στίς ρίζες, στίς πνευματικές καί ἱστορικές καταβολές του. Τό σχέδιο ἑτοιμάστηκε τήν ἐπαύριο τοῦ Πολυτεχνείου. Ἀλλ’ ὁ λαός αὐτός ἔπρεπε νά ὑποστεῖ δύο στρατιωτικά πλήγματα γιά νά συνετισθεῖ. Ἑπτά χρόνια δικτατορίας δέν εἶχαν «σιδερώσει» τό φρόνημά του. Ἔτσι ἦλθαν τό 1974 ὁ Ἀττίλας καί μερικά χρόνια ἀργότερα ἡ ἀσχήμια τῆς Ὕμιας. Κι ἔκτοτε ἄρχισε ἐν ὀνόματι ἑνός πολιτικοῦ ρεαλισμοῦ ἡ χαλιναγώγηση τοῦ ἑλληνικοῦ φρονήματος, ἡ καταπτόηση, ἡ τουρκοφοβία πού τελικά – πάντα ἐν ὀνόματι τοῦ πολιτικοῦ ρεαλισμοῦ- μετεξελίχθηκε σταδιακά σέ τουρκολατρία. Ἔχουμε ἐδῶ μία κλασσική περίπτωση τοῦ «Συνδρόμου Στοκχόλμης», ὅπου τό θύμα ἐρωτεύεται τόν βασανιστή του.
Μετά τήν ἔκρηξη σέ παγκόσμια κλίμακα τοῦ Ἑλληνισμοῦ γιά τό ὄνομα τῆς Μακεδονίας, μία ἔκρηξη πού κράτησε ἐπί μία τριετία, ἔπεσαν πάνω μας «λυτοί καί δεμένοι» νά συμμαζευτοῦμε, νά προσγειωθοῦμε, νά σωφρονισθοῦμε. Ἔτσι ἐπροκόψαμε. Σήμερα ὄχι ἡ Ἑλλάς, ἀλλ’ ὁ Ἑλληνισμός, εἶναι παντοῦ ντροπιασμένος. Χάσαμε ὅλες τίς διπλωματικές μάχες, χάσαμε τό ἐπιχειρηματικό μας κεφάλαιο, χάσαμε τήν ἐργατικότητά μας, τό ἐθνικό καί τό κοινωνικό μας φιλότιμο. Προτιμᾶμε πιά τήν ἀγγλική ὡς γλώσσα καί γραφή καί ὄχι τήν ξεπερασμένη κι ἀτιμασμένη Ἑλληνική, τή μητέρα τοῦ εὐρωπαϊκοῦ γλωσσικοῦ πολιτισμοῦ.
Κι ὅλα αὐτά πῶς καί γιατί; Ἔπρεπε καί πρέπει νά ἐπιβληθεῖ τό παγκόσμιο ὁλοκληρωτικό κράτος. Καί οἱ λαοί, ὅπως γράφει ὁ Βάρναλης, νά ἔχουν «μία σκέψη δετή πού τούς τήν πλάσανε οἱ δυνατοί». Χρειαζόταν, ὅμως, ἕνα κράτος – πειραματόζωο. Καί σάν τέτοιο ἐπιλέχτηκε ὄχι ἁπλῶς τό ἑλληνικό κράτος, ἀλλά σύμπας ὁ Ἑλληνισμός. Μέ τρόπο μεθοδικό ἔσπασαν τίς πνευματικές καί ἱστορικές μας ρίζες, ἀπογύμνωσαν τήν ἑλληνική γλώσσα καί γραφή ἀπό τίς ἀρχέγονες καταβολές τους, ὑποβάθμισαν τή σημασία τοῦ ἔθνους σάν τάχα μου φαντασιακὴ κατασκευή καί παρουσίασαν ἕναν κατ’ ὄνομα ἑλληνικό κόσμο περίπου, ὅπως ἐμφανίζονται κατ’ ὄνομα ἐδῶ καί 50 χρόνια οἱ Σκοπιανοί.
Ἡ σύγχρονη οἰκονομική κρίση εἶναι ἀπότοκος τῆς πνευματικῆς καί ἠθικῆς. Ἐξωπετάχθηκαν ὅλες οἱ προγονικές ἀξίες πού δημιουργοῦσαν ἀνθρώπους ἀξίας καί ἐν ὀνόματι ἑνός δάνειου πλούτου βουτηχτήκαμε στό βοῦρκο τοῦ ἀνιδανισμοῦ, τοῦ ἀμοραλισμοῦ, τοῦ καριερισμοῦ καί τοῦ πολιτικοῦ ὀππορτουνισμοῦ. Πολλοί πού βιάζονται νά ψάλλουν τό requiem τῆς Ἑλλάδος σιγομουρμουρίζουν «ἡ Ἑλλάς ἐν τάφῳ». Ὄχι! Ἄν θέλουμε νά εἴμαστε σωστοί πρέπει νά ποῦμε «Ἡ Ἑλλάς ἐν βούρκῳ». Καί στό βοῦρκο ἔρριξαν τήν Ἑλλάδα ὄχι μόνον οἱ ἀνάξιοι πολιτικοί ἀλά καί οἱ ἀνάξιοι πνευματικοί ταγοί της. Αὐτοί πού δημιούργησαν μιὰ πνευματική ἀσφυξία στά σχολεῖα, στά πανεπιστήμια, στά «μίντια» καί στήν καλοπλασαρισμένη σκουπιδογραφία, ἔτσι πού, ὅπως λέει στή «Χρονογραφία» του ὁ Λεόντιος Μαχαιρᾶς, «δέν ξέρουμε ἴντα συντυχαίνουμε». Δέν ξέρουμε τί μᾶς γίνεται, quo vadimus, quid facimus(ποῦ πᾶμε, τί πράττουμε).
Καί στό παρελθόν ἡ Ἑλλάς ἔπεσε ἀλλ’ οὐδέποτε ξέπεσε. Γλιστροῦσε ἀλλά δέν παραπατοῦσε, οὔτε παραμιλοῦσε. Σήμερα μοιάζει μέ ξεπεσμένο φάντασμα καί στό ἐξωτερικό προβάλλεται σάν χρεοκοπημένος διάβολος. Κι ἐμεῖς –πέρα ἀπό τήν οἰκονομική λεηλασία- ζοῦμε σέ μία Ἑλλάδα χωρίς ἑλληνικότητα. Αὐτοί πού –κακῇ τῇ τύχῃ- πῆραν στά χέρια τούς τά ἅρμα τῆς παιδείας, τό ὁδήγησαν στήν ἄβυσσο τῆς ἀσυδοσίας καί τοῦ μηδενισμοῦ. Λείπει πλέον ἀπό τή ζωή μας ὁ πεπαιδευμένος ἄνθρωπος. Ὁ ἄνθρωπος μέ τή βαθειά καλλιέργεια, ὁ μορφωμένος μέ τήν πλήρη τοῦ ὅρου ἔννοια. Ἔγραφε πρό 110 καί πλέον ἐτῶν ὁ ἀοίδιμος Παπαδιαμάντης, πού πέρσι τιμήσαμε ὑποτονικά τά 100 χρόνια ἀπό τό θάνατό του: «Μορφωμένους θέλουμε· ὄχι ἐγγραμμάτους». Ἐγγραμμάτους, δηλαδή πτυχιούχους καί πολυπτυχιούχους ἔχουμε πολλούς· μορφωμένους δέν ἔχουμε, δηλαδή ἀνθρώπους μέ ἄρτια μορφή. Ἔχουμε κλάσματα ἀνθρώπων πού δέν εἶναι ἱκανοί νά σηκώσουν οὔτε τό βάρος τοῦ παρελθόντος, οὔτε τίς εὐθύνες τοῦ παρόντος καί πολύ περισσότερο τίς εὐθύνες τοῦ μέλλοντος. Δέν ἔχουμε τούς κατάλληλους πνευματικούς καί πολιτικούς πλοηγούς πού θά μᾶς κατευθύνουν πρός κάποιον ἐλπιδοφόρο ὁρίζοντα.
Ἡ Ἑλλάς σήμερα –καί μέ τόν ὅρο Ἑλλάς ἐννοῶ σύμπαντα τὸν Ἑλληνισμό- μοιάζει μέ σκεβρωμένη περγαμηνή, μοιάζει μέ τό δέρμα γερασμένου ἐλέφαντα. Ἡ καταιγίδα χτυπᾶ τήν πόρτα μας σάν κάποιος πού θέλει νά μπεῖ βίαια μέσα κι ἐμεῖς «δειλοί, ἄβουλοι καί μοιραῖοι ἀντάμα προσμένουμε ἴσως κάποιο θαῦμα», γιά νά ἐπανέλθω στόν Βάρναλη. Ἡ λέξη θαῦμα, πού ὁμόρριζό της δέν ὑπάρχει σέ καμμιά εὐρωπαϊκή γλώσσα, παρότι πιθανῶς συγγενεύει μέ τό θεῶμαι (=παρατηρῶ) καί μέ τή θέα, δέν μᾶς προσφέρει τήν προσδοκία γιά θέα ἐλπίδος. Διότι σήμερα δέν βλέπουμε τίποτε· παρατηροῦμε μηδενικά ἐπί μηδενικῶν, τά ὁποῖα δέν προσφέρουν προοπτική μέλλοντος. Συχνά ἔχω γράψει καί πιό συχνά ἔχω διδάξει πώς, ἄν θαύματα γίνονταν στό παρελθόν, γιατί νά μή γίνουν καί στό παρόν; Ὁ λόγος εἶναι ἁπλός: τό θαῦμα δέν ἔρχεται ὡς μάννα ἀπό τόν οὐρανό. Ὁ Θεός δέν εἶναι Διεθνές Νομισματικό Ταμεῖο, οὔτε ἔχει τή μεγαθυμία τοῦ Στρῶς Καν καί τῆς Μέρκελ νά μᾶς χορηγεῖ δόσεις, ὅπως ἡ Κίρκη τό βελανίδι στούς χοιρόμορφους συντρόφους τοῦ Ὀδυσσέα. Δέν λέω, μέ τά ἐπιδόματα, μέ τά προγράμματα, τίς ἐπιδοτήσεις καί ὅλα τά «κολπατζίδικα» συναφῆ «φάγαμε καλά» κατά τήν πάγκαλη ρήση, ἀλλά ἔτσι ἐγίναμε Κίρκειοι χοῖροι καί τρεφόμαστε μέ βελανίδι. Ποῦ εἶναι ἡ παλιά μας ἀρχοντιά ποὺ ἔκανε τόν Κύπριο ἀγρότη μέ 10 «τσιροῦες» νά νιώθει σάν βασιλιάς, ὅταν σέ φιλοξενοῦσε στό ταπεινό σπιτικό του; Κάποτε ζούσαμε τόν πλοῦτο τῆς φτώχειας, ἐπί μερικά χρόνια ζήσαμε τή φτώχεια τοῦ πλούτου καί τώρα τό παίζουμε «Ἄσωτοι υἱοί». Ἀλλά δέν ὑπάρχει κανείς στοργικός καί συγχωρητικός πατέρας νά σφάξει γιά μᾶς τόν «μόσχο τόν σιτευτόν». Θά σφάξει ἐμᾶς. Κι ἐννοῶ ὅτι ὅπως τεμαχίστηκε ἡ Κύπρος (ἀρχόντισσα Κερύνεια καί πῶς νά σέ ξεχάσω;) σχεδιάζεται νά τεμαχισθεῖ καί ὁ λοιπός ἑλλαδικός χῶρος.
Οὐσιαστικά ἡ Δύτ. Θράκη ἀνήκει περισσότερο στήν Τουρκία καί τυπικά ἀνήκει στήν Ἑλλάδα. Μέγας ἀφέντης τῆς περιοχῆς εἶναι ὁ Τοῦρκος πρόξενος τῆς Κομοτηνῆς. Τό ἴδιο ἰσχύει καί γιά τό νομό Φλωρίνης. Οἰκονομικά ἔχει ἁλυσοδεθεῖ στά Σκόπια.
Ἄς μή στρουθοκαμηλίζουμε καί ἄς μήν παριστάνουμε τούς ξεπεσμένους ἀγγέλους. Μᾶς ἔλειψε ἡ ἡρωική στάση ζωῆς πού διέκρινε στίς καλές ὧρες της τήν ἑλληνική φυλή. Τό εἶχε πεῖ ὁ Χάιντεγκερ ἀλλά πράξη τό εἴχαμε κάνει ἐμεῖς: γιά νά ζήσει κανείς μία αὐθεντική ζωή, αὐτό πού χρειάζεται εἶναι ἡ ἀποφασιστική ἀντιμετώπιση τοῦ θανάτου. Αὐτό εἶναι πού δίνει ζωή στή νιότη. Σήμερα ποιός εἶναι περισσότερο ζωντανός στήν Κύπρο ἀπό τό Γρηγόρη Αὐξεντίου; Οἱ πεθαμένοι ἤ οἱ ζωντανοί; Ἤ μήπως, οἱ κονιοποιητές τῆς πνευματικῆς μας παραδόσεως, πού ἔβγαλαν καί τόν Βασίλη Μιχαηλίδη ἐθνικιστή; Ὅταν διαβάζω αὐτά πού γράφονται κι ἐδῶ καί στό λοιπό ἑλληνικό χῶρο ἀπό τίς ἐθνομηδενιστικές πέννες, ἄθελά μου ἔρχεται στό νοῦ τό περίφημο ποίημα τοῦ Ἔλιοτ «Οἱ κούφιοι ἄνθρωποι». Αὐτοί μᾶς κυβερνοῦν καί διαβουκολοῦν τή νεολαία μας. Γιά νά φθάσεις ψηλά, πρέπει νά εἶσαι σήμερα κούφιος πνευματικά καί ψυχικά. Καί ὄχι μόνον κούφιος ἀλλά καί κοῦφος, δηλαδή ἐπηρμένος καί κατά προέκταση ἀλλοπαρμένος πού σημαίνει ἀπό ἄλλους παρμένος, γιά νά μήν πῶ πουλημένος.
Τί εἶναι σήμερα αὐτοί ποὺ ἐκπροσωποῦν ἐπίσημα τόν Ἑλληνισμό; Ἕνα ὄρθιο λείψανο. Αὐτό τό ὄρθιο λείψανο ἔκανε τόν Ἑλληνισμό νά μοιάζει μέ σπασμένο καθρέφτη. Ποῦ εἶναι ὁ ψυχικός ἱμάντας ποὺ μᾶς ἕνωνε παλιά; Ποῦ εἶναι ἡ ἀδελφοσύνη πού μᾶς ἔδενε ὅταν βγήκαμε στό νησί κρυφά μέ ψεύτικα ὀνόματα τό 1964 καί μετά; Γιατί καλλιεργεῖται τόσο μίσος στή Β. Ἑλλάδα ἐναντίον τῆς Ν. Ἑλλάδος; Μήπως σχεδιάζεται διαμελισμός; Μήπως ἡ περιβόητη κρίση εἶναι τεχνητή γιά νά θολώσει ὁ νοῦς μας καί ἡ Ἑλλάς νά διαμελισθεῖ; Γιατί προπαγανδίζεται ἐπί δεκαετίες ἡ αὐτονομία τῆς Κρήτης; Ὁ λόγος εἶναι ἁπλός: κάποιοι θέλουν νά ρουφήξουν γιά λογαριασμό τους τό μαῦρο χυμό πού ἔχει ὁλόγυρά της.
Συνάντησα πρίν ἀπό καιρό ἕναν εὐπορήσαντα παλαιό μου μαθητή καί νῦν πολιτικό πού θέλησε νά μέ ἀντιμετωπίσει μέ ὕφος ὑπεροπτικό. «Τί εἶσαι σύ, ποιός εἶμαι ἐγώ». Τόν ἀποστόμωσα μακρυγιαννικῶς: «Σύ εἶσαι ἕνας ὄρθιος νεκρός· πάει καιρός πού ἔχεις πεθάνει, ἀλλά δέν τό ἔχεις μάθει». Ἐγώ μένω ζωντανός, διότι μέ τή γραφή καί τή διδαχή μου ζῶ μέ τούς νεκρούς μας. Σήμερα δυστυχῶς στήν Ἑλλάδα – κι ἀπό τόν ὄρο αὐτό δέν ἑξαιρῶ τήν Κύπρο- ζωντανούς μπορεῖς νά βρεῖς μόνο στά νεκροταφεῖα. Οἱ ζωντανοί σας εἶναι στά «Φυλακισμένα μνήματα» καί στή «Μακεδονίτισσα». Νεκροφιλία ἤ νεκρολατρία θά ποῦν τά τσιράκια τοῦ ἐθνομηδενισμοῦ. Ὄχι, ἀπαντῶ. Ὅπως εἶπε ὁ μεγάλος Ἰω. Συκουτρῆς πού ἐδίδαξε κι ἐδῶ, πολιτισμός εἶναι ἡ συναναστροφή μέ τούς νεκρούς. Ἡ συναναστροφή μέ τό ἦθος, τό ὕφος, τό πνεῦμα τῶν προγόνων. Ἀντίθετα, κάποιοι, παρότι δέν τούς ἔχει γίνει νεκροψία, ἔχουν ἀπό καιρό πάρει τό δρόμο πρός τήν κόλαση χωμένοι ὡς τό λαιμό στά ψέματα τῶν ἰσχυρῶν. Ὁ τόπος μας δέν θά γίνει ποτέ καθαρός, ἐφόσον θά κατευθύνεται πολιτικά καί πνευματικά ἀπό τούς γόνους τῶν Νενέκων καί τῶν Ἐφιαλτῶν.
Διάβασα πρό ἡμερῶν σέ μία μεγαλοφυλλάδα τῶν Ἀθηνῶν, πού ὑπηρέτησε δουλικά τόσο τίς γερμανικές ἀρχές Κατοχῆς ὅσο καί τό χουντικό καθεστώς, ὅτι δέν ἀξίζει νά πεθάνει κανείς γιά ἕνα πατριωτικό ἰδανικό. Ἔστειλα μία ἐπιστολή, πού φυσικά δέν δημοσιεύτηκε καί ὁ λόγος εἶναι ἁπλός. Ἔγραψα: «Τό χειρότερο εἶναι πώς τίποτε δέν ἀξίζει ὅταν κανείς ζεῖ χωρίς αὐτό. Καί πώς ἀκόμη πιό αἰσχρό εἶναι τό νά ζεῖ κανείς γιά τό νέο ἰδανικό, γιά τήν καινούργια μεγάλη ἰδέα, τήν ἕκτη δόση τοῦ δανείου. Ἐμεῖς πού μέχρι πρόσφατα εἴμαστε ἡ ψυχή τῆς ὑφηλίου ζοῦμε μέ ξένα ψίχουλα καί μέ δανεική ψυχή.»
Μᾶς εἶπαν ψέματα πολλά, μᾶς εἶπαν ψέματα αἰσχρά. Μᾶς εἶπαν πώς μπαίνοντας στήν ΕΟΚ καί στήν Εὐρωπαϊκή Ἕνωση θά γίνουμε Εὐρωπαῖοι. Λές καί πρίν ἤμαστε Ἀσιάτες καί Ἀφρικανοί. Καί τελικά ἐγίναμε χειρότεροι ἀπό αὐτούς, ὅταν μπήκαμε στόν εὐρωπαϊκό λάκκο τῶν ἐχιδνῶν. Διότι δέν μπήκαμε στήν Εὐρώπη τοῦ Γκαῖτε, μπήκαμε στήν Εὐρώπη τοῦ Γκαῖμπελς. Δέν μπήκαμε στήν Εὐρώπη τοῦ Σαίξπηρ, μπήκαμε στήν Εὐρώπη τοῦ Χάρντιγκ πού ἔπνιξε σάν τά τσιχλόπουλα τά Κυπριωτόπουλα. Δέν μέ διακρίνει πάθος κανένα κατά τῶν Εὐρωπαίων. Διδακτική μου ἀρχή ἦταν μία φράση τοῦ Σαίξπηρ: «Μία καλή πράξη σ’ ἕνα βρόμικο κόσμο». Αὐτό κατά τήν ταπεινή μου ἀντίληψη, εἶναι πηγή εὐτυχίας γιά τή ζωή. Μετρῆστε τίς καλές πράξεις τῶν Βρεττανῶν. Τήν ἐποχή, ὅπου ὁ Σαίξπηρ ἔγραφε αὐτά τά ὑπέροχα, ὁ σέρ Φίλιπ Σίντνεϋ, πού εἶχε τή φήμη τοῦ τελειότερου ἱππότη καί πού συνέθετε σάν ἄγγελος ποίηση καί μουσική μαζί μέ τόν σέρ Γουῶλτερ Ράλεϋ, μάζευαν κάμποσους Ἰρλανδούς σέ κάποιο βολικό μέρος καί τούς κατακρεουργοῦσαν σάν σφαχτάρια.
Εἶμαι ὑποχρεωμένος νά τά πῶ αὐτά διότι φοβᾶμαι τόν κακό καιρό. Καί δέν τό ἐννοῶ κλιματολογικῶς. Ἐδῶ πού καταντήσαμε, βρισκόμαστε σέ συνθῆκες πολέμου. Τίθεται πλέον θέμα ἐθνικῆς –καί ὄχι μόνον- ἐπιβιώσεως. Μαζί μέ τίς ναρκωτικές ἰδέες ἡ νεολαία μας πλήττεται καί ἀπό τίς ναρκωτικές οὐσίες. «Μαστουρωμένη» χορεύει ἕνα νέο χορό τοῦ Ζαλόγγου πού δέν ἔχει τίποτε ἡρωικό. Ό, τί ἔχει εἶναι ταπεινωτικό καί ἐξευτελιστικό. Κάποτε ἀκούγαμε ἀπό τά στόματα τῶν νέων τήν Ἰψενική κραυγή: «Δῶσ’ τε μου ἕνα ζευγάρι, μεταχειρισμένα –ἔστω- ἰδανικά». Τώρα ἀκοῦμε: «Δῶσ’ τε μου ἕνα δεκάευρο γιά νά πάρω τή δόση μου». Τά παιδιά, τῆς Ἑλλάδος παιδιά, πού τραγούδησε κάποτε ἡ Βέμπο, ἀγοράζουν τό θάνατό τους. Καί μαζί τους πεθαίνει καί ἡ ἔννοια Ἑλλάς. Τήν πιό βαθειά πληγή τῆς ζωῆς μου εἰσέπραξα πέρσι (2011) ὅταν σ’ ἕναν τοῖχο τῶν Ἑξαρχείων διάβασα ἕνα γκράφφιτι: «Ἕλληνας δέν γεννιέσαι, οὔτε γίνεσαι· καταντᾶς»!
Δέν λέω, καλές εἶναι οἱ προοδευτικές ἰδέες, οἱ τολμηρές καί οἱ καινοτόμες ἀντιλήψεις, οἱ νέες θεωρίες ἀλλά πρέπει τουλάχιστον νά μείνεις ζωντανός γιά νά τίς ἐφαρμόσεις. Σήμερα, καθώς περνῶ ἀπό τά κέντρα ὅπου προσφέρεται ἡ μεθαδόνη ἤ ἀπό κάποια σημεῖα –πολύ κεντρικά- τῶν Ἀθηνῶν καί τοῦ Πειραιᾶ, θαρρῶ πώς βλέπω τόν «Χορό τῶν Σκελετῶν» πού ζωγράφισε ὁ μεσαιωνικός ζωγράφος Macaber, ἀπό τό ὄνομα τοῦ ὁποίου βγῆκε ἡ λέξη μακάβριος. Δέν θά προσθέσω τίποτε καινούργιο. Τό ἔχω γράψει σέ βιβλία μου διδακτικά πού ἐκδόθηκαν πρό 35ετίας. Πρόκειται γιά μία κουβέντα πού εἶχε πεῖ ἕνας μεγαλέμπορος ναρκωτικῶν ἀπό τή Μασσαλία: «Ἡ πολιτική πρέπει νά συνεργασθεῖ μέ τή χημεία». Καί τώρα συνεργάζονται μέ θαυμαστή ἁρμονία, μέ θαυμαστά ἀποτελέσματα καί – τό κυριότερο- μέ θαυμαστά κέρδη. Ἔκαναν τή νεολαία ἀνίκανη ἀκόμη καί γιά νά ἐπαναστατήσει. Αὐτά πού γίνονται ἐπί μία τριετία στήν Ἀθήνα δέν εἶναι ἐπαναστατικές ἐκρήξεις· εἶναι προοίμιο ἑνός νέου ἐμφυλίου σπαραγμοῦ. Ἡ κρίση, οἰκονομική καί διανοητική – ἔφερε τήν ἀκρισία, ἔφερε τό φθόνο καί τήν κακία, μέ ἀποτέλεσμα ὁ ἕνας Ἕλληνας νά μισεῖ τόν ἄλλο- κι ὄχι πιά γιά λόγους ἰδεολογίας. Βρισκόμαστε σέ τέλεια σύγχυση. Εἴμαστε σάν τόν ναυαγό τή νύχτα πού ἀντί νά κολυμπᾶ πρός τήν ξηρά κατευθύνεται ἀπυξίδωτος πρός τά βαθύτερα νερά.
Δέν λέω πώς εἴμαστε ἀβοήθητοι στόν παρόντα καιρό. Δέν ἔχει περάσει χρόνος πολύς πού δύο Γάλλοι καθηγητές τοῦ πανεπιστημίου τοῦ Μέτς, οἱ Τιερί Φορμέ καί Μαρτέν Στεφένς, ἔγραψαν στήν ἐφημερίδα «Φιγκαρό» τά ἀκόλουθα συγκινητικά: «Μιλᾶμε διαρκῶς γιά τό ἑλληνικό χρέος. Χωρίς νά ἐπισημάνουμε ὅτι ἡ Εὐρώπη εἶναι αὐτή πού ἐδῶ καί 2.500 χρόνια ἔχει ἕνα χρέος πρός τήν Ἑλλάδα. Ἕνα χρέος αἰώνιο, ἀφοῦ ἀφορᾶ τά θεμέλιά της». Αὐτό πού δέν κατανοοῦν ἴσως οἱ Γάλλοι καθηγητές εἶναι πώς αὐτά τά θεμέλια θέλουν νά ὑπονομεύσουν αὐτοί πού ξεθεμελίωσαν πρῶτα πνευματικά καί μετά οἰκονομικά μέ τά κάθε λογῆς «τσιράκια» τούς τήν Ἑλλάδα. Δέν πρέπει οἱ Εὐρωπαῖοι τοῦ αὔριο νά ἔχουν ὠε ἠθικό καί πνευματικό πρότυπο τόν Ἕλληνα ἄνθρωπο, ἀλλά τόν κοντινό πρόγονό τους, τόν Βάνδαλο ἄνθρωπο. Κι αὐτός ὁ Βανδαλισμός, ὡς ἐπαναστατική πράξη, εἰσάγεται καί στήν Ἑλλάδα.
Δέν θά πῶ ὅτι οἱ Εὐρωπαῖοι πολιτικοί ταγοί, ἀφοῦ, χρόνια τώρα ὁ Ἑλληνισμός πολιτεύεται σέ ἔγκλιση ὑποτακτική, δέν εἶναι ἀπέναντί μας ἀνεκτικοί. Οὔτε θά πῶ ὅτι δέν μᾶς προσέφεραν στή συμφορά μας «τσάι καί συμπάθεια». Θά πῶ ἁπλῶς ὅτι οἱ ἐκδηλώσεις συμπαθείας τῶν ἑταίρων μας μοιάζουν μέ προσευχή χιτλερικοῦ βασανιστῆ. Θά προσθέσω ὅμως ὅτι τήν ἀφορμή τή δώσαμε ἐμεῖς. Τήν οἰκτρή κατάσταση πού δημιουργήσαμε τήν ἔχει περιγράψει μέ ἐνάργεια ἀπό τό 2ο μ.Χ. αἰώνα ὁ Λουκιανός μέ τό ἔργο του «Μένιππος ἤ Νεκυομαντεία». Ὅταν ὁ κυνικός φιλόσοφος Μένιππος κατέρχεται στόν κάτω κόσμο, ἐρωτᾶται ἀπό κάποιον Φιλωνίδη, τί γίνεται στόν ἐπάνω κόσμο. Κι ὁ Μένιππος μέ τέσσερις λέξεις εἰκονογραφεῖ τούς τότε ἀνθρώπους καί τούς νῦν: «Ἁρπάζουσιν, ἐπιορκοῦσι, τοκογλυφοῦσιν, ὀβολοστατοῦσιν».
Μετά τή ζοφερή εἰκόνα πού σᾶς ἔδωσα, εὔλογα κανείς μπορεῖ νά ἀναρωτηθεῖ ἀμλετικά: «Νά ζεῖ κανείς ἤ νά μή ζεῖ». Θά ἀπαντήσω: νά ζεῖ, ἀλλά νά ζεῖ ἑλληνικά. Δηλαδή ἡρωικά. Πρέπει καί πάλι νά πιστέψουμε στόν ἑαυτό μας, πρέπει καί πάλι νά πιστέψουμε στό παρελθόν μας, πρέπει καί πάλι νά πιστέψουμε στήν ἰδέα τοῦ ἔθνους. Ἡ πίστη στό ἔθνος μας στήν κρίσιμη τούτη καμπή εἶναι ἀνάγκη ζωῆς. Ὄχι, ὅμως, καπηλεία τοῦ ἔθνους, ὅπως ἔγινε συχνά στό παρελθόν. Τό ἔθνος ὡς προσφορά θυσίας θά φέρει τήν αὐριανή σωτηρία. Ὅπως ἔγραψε τότε πού μπαίναμε στήν ΕΟΚ ἕνα ἀπό τά πιό φωτεινά ἑλληνικά μυαλά, ὁ Πάνος Καραβίας, «γιά νά γίνει τό ἔθνος παλμός καρδιᾶς, ἕνα μέ τό αἷμα τῆς νιότης μας, πρέπει πρῶτα ἡ νιότη μας (Σημ. Σ.Ι.Κ. ἐννοεῖ τή νεολαία) νά πάει συνείδηση, νά πεισθεῖ πώς τό ἔθνος καί τό ἐγώ εἶναι, γιά τόν Ἕλληνα, ἔννοιες πού δένονται ἡ μία μέ τήν ἄλλη, καί πώς ὑπηρετώντας τό ἔθνος πλαταίνεις οἰκουμενικά καί πλουτίζεις σέ βάθος τό ἐγώ σου, δίνεις ὀμορφιά στή ζωή σου καί γιομίζεις ἀγάπη γιά τόν ἄνθρωπο. Κι ἐμεῖς οἱ Ἕλληνες εἴχαμε πάντα τόσο δυνατό τό αἴσθημα τοῦ ἔθνους, πού τό ταυτίσαμε μέ τή θρησκεία καί τή φυλή μας – πράγμα σπάνιο, σπανιότατο, ἄν ὄχι ἄγνωστο σ’ ἄλλα ἔθνη- σέ μία τρισυπόστατη φλόγα».
Θεωρῶ ἐπιτακτικό, διότι, κατά τόν Θουκυδίδη, «οἱ καιροί οὐ μενετοί», νά ξαναγυρίσουμε στόν ἑλληνισμό μας, στίς ἀξίες πού μᾶς ἔθρεψαν αἰῶνες τώρα ἐπί ζωῆς. Ἡ ἱστορική μας μοίρα εἶναι συνυφασμένη μέ τή γεωγραφική μας θέση, στό σταυροδρόμι τριῶν ἠπείρων, ἀνάμεσα σέ ἀλληλοσυγκρουόμενους καί ἁρπακτικούς ἰμπεριαλισμούς. Κάποτε μᾶς ἤθελαν γιά τή γεωπολιτική μας θέση. Τώρα μᾶς θέλουν διότι στήν ἀπέραντη θαλάσσια ἔκτασή μας ὑπάρχουν πλήθη θησαυρῶν. Οἱ κάθε λογῆς Ἀλή Μπαμπάδες μέ τούς 40 κλέφτες τους κτυποῦν τήν πόρτα μας. Ἄς μήν τήν ἀνοίξουμε ἀκούγοντας τή φράση «σουσάμι ἄνοιξε». Διότι ἴσως ἀνοίξουμε γιά μία ἀκόμη φορὰ τόν ἀσκό τοῦ Αἰόλου.
Δέν θά πῶ ὅτι ἔλειψε ποτέ ἡ ἀγάπη γιά τήν Ἑλλάδα. Ἀλλά οἱ τωρινοί τῶν μεγάλων δυνάμεων πολιτικοί, καθότι λεπτοστόμαχοι, ἀγαποῦν τήν Ἑλλάδα, ὅπως ἀγαπᾶ ὁ καννίβαλος τό θύμα του μέ …σάλτσα! Ἄς πάψουμε κάποτε νά εἴμαστε, ὅπως λέει ὁ Σολωμός, ἕνας λαός «πάντοτε εὐκολόπιστος καί πάντα προδομένος». Τό 1945 ὁ φίλος καί συμπατριώτης μου ποιητής Νικηφόρος Βρεττάκος εἶχε γράψει:
«Μή γελαστεῖτε ἀπ’ τόν καημό σας καί σᾶς πάρει ὁ ὕπνος γιατί καινούργια σύννεφα πλακῶσαν τήν πατρίδα! Μαῦρα στριφτοπλεγμένα σύννεφα κρέμωνται σάν μολύβια πάνω ἀπ’ τά σπίτια μας, πάνω ἀπ’ τούς τάφους τῶν παιδιῶν μας!
Σέ λίγο ἄρχισε ὁ «βροτολοιγός», ὁ «ὀκρυόεις ἐπιδήμιος πόλεμος», ὅπως τόν λέει ὁ Ὅμηρος. Κι ἔτσι δέν μοιραστήκαμε μαζί τή νίκη, ὅπως μᾶς εἶχε ὑποσχεθεῖ ἀσύστολα ψευδόμενος ὁ Τσώρτσιλ, ὅταν χρειαζόταν τό αἷμα μας. Καί μετά ἦλθαν προστάτες οἱ Ἀμερικάνοι πού ἅπλωσαν τήν προστατευτική τους αἰγίδα ὥς τήν ἀκρότατη ἑλληνική θαλάσσια ἔπαλξη, τή μεγαλόνησο Κύπρο. Τότε εἶναι πού ὁ δικός σας σπουδαῖος ποιητής, ὁ Θεοδόσης Πιερίδης, ἔγραψε, ἦταν θυμᾶμαι τό ἔτος 1956, τήν «Κυπριακή Συμφωνία». Συχνά τό ἔχω πεῖ: δέν πιστεύω στίς ἀλήθειες τῶν πολιτικῶν· πιστεύω στίς ἀλήθειες τῶν ποιητῶν. Οἱ ἀλήθειες τῶν πολιτικῶν εἶναι φτερά στόν ἄνεμο. Οἱ ἀλήθειες τῶν ποιητῶν εἶναι τά «ριζιμιά χαράκια» τῶν λαῶν. Ἄς ἀκούσουμε λοιπόν τέσσερις στίχους τοῦ Θεοδόση Πιερίδη:
«Στῆς Μεσόγειος τί θέτε τή γλυκιά γαλανάδα;
Ἐμεῖς εἴμαστε Κύπρος, ἐμεῖς εἴμαστε Ἑλλάδα!
Ὅθεν ἤρθατε πᾶτε, φοβεροί Ἀμερικάνοι,
ἡ πατρίδα σας εἶναι κάπου ἀλλοῦ – καί σᾶς φτάνει»!
Ἄμ δέν τούς φτάνει! Γι’ αὐτό ἕνα νέο ἀμερικανικό imperium δημιουργεῖται στή Μεσόγειο, τό Μαγκρέμπ φλέγεται, ἡ Συρία φλέγεται, τό Ἰρὰν τελεῖ ὑπό ἀπειλὴ, τό Ἰράκ ποτίζεται καθημερινά μέ αἷμα, ἡ Τουρκία αἱματορροεῖ, ἡ Ἑλλάς φυλλορροεῖ. Τί χρειάζεται τούτη τή στιγμή ὁ Ἑλληνισμός; Ἕναν ἐθνικό συναγερμό πού νά ἑνώνει σέ μία ἀμφικτιονία ἀγάπης καί ἀλληλεγγύης τούς Ἕλληνες ὅλης τῆς γῆς. Καί τότε ὄχι μόνο θά βγοῦμε ἀπό τά οἰκονομικά ἀδιέξοδα, θά βγοῦμε καί ἀπό τήν ἠθική ἀσφυξία, ἀπό τήν πνευματική ὑπνηλία. Ὄχι, ὁ Ἑλληνισμός δέν βρίσκεται ἐν ναρκώσει, ὅπως λένε μερικοί· βρίσκεται ἁπλῶς ἐν ὑπνώσει. Καιρός νά ἀφυπνιστοῦμε, νά ἐργαστοῦμε καί νά προμηθευθοῦμε νερό πολύ, διότι ὅπως λέγει προφητικά ἄλλος ποιητής, ὁ Μιχάλης Κατσαρός, «τό μέλλον θά ἔχει πολλή ξηρασία». Ἄν ὅμως εἴμαστε Προμηθεῖς καί ὄχι Ἐπιμηθεῖς, μποροῦμε νά κάνουμε τό μέλλον τῶν παιδιῶν μας πολύ δροσερό, πολύ φωτεινό. Σᾶς Εὐχαριστῶ.
sarantoskargakos.gr -22-02-2012 –