«φέρτε μου κανάτες, φέρτε μου βαρέλες/
στρώσατε γιά μένα περσικά χαλιά/
φέρτε μου κουζίνες, φέρτε μου κοπέλες/
φέρτε μου λαγοῦτα, φέρτε μου βιολιά./
Ἄιντε πάλι γλέντι καί χουβαρνταλίκι/
λύστε τό πουγκί σας, δῶστε χαρτζιλίκι./
Χύνω τούς καφέδες καί τά βάζα σπάνω/
Ὤχ ! Χριστέ κι ἄς φέξει…Ὤχ! Ψυχή μου γλέντι/
Ἐκλογές καί πάλι…σ’ ὅ,τι κι ἄν σᾶς κάνω/
Σεῖς νά λέτε ὅλοι μάλιστα ἀφέντη/
Ὅλων σας τά σπίτια ἀνοιχτά νά τά ‘βρω/
Εἰδ’ ἀλλιῶς σκεφθεῖτε πώς θά φᾶτε μαῦρο»
Γ. Σουρῆς, «ὁ ἐκλογεύς», 1883
Οὔτε λίγο οὔτε πολύ, ἀκούγοντάς τους, εὔκολα κατανοεῖς ὅτι ἐκλαμβάνουν τήν ἐκλογή ὡς κριτήριο τῆς προσωπικῆς τους ἀξίας. Διακυβεύεται στήν κάλπη τό κύρος καί ἡ ἀξιοπρέπειά τους.
Ὁμολογῶ ὅτι μία γεύση τοῦ πικροῦ αὐτοῦ αἰσθήματος τό ἔνιωσα κάπως σέ συνδικαλιστές ἐκλογές δασκάλων. Μετέχοντας, πρό δεκαετίας, σέ ἀνεξάρτητο-ὑπερπαραταξιακό ψηφοδέλτιο, ἐπί 3-4 χρόνια, κατόρθωνα νά συγκινήσω μόλις καί μετά βίας 10-12 συναδέλφους. Καταλάμβανα τήν τελευταία ἤ προτελευταία θέση, γενόμενος κυρίως «μπαίγνιο» τῶν παιδιῶν μου. Ψέλλιζα βέβαια κάτωχρος ἀπό ντροπή κάτι μισόλογα περί ἐντίμου καί ἀνιδιοτελοῦς ἀγώνα, προσπαθοῦσα νὰ ἐξηγήσω ὅτι δέν εἴχαμε πίσω μας κομματικούς μηχανισμούς, πλήν, εἰς μάτην δέν ἀπέφευγα τούς γέλωτες. Ἔτσι ἄδοξα κρέμασα τά πολιτικά μου… παπούτσια. Παρηγοριόμουν καί διασκέδαζα τήν ἀποτυχία, προστρέχοντας σ’ ἕνα ρητό του σοφοῦ Ἠράκλειτου, τό «εἰς ἐν ἐμοί μύριοί ἐστι», ἡ γνώμη ἑνός ἀνθρώπου, ἀξίζει γιά μένα ὅσο χιλίων. Πολλαπλασίαζα τούς 10-15 ἀφοσιωμένους ψηφοφόρους μου (μεταξύ αὐτῶν δύο – τρεῖς συγγενεῖς) ἐπί τό ἠρακλείτειο «χίλια» καί τούς ἔβγαζα καμμιά δεκαπενταριά χιλιάδες. Αἴφνης, μέ τόν μαθηματικό αὐτό τύπο, κατήγαγα νίκη περηφανῆ, ἤμουν, τρόπον τινά, ὁ θριαμβευτής τῶν ἐκλογῶν.
Συμβουλεύω, λοιπόν, τούς ὑποψηφίους πού δέν θά ἐκλεγοῦν, νά ἐφαρμόσουν ἀνάλογη φαντασίωση, γιά νά ἀπολύνουν τόν πόνο τήν ἀποτυχίας. Θυμᾶμαι, φιλοσοφώντας καί ἀναλύοντας τά αἴτια τῆς ἐκλογικῆς μου ἀστοχίας, διέκρινα τό ἐκλογικό σῶμα σέ πέντε ἐπιμέρους κατηγορίες.
Αὐτό εἶναι λοιπόν καί τό θέμα τοῦ παρόντος ἄρθρου: μέ ποιά κριτήρια ψηφίζουν οἱ Ἕλληνες στίς καλλικρατικές ἐκλογές.
Πρῶτον: ἱκανή μερίδα τοῦ λαοῦ ἐπιλέγει μέ βάση τό παρουσιαστικό καί λοιπά συνοδά χαρακτηριστικά. Ἕνας, γιά παράδειγμα, ὄμορφος ὑποψήφιος ἕλκει τίς ψήφους τῶν νεαρῶν, κυρίως ἀνύπανδρων, γυναικῶν. Στήν Ἀμερική κυκλοφόρησε μελέτη ἡ ὁποία διεπίστωσε πώς οἱ εὐειδεῖς ὑποψήφιοι ἔχουν 30% πιθανότητες παραπάνω ἀπό τούς δύσμορφους νά ἐκλεγοῦν. Μία καλλίσωμος νεανίσκη εἶναι σίγουρο ὅτι κλέβει κάποιους ψήφους ἐργένηδων ἀνδρῶν.
Δεύτερον: κριτήριο ἀσφαλές καί σοβαρό εἶναι ἡ συγγένεια ἤ ἡ «φυλετική» καταγωγή.(Πόντιοι, Θρακιῶτες, Σαρακατσαναῖοι κλπ). Πολλοί ὑποψήφιοι σπεύδουν αὐτές τίς ἡμέρες στά ληξιαρχεῖα μέ τήν ἐλπίδα νά ἀνακαλύψουν ξεχασμένες καί μακρινές συγγένειες. Ξαδέρφια ἑβδόμου βαθμοῦ καί ἄνω, κουμπαριές, παρακουμπαριές, ἀνασύρονται ἀπό τή λήθη. Δέν εἶναι σπάνιο νά ἀνακαλύπτει ἔκπληκτος ὁ ὑποψήφιος πώς συγγενεύει μέ ἕνα ὁλόκληρο χωριό. Τυχεροί ὅσοι ἔχουν πολυπληθές συγγενολόι. Ἄτυχοι τά μοναχοπαίδια, οἱ σώγαμπροι καί οἱ ἀνύμφευτοι ἤ οἱ ἀνύπανδρες, γιατί στεροῦνται τίς ψήφους ἀπό τό γυναικοσόι ἤ ἀνδροσόι, ἀντιστοίχως. Οἱ κουμπαριές, παρ’ ὅλη τή δυσφήμηση πού ὑπέστησαν τελευταία, δέν παύουν νά προσφέρουν σίγουρη καί σταθερή «δεξαμενή» ψήφων. Οἱ ὑποχρεώσεις τοῦ κουμπάρου θεωροῦνται αὐτονόητες. Χωρίς 5-6 κουμπαριές εἶναι ἀδύνατο νά κάνεις πολιτική καριέρα. Αὐθεντία στό θέμα αὐτό θεωρεῖται ὁ ἐπίτιμος τῆς ΝΔ.
Τρίτον: Δέν ἔπαυσε, παρά τίς περί τοῦ ἀντιθέτου θεωρίες, τό κομματικό κριτήριο νά παίζει πρωτεύοντα ρόλο καί στίς αὐτοδιοικητικές ἐκλογές. Παρ’ ὅλες τίς δακρύβρεχτες προσπάθειες τῶν ἐπικεφαλῆς τῶν συνδυασμῶν, νά πείσουν τούς πολίτες γιά τήν πολυσυλλεκτικότητά τους καί γιά τήν κομματική τους ἀνεξαρτησία, λίγα πετυχαίνουν. Γιά νά διαρραγεῖ ἡ κομματική προσήλωση πρέπει νά συντρέχουν τά δύο προαναφερόμενα κριτήρια. Ἤ νά μαγνητιστεῖς ἀπό αἰθέρια ὕπαρξη ἤ νά προσκρούσεις σέ συγγένεια πρώτου βαθμοῦ. Στίς νεότερες, βέβαια, γενεές, τό κομματικό κριτήριο εἶναι πολύ χαλαρό, στούς παλαιότερους, πού πρόλαβαν τόν Παπάγο ἤ τόν Πλαστήρα, θεωρεῖται ἀδιανόητη ἡ κομματική ἀνυπακοή. Τό χέρι τό κόβουν, ἀλλά ψῆφο σέ κομματικό «ἐχθρό» δέν δίνουν.
Τέταρτον: Εἶναι ὅσοι ψηφίζουν μέ πιό ἐλαστικά κριτήρια. Αὐτοί πού παζαρεύουν τήν ψῆφο τους – καί πολλές φορές ὁλόκληρης τῆς οἰκογένειας – ζητώντας ἀνταλλάγματα. Καί ἐδῶ διακρίνονται σέ ὑποομάδες. Οἱ πλέον ἀξιοκαταφρόνητοι εἶναι ὅσοι ζητοῦν χρηματική ἀμοιβή. Εἶναι οἱ ἀργυρώνυτοι, οἱ κλεφτοκατσικάδες. Κάποιοι ἄλλοι παλεύουν γιά βόλεμα συγγενικοῦ προσώπου. Αὐτοί εἶναι ἀφελεῖς, γιατί συνήθως καταπίνουν ἀνεκπλήρωτες ὑποσχέσεις. Εἶναι οἱ διαπλεκόμενοι. Ἄλλοι ὀσμίζονται τόν τελικό νικητή καί γλοιωδῶς προσκολλῶνται πάνω του, ἐλπίζοντας σέ κατοπινές ἐκδουλεύσεις. Εἶναι οἱ καιροσκόποι.
Αὐτές, κατά τήν γνώμη μου, εἶναι οἱ τέσσερις βασικές κατηγορίες κριτηρίων γιά τίς τοπικές ἐκλογές. Ἄν κάποιος ὑποψήφιος μπορεῖ νά ἀνταποκριθεῖ καί στά τέσσερα, εἶναι σίγουρα μέσα στούς ἐπιτυχόντες. Βέβαια τό νά εἶσαι ὡραῖος ἤ ὡραία, μέ τεράστιο σόι, μέ κομματικές περγαμηνές, πλούσιος (γιά νά φθείρεις συνειδήσεις) καί μέ εὐχέρεια νά σκορπᾶς ὑποσχέσεις καί νά γίνεσαι πιστευτός, εἶναι λίγο δύσκολο. Ὅποιος συγκεντρώνει τόσα προσόντα, κακῶς περιορίζεται στά τοπικά. Ἄν δέν πληροῖς οὔτε ἕνα κριτήριο, κακῶς κατέβηκες στόν πολιτικό στίβο. Ἄσχημος, φτωχός, χωρίς μεγάλο σόι, κομματικά ἀνύπαρκτος καί μέ ἔλλειμμα «εὐελιξίας», εἶναι ὁ ὁρισμός τοῦ ἀποτυχημένου. Κανένας, ὅμως, νομίζω ὑποψήφιος δέν συγκεντρώνει ὅλα τά ἐλαττώματα ἤ ὅλα τά προτερήματα. Γι’ αὐτό τό ἀποτέλεσμα εἶναι ἀμφίρροπο.
Πέμπτο καί τελευταῖο κριτήριο, τό ὁποῖο εἶναι τό ζητούμενο καί ἀποτελεῖ τήν πεμπτουσία μιᾶς δημοκρατικῆς κοινωνίας, εἶναι οἱ ὑποψήφιοι νά ἐκλέγονται μέ βάση τό φιλότιμο, τήν ἀξία, τίς ἱκανότητες, τήν ἐπιστημονική ἐπάρκεια καί τήν ἐντιμότητά τους, ἀρετές σπανιότατες τήν σήμερον.
Δυστυχῶς τό σύστημα εἶναι τέτοιο, ὥστε οἱ ἀρετές αὐτές νά μήν γίνονται εὐρύτερα γνωστές. Προβάλλονται οἱ ἐπικεφαλῆς, ὁπότε ἡ ἰσηγορία, ἡ ἔκφραση γνώμης γιά τά κοινά, νά μήν φτάνει στά αὐτιά τῶν ψηφοφόρων. Ἔτσι ἀδικοῦνται πολλές φορές ὑποψήφιοι μέ ἐπίζηλα προσόντα. Στήν ἀρχαία ἑλληνική δημοκρατία, εἴχαμε συνεχεῖς ἐναλλαγές στίς δημόσιες θέσεις. Μ’ αὐτό τόν τρόπο ἀμβλύνονταν οἱ πικρίες καί ἀποκλειόταν ἡ ἰσχυροποίηση κάποιου πολιτικοῦ παράγοντα, πού ὁδηγεῖ πολλές φορές στήν ἀλαζονεία ἤ στή διαφθορά. Ὑπῆρχε βεβαίως καί ὁ ἐξοστρακισμός. Ἄν ἴσχυε ἀπό πόσες γλίτσες τοῦ κομματισμοῦ θά γλιτώναμε; Λίαν ἐπίκαιρη εἶναι καί ἡ προτροπή τοῦ ἀρχαίου σοφοῦ Πυθαγόρα: «κυάμων ἀπέχεσθε», ἀποχή, μακριά ἀπό τήν πολιτική, τά κοπρόσκυλα πού μᾶς χαντάκωσαν, τίς ἐκλογές καί τά μισητά…μνημόνια.
Νατσιός Δημήτρης
δάσκαλος-Κιλκίς