Στήν οἰκονομικά ἐξαντλημένη Ἑλλάδα, ὅπου ἀκολουθεῖται πιστά ἀπό ὅλους τους ὑπουργούς Παιδείας -ἀνεξαρτήτως πολιτικῆς τοποθέτησης- τό μότο «κάθε πόλη καί ΑΕΙ, κάθε κωμόπολη καί ΤΕΙ» ἀλλά καί τό μότο «κλείνει στρατόπεδο, ἀνοίγει πανεπιστήμιο», τό ἐπάγγελμα τοῦ πανεπιστημιακοῦ ὄχι μόνο δέν ἀντιμετωπίζει καμία κρίση, ἀλλά ἀντιθέτως γνωρίζει συνεχῶς νέες σελίδες δόξας. Στό ἐρώτημα: «Θέλεις νά τοποθετήσεις κάποιον ἀλλά δέ θέλεις νά σέ κατηγορήσουν γιά τήν ἐπιλογή σου;», ἡ ἀπάντηση εἶναι ἁπλή: «Ἐπίλεξε ἕναν πανεπιστημιακό. Ποιός θά ἀμφισβητήσει τίς σπουδές, τίς γνώσεις, τό κύρος;» Καί φυσικά, οἱ πανεπιστημιακοί δέν ἀντιμετωπίζουν αὐτές τίς ἀνοησίες περί διπλοθεσίας καί ἄλλων περιορισμῶν στήν παράλληλη ἀπασχόληση (γιά νά μήν ποῦμε ἐργασία καί θιγεῖ κανείς).
Ὅσοι δημόσιοι ὑπάλληλοι ἐπιλέξουν νά ἀσχοληθοῦν μέ τήν πολιτική καί εὐελπιστοῦν νά καταστοῦν ἐκπρόσωποι τῆς λαϊκῆς θέλησης (δηλαδή βουλευτές) πρέπει πρῶτα νά παραιτηθοῦν. Πολύ σωστό καί δίκαιο. Τό Σύνταγμα (στό ἄρθρο 56 παράγραφος 2) ἑξαιρεῖ ρητά τούς καθηγητές τῶν ΑΕΙ ἀπό αὐτή τήν ὑποχρέωση. Συνεπῶς, δέν ὑπάρχει κανένα ρίσκο: ὅ,τι καί ἐάν συμβεῖ, ἡ θέση σου θά σέ περιμένει πάντα στό πανεπιστήμιο. Σέ μία χώρα πού μέ τό παραμικρό ἀκούγεται τό ἀφοπλιστικό: «αὐτό εἶναι ἀντισυνταγματικό» καί ἡ ἀπειλή «θά σέ πάω στά δικαστήρια» εἶναι πολύ ἐνδιαφέρον τό ὅτι, ἀπό ὅσα κανείς μπορεῖ νά γνωρίζει, δέν ἔχει ἀμφισβητηθεῖ ἡ νομιμότητα τῆς διάταξης αὐτῆς, μέ τόν πολύ ἁπλό λόγο ὅτι παραβιάζει κατάφωρα τήν ἰσότητα τῶν Ἑλλήνων ἀπέναντι στό νόμο. Διότι ποιό εἶναι αὐτό τό ὑπέρτατο ἐθνικό συμφέρον πού διακυβεύεται ὅταν ἕνας καθηγητής ἀναγκαστεῖ νά παραιτηθεῖ ἀπό τή θέση τοῦ προκειμένου νά ἱκανοποιήσει τήν ἐπιθυμία του καί νά γίνει ἕνας ἀπό τούς «300»; Πῶς μπορεῖ ἄραγε νά αἰτιολογηθεῖ αὐτή ἡ προνομιακή ἀντιμετώπιση;
Τελικά, ποιό εἶναι τό ἔργο τοῦ ἀκαδημαϊκοῦ διδασκάλου; Διότι εἶναι προφανές ὅτι δέ μπορεῖ καί νά διδάσκει καί νά διεξάγει ἔρευνα καί νά δημοσιεύει βιβλία καί ἄρθρα καί νά συμμετέχει σέ συνέδρια (φυσικά μιλᾶμε γιά τό ἐξωτερικό) καί, παράλληλα, νά διοικεῖ ἕναν ὀργανισμό ἐπί καθημερινῆς βάσεως. Ἀκόμη καί ἐάν ὑποτεθεῖ ὅτι μπορεῖ νά τά κάνει ὅλα αὐτά, εἶναι σαφές ὅτι δέν θά γίνονται στό ἐπίπεδο καί μέ τήν ἀποτελεσματικότητα πού πρέπει καί ὀφείλει νά γίνονται. Καί, φυσικά, ἡ λύση δέν εἶναι ἡ διδασκαλία νά διεξάγεται ἀπό ἕναν ἀπό τούς πάσης φύσεως βοηθούς (μέ τήν εὐρεία ἔννοια τοῦ ὄρου). Ἐπειδή ἡ σημερινή ἡγεσία τοῦ ὑπουργείου Παιδείας ἀφήνει νά ἐννοηθεῖ ὅτι θά προβεῖ σέ εὐρείας κλίμακας ἀλλαγές στή νομοθεσία πού διέπει τήν Ἀνωτάτη Ἐκπαίδευση, ἕνα ἀπό τά θέματα πού θά πρέπει μέ τόλμη νά ἀντιμετωπίσει εἶναι ὁ ἐπαναπροσδιορισμός τοῦ ὄρου «καθηγητής πανεπιστημίου» καί, ἐπιπλέον, λόγω τῆς κατάχρησης πού παρατηρεῖται νά θέσει αὐστηρούς κανόνες γιά τίς παράλληλες ἀπασχολήσεις καί δραστηριότητές τους. Τό ἐπάγγελμα τοῦ πανεπιστημιακοῦ θά πρέπει νά εἶναι σίγουρο, ἐπικερδές καί «μουράτο» ἀλλά γιά ἐντελῶς διαφορετικούς λόγους: γιά νά μπορεῖ ἐλεύθερα νά ἐκφράζεται ἀκόμη καί ὅταν δέν γίνεται ἀρεστός σέ μία πλειοψηφία ἤ/καί σέ μία δυνατή μειοψηφία, γιά νά ἀποζημιωθεῖ γιά τίς πολύχρονες σπουδές του καί διότι στό ἐξωτερικό ἕνα ἀπό τά ἐλάχιστα πράγματα πού φανερώνουν ὅτι ἡ Ἑλλάδα ὑπάρχει, εἶναι οἱ ἐπιστήμονες τῶν ΑΕΙ καί τῶν ΤΕΙ πού συμμετέχουν σέ διεθνῆ συνέδρια, πού ἐκδίδουν τά βιβλία τους σέ οἴκους τῆς ἀλλοδαπῆς καί πού δημοσιεύουν τά ἄρθρα τους στά περιοδικά πού δημοσιεύουν οἱ συνάδελφοί τους ἀπό ὅλο τόν κόσμο. Καί, ὅπως μπορεῖ κανείς εὔκολα νά διαπιστώσει, κάθε χρόνο μειώνεται αὐτή ἡ διεθνής παρουσία. Ἀντιθέτως, αὐξάνονται οἱ θέσεις στό δημόσιο καί τόν ἰδιωτικό τομέα πού κατέχονται ἀπό ἀκαδημαϊκούς δασκάλους.
*Ὁ Κωνσταντῖνος Μαγκλιβέρας διδάσκει τό μάθημα «Διεθνεῖς Ὀργανισμοί» στό Πανεπιστήμιο Αἰγαίου.