Ὁ ἄνθρωπος καὶ ἡ κινητὴ τηλεφωνία

Ὅταν ἀκόμα καὶ οἱ πιὸ εὐσυνείδητοι ἄνθρωποι, ἐκεῖνοι ἀπὸ τοὺς ὁποίους ἀναμένει κανεὶς τὴν ἔμπρακτη καὶ συνεπῆ ἀντίσταση στὴν ὀλέθρια λησμοσύνη, ἀντίσταση ὄχι ὑστερικὴ ἢ ὑποκριτική, ἀλλὰ φυσική, εὐλογημένη σὰν τῶν ἰνδιάνων ποὺ τοὺς ὑλοτομοῦν αὐθαίρετα τὸ δάσος• ἀντίσταση στὴν ἀδιαφορία, τὴν ἀποχαύνωση καὶ τὴν ἀποκτήνωση. Ὅταν, λοιπόν, ἐκεῖνοι ποῦ θέλουμε νὰ λέμε «οἱ δικοί μας» ὑπέκυψαν, παραδόθηκαν, αὐτομόλησαν, ὅταν οἱ συγκατήγοροι τῆς προϊούσης διαβρώσεως ἀποσύρονται κάποια στιγμὴ γιὰ νὰ ποῦνε «ἔλα, ποῦ εἶσαι;», δὲν ἀπομένει πιὰ καμία ἐλπίδα.

Δὲν φαίνεται οἱ κάτοχοι νὰ ἔχουν ἀληθινὴ συνείδηση τῶν ἐπιπτώσεων τοῦ κινητοῦ τηλεφώνου. Τῶν κοινωνιολογικῶν, πολιτικῶν, ἀνθρωπολογικῶν καὶ πνευματικῶν ἐπιπτώσεων. Καὶ ὅταν λέμε συνείδηση ἐπιπτώσεων, δὲν ἐννοοῦμε ὑποψία, πόσο μᾶλλον φαντασίωση, μακρινῶν-ἐπικείμενων δεινῶν. Τί «ὑποψία» καὶ τί «φαντασίωση»; Καὶ τί «ἐπικείμενων»; Ἁπλὴ ἐπίγνωση. Ἐξάλλου, μέχρι καὶ «προφητεία» θὰ πεῖ μᾶλλον «διαισθάνομαι τὸ ρυθμὸ τοῦ παρόντος» παρὰ (ἐξ οὗ καὶ) «προβλέπω τὸ μέλλον». Καὶ ἤδη ὑφιστάμεθα τὶς πρῶτες ἐπιπτώσεις, χωρὶς νὰ χρειάζεται αὐξημένη ἐγρήγορση γιὰ νὰ τὶς ἀναγνωρίσουμε.

Τὸν καιρὸ τῆς ἀποξένωσης, προμηθευόμαστε συσκευὲς τηλεφωνίας• τὸν καιρὸ τῆς γλωσσοπενίας, κληροδοτοῦμε στὰ παιδιά μας τὰ ἒς ἒμ ἔς• τὸν καιρὸ τοῦ καρκίνου, πλέουμε ἐν μέσω ἀσύλληπτης ἀκτινοβολίας• τὸν καιρὸ τοῦ θορύβου, μιὰ καινούρια ὄχληση.

Ἐντάξει ἐμεῖς, ἀλλὰ οἱ ἐρχόμενες γενιές; Ἡ ἀφέλεια φτάνει σὲ τέτοιο σημεῖο, ὥστε πολὺ συχνὰ οἱ ἐνήλικες γονεῖς (μανιώδεις κάτοχοι καὶ ἀγοραστὲς) νὰ ἐκνευρίζονται στὴ θέα τοῦ πιτσιρίκου τους ποὺ ἀσχολεῖται μανιωδῶς μ΄ ἕνα τηλέφωνο. Θὰ σοῦ ποῦν ἀγανακτησμένοι «μᾶς πίεσε νὰ τοῦ τὸ ἀγοράσουμε». (Ὁ βιαστὴς ὅμως δὲν μπορεῖ ποτὲ νὰ νουθετήσει τὸ θύμα του). Ὅλοι ξέρουμε πόσο ἀδύνατο εἶναι νὰ στερήσουμε σ΄ ἕνα παιδὶ τὴν ἀπαίτηση ἑνὸς πράγματος ποὺ ἐμεῖς οἱ ἴδιοι καθιερώσαμε.

Μὲ λίγο νερὸ στὸ κρασὶ θὰ μπορούσαμε νὰ δεχθοῦμε τὴ μερικὴ ἐπαγγελματικὴ χρήση. Ὁμολογουμένως, ὑπάρχουν ἐπαγγέλματα στὰ ὁποῖα τὸ κινητὸ τηλέφωνο ἦταν ἐκεῖνο ποὺ ἔλειπε. Ἢ γιὰ κάποια χόμπι, ὅπως ἡ ὀρειβασία• ἴσως ἀκόμα καὶ γιὰ ὁρισμένες κατηγορίες ἀνθρώπων (κυρίως ἀσθενεῖς ἢ ἡλικιωμένους, γιὰ ὥρα ἀνάγκης). Σὲ καμιὰ περίπτωση, ὅμως, γιὰ τὴ γενικὴ (δηλαδὴ καθολικὴ) χρήση, ὅπως ἦταν μοιραῖο νὰ γίνει κι ἔγινε σήμερα.

Οἱ ὑπέρμαχοι τῆς τεχνολογίας καὶ τῆς νεωτερικότητας θὰ χλευάσουν αὐτὴ τὴν «ἀντιδραστικὴ» στάση. Θὰ ἀναφέρουν ἱστορικὰ παραδείγματα κολοσσιαίων ἐπιστημονικῶν ἐφευρέσεων ποὺ ἔγιναν βασικὲς ἀνάγκες καί, εἰλικρινά, δύσκολα θὰ ἔβρισκε κανεὶς λογικὰ ἀντεπιχειρήματα. Ἐφόσον ἀναγνωρίζουμε τὸ τηλέφωνο ὡς βασικὴ (ὄχι πρώτη) ἀνάγκη, δύσκολα μποροῦμε νὰ πείσουμε κάποιον ὅτι τὸ κινητὸ εἶναι μιὰ ὀλέθρια ψευδοανάγκη. Τὸ δὲ καταπληκτικὸ μὲ τὴν ἐν λόγω συσκευὴ εἶναι ὅτι ὅλοι ἀνεξαιρέτως ἔχουν τὴν πεποίθηση πὼς τοὺς εἶναι ἀπαραίτητη. Τὸ ἴδιο ὁ καρδιοπαθὴς μὲ τὴν ἐννιάχρονη μαθήτρια. Καὶ ὅλοι ὅτι κάνουν ὀρθὴ χρήση «παρὰ τὶς ὑπερβολές». Σοῦ λὲν «ἐγὼ δὲν τὸ χρησιμοποιῶ σχεδὸν καθόλου» ἢ «πὲς ὅτι σοῦ τυχαίνει κάτι ἀπρόοπτο», καὶ τὰ συναφῆ. Καὶ ὅλοι ξαφνιάζονται ἢ σπεύδουν σὰν ἀπὸ ἐπεῖγον καθῆκον νὰ ἀπαντήσουν σὲ μιὰ ὁποιαδήποτε κλήση, νὰ διακόψουν ὁποιαδήποτε δραστηριότητα, σὰν αὐτὴ ἡ διακοπὴ νὰ ἦταν κάτι αὐτονόητο. Ἢ νὰ μιλήσουν ταυτόχρονα, ἂν τυχαίνει νὰ ὁδηγοῦν αὐτοκίνητο! Κυρίως ἐκεῖνο τοῦ ἀπρόοπτου ἀποτελεῖ τὸ δεσπόζον ἐπιχείρημα. Καὶ πράγματι, ἔτσι εἶναι, ἀφοῦ ἡ πρόληψη ἢ ἡ ἔγκαιρη ἀντιμετώπιση ἑνὸς ἐκτάκτου συμβάντος συνιστᾶ τὸ μοναδικὸ ἴσως «καλό» τῆς φορητῆς τηλεφωνικῆς συσκευῆς ἀπέναντι στὰ εὐάριθμα «κακά» της.

Δὲν ὑποψιάζονται, ὅμως, πὼς τὸ νὰ γυρίζεις μ΄ ἕνα τηλέφωνο στὴν τσέπη ἀποτελεῖ ἀπὸ μόνο του ὑπερβολή. [Βέβαια, τὸ κινητὸ τηλέφωνο δὲν εἶναι πλέον μόνο τηλέφωνο ἀλλὰ καὶ φορητὸς ὑπολογιστής, ἀτζέντα, φωτογραφικὴ μηχανή, κ.α.] Φανταστεῖτε μιὰ παραλία ὅπου ὁ κάθε λουόμενος ἔχει δίπλα του ἕνα μαῦρο – ἀπὸ τὰ παλιὰ – τηλέφωνο νὰ κάνει κάθε τρεῖς καὶ λίγο «ντριιιιινννν». Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ σήμερα, μ΄ ὅλο ποὺ τὸ παλιό, βαρύ, μεγάλο, μαῦρο τηλέφωνο ἔχει μιὰ σπιθαμὴ μέγεθος καὶ μερικὰ γραμμάρια βάρος• καὶ μ΄ ὅλο ποὺ ἀντὶ γιὰ ἕναν τυποποιημένο ἦχο, κελαηδᾶ ποικιλοτρόπως διαπερνώντας τὰ ἐγκεφαλικά μας κύτταρα μὲ πολὺ βλαβερὴ ἀκτινοβολία.

Καὶ ὅμως. Κάποια ἀναλογία θραύεται. Ἡ συγκεκριμένη συσκευὴ δὲν συνιστᾶ ἁπλὴ ἐξέλιξη τῆς προηγούμενης, ἀλλὰ ἐπικίνδυνη μετάλλαξή της. Μὲ τὴν ἔλευσή της (ποὺ ἦρθε νὰ ἀποτελειώσει τὸ ἔργο τῆς τηλεόρασης) ἀλλοιώνεται ριζικὰ ἡ ὑπαρξιακὴ (χωροχρόνος), μεταφυσικὴ (πραγματικότητα), εἰδολογικὴ (ἄνθρωπος) καὶ διαπροσωπικὴ (συνάνθρωπος) ἀφετηρία. Πιά, ἡ φυσικὴ παρουσία καὶ συνεύρεση τῶν ἀνθρώπων ἀντικαθίστανται ἀπὸ τὴ μόνιμη ἀκουστικὴ διαθεσιμότητα τοῦ ἄλλου. Ἔτσι, ἔχουμε τὸ παράδοξο, παρὰ τὴ φρενίτιδα τῆς ἐπικοινωνίας ποὺ ξεσήκωσε ἡ συσκευή, ὁ ἄλλος, τὸ πρόσωπο δηλαδή, νὰ ἀπομακρύνεται ὁλοένα. Ὑπονομεύεται ἡ εὐεργετικὴ μοναξιὰ κι ἐμπεδώνεται μία ἀναπόδραστη μόνωση. Ἡ λέξη «περιμένω» θὰ πεῖ «χάνω τὸ χρόνο μου». Ἡ σιωπὴ ταυτίζεται μὲ τὴν ἀμηχανία, ἡ πλήξη αἴρεται μὲ τὴν κουβέντα, ἡ ματαιοδοξία ἐκπληρώνεται μὲ τὴ συχνὴ λήψη τηλεφωνημάτων καὶ τὴ δημόσια ἀναίσχυντη χαζοσυνομιλία. Ἐδῶ ἡ νεοελληνικὴ ἀγένεια, ἀναίδεια, ἀπαιδευσιά, μειονεξία, ὁ ἐπαρχιωτισμὸς καὶ ὁ νεοπλουτισμὸς ὀργιάζουν.

Ἡ καθημερινότητα φιλτράρεται ψηφιακά, ὁ κόσμος ἐμφανίζεται ἀπόμακρος, «τηλε-κόσμος». Ὅτι τελικὰ ἀπέμεινε ἀπὸ τὴν τρομερὴ ἀλλοίωση τοῦ περιβάλλοντος, δηλαδὴ οἱ ἀνθρώπινες σχέσεις ὡς ὕστατη δυνατότητα ἀντίστασης στὴν ἀλλοτρίωση, ὑποσκάπτεται μὲ τὸν πιὸ ἐγκληματικὸ τρόπο ἀπὸ μία συσκευή. Ναί, ἀπὸ μία συσκευή! Διότι ἐκτὸς ἀπὸ τὸ νὰ ἀπεικονίζει τὴν παρακμὴ (συνέπεια), τὸ κινητὸ τηλέφωνο ἀποτελεῖ ὀργανικὸ παράγοντά της (αἴτιο). Μεταξὺ τῶν ἀλλοιώσεων, ἴσως ἡ πιὸ ὕπουλη νὰ ΄ναι ἡ σχετικὴ μὲ τὸ «αὔριο τῶν παιδιῶν μας», γιὰ τὸ ὁποῖο ὅλοι μὲν κόπτονται καὶ ἀνησυχοῦν, ἀλλὰ ἐλάχιστοι μεριμνοῦν. Δὲν φαίνεται, δηλαδή, νὰ ἔχει γίνει σαφὲς ὅτι σήμερα οἱ ποσοτικὲς καὶ ρυθμικὲς συνισταμένες τῆς ἱστορίας καθιστοῦν μάταιη κάθε a posteriori δυνατότητα παλινόρθωσης: ὅτι παγκοσμιοποιεῖται, κυριαρχεῖ, γίνεται «φύση».

Χτίζουμε ἕναν κόσμο μὲ βάση τὴν οἰκονομικὴ εὐμάρεια, ποὺ γιὰ νὰ ἐπιζήσει πρέπει νὰ παράγει καὶ νὰ ἐπιβάλλει διαρκῶς νέες ἀνάγκες. Ἡ οἰκονομικὴ ἀνάπτυξη ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴν ἀνάπτυξη τῶν ἐπικοινωνιῶν καὶ συγκοινωνιῶν• βασικὰ τέτοιας φύσεως ἀναγκαιότητα γέννησε τὸ κινητὸ τηλέφωνο. Ὡστόσο, ἄλλο ἀναγκαιότητα καὶ ἄλλο ἀνάγκη. Καὶ «νέες» ἀνάγκες δὲν ὑπάρχουν. Ὅλες οἱ ἀνάγκες εἶναι παλαιές, παλαιότατες. Μ΄ ὅλο ποὺ λείπει πιὰ ἡ καθιερωμένη τους ἱεράρχηση καὶ διάκριση, γι΄ αὐτὸ καὶ μεταμφιεσμένες μᾶς ἐξαπατοῦν.

Μήπως ἄραγε, καὶ ἡ μετάλλαξη δὲν συνιστᾶ φυσικὸ φαινόμενο; Ὑπάρχει τίποτε ἀνθρώπινο ποὺ νὰ μὴν εἶναι φυσικὴ ἀνθρώπινη ἐπιλογή; Ὅπως ἐξελίσσονται καὶ μεταλλάσονται οἱ ἀρετές, ἔτσι ἐξελίσσονται καὶ μεταλλάσσονται οἱ ἀτέλειες, καὶ οἱ δύο ἐξίσου ἔμφυτες. Ὅμως τὸ πνεῦμα καθιστᾶ τὸν ἄνθρωπο ἄνθρωπο, καὶ μονάχα τὸ πνεῦμα – ὡς φυσικὸ – μπορεῖ νὰ ὀρθωθεῖ στὴ φύση. Ἔχει ἔρθει πρὸ πολλοῦ ἡ ἐποχὴ νὰ ἀμφισβητήσουμε τὸ ἀλάθητο τοῦ ἐνστίκτου. Νὰ ὀρθωθοῦμε στὴν ἴδια μας τὴ φύση ἔτσι ὅπως αὐτὴ ἀντανακλᾶται στὶς κοινωνίες μας. Νὰ ἀντισταθοῦμε στὴν φυσική μας τάση (ἔνστικτο ἢ ἔθος;) πρὸς τὴν ἁπλοποίηση καὶ τὴν αὐτοματοποίηση, τὸ ἰδανικό τῆς μεγίστης εὐκολίας, συντόμευσης καὶ ἄνεσης, στὸ προπατορικὸ αἴτημα τῆς ἀμεριμνησίας. Φαντάζει ἐξωφρενικὸ ὁ σύγχρονος δυτικὸς ἄνθρωπος νὰ ὑπερασπίζεται τὸ δικαίωμά του «νὰ ξεχαστεῖ», ἐνῶ ἐκεῖνο ποὺ ἐπείγει εἶναι ἀκριβῶς τὸ ἀντίθετο: «νὰ θυμηθεῖ». Κάπου εἶπε ὁ Bossuet πὼς ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὑπερβολικὰ διεστραμμένος γιὰ νὰ τοῦ ἀξίζει ἡ ἐλευθερία του. Ἡ ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητας βρίθει ἀπάνθρωπων λαθῶν, ἀδικιῶν κι ἐγκλημάτων. Ἄν, καταπὼς λέμε, ὁ νόμος τῆς πόλης ἔχει καταντήσει νόμος τῆς ζούγκλας, εἶναι διότι ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἀκόμη πίθηκος.

Πιθανὸν νὰ ἠχοῦν ὑπερβολικὲς αὐτὲς οἱ θεωρητικὲς παρεκκλίσεις, μὰ τὸ θέμα εἶναι ὑπερβολικὰ σοβαρό. Βρισκόμαστε παγιδευμένοι σ΄ ἕνα πλέγμα «πρώτων» ὑλικῶν ἀναγκῶν καὶ ἡδονῶν. Παγιδευμένοι σ΄ ἕνα κόσμο ὅπου ἡ ἡδονὴ εἶναι πρώτη ἀνάγκη. Ἀνυποψίαστα ἢ καὶ ὑποψιασμένα θύματα ἑνὸς αὐτοταπεινωτικοῦ καὶ αὐτοκαταστροφικοῦ σύμπαντος ἀξιῶν. Ἐνεστῶτες καὶ μέλλοντες ναυαγοὶ στὴ δίνη τοῦ ἴδιου μας τοῦ πολυτελοῦς ὑπερωκεανίου. Μόνοι, ἀπομονωμένοι, ὁ καθένας βασιλιὰς στὸ καταναλωτικό του βασίλειο. Μέσα σ΄ ἕνα τέτοιο πλαίσιο (ναυάγιο) ἀναδύεται ἡ νέα ὑπέροχη ἐφεύρεση τοῦ κινητοῦ τηλεφώνου: τῆς καπιταλιστικῆς ἐπιτηδειότητας καὶ τῆς ἀψήφιστης συγκατάνευσης, τῆς ἔλλειψης συλλογικῆς εὐαισθησίας καὶ τῆς κοντόθωρης ἐπιβίωσης, τῆς λυσσαλέας ἀναζήτησης καὶ τῆς δημιουργίας νέων καταναλωτῶν καὶ τῆς ψευδαίσθησης αὐτοδιάθεσης.

Ὁ φίλος πλέον δὲν συναντᾶ τὸν φίλο, δὲν τοῦ γράφει χριστουγεννιάτικη κάρτα, ἀλλὰ τοῦ στέλνει γραπτὸ μήνυμα. Τὸ κορίτσι φονεύει τὴν ἀνία καὶ τὴν ἀμηχανία του περιεργαζόμενο μὲ στοχαστικὸ ὕφος τὸ τηλέφωνό του. Ὁ πολυάσχολος δὲν χάνει καιρό, δὲν περιμένει λεπτό, ἔχει πάντοτε δουλειὰ καὶ τοῦτο φαίνεται. Οἱ ἀδιάκριτοι αὐθαδιάζουν, μᾶς ἀναγκάζουν νὰ ἀκοῦμε τὶς συνδιαλέξεις τους, τὴν ὥρα ποὺ οἱ διακριτικοὶ μιλοῦν σιγὰ καὶ ντρέπονται γιὰ λογαριασμό τους. Οἱ μαθητὲς χαζολογοῦν στὴν τάξη καὶ στὰ διαλείμματα ἀσχολούμενοι μὲ τὸ τηλέφωνό τους. Οἱ ὁδηγοὶ κάνουν ζὶγκ-ζὰγκ καὶ φρενάρουν ἀπότομα. Οἱ διαφημίσεις μιλᾶνε γιὰ ἐλευθερία, δύναμη, ἐπικοινωνία. Ὁ ἀργόσχολος βρῆκε καὶ αὐτὸς ἐπιτέλους μιὰ ἀπασχόληση. Ὁ ἀναρχικός, ὁ πολέμιος τοῦ καπιταλισμοῦ καὶ τῆς παγκοσμιοποίησης, μιλάει καὶ ἐκεῖνος στὸ κινητό του… Ὅπου καὶ ἂν σταθοῦμε, σὲ κάθε διάδρομο, στὸ λεωφορεῖο, στὴν ἐξοχή, στὸ θέατρο, στὸ νεκροταφεῖο, ἡ ἴδια ἐφιαλτικὴ πραγματικότητα: παντοῦ ἄνθρωποι νὰ μιλᾶνε σ΄ ἕνα τηλέφωνο! Καὶ τὸ χειρότερο: νὰ μὴν ξενίζει τοῦτο κανέναν!

Ὡστόσο, ἡ παρανοϊκὴ συμμόρφωση μὲ τὴ μόδα καὶ τὶς ἐπιταγὲς τῶν ἀδίστακτων πολυεθνικῶν, ἐπιτεύχθηκε μὲ τόσο χειμαρρώδη τρόπο, τόσο πρόθυμα, τόσο ἀστόχαστα ποὺ ἡ χρήση ἤδη προκαλεῖ κάποια δυσαρέσκεια σὲ πολλοὺς κατόχους του. Ἐντούτοις, ἔχουμε τὸ τραγελαφικὸ καὶ σύνηθες φαινόμενο νὰ παραπονιόμαστε γιὰ κάτι ποὺ μᾶς βλάπτει, ἐνῶ τὴν ἴδια στιγμὴ νὰ μὴ διανοούμαστε τὴν παύση τῆς χρήσης του. Δὲν ἀρκοῦν οἱ εὐσυνείδητοι χρῆστες, εὐσυνειδησία ἐν προκειμένω εἶναι μόνο ἡ μὴ χρήση. Ὅμως ἡ κατάσταση εἶναι πλέον μὴ ἀναστρέψιμη καὶ αὐτὸ τὸ ξέρουμε ὅλοι.

Ὅταν, σ΄ ἕνα ἔγκλημα – ὅπως τὸ συγκεκριμένο, π.χ. κατὰ τῆς δημόσιας ὑγείας (ἀνάλογο μ΄ ἐκεῖνο τῶν καπνοβιομηχανιῶν) – θύματα καὶ θύτες ταυτίζονται, ποιὸ δειλὸ κράτος περιμένουμε νὰ κάνει κάτι; Ὅταν, γιὰ νὰ΄ μαστε εἰλικρινεῖς κι ἐπίκαιροι, ἀπεμπολοῦμε καθημερινὰ τὴν ἰδιωτικότητα, γιατί ἐξεγειρόμαστε τόσο ὅταν αὐτὴ παραβιάζεται ἄνωθεν;

Κανεὶς δὲν θέλει τὸ κακό τῆς ἀνθρωπότητας, οὔτε καὶ τῶν παιδιῶν του. Ὅμως, ὅλοι μὲ τὸν τρόπο μας ἐργαζόμαστε γιὰ τὸ κοινὸ κακό. Τὸ κακὸ εἶναι μία περιρρέουσα κατάσταση ποὺ δὲν τρέφεται ἀπὸ τὴν κακία, ἀλλὰ τὴν ἐπιπολαιότητα. Πολλὲς φορὲς συμβαίνει δέκα ἐνάρετοι μὲ καλὲς προθέσεις νὰ συνεισφέρουν τὶς μικρὲς καὶ μεγάλες τους πλάνες καὶ ν΄ ἀποφασίζουν ἢ νὰ ἐμπνέουν κάτι ἐντελῶς ἐπιζήμιο. Ὁ Σωκράτης εἶχε ἀπόλυτο δίκιο. Ὁ Ἀδὰμ καὶ ἡ Εὔα δὲν ἦταν κακοὶ ἀλλὰ ἐπιπόλαιοι, ἀσυνείδητοι. Δὲν σκεφτόμαστε σὲ βάθος χρόνου, ἐπειδὴ ἀκριβῶς μᾶς διαφεύγει τὸ αὐτονόητο: πὼς εἴμαστε ἔγχρονοι κι ἐφήμεροι.

Σὲ πέντε χρόνια σχεδὸν ὅλοι οἱ Ἕλληνες ἔτρεξαν – ὁ ἕνας «λόγω δουλειᾶς», ὁ ἄλλος «γιατί ὑποχρεώθηκε», γιατί «τοῦ τὸ καναν δῶρο», κ.τ.λ. – νὰ ἀγοράσει κινητὸ τηλέφωνο. Καὶ ἀπὸ μόνο του αὐτὸ φανερώνει μιὰ πρωτοφανῆ παθολογία. Ἀκόμα καὶ ἂν ἐπρόκειτο γιὰ ἐλιξίριο, τόσος λίγος χρόνος γιὰ τόσο μαζικὴ ἀνταπόκριση, θὰ ἔπρεπε νὰ προκαλεῖ τουλάχιστον καχυποψία, ἂν ὄχι ρίγος. Μὰ σήμερα (καὶ πάντοτε) ἡ μαζικότητα ἀποτελεῖ κριτήριο ὀρθότητας καὶ ὄχι ἔνδειξη παθογένειας. Ἀντιθέτως, λοιπόν, ἔκπληξη προκαλεῖ ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἔχει κινητὸ τηλέφωνο καὶ ποὺ δὲν θέλει νὰ ἀγοράσει γιατί δὲν τὸ χρειάζεται καὶ τὸ ἀντιπαθεῖ.