«Ἐγὼ σὲ ἔδοξασα ἐπὶ τῆς γῆς…». Στὸ σημερινὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα τῆς Κυριακῆς τῶν Ἁγίων Πατέρων διαβάζουμε ἕνα ἀπόσπασμα τῆς συγκλονιστικῆς προσευχῆς τοῦ Χριστοῦ στὸ ὑπερῶο τῆς Ἱερουσαλὴμ μετὰ τὸ Μυστικὸ Δεῖπνο. Σ\’ αὐτὴ τὴν προσευχή, ἡ ὁποία εἶναι ἕνας διάλογος τοῦ Υἱοῦ μὲ τὸν Πατέρα, ἀκοῦμε μεταξὺ ἄλλων ὅτι ὁ Χριστὸς δόξασε τὸν Θεὸ καὶ ἀποκάλυψε τὸ ὄνομά Του στοὺς ἀνθρώπους: «ἐγνώρισα αὐτοῖς τὸ ὄνομά σου καὶ γνωρίσω».
Ἡ ἔννοια τῆς δόξας τοῦ Θεοῦ
Πολλὲς φορὲς μέσα στὴν Ἁγία Γραφὴ γίνεται λόγος γιὰ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ. Ποιὰ ὅμως, ἄραγε, εἶναι ἡ ἔννοια αὐτῆς τῆς δόξας; Ἡ ἀπάντηση εἶναι σαφὴς καὶ κατηγορηματική. Ἔστω καὶ ἂν ἡ δημιουργικὴ κυριαρχία τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ ἀπόλυτη παντοδυναμία Του ἀποτελοῦν στοιχεῖα τῆς δόξας Του, αὐτὴ κορυφώνεται στὴν ὑπέρτατη προσφορὰ τῆς ἀγάπης Του. Ἡ κατεξοχὴν δόξα Του βρίσκεται στὴ σταυρική Του θυσία. Τὸ ἀπόλυτο μεγαλεῖο Του στὶς τραγικὲς καὶ ὁριακὲς στιγμὲς τοῦ Πάθους. Τὸ ὕψος τῆς ταπείνωσής Του στὶς ὧρες τοῦ ἔσχατου ἐξευτελισμοῦ στὴν κορυφὴ τοῦ Γολγοθᾶ. Ἕνας σύγχρονος θεολόγος ὑπογραμμίζει ὅτι «ἡ δόξα τοῦ Θεανθρώπου Κυρίου εἶναι ἡ ἐκ μέρους τοῦ ἀνθρώπου ἀποδοχὴ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ καί, ἑπομένως, ἡ κοινωνία καὶ ἡ ἕνωσή του μὲ τὸν Θεό, δηλαδὴ ἡ σωτηρία». Γι\’ αὐτὸ καὶ οἱ πιστοὶ καλούμαστε στὸν ἀγώνα τῆς σωτηρίας σὲ μία ἄλλου εἴδους δόξα.
Ἡ τάση τοῦ ἀνθρώπου γιὰ τὴ δόξα εἶναι ἔμφυτη, ἀφοῦ ὅλοι εἴμαστε πλασμένοι γι\’ αὐτή. Ὅμως ἡ ἁμαρτία, ὡς διεστραμμένη κατεύθυνση ὕπαρξης καὶ ζωῆς, μᾶς ὁδηγεῖ σὲ ἐσφαλμένο δρόμο. Ἔτσι, λοιπόν, ἀναζητοῦμε τὴν καταξίωση τῆς προσωπικῆς καὶ τῆς κοινωνικῆς μας ζωῆς μὲ ἀθέμιτα μέσα, καταδικασμένοι στὴ ματαιότητα καὶ τὸ κενό. Ἡ ἐπιδίωξη τῆς ἀναγνώρισης καὶ τῆς ἐπιβεβαίωσής μας ἀπὸ τοὺς ἄλλους εἶναι ματαιοφροσύνη, ἀφοῦ ἀποδεικνύεται, ἂν ὄχι ψεύτικη, σίγουρα, ὅμως, σχετικὴ καὶ φευγαλέα. Ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ ἐπιμένει νὰ ἀνατρέπει τὴ λογική μας. Μᾶς λέει ὅτι ὑψωνόμαστε κάθε φορὰ ποὺ θυσιαζόμαστε. Δοξαζόμαστε κάθε φορὰ ποὺ μαθαίνουμε νὰ ὑπομένουμε πειρασμούς, συκοφαντίες, ἀδικίες. Καταξιωνόμαστε κάθε φορὰ ποὺ συγχωροῦμε, κάθε φορὰ ποὺ σταυρώνουμε τὸν ἑαυτό μας καὶ τὰ πάθη του.
Τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ
«Ἐφανέρωσά σου τὸ ὄνομα τοῖς ἀνθρώποις». Γιὰ τοὺς Ἰουδαίους ἡ κυρίαρχη ἔννοια τοῦ Θεοῦ ἦταν ἐκείνη τοῦ Δημιουργοῦ καὶ Παντοκράτορος. Ὁ Χριστὸς ἀποδεικνύεται Υἱὸς τοῦ Θεοῦ καὶ ἔτσι φανερώνει τὸν Θεὸ Πατέρα Του. Ὁ Πατέρας δοξάζεται διὰ τοῦ Υἱοῦ. Ἡ φανέρωση τοῦ ὀνόματος τοῦ Θεοῦ Πατέρα εἶναι ἡ φανέρωση στὸν κόσμο τοῦ μυστηρίου τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Τὸ μυστήριο τῆς κοινωνίας καὶ τῆς ἀγάπης τῶν προσώπων, ποὺ ὁδηγεῖ στὴ σωτηρία μας. Αὐτὸ τὸ μυστήριο διατύπωσαν μὲ προσευχὴ καὶ ὑπερασπίσθηκαν μὲ ἀγῶνες και δάκρυα οἱ Πατέρες τῆς πρώτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου (325 μ.Χ.), ποὺ σήμερα τιμοῦμε.
Ὁ Θεὸς εἶναι ὁ «Ὤν», ὁ κατεξοχὴν ὑπάρχων. Τὰ πάντα ὑπάρχουν καὶ παίρνουν πνοὴ ζωῆς ἀπὸ Αὐτόν. Ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι εἴμαστε αὐτοὶ ποὺ ὑπάρχουμε «κατ\’ εἰκόνα» Ἐκείνου ποὺ εἶναι τὸ πρωτότυπο. Εἴμαστε αὐτοὶ ποὺ ἀντλοῦμε δύναμη ἀπὸ τὴ χάρη Του. Εἴμαστε παιδιά Του, υἱοὶ καὶ θυγατέρες Του, «κεκλημένοι» νὰ ζήσουμε καὶ νὰ πορευθοῦμε στὴν καινούργια ζωὴ τῆς χάριτος τοῦ Χριστοῦ, ὤστε «ἐν καινότητι ζωῆς περιπατήσωμεν». Κάθε φορὰ ποὺ γνωρίζουμε τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, γνωρίζουμε τὸν ἑαυτό μας. Ἀπαντᾶμε στὸ ἐρώτημα ποιοὶ εἴμαστε καὶ γιατί ὑπάρχουμε. Τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ φανερώνει τὸ ἀληθινὸ πρόσωπο τοῦ ἀνθρώπου. Ἀφοῦ ὁ Θεὸς εἶναι Μυστικός, αὐτὸ σημαίνει ὅτι καὶ ὁ ἄνθρωπος ἔχει μυστικὰ βάθη. Δὲν εἶναι ὁ ἄνθρωπος ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος τῆς ὕπαρξής του, ἀλλὰ ὁ Θεὸς εἶναι τὸ Α καὶ τὸ Ω τῆς ὀντότητάς του. Ἀφοῦ ὁ Θεὸς εἶναι ἕνας στὴ φύση ἀλλὰ τριαδικὸς στὰ πρόσωπα, ἔχει δηλαδὴ κοινωνία προσώπων, αὐτὸ σημαίνει ὅτι ὁ ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ ζήσει χωρὶς κοινωνία, σχέση, ἐπικοινωνία καὶ ἀγάπη.
Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ἡ γνώση καὶ ἡ ἐπίκληση τοῦ ὀνόματος τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι ἕνα ἐξωτερικὸ καθῆκον ἡ μιὰ θρησκευτικὴ δοξασία. Εἶναι θεμελιώδης ἀλήθεια ὕπαρξης καὶ νοήματος ζωῆς ποὺ μᾶς φανέρωσε ὁ Χριστὸς καὶ πρέπει νὰ ἐμπιστευόμαστε. Ἂς μὴν ξεχνᾶμε τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ Πατέρα μας, γιατί τότε ξεχνᾶμε τὸ ἀληθινό μας πρόσωπο, καὶ ἔτσι, ἄγνωστοι γιὰ τὸν ἴδιο μας τὸν ἑαυτό, χανόμαστε στὰ δαιδαλώδη μονοπάτια τοῦ κόσμου καὶ στὸ λαβύρινθο τῶν ποικίλων θεωριῶν καὶ ἀδιεξόδων του.