Ἐννόημα
    Ἐννόημα
  • !

    Ὅταν ἦταν στρατιώτης ὁ ὅσιος Ἰάκωβος, ὁ διοικητὴς του Πολύκαρπος Ζώης, ὁ ὁποῖος γνώριζε τὴν εὐλάβεια τοῦ στρατιώτη, κάποτε ὅταν πλησίασε ἡ Μεγάλη Ἑβδομάδα τοῦ εἶπε:

    «Ἐσὺ Ἰάκωβε, θὰ πᾶς ὅλη τὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα στὶς ἐκκλησίες, γιὰ νὰ προσεύχεσαι καὶ γιά μᾶς», τοῦ εἶπε.

  • !

    «Ἐσὺ παπα-Ιάκωβε, τὰ κατάφερες καὶ θὰ περάσεις καλὰ μὲ τὰ ψαλτικά σου καὶ τὰ καλογερικά σου. Ρωτᾶς κι μένα, ποὺ θέλω νὰ πάω στὸ χωριό μου νὰ δῶ καὶ τὴν ἀρραβωνιαστικιά μου; Τί Πάσχα θὰ κάνω ἐγώ», τοῦ ἀπαντᾶ.

  • !

    «Ἔ! νὰ μὴν εἶμαι τὸ Πάσχα; Ἔ! Ἂν εἶμαι καὶ τὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα καὶ τὴν Μεγάλη Παρασκευή!… Ἂν εἶμαι καὶ τὴ Μεγάλη Πέμπτη, νὰ ἀκούσουμε καὶ κανένα Εὐαγγέλιο…», ἀπαντάει ὁ Γιῶργος.

    «Ἐντάξει! Θὰ τὰ κανονίσω! Θὰ πάω στὸ διοικητή».

    Τελικά, τὴν ἄδεια τὴν πῆρε ὁ Γιῶργος, κι ὁ Γέροντας ἔμεινε στὸ στρατόπεδο!

  • !

    Ὅταν ἄκουσα τὶς καμπάνες, κατάλαβα ὅτι εἶπαν οἱ Ἱερεῖς τὸ “Δεῦτε, λάβετε Φῶς”, τὸ “Χριστὸς ἀνέστη”. Ἄχ, Χριστέ μου! εἶπα, οἱ χριστιανοί μας παίρνουν τὸ Ἅγιο Φῶς.

    Καὶ ἀμέσως ἦρθε καὶ σ’ ἐμένα τὸ Ἅγιο Φῶς! Ἦρθε,νά φῶς ἀπὸ ψηλὰ καὶ κάθισε ἀπὸ πάνω μου, καὶ ἔγινα ὅλος φῶς».

Δὲν μποροῦσε νὰ πάει στὴν ἐκκλησία τὸ Πάσχα καὶ ἔγινε ὅλος φῶς

 

Ὅταν ἦταν στρατιώτης ὁ ὅσιος Ἰάκωβος, ὁ διοικητὴς του Πολύκαρπος Ζώης, ὁ ὁποῖος γνώριζε τὴν εὐλάβεια τοῦ στρατιώτη, κάποτε ὅταν πλησίασε ἡ Μεγάλη Ἑβδομάδα τοῦ εἶπε:

«Ἐσὺ Ἰάκωβε, θὰ πᾶς ὅλη τὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα στὶς ἐκκλησίες, γιὰ νὰ προσεύχεσαι καὶ γιά μᾶς», τοῦ εἶπε.

Ὅλοι βεβαίως οἱ στρατιῶτες ἤθελαν νὰ κάνουν Πάσχα μὲ τὶς οἰκογένειές τους, ἀλλὰ ἔπρεπε κάποιοι νὰ μείνουν στὰ φυλάκια. Εἶδε ὁ Γέροντας ἕναν συστρατιώτη του, τὸν Γιῶργο, πολὺ λυπημένο καὶ τὸν ρώτησε, νὰ μάθει τὸν λόγο.

«Ἐσὺ παπα-Ιάκωβε, τὰ κατάφερες καὶ θὰ περάσεις καλὰ μὲ τὰ ψαλτικά σου καὶ τὰ καλογερικά σου. Ρωτᾶς κι μένα, ποὺ θέλω νὰ πάω στὸ χωριό μου νὰ δῶ καὶ τὴν ἀρραβωνιαστικιά μου; Τί Πάσχα θὰ κάνω ἐγώ», τοῦ ἀπαντᾶ.

Καὶ ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, πῶς μποροῦσε νὰ ἀφήσει τὸ συστρατιώτη τοῦ λυπημένο, ἀφοῦ στὸ πρόσωπό του ἔβλεπε τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ;

«Πόσες μέρες θέλεις», τὸν ρωτάει.

«Ἔ! νὰ μὴν εἶμαι τὸ Πάσχα; Ἔ! Ἂν εἶμαι καὶ τὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα καὶ τὴν Μεγάλη Παρασκευή!… Ἂν εἶμαι καὶ τὴ Μεγάλη Πέμπτη, νὰ ἀκούσουμε καὶ κανένα Εὐαγγέλιο…», ἀπαντάει ὁ Γιῶργος.

«Ἐντάξει! Θὰ τὰ κανονίσω! Θὰ πάω στὸ διοικητή».

Τελικά, τὴν ἄδεια τὴν πῆρε ὁ Γιῶργος, κι ὁ Γέροντας ἔμεινε στὸ στρατόπεδο!

Τὰ θυσίασε ὅλα γιὰ τὴν ἀγάπη του πλησίον.

Γιὰ τὸ πῶς πέρασε τὸ Πάσχα ἐκεῖνο, διηγόταν πολλὲς φορὲς ὁ Γέροντας:

Ἤμουν στὴ σκοπιά, πάνω σ’ ἕνα ὕψωμα, καὶ ἔβλεπα ἀπὸ μακριὰ τοὺς κατοίκους τῶν Ἀθηνῶν, ποὺ πήγαιναν στὶς ἐκκλησίες. Ἔλεγα τὴν εὐχὴ “Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με”, τὸ “Δόξα Σοι, ὁ Θεός. Δόξα Σοι, ὁ Θεός”, καὶ τὴν ἡμέρα τοῦ Πάσχα “Δόξα τῇ ἁγίᾳ Ἀναστάσει Σου, Κύριε”.

Ὅταν ἄκουσα τὶς καμπάνες, κατάλαβα ὅτι εἶπαν οἱ Ἱερεῖς τὸ “Δεῦτε, λάβετε Φῶς”, τὸ “Χριστὸς ἀνέστη”. Ἄχ, Χριστέ μου! εἶπα, οἱ χριστιανοί μας παίρνουν τὸ Ἅγιο Φῶς.

Καὶ ἀμέσως ἦρθε καὶ σ’ ἐμένα τὸ Ἅγιο Φῶς! Ἦρθε,νά φῶς ἀπὸ ψηλὰ καὶ κάθισε ἀπὸ πάνω μου, καὶ ἔγινα ὅλος φῶς».