Ἐννόημα
    Ἐννόημα
  • !

    Ὁ ἅγιος Διονύσιος γεννήθηκε στὴ Ζάκυνθο στὰ 1547 ἀπὸ γονεῖς πού ξεχώριζαν στὸ νησὶ γιὰ τὴ λαμπρή τους κοινωνικὴ θέση καὶ τὴν οἰκονομική τους κατάσταση. Ὁ ἅγιος τοῦ Θεοῦ σὲ νεαρὴ ἡλικία τὰ ἀφῆκε ὅλα, καὶ κοινωνικὴ θέση καὶ πλοῦτο, κι ἔφυγε στὸ μοναστήρι τῆς Παναγίας τῆς Παντοχαράς, πού εἶναι στὰ Στροφάδια, δυὸ μικρὰ ἀμπελοφυτεμένα νησιά, πού βρίσκονται στὸ Ἰόνιο πέλαγος στὰ νότια τῆς Ζακύνθου.

  • !

    Ὅταν τελειώθηκε στὴ μοναχικὴ ἄσκηση, χειροτονημένος ἐν τῷ μεταξὺ ἱερέας, ὁ ἅγιος Διονύσιος ξεκίνησε νὰ πάη προσκυνητὴς στοὺς Ἁγίους Τόπους. Ὁ δρόμος του τὸν ἔφερε νὰ πέραση ἀπὸ τὴν Ἀθήνα, καὶ ὁ τότε Μητροπολίτης Ἀθηνῶν Νικάνορας, πού εἶδε καὶ ἐκτίμησε τὴν πνευματικότητα καὶ τὶς ἀρετὲς τοῦ ἱερομόναχου Διονυσίου, τὸν κράτησε κοντά του καὶ σὲ λίγον καιρὸ τὸν ἐξέλεξε καὶ τὸν χειροτόνησε ἐπίσκοπο Αἰγίνης.

  • !

    Ὁ ἅγιος Διονύσιος, ἀφοῦ ἐποίμανε γιὰ καιρὸ τὴν ἐπαρχία του, ὑστέρα παραιτήθηκε, γύρισε στὴν πατρίδα του τὴ Ζάκυνθο καὶ πέρασε τὸ ὑπόλοιπο τοῦ βίου του ὡς ἡγούμενος στὸ μοναστήρι τῆς Ἀναφωνήτριας.

  • !

    Κάποια μέρα μπῆκε στὸ κελλί του ἕνας κυνηγημένος ἄνθρωπος, τρέμοντας καὶ ζητῶντας προστασία. Εἶχε βάψει τὰ χέρια του σὲ ἀνθρώπινο αἷμα, εἶχε σκοτώσει τὸν ἀδελφὸ τοῦ ἁγίου Διονυσίου. Ὅταν τὸ ἄκουσε, ὁ Ἅγιος ἦταν φυσικὸ νὰ κλάψη μέσα του καὶ φανερὰ νὰ δακρύση, ὕστερα ὅμως σηκώθηκε, ἄνοιξε τὴν πίσω πόρτα τοῦ κελλιοῦ του καὶ ὡδήγησε τὸ φονιᾶ νὰ φυγή, νὰ κρυφτῇ καὶ νὰ σωθῇ. Αὐτὴ εἶναι μιὰ ξεχωριστὴ καὶ μοναδικὴ πράξη στοὺς βίους τῶν Ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας, γιὰ τὴν ὁποία δὲν ὑπάρχει ἀνθρώπινο μέτρο γιὰ νὰ τὴν κρίνωμε. Πολὺ περισσότερο, πού ὅταν οἱ συγγενεῖς τοῦ σκοτωμένου, ἀλλὰ καὶ τοῦ Ἁγίου, καὶ τὰ ὄργανα τῆς ἐξουσίας ἦλθαν στὸ κελλὶ καὶ ρωτοῦσαν γιὰ τὸ φονιᾶ, ὁ ἅγιος Διονύσιος προσποιήθηκε κι ἀπάντησε πώς δὲν τὸν εἶχε δὴ καὶ πώς δὲν ἤξερε τίποτε. Γι’ αὐτὸ ἕνας Ζακυνθινὸς ποιητής, θέλοντας νὰ ἐγκωμιάση τὴν ἀρετὴ τοῦ ἁγίου Διονυσίου καὶ θαυμάζοντας τὸ παράδειγμα του, σ’ ἕνα του ποίημα ἔγραψε αὐτὸ τὸν παράδοξο στίχο’ «ἁγιάζει ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ τὴν ὥρα πού ἁμαρτάνει»!

  • !

    Ὅταν ὕστερα ἀπὸ χρόνια θελήσανε νὰ κάμουν ἀνακομιδὴ τῶν ἁγίων λειψάνων του, τὸ ἱερὸ σκῆνος βρέθηκε ὁλόκληρο καὶ ἀκέραιο, ντυμένο τὰ ἀρχιερατικὰ ἄμφια, ὅπως τὸ εἶχαν θάψει, ξεχύνοντας μιὰ πνευματικὴ καὶ ἁγιασμένη εὐωδία. Τὸ μετέφεραν ἀργότερα στὴ Ζάκυνθο καὶ εἶναι τώρα καὶ τὸ προσκυνοῦν οἱ πιστοὶ στὸ ναό, πού τιμᾶται στὸ ὄνομα τοῦ ἁγίου Διονυσίου.

Ὁ Ἅγιος Διονύσιος Αἰγίνης

 

Άγιος Διονύσιος ο Νέος, ο Ζακυνθινός Αρχιεπίσκοπος Αιγίνης, που συγχώρεσε τον φονιά του αδελφού του. 17 Δεκεμβρίου - ΧΩΡΑ ΤΟΥ ΑΧΩΡΗΤΟΥ

Στὶς ἰζ’ τοῦ μηνὸς Δεκεμβρίου μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις Πατρὸς ἡμῶν Διονυσίου του νέου ἐπισκόπου Αἰγίνης τοῦ θαυματουργοῦ τοῦ ἐκ Ζακύνθου.

Ἕνας νέος ἀπὸ ἀρχοντικὴ οἰκογένεια ἀφήνει τὰ ἐγκόσμια καὶ πηγαίνει στὸ μοναστήρι. Αὐτὸ βέβαια δὲν εἶναι συνηθισμένο καὶ φυσικό, ὄχι μόνο σήμερα, ἀλλὰ καὶ σὲ κάθε καιρό. Τὸ φυσικὸ καὶ συνηθισμένο εἶναι μιὰ καλὴ κοινωνικὴ ἀποκατάσταση, νὰ ἀκολουθήση τὸ παιδὶ τὸ ἔργο τοῦ πατέρα καὶ νὰ συνέχιση τὴν οἰκογενειακὴ παράδοση. Ἀλλ’ ὅμως βρίσκονται νέοι, κι ἂς διαμαρτύρωνται κι ἂς ἀντιδροῦν οἱ γονεῖς των, πού βγαίνουν ἀπὸ τὴ συνήθεια καὶ ξεπερνᾶνε τὰ ἀνθρώπινα μέτρα. Εἶναι, καθὼς λέγει ὁ Ἰησοῦς Χριστός, «οἱ δυνάμενοι χωρεῖν». Ποτὲ βέβαια μὲ τὴ δική τους μόνο θέληση καὶ δύναμη, ἀλλὰ πάντα ὡπλισμένοι καὶ δυνατοὶ μὲ τὴ θεία χάρη.

Ὁ Μέγας Βασίλειος, γιὰ τὸ νέο ποῦ ἀποφασίζει νὰ ἀκολουθήση τὸ δρόμο τῆς μοναχικῆς πολιτείας λέγει τὰ ἑξῆς «Ὁ τοίνυν ὑπακοῦσαι Χριοτὼ προηρημένος καὶ πρὸς τὸν πτωχὸν καὶ ἀπερίσπαοτον βίον ἐπειγόμενος, θαυμαστὸς ὡς ἀληθῶς καὶ μακαριστός».

Θαυμαστὸς λοιπὸν καὶ μακαριστὸς εἶναι κι ὁ ἅγιος Διονύσιος, πού ἀναφάνηκε στὰ νεώτερα χρόνια ἀστέρας φαεινότατος, μαζὶ μὲ πολλοὺς ἄλλους μάρτυρες καὶ ὁσίους, μετὰ τὴν ἅλωση τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Ἦταν οἰκονομία τῆς θείας Πρόνοιας νὰ στηριχθῇ στὴ δοκιμασία του τὸ αἰχμάλωτο γένος τῶν ὀρθόδοξων χριστιανῶν. Ὁ ἅγιος Διονύσιος γεννήθηκε στὴ Ζάκυνθο στὰ 1547 ἀπὸ γονεῖς πού ξεχώριζαν στὸ νησὶ γιὰ τὴ λαμπρή τους κοινωνικὴ θέση καὶ τὴν οἰκονομική τους κατάσταση. Ὁ ἅγιος τοῦ Θεοῦ σὲ νεαρὴ ἡλικία τὰ ἀφῆκε ὅλα, καὶ κοινωνικὴ θέση καὶ πλοῦτο, κι ἔφυγε στὸ μοναστήρι τῆς Παναγίας τῆς Παντοχαράς, πού εἶναι στὰ Στροφάδια, δυὸ μικρὰ ἀμπελοφυτεμένα νησιά, πού βρίσκονται στὸ Ἰόνιο πέλαγος στὰ νότια τῆς Ζακύνθου.

Ὅταν τελειώθηκε στὴ μοναχικὴ ἄσκηση, χειροτονημένος ἐν τῷ μεταξὺ ἱερέας, ὁ ἅγιος Διονύσιος ξεκίνησε νὰ πάη προσκυνητὴς στοὺς Ἁγίους Τόπους. Ὁ δρόμος του τὸν ἔφερε νὰ πέραση ἀπὸ τὴν Ἀθήνα, καὶ ὁ τότε Μητροπολίτης Ἀθηνῶν Νικάνορας, πού εἶδε καὶ ἐκτίμησε τὴν πνευματικότητα καὶ τὶς ἀρετὲς τοῦ ἱερομόναχου Διονυσίου, τὸν κράτησε κοντά του καὶ σὲ λίγον καιρὸ τὸν ἐξέλεξε καὶ τὸν χειροτόνησε ἐπίσκοπο Αἰγίνης. Στὴν παλιὰ πόλη τῆς Αἴγινας σώζεται καὶ σήμερα ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία ὁ πέτρινος θρόνος, ὅπου ὁ ἅγιος Διονύσιος ἀνέβαινε καὶ κήρυττε στοὺς χριστιανούς. Ὁ ἅγιος τοῦ Θεοῦ ἐποίμανε τὸ πνευματικό του στὴν Αἴγινα ποίμνιο, καθὼς λέγει ἡ θεία Γραφή, «μετ’ ἐπιστήμης», σὰν ἀληθινὸς δηλαδὴ καὶ καλὸς ποιμένας τῆς Ἐκκλησίας. Τὸ νησὶ τῆς Αἴγινας εἶναι εὐλογημένος τόπος, ὅπου τὸν πάτησαν καὶ τὸν ἁγίασαν δυὸ ὅσιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας’ τότε μὲν ὁ ἅγιος Διονύσιος καὶ στὶς ἥμερες μας ὁ ἅγιος Νεκτάριος ὁ ἐπίσκοπος Πενταπόλεως. Κι οἱ δυὸ ἀξιωμένοι μὲ τὴ χάρη τῶν θαυμάτων, γι’ αὐτὸ κι οἱ δυὸ στὴν Ἐκκλησία μὲ τὸν τίτλο τοῦ θαυματουργοῦ.

Ὁ ἅγιος Διονύσιος, ἀφοῦ ἐποίμανε γιὰ καιρὸ τὴν ἐπαρχία του, ὑστέρα παραιτήθηκε, γύρισε στὴν πατρίδα του τὴ Ζάκυνθο καὶ πέρασε τὸ ὑπόλοιπο τοῦ βίου του ὡς ἡγούμενος στὸ μοναστήρι τῆς Ἀναφωνήτριας. Αὐτὸ θὰ πὴ πῶς ὁ ἀληθινὸς μοναχός, κι ὅταν λαβὴ ἱερατικοὺς βαθμοὺς κι ὅταν φτάση νὰ γίνη ἐπίσκοπος, δὲν ξεχνάει καὶ θυμᾶται πάντα πώς πρὼτ’ ἀπ’ ὅλα εἶναι μοναχός. Στὸ μοναστήρι τῆς Ἀναφωνήτριας ἔλαμψε ἀκόμα γιὰ μιὰ φορὰ ἡ ἁγιωσύνη τοῦ ἀνθρώπου τοῦ Θεοῦ. Κάποια μέρα μπῆκε στὸ κελλί του ἕνας κυνηγημένος ἄνθρωπος, τρέμοντας καὶ ζητῶντας προστασία. Εἶχε βάψει τὰ χέρια του σὲ ἀνθρώπινο αἷμα, εἶχε σκοτώσει τὸν ἀδελφὸ τοῦ ἁγίου Διονυσίου. Ὅταν τὸ ἄκουσε, ὁ Ἅγιος ἦταν φυσικὸ νὰ κλάψη μέσα του καὶ φανερὰ νὰ δακρύση, ὕστερα ὅμως σηκώθηκε, ἄνοιξε τὴν πίσω πόρτα τοῦ κελλιοῦ του καὶ ὡδήγησε τὸ φονιᾶ νὰ φυγή, νὰ κρυφτῇ καὶ νὰ σωθῇ. Αὐτὴ εἶναι μιὰ ξεχωριστὴ καὶ μοναδικὴ πράξη στοὺς βίους τῶν Ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας, γιὰ τὴν ὁποία δὲν ὑπάρχει ἀνθρώπινο μέτρο γιὰ νὰ τὴν κρίνωμε. Πολὺ περισσότερο, πού ὅταν οἱ συγγενεῖς τοῦ σκοτωμένου, ἀλλὰ καὶ τοῦ Ἁγίου, καὶ τὰ ὄργανα τῆς ἐξουσίας ἦλθαν στὸ κελλὶ καὶ ρωτοῦσαν γιὰ τὸ φονιᾶ, ὁ ἅγιος Διονύσιος προσποιήθηκε κι ἀπάντησε πώς δὲν τὸν εἶχε δὴ καὶ πώς δὲν ἤξερε τίποτε. Γι’ αὐτὸ ἕνας Ζακυνθινὸς ποιητής, θέλοντας νὰ ἐγκωμιάση τὴν ἀρετὴ τοῦ ἁγίου Διονυσίου καὶ θαυμάζοντας τὸ παράδειγμα του, σ’ ἕνα του ποίημα ἔγραψε αὐτὸ τὸν παράδοξο στίχο’ «ἁγιάζει ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ τὴν ὥρα πού ἁμαρτάνει»! Ἡ ἁμαρτία τοῦ Ἁγίου ἦταν ὅτι ἔκρυψε τὸ φονιᾶ τοῦ ἀδελφοῦ καὶ εἶπε πώς δὲν τὸν εἶδε. Γι’ αὐτὸ λέμε ὅτι ἐδῶ δὲν ὑπάρχει ἀνθρώπινο μέτρο γιὰ νὰ κρίνωμε τὴν πράξη τοῦ ἁγίου Διονυσίου. Ἕνα μόνο μέτρο ὑπάρχει, ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ, πού λέγει «ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν». Τὰ παραπέρα δὲν εἶναι δικά μας, ἂλλ’ ἀνήκουν στὴ κρίση τοῦ θεοῦ.

Άγιος Διονύσιος: Ο Άγιος της Συγχώρεσης - Ορθοδοξία News Agency

Ὁ ἅγιος Διονύσιος ἐπλήρωσε τὸ κοινὸ χρέος τοῦ βίου καὶ «ἐτελειώθη ἐν εἰρήνῃ» στὰ 1624, σὲ ἡλικία δηλαδὴ 77 ἐτῶν. Κατὰ τὴν ἐπιθυμία του, τὸν ἔθαψαν στὸ μοναστήρι τῆς μετάνοιας του στὰ Στροφάδια. Ὅταν ὕστερα ἀπὸ χρόνια θελήσανε νὰ κάμουν ἀνακομιδὴ τῶν ἁγίων λειψάνων του, τὸ ἱερὸ σκῆνος βρέθηκε ὁλόκληρο καὶ ἀκέραιο, ντυμένο τὰ ἀρχιερατικὰ ἄμφια, ὅπως τὸ εἶχαν θάψει, ξεχύνοντας μιὰ πνευματικὴ καὶ ἁγιασμένη εὐωδία. Τὸ μετέφεραν ἀργότερα στὴ Ζάκυνθο καὶ εἶναι τώρα καὶ τὸ προσκυνοῦν οἱ πιστοὶ στὸ ναό, πού τιμᾶται στὸ ὄνομα τοῦ ἁγίου Διονυσίου. Στὰ 1703 ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ὕστερ’ ἀπὸ ἀναφορὲς καὶ αἰτήσεις τοῦ κλήρου καὶ τοῦ λαοῦ τῆς Ζακύνθου, πού ἐβεβαίωναν γιὰ τὰ πολλὰ θαύματα καὶ γιὰ τὴν πίστη καὶ συνείδηση τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας στὴν ἁγιωσύνη του, ἀνακήρυξε ἐπίσημα καὶ συγκαταρίθμησε τὸν ἅγιο Διονύσιο ἐπίσκοπο Αἰγίνης στὸ ἐκκλησιαστικὸ ἁγιολόγιο, γιὰ νὰ τιμᾶται καὶ ἑορτάζεται ἀπὸ τοὺς πιστοὺς καὶ νὰ δοξάζεται στὸ ὄνομά του ὁ Θεός, ποὺ εἶναι «θαυμαστὸς ἐν τοῖς ἁγίοις αὐτοῦ», τώρα καὶ πάντα καὶ στοὺς ἀτελύτητους αἰῶνες. Ἀμήν.