Ἐννόημα
    Ἐννόημα
  • !

    Τὸ Μεσολόγγι τώρα τοιμάζεται νὰ βγεῖ, μὲ τὸ σπαθί. Τοιμάζεται κι ἡ χήρα Μάνθα, ἡ Μεσολογγίτισσα, νὰ βγεῖ κι αὐτή. O Τοῦρκος ἂ’ νικήθηκε χίλιες φορές, τῆς πείνας τὸ θεριὸ εἶν’ ἀνίκητο. Ἔτσι ὁ λαός, μαζὶ μὲ τὴ Φρουρά, πήρανε τὴν ἀπόφαση. Κι ἀπόψε…

  • !

    Ἔρημη ἡ χήρα, ἔρημη μὲ τὴν Ἀνθὴ τὴν κόρη της, ἑφτὰ χρονὼ μικρούλα κι ἄρρωστη, στὰ βάσανα μπασμένη, ἀπὸ τὴν πεῖνα ἀγνώριστη, φάντασμα ζωντανό, κι ἥμερο κι ἱλαρὸ σὰν ἄλλου κόσμου πλάσμα.

  • !

    Ἀνθή μου, Ἀνθή, Ἀνθίτσα μου, ἐδῶ ποὺ θὰ κινήσουμε, σφιχτὰ νὰ μοῦ κρατεῖς τὴ φουστανέλα. Τίποτ’ ἄλλο νὰ μὴ βλέπεις καὶ νὰ μὴν ἀκοῦς: Τὴ φουστανέλα νὰ μὴ χάσεις ἀπ’ τὰ χέρια σου! Ἀνθή μου, Ἀνθίτσα μου… Ἐδῶ ποὺ πᾶμε, γιὰ νὰ σὲ γλιτώσω, πρέπει νὰ χτυπῶ μὲ τὸ σπαθί, μ’ ὅ,τι μπορῶ. Δὲ θά ’χω ὅλο τὸ νοῦ μου ἀπάνου σου. Βαστάξου ἐσὺ μὲ τὰ χεράκια σου, μὲ τὴν καρδιά σου! Πιάσου…

  • !

    Ἀνθή! Ἀνθίτσα!
    Τοῦ κάκου! Ἡ Ἀνθίτσα πάει πιά! Πάει καὶ τὸ Μεσολόγγι.

Ἡ Ἔξοδο

 

[Τὸ συντομότατο αὐτὸ διήγημα τοῦ Γιάννη Βλαχογιάννη, μὲ χαρακτηριστικὰ ποὺ παραπέμπουν στὸ πεζοτράγουδο, γράφτηκε τὸ 1911 καὶ ἀνήκει στὴν ἑνότητα «Τὸ Μεσολόγγι», ἀπὸ τὸ βιβλίο «Μεγάλα χρόνια», τὰ χρόνια δηλαδὴ τοῦ Ἀγῶνα γιὰ τὴν ἀνεξαρτησία. Ἀναφέρεται στὴν Ἔξοδο τοῦ Μεσολογγίου, ποὺ χάρη στὴν αὐτοθυσία τῶν πολιορκημένων, καθιερώθηκε ὡς σύμβολο τῆς ἐλευθερίας].

Έξοδος του Μεσολογγίου - Βικιπαίδεια

Τὸ Μεσολόγγι τώρα τοιμάζεται νὰ βγεῖ, μὲ τὸ σπαθί. Τοιμάζεται κι ἡ χήρα Μάνθα, ἡ Μεσολογγίτισσα, νὰ βγεῖ κι αὐτή. O Τοῦρκος ἂ’ νικήθηκε χίλιες φορές, τῆς πείνας τὸ θεριὸ εἶν’ ἀνίκητο. Ἔτσι ὁ λαός, μαζὶ μὲ τὴ Φρουρά, πήρανε τὴν ἀπόφαση. Κι ἀπόψε…

Νύχτα, σκοτάδι. Ἡ χήρα στὰ τυφλὰ ψηλαφῶντας ηὗρε τὸ δέμα μὲ τὰ ροῦχα τ’ ἄχαρα τοῦ μακαρίτη ἀνδρός της. Ἡ μπόμπα ἡ τούρκικη τὸν ἔκοψε στὰ δυό, μόλις ἄρχιζε ἡ πολιορκία. Κι αὐτὸ μονάχα; Τὸ βόλι, τὸ σπαθί, τῆς ἀρρώστιας ἡ ὀργή, τῆς πείνας ἡ κατάρα θέρισαν κάθε δικό της, γύρω της.

Ἔρημη ἡ χήρα, ἔρημη μὲ τὴν Ἀνθὴ τὴν κόρη της, ἑφτὰ χρονὼ μικρούλα κι ἄρρωστη, στὰ βάσανα μπασμένη, ἀπὸ τὴν πεῖνα ἀγνώριστη, φάντασμα ζωντανό, κι ἥμερο κι ἱλαρὸ σὰν ἄλλου κόσμου πλάσμα.

Ἡ χήρα ντυμένη βρίσκεται μὲ τὴ στολή, τὴ λεβέντικη καὶ τὴ ματόβαφη τ’ ἀντρός της. Τὴ φύλαγε σὰν ἅγιο λείψανο, τόσον καιρό. Καὶ τώρα πόσα γέλια θ’ ἄκουγε, μέρα ἔτσι νὰ τὴν ἔβλεπε κανείς. Τόσο εἶν’ ἄχαρη καὶ τόσο κωμική. Κι ἔχει στὴ μέση της ζωσμένο τὸ σπαθί. Καὶ πρέπει νά ’ναὶ τόσο τρομερὴ κι ἡ ὄψη κι ἡ ματιά της, ποὺ θά ’διωχνε ἀκόμα καὶ τοῦ χωρατοῦ τὸν ἴσκιο ἀπὸ μπροστά της. Κι εἶναι τόσες ἄλλες, χῆρες εἴτε ἀνύπαντρες, νιές καὶ γριές, ἀντροντυμένες, ἕτοιμες νὰ βγοῦν ἀπόψε…

Τὴν κόρη της σηκώνει ἀπὸ τὸ στρῶμα. Τὸ χάδι τῆς καρδιᾶς τραχὺ τῆς βγαίνει ἀπ’ τὸ λαιμό. Μοιάζει σὰν προσταγῆ καὶ σὰ φοβέρισμα. Τὴ σέρνει ἀπὸ τὸ χέρι, τῆς κρυφομιλεῖ, μὰ στὴν ἀγκαλιὰ νὰ τὴ σηκώσει δὲν μπορεῖ. Τέτοια δύναμη κι ἡ μάνα δὲν τὴν ἔχει.

Τραβοῦν ἀργὰ τὸ δρόμο κατὰ τὰ προχώματα, μαζὶ μὲ τ’ ἄλλο ρέμα τοῦ κόσμου ποὺ τραβᾶ. Ζυγώνει ἡ ὥρα. Κανένας δὲ φωνάζει, κι ὅμως μιὰ σύσμιχτη βοὴ ἀκολουθεῖ τὸν ἴδιο δρόμο. Ἡ χήρα σκύβει γιὰ στερνὴ φορά, κι ἄγρια καὶ βραχνερὰ τὴν ἄμοιρη μικρούλα θέλει νὰ ὁρμηνέψει.

Ἀνθή μου, Ἀνθή, Ἀνθίτσα μου, ἐδῶ ποὺ θὰ κινήσουμε, σφιχτὰ νὰ μοῦ κρατεῖς τὴ φουστανέλα. Τίποτ’ ἄλλο νὰ μὴ βλέπεις καὶ νὰ μὴν ἀκοῦς: Τὴ φουστανέλα νὰ μὴ χάσεις ἀπ’ τὰ χέρια σου! Ἀνθή μου, Ἀνθίτσα μου… Ἐδῶ ποὺ πᾶμε, γιὰ νὰ σὲ γλιτώσω, πρέπει νὰ χτυπῶ μὲ τὸ σπαθί, μ’ ὅ,τι μπορῶ. Δὲ θά ’χω ὅλο τὸ νοῦ μου ἀπάνου σου. Βαστάξου ἐσὺ μὲ τὰ χεράκια σου, μὲ τὴν καρδιά σου! Πιάσου…

Καὶ κινήσανε. Μὲς στὴ θεοποντή, ποὺ ἀνοίγαν καὶ περνούσανε, χωρὶς νὰ γύρει πίσω, κάποτε ρωτοῦσε ἡ χήρα:

Ποῦ εἶσαι, Ἀνθή;

Ἐδῶ εἶμαι, μάνα.

Μὰ κάποτε, κι ἐκεῖ ποὺ πλάκωσε τὸ κῦμα τὸ τρανό, καὶ σάρωσε καὶ σαρώθηκε, ἡ χήρα ξέχασε τὴν Ἀνθή, γιὰ μόνη μιὰ στιγμὴ• ξέχασε καὶ νὰ τὴ ρωτήσει. Κι ἅμα βρέθηκε σὲ μιὰ βρουλιὰ κρυμμένη καὶ πῆρε ἀναπνοή, τότε εἶδε πὼς ἔλειπε ἡ Ἀνθή της.

Δὲν ἄργησε ὕστερα στὴ ράχη ἀπάνου νὰ βρεθεῖ. Τότε γύρισε στὸν ἑαυτό της. Τότε ξύπνησε τῆς θυγατέρας ὁ καημὸς μὲς στὴν καρδιά της.

Ἀνθή!, φώναξε καὶ πάλι φώναξε.

Ἀνθή! Ἀνθίτσα!

Τοῦ κάκου! Ἡ Ἀνθίτσα πάει πιά! Πάει καὶ τὸ Μεσολόγγι.

 

*α’: ἄν *ἱλαρό: χαρωπό *ματόβαφη: αἱματοβαμμένη *πρόχωμα: ὀχυρό, κατασκευασμένο ἀπὸ χῶμα *ζυγώνει: πλησιάζει *σύσμιχτη: ἀνακατωμένη *βραχνερά: μὲ βραχνὴ φωνή *νὰ ὁρμηνέψει: νὰ συμβουλέψει *θὰ κινήσουμε: θὰ πᾶμε *θεοποντή: θεομηνία *τρανό: δυνατό *σάρωσε: ἰσοπέδωσε τὰ πάντα *βρουλιά: τὸ φυτὸ βοῦρλο *γύρισε στὸν ἑαυτό της: συνῆλθε