Ἐννόημα
    Ἐννόημα
  • !

    Ὅλη ἡ ἀκολουθία τῶν Χαιρετισμῶν ἀναφέρεται στὴν Παναγία -καὶ οἱ εἰκοσιτέσσερις οἶκοι, ἀλλὰ καὶ ὁ κανόνας ποὺ ψάλλεται «Ἀνοίξω τὸ στόμα μου…». Ἀλλά, ὅπως ξέρουμε, πάρα πολλὰ τροπάρια μέσα στὰ βιβλία τῆς Ἐκκλησίας ἀναφέρονται στὴν Παναγία, καὶ πάντοτε εἴτε ψάλλονται τροπάρια πρὸς τὸν Χριστό, πρὸς τὴν Ἁγία Τριάδα, εἴτε ψάλλονται τροπάρια στοὺς ἁγίους, ὑπάρχουν τα θεοτοκία. Λέγαμε καὶ μιὰ ἄλλη φορὰ ὅτι παντοῦ εἶναι παρόντες οἱ ὕμνοι οἱ ἀπευθυνόμενοι πρὸς τὴν Παναγία• σ’ ὅλες τὶς ἀκολουθίες, σ’ ὅλες τὶς προσευχές, σ’ ὅλες τὶς δεήσεις.

  • !

    Πάντοτε ἡ Παναγία ἔχει στὴν ἀγκάλη της τὸν Χριστό. Ὅπου ἡ Παναγία ἐκεῖ καὶ ὁ Χριστός. Ὅπου ὁ Χριστὸς ἐκεῖ καὶ ἡ Παναγία. Δὲν μποροῦμε νὰ ἐννοήσουμε τὴν Παναγία χωρὶς τὸν Χριστό.

  • !

    Ἦλθε ὁ Χριστὸς ὡς Θεάνθρωπος, ὅμως πῆρε τὴν ἀνθρώπινη φύση ἀπὸ τὴν Παναγία. Ἀπὸ τὸ γεγονὸς αὐτὸ παίρνει ἡ Παναγία, ἂς ποῦμε ἔτσι, ὅλη τὴν ἀξία της καὶ τιμᾶται, ἀκριβῶς ἐπειδὴ ὅπου εἶναι ὁ Χριστὸς εἶναι καὶ ἐκείνη. Χωρὶς ἐκείνη δὲν ὑπάρχει Θεάνθρωπος Χριστός.

  • !

    Ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς τὴν ἀνέβασε τόσο ψηλά. Ὄχι ἁπλῶς διότι σὰν νὰ εἶπε «σ’ ἀνεβάζω ψηλά», ἀλλὰ διότι θέλησε ὁ Θεὸς νὰ συνδέσει τὸ μυστήριο τῆς σαρκώσεως, τὸ μυστήριο τῆς θείας οἰκονομίας, τὸ μυστήριο τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, τὸ μυστήριο τῆς κοινωνίας τοῦ Θεοῦ μὲ τὴν ὅλη κτίση, θέλησε ὁ Θεὸς νὰ τὸ συνδέσει μὲ τὸ πρόσωπο αὐτὸ ποὺ λέγεται Παναγία.

  • !

    Στὴν περίπτωση τῆς Παναγίας, ὁ Θεὸς δὲν ἀποφασίζει νὰ γεννηθεῖ ὡς ἄνθρωπος ὁ Υἱὸς ἀπὸ μιὰ γυναῖκα καὶ διαλέγει τὴν Παναγία καὶ κατὰ κάποιον τρόπο σὰν νὰ τῆς ἐπιβάλλει νὰ παίξει αὐτὸν τὸν ρόλο καὶ κατὰ κάποιον τρόπο σὰν νὰ τὴν κάνει –θέλοντας καὶ μὴ θέλοντας– νὰ δεχθεῖ αὐτὸν τὸν ρόλο. Ὄχι. Ὁ Θεὸς τὴ διαλέγει, γιατί εἶναι διαλεκτή. Βέβαια, ὁ Θεὸς ἔχει τὴν πρωτοβουλία.

  • !

    Ἅμα δὲν σὲ ἐκλέξει ὁ Θεός, ἅμα δὲν σὲ καλέσει ὁ Θεός, ἅμα δὲν σὲ διαλέξει ὁ Θεός, ἐσὺ ὅσο κι ἂν ἐλπίζεις, ὅσο κι ἂν θέλεις, δὲν πρόκειται νὰ γίνει τίποτε. Ἂν ἐπιτρέπεται νὰ πῶ, νὰ σὲ βάλει ὁ Θεὸς στὸ μάτι καὶ νὰ σὲ κυνηγήσει. Ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος ὅμως δὲν τὸ κάνει αὐτὸ ὁ Θεὸς ἔτσι, ποὺ νὰ τὸ ἐπιβάλλει σὲ κάποιον. Ὡς Θεὸς γνωρίζει ποιός εἶναι αὐτὸς ὁ ὁποῖος θὰ ἀκούσει τὴ φωνὴ τοῦ Θεοῦ, ποιός εἶναι αὐτὸς ποὺ θὰ προσέξει τὴ φωνὴ τοῦ Θεοῦ, ποιός εἶναι αὐτὸς ποὺ θὰ ἀνταποκριθεῖ στὴ φωνὴ τοῦ Θεοῦ, στὴν κλήση τοῦ Θεοῦ.

  • !

    Μπορεῖ ἡ Παναγία στὸν ναὸ ποὺ κάθισε κλπ. νὰ ἦταν ἕνας ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, νὰ ἦταν φωτισμένη ἀπὸ τὸν Θεό, νὰ εἶχε τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, νὰ ἦταν ἀφοσιωμένη στὸν Θεό, ἡ καρδιά της, ἡ σκέψη της, τὰ πάντα νὰ ἦταν προσηλωμένα στὸν Θεό, ὅμως ὅταν ἦλθε ἡ ὥρα ποὺ ἄκουσε αὐτὸν τὸν λόγο ἀπὸ τὸν ἀρχάγγελο Γαβριὴλ ὅτι θὰ γίνει μητέρα τοῦ Θεοῦ, ξαφνιάσθηκε, ἀκριβῶς ἐπειδὴ δὲν γνώριζε. Δὲν ἦταν ἡ Παναγία προετοιμασμένη κατὰ ἕναν τρόπο ποὺ γνώριζε ὅτι θὰ γίνει ὅλο αὐτὸ τὸ μυστήριο μέσα στὴν ὕπαρξή της. Αὐτὸ δείχνει ἡ ἐρώτησή της «πῶς ἔσται μοὶ τοῦτο;» Συγχρόνως ὅμως, σὰν νὰ εἶναι αὐτὰ προετοιμασμένα ἀπὸ πολὺ καιρό, ἡ Παναγία ἀμέσως καταλαβαίνει, ἀμέσως ἀντιλαμβάνεται.

  • !

    Ὅλοι ἐμεῖς ποὺ εἴμαστε χριστιανοί, βαπτισμένοι χριστιανοί, ἔχουμε πάρει τὴ Χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος κατὰ τὴν ὥρα τοῦ Βαπτίσματος.

  • !

    Κι ἄλλες φορὲς τὸ τονίσαμε, ἀλλὰ πάντοτε πρέπει νὰ τὸ τονίζουμε• τὸ ἔργο εἶναι τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ὁ Θεὸς ποὺ ἐνεργεῖ, γιὰ νὰ μᾶς δώσει καινούργια ζωή, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν πλευρὰ τοῦ ἀνθρώπου ὁ Θεὸς περιμένει νὰ πεῖ ὁ ἄνθρωπος τὸ ναί. Ἀλλὰ γιὰ νὰ πεῖς τὸ ναί, πρέπει νὰ σταματήσεις νὰ ἀσχολεῖσαι μὲ τὸν ἑαυτό σου, πρέπει νὰ σταματήσεις νὰ αὐτοδικαιώνεσαι, νὰ θέλεις νὰ περισώσεις μερικὰ πράγματα κλπ. Νὰ μὴν ξεχνᾶτε αὐτὸ ποὺ ἔχουμε πεῖ: ὁ ἄνθρωπος ἀντὶ νὰ κάθεται νὰ παιδεύεται μ’ ἕνα μπερδεμένο κουβάρι, πῶς θὰ τὸ ξεμπερδέψει, καλύτερα εἶναι νὰ τὸ πετάξει. Μακάριος ὁ ἄνθρωπος γιὰ τὸν ὁποῖο θὰ ἔλθει αὐτὴ ἡ ὥρα, καὶ θὰ μπορέσει νὰ πετάξει ὅλα αὐτὰ ποὺ κάθεται καὶ τὰ προσέχει καὶ τάχα θέλει νὰ τὰ διορθώσει, καὶ θὰ πεῖ τὸ ναὶ στὸν Θεό, ὅπως εἶπε καὶ ἡ Παναγία τὸ ναί.

Γιατί ὁ Θεὸς διαλέγει τὴν Παναγία

Μαρία η Θεοτόκος (Παναγία) - Βιογραφία - Σαν Σήμερα .gr

Ὅλη ἡ ἀκολουθία τῶν Χαιρετισμῶν ἀναφέρεται στὴν Παναγία -καὶ οἱ εἰκοσιτέσσερις οἶκοι, ἀλλὰ καὶ ὁ κανόνας ποὺ ψάλλεται «Ἀνοίξω τὸ στόμα μου…». Ἀλλά, ὅπως ξέρουμε, πάρα πολλὰ τροπάρια μέσα στὰ βιβλία τῆς Ἐκκλησίας ἀναφέρονται στὴν Παναγία, καὶ πάντοτε εἴτε ψάλλονται τροπάρια πρὸς τὸν Χριστό, πρὸς τὴν Ἁγία Τριάδα, εἴτε ψάλλονται τροπάρια στοὺς ἁγίους, ὑπάρχουν τα θεοτοκία. Λέγαμε καὶ μιὰ ἄλλη φορὰ ὅτι παντοῦ εἶναι παρόντες οἱ ὕμνοι οἱ ἀπευθυνόμενοι πρὸς τὴν Παναγία• σ’ ὅλες τὶς ἀκολουθίες, σ’ ὅλες τὶς προσευχές, σ’ ὅλες τὶς δεήσεις.

Κάθε χριστιανὸς προσεύχεται στὴν Ἁγία Τριάδα, προσεύχεται στὸν Χριστό, ἀλλὰ ὅμως προσεύχεται καὶ στὴν Παναγία. Καὶ λέγαμε κι ἄλλη φορὰ παλαιότερα ὅτι τὴν Παναγία δὲν μποροῦμε νὰ τὴ χωρίσουμε ἀπὸ τὸν Χριστό. Ἀπὸ κάποια πλευρὰ ἐὰν κανεὶς παραμερίσει τὴν Παναγία, εἶναι σὰν νὰ παραμερίζει καὶ τὸν Χριστό. Διότι ἡ Παναγία εἶναι ὅ,τι εἶναι, ἀκριβῶς διότι ἐχρημάτισε μητέρα τοῦ Χριστοῦ. Καὶ ὁ Χριστὸς ἐμφανίσθηκε στὸν κόσμο καὶ ἔκανε ὅ,τι ἔκανε, διότι εἶχε μητέρα τὴν Παναγία. Δὲν ἦλθε κατ’ ἄλλον τρόπο στὴ γῆ, ἀλλὰ ἦλθε διὰ μέσου τῆς Παναγίας, παίρνοντας τὴν ἀνθρώπινη φύση ἀπὸ τὴν Παναγία.

Καὶ γι’ αὐτὸ κατὰ κανόνα, ὅπως ξέρουμε ὅλοι μας, στὶς εἰκόνες σπάνια ἔχουμε μόνη της τὴν Παναγία. Πάντοτε ἡ Παναγία ἔχει στὴν ἀγκάλη της τὸν Χριστό. Ὅπου ἡ Παναγία ἐκεῖ καὶ ὁ Χριστός. Ὅπου ὁ Χριστὸς ἐκεῖ καὶ ἡ Παναγία. Δὲν μποροῦμε νὰ ἐννοήσουμε τὴν Παναγία χωρὶς τὸν Χριστό.

Τὸ λέω ἀκόμη μιὰ φορά: το νὰ σκέπτεται κάποιος τὸν Χριστὸ χωρὶς τὴν Παναγία, κατ’ ἀρχὴν δὲν ξέρουμε ἂν τὸ δέχεται αὐτὸ ὁ Χριστός. Διότι ὁ Χριστὸς ἔκανε μητέρα του τὴν Παναγία. Τὸ δέχεται νὰ ἀγνοοῦμε τὴ μητέρα του; Ἀλλὰ ἀπὸ κάποια πλευρὰ ἀγνοῶντας τὴ μητέρα του, εἶναι σὰν νὰ καταργοῦμε τὸν Χριστὸ ἢ σὰν νὰ τὸν κάνουμε φανταστικὸ πρόσωπο. Ἦλθε ὁ Χριστὸς ὡς Θεάνθρωπος, ὅμως πῆρε τὴν ἀνθρώπινη φύση ἀπὸ τὴν Παναγία. Ἀπὸ τὸ γεγονὸς αὐτὸ παίρνει ἡ Παναγία, ἂς ποῦμε ἔτσι, ὅλη τὴν ἀξία της καὶ τιμᾶται, ἀκριβῶς ἐπειδὴ ὅπου εἶναι ὁ Χριστὸς εἶναι καὶ ἐκείνη. Χωρὶς ἐκείνη δὲν ὑπάρχει Θεάνθρωπος Χριστός.

Τιμᾶται ἡ Παναγία περισσότερο ἀκόμη καὶ ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους. Ἀπὸ τὰ πάντα. Ὁ μεγαλύτερος ἅγιος δὲν μπορεῖ νὰ προσεγγίσει τὴν Παναγία, ἀλλὰ καὶ οἱ ἄγγελοι, αὐτοὶ οἱ καθαρότατοι νόες, δὲν μποροῦν νὰ πλησιάσουν, νὰ προσεγγίσουν τὴν Παναγία. Εἶναι ἀνωτέρα πάντων. Ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς τὴν ἀνέβασε τόσο ψηλά. Ὄχι ἁπλῶς διότι σὰν νὰ εἶπε «σ’ ἀνεβάζω ψηλά», ἀλλὰ διότι θέλησε ὁ Θεὸς νὰ συνδέσει τὸ μυστήριο τῆς σαρκώσεως, τὸ μυστήριο τῆς θείας οἰκονομίας, τὸ μυστήριο τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, τὸ μυστήριο τῆς κοινωνίας τοῦ Θεοῦ μὲ τὴν ὅλη κτίση, θέλησε ὁ Θεὸς νὰ τὸ συνδέσει μὲ τὸ πρόσωπο αὐτὸ ποὺ λέγεται Παναγία.

Ὅπως θὰ προσέξατε, οἱ εἰκοσιτέσσερις οἶκοι ἀναφέρονται ἀκριβῶς σ’ ὅλη αὐτὴ τὴν οἰκονομία τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἔγινε διὰ τῆς Παναγίας. Ἀρχίζουν ἀπὸ τὸν Εὐαγγελισμὸ καὶ τελειώνουν στὸ ὅλο ἔργο ποὺ ἔκανε ὁ Χριστός, ὁ ὁποῖος προῆλθε ἀπὸ τὴν Παναγία. Καὶ εἶναι οἱ εἰκοσιτέσσερις οἶκοι ἕνας ὕμνος στὴν Παναγία.

Εἴπαμε κι ἄλλη φορὰ ὅτι ἡ Παναγία δὲν τιμήθηκε ἀπὸ τὸν Θεό, ἐπειδὴ ἁπλῶς θέλησε ὁ Θεὸς νὰ τὴν τιμήσει. Ἔχουμε πεῖ πολλὲς φορὲς ὅτι ὁ Θεὸς ὅ,τι κάνει τὸ κάνει λαμβάνοντας ὑπ’ ὄψιν τὸν ἄνθρωπο• τὸν κάθε ἄνθρωπο. Ὁ Θεὸς ἐπισκέπτεται τὸν κάθε ἄνθρωπο, ἐνεργεῖ μέσα στὸν κάθε ἄνθρωπο, λαμβάνοντας ὑπ’ ὄψιν τὴν πίστη τοῦ ἀνθρώπου, τὴ συγκατάθεση αὐτοῦ τοῦ ἀνθρώπου, τὴν ἀνταπόκριση αὐτοῦ τοῦ ἀνθρώπου.

Στὴν περίπτωση τῆς Παναγίας, ὁ Θεὸς δὲν ἀποφασίζει νὰ γεννηθεῖ ὡς ἄνθρωπος ὁ Υἱὸς ἀπὸ μιὰ γυναῖκα καὶ διαλέγει τὴν Παναγία καὶ κατὰ κάποιον τρόπο σὰν νὰ τῆς ἐπιβάλλει νὰ παίξει αὐτὸν τὸν ρόλο καὶ κατὰ κάποιον τρόπο σὰν νὰ τὴν κάνει –θέλοντας καὶ μὴ θέλοντας– νὰ δεχθεῖ αὐτὸν τὸν ρόλο. Ὄχι. Ὁ Θεὸς τὴ διαλέγει, γιατί εἶναι διαλεκτή. Βέβαια, ὁ Θεὸς ἔχει τὴν πρωτοβουλία.

Ἅμα δὲν σὲ ἐκλέξει ὁ Θεός, ἅμα δὲν σὲ καλέσει ὁ Θεός, ἅμα δὲν σὲ διαλέξει ὁ Θεός, ἐσὺ ὅσο κι ἂν ἐλπίζεις, ὅσο κι ἂν θέλεις, δὲν πρόκειται νὰ γίνει τίποτε. Ἂν ἐπιτρέπεται νὰ πῶ, νὰ σὲ βάλει ὁ Θεὸς στὸ μάτι καὶ νὰ σὲ κυνηγήσει. Ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος ὅμως δὲν τὸ κάνει αὐτὸ ὁ Θεὸς ἔτσι, ποὺ νὰ τὸ ἐπιβάλλει σὲ κάποιον. Ὡς Θεὸς γνωρίζει ποιός εἶναι αὐτὸς ὁ ὁποῖος θὰ ἀκούσει τὴ φωνὴ τοῦ Θεοῦ, ποιός εἶναι αὐτὸς ποὺ θὰ προσέξει τὴ φωνὴ τοῦ Θεοῦ, ποιός εἶναι αὐτὸς ποὺ θὰ ἀνταποκριθεῖ στὴ φωνὴ τοῦ Θεοῦ, στὴν κλήση τοῦ Θεοῦ.

Αὐτὸ ἀκριβῶς ἔγινε μὲ τὴν Παναγία. Ἡ Παναγία δὲν εἶναι ἁπλῶς αὐτὴ ποὺ τὴ διαλέγει ὁ Θεός. Φυσικά, αὐτὸ εἶναι τὸ πᾶν• διότι ἂν δὲν τὴ διάλεγε ὁ Θεός… Ὅμως τὸ θέμα δὲν ἦταν ἁπλῶς ὅτι ὁ Θεὸς πρόσεξε μιὰ γυναῖκα καὶ θέλει νὰ τὴν κάνει μητέρα του. Συγχρόνως, ἡ Παναγία εἶναι αὐτὴ ποὺ εἶναι. Εἶναι ἀκριβῶς αὐτὴ ἡ ὁποία, τὴν ὥρα ποὺ θὰ γίνει ὁ δραματικὸς ἐκεῖνος διάλογος μεταξὺ τοῦ ἀγγέλου καὶ αὐτῆς, θὰ πεῖ• «Ἰδοὺ ἡ δούλη Κυρίου• γένοιτό μοι κατὰ τὸ ρῆμα σου» (Λούκ. 1:38). Ὁ Θεὸς ὡς Θεὸς τὸ γνωρίζει αὐτό, τὸ προγνωρίζει, ἀλλὰ πάλι δὲν εἶναι αὐτὸ ποὺ βαραίνει. Ἐκεῖνο ποὺ βαραίνει εἶναι ὅτι ἡ Παναγία ὄντως εἶναι αὐτὴ ἡ ὁποία, καθὼς θὰ ἀκούσει αὐτὸ τὸ πρωτάκουστο γιὰ ἕναν ἄνθρωπο, γιὰ μιὰ γυναῖκα, ὅτι θὰ γεννήσει τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ, σὰν νὰ ἦταν ἤδη προετοιμασμένη, θὰ ἔχει τὸ κουράγιο, θὰ ἔχει τὴ γενναιότητα, θὰ ἔχει τὴ διάθεση νὰ τὸ δεχθεῖ, νὰ μὴ ζαλισθεῖ, νὰ μὴν ἐκπλαγεῖ, νὰ μὴν τὰ χάσει, νὰ μὴν ἀρχίσει νὰ σκέπτεται πῶς θὰ δικαιολογηθεῖ, πῶς θὰ ἀντιδράσει ἢ πῶς θὰ μεθοδεύσει μιὰ ἄρνηση.

Μπορεῖ ἡ Παναγία στὸν ναὸ ποὺ κάθισε κλπ. νὰ ἦταν ἕνας ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, νὰ ἦταν φωτισμένη ἀπὸ τὸν Θεό, νὰ εἶχε τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, νὰ ἦταν ἀφοσιωμένη στὸν Θεό, ἡ καρδιά της, ἡ σκέψη της, τὰ πάντα νὰ ἦταν προσηλωμένα στὸν Θεό, ὅμως ὅταν ἦλθε ἡ ὥρα ποὺ ἄκουσε αὐτὸν τὸν λόγο ἀπὸ τὸν ἀρχάγγελο Γαβριὴλ ὅτι θὰ γίνει μητέρα τοῦ Θεοῦ, ξαφνιάσθηκε, ἀκριβῶς ἐπειδὴ δὲν γνώριζε. Δὲν ἦταν ἡ Παναγία προετοιμασμένη κατὰ ἕναν τρόπο ποὺ γνώριζε ὅτι θὰ γίνει ὅλο αὐτὸ τὸ μυστήριο μέσα στὴν ὕπαρξή της. Αὐτὸ δείχνει ἡ ἐρώτησή της «πῶς ἔσται μοὶ τοῦτο;» Συγχρόνως ὅμως, σὰν νὰ εἶναι αὐτὰ προετοιμασμένα ἀπὸ πολὺ καιρό, ἡ Παναγία ἀμέσως καταλαβαίνει, ἀμέσως ἀντιλαμβάνεται.

Εἶναι μεγάλο πρᾶγμα, πολὺ μεγάλο πρᾶγμα, νὰ ἀκοῦς τὴ φωνὴ τοῦ Θεοῦ, ὅπως καὶ ἂν ἔρχεται αὐτὴ ἡ φωνὴ τοῦ Θεοῦ –διὰ μέσου ἑνὸς ἀγγέλου, διὰ μέσου γεγονότων, διὰ μέσου καταστάσεων, ἀλλὰ καὶ ἄμεσα μπορεῖ νὰ ἔρχεται– καὶ νὰ τὴ γνωρίζεις καὶ νὰ καταλαβαίνεις τί θέλει νὰ πεῖ ὁ Θεός. Πῶς νὰ τὸ κάνουμε; Τὸ πλησίασμα τοῦ Θεοῦ, ἡ ἐπίσκεψη τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ, ἡ εἴσοδος τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ μέσα σὲ μιὰ ψυχή –λέμε γιὰ ὅλα αὐτά, ἀλλὰ μᾶς εἶναι ἄγνωστα– εἶναι κάτι πρωτάκουστο, κάτι πρωτόγνωρο, κάτι ποὺ δὲν ξανάγινε. Ποῦ ξέρει κανείς; Πῶς μπορεῖ νὰ ξέρει τί εἶναι αὐτό;

Πλησιάζει λοιπὸν ὁ Θεός, μιλάει ὁ Θεός. Εἶναι μεγάλο πρᾶγμα νὰ ἀκούσεις. Νὰ μὴν ἀκοῦς τὰ δικά σου. Γι’ αὐτὸ ἔχουμε πεῖ πολλὲς φορὲς ὅτι δὲν πρέπει καθόλου νὰ ἐπηρεαζόμαστε καὶ νὰ προσέχουμε τὰ δικά μας. Καθόλου. Νὰ μὴν εἴμαστε λοιπὸν ἀπασχολημένοι μὲ τὰ δικά μας καὶ νὰ μὴν εἶναι ἡ ὅλη προσοχὴ μας σ’ αὐτά, καὶ δὲν ἀκοῦμε τὴ φωνὴ τοῦ Θεοῦ. Εἴπαμε, εἶναι μεγάλο πρᾶγμα νὰ ἀκούσεις τὴ φωνὴ τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ καταλάβεις τί θέλει νὰ πεῖ ὁ Θεὸς καί, σὰν νὰ εἶσαι προετοιμασμένος, ἀμέσως νὰ ἀνταποκριθεῖς.

Ὅλοι ἐμεῖς ποὺ εἴμαστε χριστιανοί, βαπτισμένοι χριστιανοί, ἔχουμε πάρει τὴ Χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος κατὰ τὴν ὥρα τοῦ Βαπτίσματος. Καθὼς ὅμως δὲν ξέρουμε τί εἶναι ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ ἐν ἐνεργείᾳ, ἀπὸ κάποια πλευρὰ εἴμαστε γυμνοὶ ἀπὸ τὴ Χάρι τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἄνθρωπος, ὁ φτωχὸς ἄνθρωπος, ὁ ταλαίπωρος ἄνθρωπος, καθὼς συνήθισε στὴ φτώχεια του, στὴν κακομοιριά του, στὸ σκοτάδι του, στὴ ζωὴ αὐτὴ ποὺ εἶναι χωρὶς τὴ Χάρι τοῦ Θεοῦ, ὅταν ἔλθει ἡ ὥρα ποὺ ὁ Θεὸς οἰκονόμησε, γιὰ νὰ μᾶς ἐπισκεφθεῖ ἡ Χάρις του, ὅταν ἔλθει ἡ ὥρα, γιὰ νὰ μᾶς ντύσει μὲ τὴ Χάρι του καὶ νὰ νιώσουμε καὶ μέσα καὶ ἔξω ὅτι μᾶς σκεπάζει ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ, ὅπως ὁ γυμνός –εἴπαμε κι ἄλλη φορά– συνήθισε γυμνός, καὶ ἅμα τὸν ντύσουν, ντρέπεται, ξαφνιάζεται, ἂς ποῦμε, καὶ δὲν μπορεῖ νὰ καταλάβει τί εἶναι τὸ νὰ τὸν ντύσουν, ἔτσι κι ἐμεῖς ξαφνιαζόμαστε καὶ ἔρχεται ἡ ἐρώτηση: «πῶς ἔσται μοὶ τοῦτο;»

Αὐτὸ βαθιὰ μέσα του ὁ ἄνθρωπος τὸ αἰσθάνεται σὰν ἀδιανόητο, ἀκριβῶς λόγω τῆς πτώσεως, λόγω τῆς ἀχρειώσεως ποὺ ὑπάρχει, τῆς ἁμαρτίας ποὺ ὑπάρχει, καὶ φυσικὰ ὅσο πλησιάζει ἡ Χάρις, τόσο πιὸ πολὺ τὸ βλέπει αὐτό. Νὰ τὸν ἐπισκεφθεῖ αὐτὸν ἡ Χάρις; Αὐτὸ τὸ τσουκάλι τὸ μαῦρο ποὺ εἶναι ὁ ἑαυτός του, νὰ τὸ ἐπισκεφθεῖ ἡ Χάρις; Εἶναι ἀδιανόητο. Ἀπορεῖ ὁ ἄνθρωπος καὶ ἐξίσταται. Ὅμως ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρά, ἐπειδὴ ἀκριβῶς αὐτὸς ποὺ μιλάει εἶναι ὁ Θεός, ἐπειδὴ ἀκριβῶς αὐτὸς ποὺ ἔρχεται εἶναι ὁ Θεός, αὐτὸς ποὺ ἐπεμβαίνει εἶναι ὁ Θεός, αὐτὸς ποὺ δίνει εἶναι ὁ Θεός, καὶ ἐπειδὴ, ὅπως κι ἂν ἔχει τὸ πρᾶγμα, ὁ ἄνθρωπος βγῆκε ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ Θεοῦ καὶ βαθιὰ μέσα του ὑπάρχει αὐτὸ τὸ πρᾶγμα, ὅτι ἀνήκει στὸν Θεό, γι’ αὐτὸ ὁ καλοπροαίρετος ἄνθρωπος, ὁ καλοδιάθετος ἄνθρωπος, σὰν νὰ εἶναι προετοιμασμένος ἀπὸ χρόνια, δὲν δυσκολεύεται μαζὶ μὲ τὴν Παναγία νὰ πεῖ: «Ἰδοὺ ὁ δοῦλος Κυρίου, γένοιτό μοι κατὰ τὸ ρῆμα σου». Ὅπως ἀκριβῶς ἡ Παναγία, ἡ ὁποία σὰν νὰ ἦταν προετοιμασμένη, χωρὶς τὴν παραμικρὴ ἀντίσταση εἶπε τὸ ναί.

Αὐτὸ εἶναι ὅλο τὸ μυστικό. Κι ἄλλες φορὲς τὸ τονίσαμε, ἀλλὰ πάντοτε πρέπει νὰ τὸ τονίζουμε• τὸ ἔργο εἶναι τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ὁ Θεὸς ποὺ ἐνεργεῖ, γιὰ νὰ μᾶς δώσει καινούργια ζωή, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν πλευρὰ τοῦ ἀνθρώπου ὁ Θεὸς περιμένει νὰ πεῖ ὁ ἄνθρωπος τὸ ναί. Ἀλλὰ γιὰ νὰ πεῖς τὸ ναί, πρέπει νὰ σταματήσεις νὰ ἀσχολεῖσαι μὲ τὸν ἑαυτό σου, πρέπει νὰ σταματήσεις νὰ αὐτοδικαιώνεσαι, νὰ θέλεις νὰ περισώσεις μερικὰ πράγματα κλπ. Νὰ μὴν ξεχνᾶτε αὐτὸ ποὺ ἔχουμε πεῖ: ὁ ἄνθρωπος ἀντὶ νὰ κάθεται νὰ παιδεύεται μ’ ἕνα μπερδεμένο κουβάρι, πῶς θὰ τὸ ξεμπερδέψει, καλύτερα εἶναι νὰ τὸ πετάξει. Μακάριος ὁ ἄνθρωπος γιὰ τὸν ὁποῖο θὰ ἔλθει αὐτὴ ἡ ὥρα, καὶ θὰ μπορέσει νὰ πετάξει ὅλα αὐτὰ ποὺ κάθεται καὶ τὰ προσέχει καὶ τάχα θέλει νὰ τὰ διορθώσει, καὶ θὰ πεῖ τὸ ναὶ στὸν Θεό, ὅπως εἶπε καὶ ἡ Παναγία τὸ ναί.