«Πεντηκοστὴν ἑορτάζομεν καὶ Πνεύματος ἐπιδημίαν καὶ προθεσμίαν ἐπαγγελίας καὶ ἐλπίδος συμπλήρωσιν…» Μὲ αὐτὰ τὰ λόγια ἡ Ἐκκλησία, στὸν Ἑσπερινὸ τῆς Πεντηκοστῆς, μᾶς καλεῖ νὰ εἰσέλθουμε στὴν ἀτμόσφαιρα αὐτῆς τῆς μεγάλης ἑορτῆς, ποὺ συμπίπτει μὲ τὴν ἕβδομη Κυριακὴ μετὰ τὴν Ἀνάσταση καὶ ποὺ δὲν εἶναι καθόλου κατώτερη ἀπὸ αὐτή.
Στὸν Ὄρθρο τῆς ἑορτῆς διαβάζεται τὸ ἔνατο Ἑωθινὸ Εὐαγγέλιο, τὸ ὁποῖο περιγράφει τὶς ἐμφανίσεις τοῦ Ἀναστημένου Ἰησοῦ. Στὸ κείμενο αὐτὸ (Ἰω. 20: 19-31) βλέπουμε μιὰ πρώτη ἔλευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐπὶ τῶν μαθητῶν: Ὁ Ἰησούς «ἐνεφύσησε καὶ λέγει αὐτοῖς, λάβετε Πνεῦμα Ἅγιον…». Αὐτὴ ἡ πρώτη ἔλευση τοῦ Πνεύματος δὲν εἶναι λιγότερο πραγματικὴ ἀπὸ ἐκείνη τῆς Πεντηκοστῆς. Ἡ διαφορὰ εἶναι ὅτι, κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, τὸ πνεῦμα κατέβηκε στοὺς μαθητές «ἐν δυνάμει». Εἶναι ἡ ἴδια διαφορὰ ἀνάμεσα στὴν ἔλευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος σὲ κάθε βαπτισμένο χριστιανό, ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ δέχεται τὸ Μυστήριο τοῦ Χρίσματος, καὶ σ’ ἐκεῖνο τὸ βάπτισμα τοῦ Πνεύματος, γιὰ τὸ ὁποῖο θὰ μιλήσουμε πιὸ κάτω καὶ τὸ ὁποῖο κάποιοι χριστιανοὶ ἐπιτυγχάνουν σὲ προχωρημένα στάδια τῆς πνευματικῆς τους ζωῆς.
Στὴ Λειτουργία τῆς Κυριακῆς, ἀντὶ Ἐπιστολῆς, διαβάζουμε τὴν περιγραφὴ τῶν γεγονότων τῆς Πεντηκοστῆς, ὅπως ἀναφέρονται στὸ Βιβλίο τῶν Πράξεων (2: 1-11). Κάποιες πτυχὲς τῆς περιγραφῆς τραβοῦν τὴν προσοχή μας.
«Ἐν τῷ συμπληροῦσθαι τὴν ἡμέραν τῆς Πεντηκοστῆς…» Ἡ Πεντηκοστὴ εἶναι ταυτόχρονα ἕνα τέλος καὶ μιὰ ἀρχή. Μπροστὰ στοὺς μαθητὲς ἀνοίγεται ἕνας καινούργιος δρόμος, τώρα ὅμως εἶναι προετοιμασμένοι. Δὲν μποροῦμε νὰ εἰσχωρήσουμε στὴν Πεντηκοστὴ χωρὶς προετοιμασία. Πρέπει πρῶτα-πρῶτα νὰ ἔχουμε ἀφομοιώσει ὅλο τὸ πνευματικὸ ὑλικὸ, ποὺ μᾶς προσφέρουν οἱ πενῆντα μέρες ποὺ ἀκολούθησαν τὴν Ἀνάσταση. Πρέπει νὰ ἔχουμε γευθεῖ τὴν ἐμπειρία τοῦ Ἀναστάντος. Πρέπει νὰ ἔχουμε διανύσει τὶς μέρες τοῦ Πάθους. Μὲ λίγα λόγια, πρέπει νὰ ἔχουμε ὡριμάσει.
«Ἦσαν ἅπαντες οἱ ἀπόστολοι ὁμοθυμαδὸν ἐπὶ τῷ αὐτῷ…» Κάποιοι ἄλλοι στίχοι τῶν Πράξεων μᾶς περιγράφουν τοὺς Ἕνδεκα, συναγμένους στὸ Ὑπερῶον, μαζὶ μὲ τὴ Μαρία -τὴ Μητέρα τοῦ Ἰησοῦ- καὶ τὶς ἄλλες γυναῖκες. Ἐκεῖ γεννήθηκε ἡ Ἐκκλησία. Προσεύχονταν ὅλοι μαζί. Ὑπῆρχαν οἱ ἀπαραίτητες προϋποθέσεις γιὰ τὴν ὑποδοχὴ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Κι ἐμεὶς ἔχουμε ἀνάγκη, κάποιες στιγμές, νὰ ἀποτραβιόμαστε ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ νὰ κλεινόμαστε στὸ Ὑπερῶο τῆς ψυχῆς μας. Ἐκεῖ ἂς προσευχόμαστε καὶ ἂς ἑνωνόμαστε μὲ τὴν προσευχὴ καὶ τὴν Πίστη ὅλης τῆς Ἐκκλησίας. Πρέπει νὰ εἴμαστε «μαζὶ» μὲ τοὺς ἀποστόλους καὶ τὴ Θεοτόκο. Ὅποιος ἀγνοεῖ τὴν αὐθεντία τῶν ἀποστόλων καὶ μπορεῖ νὰ προσπερνᾶ τὴ μητρικὴ παρουσία τῆς Παναγίας, δὲν μπορεῖ νὰ λάβει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα.
«Καὶ ἐγένετο ἄφνω ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἦχος ὥσπερ φερομένης πνοῆς βιαίας…». Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι μιὰ πνοή, ἕνας ἄνεμος. Αὐτὸ ποὺ ἔχει σημασία γιὰ μᾶς, δὲν εἶναι νὰ γεμίζουμε κατάπληξη μπροστὰ στὴ δύναμη αὐτῆς τῆς πνοῆς, ἀλλὰ νὰ ἀφηνόμαστε σ’ αὐτὴ καὶ νὰ ἐπιτρέπουμε στὸ Πνεῦμα νὰ μᾶς πηγαίνει, ὅπου Αὐτὸ θέλει, ὅπως ἔκανε ὁ Ἰησούς κατὰ τὴν ἐπίγεια ζωὴ Του. Ἂς μὴν ξεχνάμε ἀκόμη, ὅτι καὶ αὐτὴ ἡ πνοὴ «καθοδηγεῖται». Δὲν εἶναι μιὰ ἀνεξάρτητη καὶ ἀσυνάρτητη δύναμη. Ὁ Ἰησούς ἐνεφύσησε τὸ Πνεῦμα στοὺς μαθητὲς Του. Ἀλλὰ αὐτὴ ἡ πνοὴ ἐκπορεύεται κατ’ ἀρχὰς ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ Πατρός. Εἶναι μιὰ ὑπακοὴ στὸν Θεό. Ὑπακούοντας στὶς ἐμπνεύσεις τοῦ Πνεύματος (ὁ βίαιος ἄνεμος δὲν εἶναι παρὰ ἕνα ἐξωτερικὸ καὶ σπάνιο σημεῖο, ἡ ἐσωτερικὴ νεύση Του εἶναι ἡ πραγματικότητα), μετέχουμε στὴν ὑπακοὴ τοῦ Πνεύματος, ποὺ ἐκπορεύεται ἀπὸ τὸν Πατέρα καὶ ἀποστέλλεται διὰ τοῦ Υἱοῦ.
«Καί ὤφθησαν αὐτοῖς διαμεριζόμεναι γλῶσσαι ὡσεί πυρός, ἐκάθισέ τε ἐφ’ ἕνα ἕκαστον αὐτῶν». Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἐμφανίζεται ὑπὸ τὴ μορφὴ γλωσσῶν πυρός. Ἡ Πεντηκοστὴ θεραπεύει τὴ διάσπαση καὶ τὴ σύγχυση τῶν γλωσσῶν, οἱ ὁποῖες ἦταν τὸ ἀποτέλεσμα τῆς ἐγωιστικῆς προσπάθειας στὴ Βαβέλ. Ἀποκαθιστᾷ τὴν ἑνότητα τοῦ ἀνθρώπινου λόγου. Οἱ μαθητὲς θὰ γίνουν κατανοητοὶ ἀπὸ ὅλους τοὺς ξένους ποὺ παρεπιδημούσαν στὴν Ἱερουσαλήμ -Πάρθους, Μήδους καὶ Καππαδόκες-, καὶ αὐτοὶ πάλι θὰ ἐκπλαγοῦν ἀκούγοντας τὰ λόγια τῶν Γαλιλαίων στὴ δική τους γλῶσσα. Ἡ γλῶσσα τοῦ Πνεύματος -τουλάχιστον τὸ ἐσωτερικό της περιεχόμενο- εἶναι σήμερα ἀκόμη προσιτὴ σὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, σὲ ὅλες τὶς φυλές, σὲ ὅλες τὶς ἐθνικότητες. Τὸ ἴδιο Πνεῦμα ἐκπέμπει ἕνα πανανθρώπινο μήνυμα, τὸ ὁποῖο ὅμως κάθε ψυχὴ ἀναγνωρίζει ὡς καταδικό της. Ἀφ’ ἑτέρου, ἀκόμη καὶ στὶς ἡμέρες μας, ἐκεῖνος στὸν ὁποῖο ἀναπαύεται τὸ Ἅγιο Πνεῦμα γίνεται ἱκανός, ἂν ὄχι νὰ ἐκφραστεῖ σὲ ξένες γλῶσσες, τουλάχιστον νὰ βρίσκει τὴν «ψυχολογικὴ γλῶσσα» ποὺ θὰ ἔχει ἀπήχηση στὸν καθένα καὶ θὰ ἀνοίξει τὴν καρδιά του. Γίνεται ἔτσι ἐφικτὸς ὁ διάλογος. Γλῶσσες πυρὸς φάνηκαν πάνω ἀπὸ κάθε μαθητή. Αὐτὲς οἱ γλῶσσες ὑπονοοῦν μιὰ φλογερὴ ἀγάπη. Ὁ λόγος μοιάζει νὰ ρυθμίζεται ἀπὸ τὴ φλόγα. Τέλος, οἱ γλῶσσες μοιράζονται ἐξίσου. Δὲν ἀποτελοῦν προνόμιο τοῦ Πέτρου ἢ τῆς Μαρίας ἢ τῶν Ἕνδεκα. Ἐμφανίζονται σὲ ὅλους, ὅσοι ἦταν παρόντες στὸ Ὑπερῶο· καὶ ὅμως, οἱ γλῶσσες τοῦ πυρὸς ἦταν ἕνα καὶ μόνο πῦρ. Ἔτσι, λύνεται μέσα στὴν Ἐκκλησία τὸ πρόβλημα τῆς ἑνότητας καὶ τῶν προσώπων, χωρὶς νὰ θυσιάζεται οὔτε το ἕνα οὔτε τὸ ἄλλο.
«Καὶ ἐπλήσθησαν ἅπαντες Πνεύματος Ἁγίου…» Ὅταν ὁλόκληρη ἡ καρδιὰ γεμίζει ξαφνικὰ ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, καὶ μαζὶ ἀπὸ μιὰ καινούργια ἐκπληκτικὴ δύναμη, αὐτὸ εἶναι τὸ «βάπτισμα τοῦ Πνεύματος», διαφορετικὸ ἀπὸ τὸ βάπτισμα τοῦ ὕδατος καὶ τό χρῖσμα, διὰ τοῦ ὁποίου ἡ Ἐκκλησία ἐπιδαψιλεύει τὸ Πνεῦμα στοὺς πιστούς. Ὑπάρχει ἐδῶ μιὰ πραγματικότητα, ποὺ ἔχει σὲ πολὺ μεγάλο βαθμὸ ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ τὴν ὀπτική μας, στὴν ὁποία ὅμως ἡ Ἁγία Γραφὴ ἐπιμένει καὶ πρὸς τὴν ὁποία θὰ πρέπει νὰ στραφεῖ ἡ προσοχή μας.
«Καὶ ἤρξαντο λαλεῖν ἑτέραις γλώσσαις, καθὼς τὸ Πνεῦμα ἐδίδου αὐτοῖς ἀποφθέγγεσθαι…» Ἔχουμε ἤδη ἀναφερθεῖ στὴ σημασία αὐτοῦ τοῦ λόγου ποὺ «δίδεται» ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Ἀλλὰ τίθεται ἐδῶ, γενικότερα, τὸ ζήτημα τῶν χαρισμάτων. Ὁ ἕνας κίνδυνος θὰ ἦταν νὰ τὰ ἐπιθυμοῦμε κατὰ τρόπο ἄτακτο. Ὁ ἄλλος κίνδυνος θὰ ἦταν νὰ τὰ παραμελήσουμε, νὰ τὰ ξεχάσουμε, νὰ σκεφτοῦμε, ὅτι αὐτὰ εἶναι πράγματα τοῦ παρελθόντος, ποὺ δόθηκαν στὴν Ἐκκλησία ἢ, μᾶλλον, ποὺ δίδονται μιὰ γιὰ πάντα.
Ἀμέσως μετὰ τὴ Λειτουργία, ἀρχίζει ὁ Ἑσπερινὸς τῆς Γονυκλισίας μὲ τὴν ἐντελῶς ἰδιαίτερη δομή του. Κατὰ τὴ διάρκεια αὐτῆς τῆς ἀκολουθίας, τὸ ἐκκλησίασμα, γονατισμένο, ψάλλει ἐπισήμως τὸ τροπάριο «Βασιλεῦ Ὁὐράνιε, Παράκλητε, τὸ Πνεῦμα τῆς Ἀληθείας, ὁ πανταχοῦ παρών…». Γνωρίζουμε ὅλοι, ὅτι αὐτὸ τὸ τροπάριο λέγεται στὴν ἀρχὴ κάθε λειτουργίας καὶ στὶς περισσότερες ἀκολουθίες τοῦ βυζαντινοῦ τυπικοῦ· καὶ φαίνεται, ὅτι εἶναι ἡ μόνη προσευχὴ τοῦ τυπικοῦ αὐτοῦ, ποὺ ἀναπέμπεται ἀπ’ εὐθείας στὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Ἡ προσευχὴ αὐτή, τὸ πρωὶ τῆς Κυριακῆς τῆς Πεντηκοστῆς, ἔχει τεράστια σημασία: ἡ στιγμὴ ποὺ τὴν ψάλλουμε εἶναι ἡ στιγμὴ ποὺ ἡ Ἐκκλησία ἐπικεντρώνει ὅλους τοὺς πόθους της πρὸς τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ τὸ ἱκετεύει νὰ κατέλθει. Ἐκείνη τὴν ὥρα, κάθε πιστός, γονατισμένος, μπορεῖ, ἂν ζητήσει Ἐκεῖνον ποὺ εἶναι τὸ κατ’ ἐξοχὴν δῶρο, νὰ λάβει στὴν ψυχή του τὴν ἀνανέωση τῆς Χάρης τῆς Πεντηκοστῆς, τὴν κάθοδο τῆς Περιστερᾶς.
Τὸ ἐκκλησίασμα, γονατισμένο ἀκόμη, ἀκούει τὸν ἱερέα νὰ ἀναπέμπει ἑφτὰ μεγάλες εὐχές: δύο ἀπὸ αὐτὲς ἀπευθύνονται στὸν Θεό -χωρὶς νὰ γίνεται διάκριση μεταξὺ τῶν τριῶν Προσώπων τῆς Τριάδος- δύο ἀπευθύνονται στὸν Πατέρα καὶ τρεῖς στὸν Υἱό. Μπορεῖ στὴν ἀρχὴ νὰ φαίνονται λίγο ἀσαφεῖς, ἂν ὅμως τὶς ἀναλύσουμε προσεκτικά, θὰ ἀναγνωρίσουμε ὅτι ἀποτελοῦν ἐπιτομὴ τοῦ ὀρθόδοξου δόγματος. Ἀνακεφαλαιώνουν ὅλη τὴ θεία οἰκονομία τῆς σωτηρίας μας. Παρ’ ὅτι γίνονται ἀναφορὲς στὸ Ἅγιο Πνεῦμα, παρατηροῦμε ὅτι διολισθαίνουν ἀπὸ τὸ Μυστήριο τοῦ Πνεύματος στὸ Μυστήριο τῆς Ἁγίας Τριάδος. Μία φράση ἀπὸ τὴν πέμπτη εὐχὴ λέει: «Ὅ καὶ ἐν ταύτῃ τῇ ἐσχὰτῃ καὶ μεγὰλῃ καὶ σωτηρίῳ ἡμέρᾳ τῆς Πεντηκοστῆς τὸ μυστήριον τῆς Ἁγίας καὶ Ὁμοουσίου καὶ Ἀδιαιρέτου καὶ Ἀσυγχύτου Τριάδος ὑποδείξας ἡμῖν…». Αὐτὴ ἡ «Τριαδικὴ» διάσταση τῆς Ἑορτῆς τῆς Πεντηκοστῆς ἐξηγεῖ γιατί αὐτὴ ἡ Κυριακὴ ὀνομάζεται συχνὰ ἀπὸ τοὺς Ὀρθοδόξους Κυριακὴ τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ἐξηγεῖ, ἐπίσης, γιατί οἱ Ἐκκλησίες ποὺ ἀκολουθοῦν τὸ Βυζαντινὸ τυπικὸ ἔκριναν καλὸ νὰ ἀφιερώσουν ἰδιαιτέρως τὴ Δευτέρα τῆς Πεντηκοστῆς στὸ Πρόσωπο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος: ἡ Λειτουργία καὶ τὸ μεγαλύτερο μέρος τοῦ Ἑσπερινοῦ -πλὴν τῶν Εὐχῶν- ἐπαναλαμβάνονται καὶ τὴν ἡμέρα αὐτή.
Εἶναι ἀλήθεια, ὅτι τὸ νὰ ἀφιερώνεται ἡ Δευτέρα τῆς Πεντηκοστῆς στὸ Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι κάπως παράξενο, ἀφοῦ ἡ ἀληθινὴ ἑορτὴ Του εἶναι ἡ ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, καὶ θὰ ἦταν εὐχῆς ἔργο, αὐτὴ τὴν ἴδια ἡμέρα, ἡ εὐλάβεια τῶν πιστῶν νὰ ἑστιάζεται στὸ τρίτο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, τοῦ ὁποίου ἡ ὕπαρξη καὶ ἡ δράση παραμένουν γιὰ πολλοὺς ἀπὸ τοὺς πιστοὺς τόσο λίγο γνωστές. Ἀφ’ ἑτέρου, εἶναι ὡραῖο τὸ γεγονὸς, ὅτι ἡ Ἐκκλησία μᾶς ὑπενθυμίζει τὸ Μυστήριο τῆς Ἁγίας Τριάδος. Θὰ ἦταν μεγάλο λάθος νὰ θεωροῦμε τὸ Μυστήριο αὐτὸ ὡς θεωρία ἀπόμακρη, ἀόριστη, χωρὶς καμιὰ σχέση μὲ τὸ πρακτικὸ κομμάτι τῆς ζωῆς μας. Ἡ ζῶσα καὶ ἀμοιβαία ἀγάπη τῶν Τριῶν θείων Προσώπων εἶναι τὸ αἰώνιο γεγονός, τὸ πιὸ μεγάλο, ἀπείρως μεγαλύτερο καὶ σημαντικότερο ἀπὸ ὅλα ὅσα μᾶς ἀφοροῦν προσωπικά. Ὁ ἄνθρωπος δημιουργήθηκε ἀκριβῶς ἐπειδὴ τὰ Τρία θεῖα Πρόσωπα ἤθελαν νὰ τὸν κάνουν μέτοχο, μέχρις ἑνὸς βαθμοῦ, τῆς δικῆς Τους ζωῆς. Ἤδη, ἀπὸ ἐδῶ κάτω, ἡ ζωὴ τῆς χάριτος εἶναι μία μετοχὴ στὴ ζωὴ τῆς Τριάδος. Ἡ ψυχὴ τοῦ ἐν Χριστῷ ἀποθνήσκοντος καλεῖται νὰ εἰσέλθει στὴν ἀέναη κίνηση τῆς ἀγάπης τῶν Τριῶν Προσώπων. Ἡ ἀγαπητικὴ αὐτὴ σχέση τους συνιστᾶ τὸ ὑπέρτατο πρότυπο, ἂν καὶ πάντοτε ὑπερβατικό, αὐτοῦ ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι οἱ σχέσεις μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων. Ἡ Πεντηκοστή, καταληκτικὸ γεγονὸς τοῦ ἱστορικοῦ τῆς σωτηρίας μας, μᾶς εἰσάγει στὴν καρδιὰ τοῦ μυστηρίου τῆς Τριάδος, ἑνὸς ὠκεανοῦ ἀπὸ τὸν ὁποῖο ξεκινᾶ καὶ στὸν ὁποῖο καταλήγει ὁ ποταμὸς τῆς θείας ἀγάπης, ποὺ στρέφει τοὺς ἀνθρώπους πρὸς τὸν Θεό.