Οἱ κίνδυνοι τῆς ἀναβολῆς καὶ τοῦ σκανδάλου
«Μὴ νομίσετε», ἑρμηνεύει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, «ὅτι τέτοιες εὐκαιρίες, νὰ σᾶς παρακαλοῦν μὲ τὸ κήρυγμα νὰ ξυπνήσετε, θὰ σᾶς στέλνει γιὰ πάντα ὁ Θεός. Θὰ στέλνει ὅσο εἴμαστε ἐδῶ, σ’ αὐτὴ τὴ ζωή. Γιατί μετὰ ἀκολουθεῖ δίκη καὶ ἀνταπόδοση. Κι ἐδῶ εἴμαστε γιὰ τόσο λίγο, ὥστε ἀπὸ τὴ βραχύτητα τοῦ καιροῦ τὸ πράγμα κατεπείγει».
Σωστὰ λέχθηκε ὅτι πιὸ δαιμονικὸς λογισμὸς ἀπὸ αὐτὸν ποὺ ὑποβάλλει ὅτι «δὲν ὑπάρχει Θεὸς καὶ ἀνταπόδοση» εἶναι ὁ λογισμός: «Ὑπάρχει Θεὸς καὶ ἀνταπόδοση, ἀλλὰ μὴ βιάζεσαι. Ἔχεις καιρὸ νὰ μετανοήσεις». Καὶ ναὶ μὲν τώρα «οὐ δικαστηρίου καιρός ἐστι ἀλλὰ χάριτος καὶ σωτηρίας». Ὅμως ἡ «εὐπρόσδεκτος», ἡ καλοδεχούμενη εὐκαιρία δὲν εἶναι οὔτε κἄν μετὰ ἀπὸ λίγο, ἀλλὰ ἡ κάθε στιγμὴ ποὺ ζοῦμε, ἀφοῦ κανεὶς δὲν ξέρει πότε ἡ ψυχή μας «βιαίως ἐκ τοῦ σώματος χωρίζεται».
Ἡ ταπείνωση βέβαια τοῦ ἀποστόλου Παύλου τὸν κάνει νὰ ἀγωνιᾶ ὄχι μόνο γιὰ τὴ δική μας ἀδιαφορία ἢ ἀναβλητικότητα στὴ μετάνοια ἀλλὰ κι ἐκεῖνος φοβᾶται νὰ μὴ γίνει αἰτία οὔτε στὸ ἐλάχιστο νὰ σκανδαλιστεῖ κανείς. Δὲν θέλει νὰ ξεχάσει αὐτὸ ποὺ εἶπε στοὺς Κορινθίους στὴν προηγούμενη ἐπιστολή του: «Δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ ὀνομάζομαι ἀπόστολος γιατί κατεδίωξα τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ». Στὴν ἴδια ἐπιστολὴ τοὺς εἶχε πεῖ ὅτι, γιὰ νὰ μὴ δώσει καμία ἀφορμὴ σκανδάλου σὲ κανέναν, θυσίασε κάθε δικαίωμά του: καὶ τὸ νὰ τρώει εἰδωλόθυτα, καὶ τὸ νὰ περιφέρει στὶς περιοδεῖες του γυναίκα γιὰ νὰ τὸν διακονεῖ, καὶ τὸ νὰ μὴν ἐργάζεται καὶ νὰ τὸν συντηροῦν οἱ χριστιανοί.
Τὸ χάρισμα τοῦ ὑπὲρ Χριστοῦ πάσχειν
Καὶ δὲν παραιτήθηκε ἁπλῶς ἀπὸ ὅλες τὶς νόμιμες «ἀνέσεις» του, ἀλλὰ ἑκούσια καὶ μὲ πολλὴ ὑπομονὴ σήκωσε ὁλόκληρο τὸν σταυρὸ τοῦ Ἀποστόλου, ὁ ὁποῖος στὴν περίπτωσή του περιελάμβανε θλίψεις, δαρμοὺς καὶ μαστιγώσεις, φυλακίσεις, καταδιώξεις ποὺ δὲν τὸν ἄφηναν νὰ σταθεῖ πουθενά, ἀγρυπνίες, ἔλλειψη τροφῆς. Μεγαλύτερη δόξα τοῦ Ἀποστόλου, κατὰ τὸν Χρυσορρήμονα, εἶναι οἱ φυλακίσεις του. Σύμφωνα μὲ τὸν ἅγιο Κλήμη Ρώμης, ὁ ἀπόστολος Παῦλος φόρεσε δεσμὰ ἑπτὰ φορές. Δίκαια, λοιπόν, ὁ ἐπίδοξος μιμητὴς του ἅγιος Ἰωάννης ξεσπάει σὲ μακαρισμούς:
«Δὲν μακαρίζω τὸν Παῦλο, τόσο γιὰ τὸ ὅτι ἡρπάγη στὸν παράδεισο καὶ ἄκουσε λόγια ἄρρητα, ὅσο ἐπειδὴ ὑπέμεινε δεσμὰ γιὰ τὸν Χριστό. Δὲν ἦταν τόσο ἄξια τιμῆς τὰ χέρια τοῦ Παύλου, ὅταν θεράπευαν ἀρρώστους, ὅσο ὅταν φοροῦσαν τὶς ἁλυσίδες. Μὴ θαυμάζεις ποὺ γλίτωσε καὶ ἀπὸ τὰ κύματα τῆς θάλασσας καὶ ἀπὸ τὸ δάγκωμα τοῦ φιδιοῦ στὴ Μελίτη. Καὶ τὸ φίδι καὶ ἡ θάλασσα σεβάστηκαν τὶς ἁλυσίδες του. Δὲν μὲ εὐφραίνει ὁ Παῦλος τόσο ὅταν κάνει θαύματα, ὅσο ὅταν πάσχει γιὰ τὸν Χριστό. Ἄν μοῦ ἔλεγαν νὰ διαλέξω ἀνάμεσα στὸ χάρισμα νὰ ἀνιστῶ νεκροὺς καὶ στὸ νὰ ἁλυσοδεθῶ γιὰ τὸν Χριστό, ἐγὼ θὰ διάλεγα τὶς ἁλυσίδες».
Φυσικά, δόξα τοῦ Ἀποστόλου δὲν ἦταν μόνο ἡ σωματικὴ κακοπάθεια. Πολλοὶ ἰδεολόγοι κακοπάθησαν καὶ κυριολεκτικὰ σάπισαν στὶς φυλακὲς γιὰ τὶς ἰδέες τους. Ὅμως τὸ πόσο ἀξίζει τὸ ἔργο τοῦ καθενὸς «τὸ πῦρ δοκιμάσει» (Α\’ Κορ. 3,13). Καὶ τὸ «πῦρ» εἶναι ὁ Χριστὸς καὶ ἡ ἀλήθειά του. Καὶ ἡ ὕψιστη δόξα τοῦ ἀποστόλου Παύλου εἶναι ὅτι ἔγινε λαμπάδα καὶ δέχθηκε νὰ ἀνάψει ἀπὸ αὐτὸ τὸ πῦρ τοῦ μόνου ἀληθινοῦ Θεοῦ, τὸ πῦρ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὅλες οἱ ἀρετές, λοιπόν, ποὺ στόλιζαν τὸν Ἀπόστολο κατὰ τὴ διακονία του, ἡ ἁγνότητα, ἡ ἀνιδιοτέλεια, ἡ μακροθυμία, ἡ καλοσύνη, ἡ ἀνυπόκριτη ἀγάπη, δὲν εἶναι ἁπλῶς ἠθικὰ κατορθώματα τοῦ Παύλου, καρποὶ ἀνθρωποκεντρικῶν τεχνικών· εἶναι καρποὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τοῦ ὁποίου καθαρὸ δοχεῖο ἀγωνίστηκε νὰ γίνει ὁ πρώην θεομάχος Σαούλ. Καὶ ὁ Ἀπόστολος τὶς καλλιέργησε ὄχι γιὰ νὰ δοξάσει τὸν ἑαυτὸ του ἀλλὰ τὸν Θεό, τὴν Πηγὴ Τῆς Ἀλήθειας καὶ τῆς πραγματικῆς Δύναμης.
Τὰ δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ ὄπλα
Στὸν ἀγώνα του αὐτὸν ὁ Παῦλος γιὰ τὴν ἀλήθεια καὶ τὴ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ ἔζησε καὶ χαρὲς καὶ λύπες. Ἄλλοι τὸν τιμοῦσαν, τὸν ἐπαινοῦσαν καὶ τὸν ἀναγνώριζαν, ἐνῶ ἄλλοι τὸν ἐξευτέλιζαν, τὸν δυσφήμιζαν ἢ τὸν ἁγνοοῦσαν· ἄλλοι τὸν θεωροῦσαν ἀπατεώνα, ἐνῶ ἄλλοι κήρυκα τῆς ἀλήθειας. Μερικὲς φορὲς ἔφτασε καὶ στὸ χεῖλος τοῦ θανάτου, ὅπως ὅταν λιθοβολήθηκε στὰ Λύστρα, ὁ Θεὸς ὅμως τὸν ἔσωσε, γιὰ νὰ κοπιάσει λίγο ἀκόμα γιὰ τὴ δόξα του. Ἦταν πάμπτωχος καὶ ἀκτήμων, ἀλλὰ εἶχε τὰ πάντα στὴ διάθεσή του ἀπὸ τὴν ἀγάπη τῶν πιστῶν. Καὶ δικαιολογημένα ἀναρωτιέται ὁ Χρυσορρήμων Ἰωάννης: «Πῶς νὰ μὴν εἶχε δικά του ὅλα τὰ δικά τους, αὐτὸς ποὺ τὸν ὑποδέχονταν σὰν ἄγγελο καὶ ποὺ γιὰ χάρη του ἦταν ἕτοιμοι νὰ βγάλουν τὰ μάτια τους καὶ νὰ τοῦ τὰ δώσουν;».
Ὅμως, ὅπως ἐπισημαίνει ὁ ἅγιος Θεοφύλακτος, οὔτε τὶς χαρὲς τὶς ἄφησε νὰ τοῦ «φουσκώσουν τὰ μυαλὰ» («τοῖς εὐθυμοτέροις ὀγκούμεvος») οὔτε τὶς λύπες νὰ τὸν ἀποθαρρύνουν («τοῖς λυπηροῖς συστελλόμενος»). Καὶ τὰ δύο τὰ ἔκανε ὅπλα δικαιοσύνης, «δεξιὰ καὶ ἀριστερά», γιὰ νὰ μένει ἄτρωτος ἀπὸ πάθη καὶ νὰ κερδίζει ψυχὲς γιὰ τὸν Χριστό.