Τὴν Μεγάλη Πέμπτη τὸ βράδυ, ντύνομαι παπαδάκι μὲ τὰ ἄλλα τὰ παιδιὰ καὶ βγαίνουμε μὲ τὶς λαμπάδες σὲ ὅλα τὰ εὐαγγέλια καὶ στὰ δώδεκα. Ὁ θεῖος μου μόλις ἀκούγεται τὸ σήμερα κρεμᾶται ἐπὶ ξύλου, δακρύζει καὶ σκουπίζει τὰ μάτια του. Μετὰ τὰ Δώδεκα Εὐαγγέλια, ὁ κόσμος μένει ὅλο τὸ βράδυ στὴν ἐκκλησία τοῦ χωριοῦ μου, γιὰ νὰ ξενυχτήσει τὸν Χριστό. Μόλις ξημερώσει ἡ Μεγάλη Παρασκευή, βγαίνουν τὰ κορίτσια μὲ μεγάλα κοφίνια, γιὰ νὰ μαζέψουν λουλούδια γιὰ τὸν Ἐπιτάφιο. Τὰ ἀγόρια χωριζόμαστε σὲ ὁμάδες καὶ ἀνεβαίνουμε στὸ καμπαναριὸ γιὰ τὸ πένθιμο χτύπημα τῆς καμπάνας, πέντε χτυπήματα ἡ μικρὴ ἕνα ἡ μεγάλη, χωρὶς σταματημὸ ὥς τὸ ἀπόγευμα ποὺ γίνεται ἡ ἀποκαθήλωση καὶ τὸ τύλιγμα τοῦ Χριστοῦ μὲ τὸ σεντόνι. Μόλις στολίσουμε τὸν ἐπιτάφιο, ἀρχίζουμε νὰ τραγουδοῦμε ὅλοι μαζί τοῦ Χριστοῦ τὸ τραγούδι:
«Καλὸ ΄ναι καὶ ἅγιος ὁ Θεός, καλὸ ΄ναι καὶ ἂς τὸ λέμε. /Ὅποιος τὸ λέει σώζεται, ὅποιος τὸ ἀκούει ἁγιάζει,/ κι ὅποιος τὸ καλοαφουγκραστεῖ Παράδεισο θὰ λάβει. /Παράδεισο καὶ λίβανο ἀπὸ τὸν Ἅγιο Τάφο/ Ἐκεῖ δεντρὶ δὲ φύτρωνε, δεντρὶ ξεφανερώθη. /Τὸ δέντρο ἦταν ὁ Χριστός, ἡ ρίζα ἡ Παναγία/ Καὶ τὰ περικοκλάδια του οἱ Δώδεκα Ἀποστόλοι/ Τὰ φύλλα ὁποὺ πέφτανε ἦταν οἱ Μαρτυράδες/ Ποὺ μαρτυροῦσαν κι ἔλεγαν γιὰ τοῦ Χριστοῦ τὰ Πάθη. /Ἡ Παναγιὰ ἡ Δέσποινα καθόταν μοναχή της, /τὴν προσευχὴ της ἔκανε γιὰ τὸ μονογενῆ της. /Φωνὴ τῆς ἦρθε ἐξ΄ οὐρανοῦ καὶ ἀπὸ ἀρχαγγέλου στόμα: /«Σώνει, Κυρά μου, οἱ προσευχές, σώνουν καὶ οἱ μετάνοιες, /Τὸ γιό σου τὸν ἐπιάσανε καὶ στὰ καρφιὰ τὸν πᾶνε. /Σὰν κλέφτη τὸν ἐπιάσανε καὶ σὰ φονιὰ τὸν πᾶνε /Καὶ στοῦ Πιλάτου τὴν αὐλή, ἐκεῖ τὸν τυραννᾶνε» /Ἡ Παναγιὰ σὰν τ΄ ἄκουσε πέφτει, λιποθυμάει, /Σταμνιὰ νερὸ τῆς ρίξανε, δύο κανάτια μόσχο, /τέσσερα τὸ ροδόσταμο ὥσπου νὰ συνεφέρει. /Καὶ μόλις ἐσυνέφερε, Ζητᾶ γκρεμὸ νὰ γκρεμιστεῖ, φωτιὰ νὰ πάει νὰ πέσει, /Ζητᾶ μαχαίρι νὰ σφαγεῖ γιὰ τὸ Μονογενῆ της. /Πῆρε τὴ στράτα τὸ στρατί, στρατὶ τὸ μονοπάτι, /τὸ μονοπάτι τὴν ἔβγαλε στοῦ οὐρανοῦ τὴν πόρτα. /Κοιτάει ζερβά, κοιτάει δεξιά, κανένα δὲ γνωρίζει, /Κοιτάει δεξιότερα, βλέπει τὸν Ἁϊ- Γιάννη /«Ἁϊ- Γιάννη Πρόδρομε καὶ Βαφτιστὴ τοῦ γιοῦ μου, /μὴν εἶδες τὸν ἰόκα μου καὶ σὲ διδάσκαλό σου; /«Βλέπεις ἐκεῖνον τὸ φτωχὸ τὸν παραπονεμένο, /ὁποὺ φορεῖ στὴν κεφαλὴ ἀγκάθινο στεφάνι; /Αὐτὸς εἶναι ὁ ἰόκας σου καὶ ὁ διδάσκαλός μου. /«Καρφιά, καρφιά, φτιάξτε καρφιά, φτιάξτε τρία σπιρούνια…» /Κι ἐκεῖνος ὁ παράνομος πιάνει καὶ φτιάχνει πέντε, /τὰ δύο νὰ μποῦν στὰ χέρια του καὶ τὰ ἄλλα δύο στὰ πόδια, /τὸ πέμπτο τὸ φαρμακερὸ νὰ μπεῖ μὲς στὴν καρδιά του. /Ἡ Παναγιὰ πλησίαζε, γλυκὰ τὸν ἐρωτοῦσε: /«Δὲ μοῦ μιλᾶς, παιδάκι μου, δὲ μοῦ μιλᾶς παιδί μου;» /«Τί νὰ σοῦ πῶ, μανούλα μου, διάφορο δὲν ἔχει. /Μόνο τὸ Μέγα Σάββατο, κοντὰ στὸ μεσονύχτι, /ποὺ θὰ λαλήσει ὁ πετεινός, σημαίνουν οἱ καμπάνες». /Καλὰ ΄ναι κι Ἅγιος ὁ Θεός, καλὸ ΄ναι κι ἂς τὸ λέμε.»
Τὸ βράδυ ἀργὰ γυρίζουμε τὸν ἐπιτάφιο σὲ ὅλες τὶς ροῦγες τοῦ χωριοῦ καὶ στὰ παράθυρα εἶναι ἀναμμένα θυμιατὰ καὶ μυρίζει ὄμορφα λιβάνι. Ὅλοι σηκώνουν ἀπὸ λίγο τὸν ἐπιτάφιο καὶ μόλις ξαναφτάσουμε στην ἐκκλησία τὸν γυρίζουμε τρεῖς φορὲς γύρω γύρω καὶ ὅλοι περνᾶμε ἀπὸ κάτω του γιὰ τὸ καλό. Τὸ Μεγάλο Σάββατο ὅλη τὴν μέρα δὲν τρῶμε τίποτα σχεδὸν γιατί ὁ πατέρας μου λέει ὅτι εἶναι τὸ μόνο Σάββατο τοῦ χρόνου ποὺ δὲν τρῶμε οὔτε λάδι.
Τὸ βράδυ φορᾶμε τὰ καλά μας, παίρνουμε τὶς λαμπάδες μας καὶ πηγαίνουμε στὴν ἐκκλησία γιὰ τὴν Ἀνάσταση. Στὴν ἀρχὴ ἡ ἐκκλησία εἶναι γεμάτη ἀλλὰ μετὰ τὸ Χριστὸς Ἀνέστη μένουμε λίγοι καὶ περιμένουμε ὥς τὸ τέλος νὰ κοινωνήσουμε καὶ νὰ φωνάξουμε τὸ Ἐπικράνθη ποὺ ἔγραψε ὁ Ἁη Γιάννης ὁ Χρυσόστομος. Μετὰ ἀργὰ τὴν νύχτα φιλιόμαστε ὅλοι καὶ φεύγουμε μὲ τὸ ἅγιο φῶς νὰ τὸ πᾶμε σπίτι νὰ σταυρώσουμε τὴν πόρτα. Ἐκεῖ τρῶμε μαγειρίτσα καὶ τσουγκρίζουμε αὐγά.
Τὴν ἄλλη μέρα κρεμᾶμε στὴν ἐκκλησία τὸν Ἰούδα ποὺ τὸν καῖμε γιατί πρόδωσε τὸν Χριστό μας γιὰ τριάντα ἀργύρια, καὶ πᾶμε τὸ ἀπόγευμα στὴν ἀγάπη καὶ ξαναανάβουμε τὶς λαμπάδες.
Τὸ Πάσχα λαχταρῶ νὰ τὸ περνάω στὸ χωριό μου καὶ πάντα στενοχωριέμαι ὅταν τελειώνει.