Ἐννόημα
    Ἐννόημα
  • !

    Ὁ Ροστόβτσεφ διάβασε ἀργὰ καὶ καθαρὰ ὁλόκληρο τὸ πέμπτο κεφάλαιο τοῦ κατὰ Ματθαῖον εὐαγγελίου, καὶ κανένας δὲν κουνήθηκε, κανένας δὲν διαμαρτυρήθηκε. Μήπως ἡ ἱερόσυλη μεταμόρφωση τοῦ ἠθοποιοῦ εἶχε ἀποκαταστήσει μπροστὰ στὰ μάτια τους — ὅπως, ἄλλωστε, καὶ στοῦ ἴδιου τὰ μάτια — τὴ γκρεμισμένη εἰκόνα τοῦ ζωντανοῦ Κυρίου;…

  • !

    Ὁ Ροστόβτσεφ σχημάτισε μ’ εὐλαβικὴ ἐπιδεκτικότητα πάνω στὸ σῶμα του τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ, καὶ εἶπε: Μνήσθητί μου. Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου!…

  • !

    Λόγω ξαφνικῆς ἀσθένειας τοῦ συντρόφου Ροστόβτσεφ, ἡ σημερινὴ θεατρικὴ παράσταση ματαιώνεται!

Ὁ Χριστὸς μὲ φράκο

Φαίνεται πὼς εἶχαν σχεδιάσει ἀπὸ καιρὸ νὰ κάνουν ἀντιπερισπασμὸ στὴ νυχτερινὴ ἀκολουθία τῆς Ἀναστάσεως. Ὁλόκληρη τὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα ἦταν ἀναρτημένα πλακὰτ σ᾿ ὅλα τὰ κεντρικὰ καὶ πολυσύχναστα σημεῖα τῆς πόλης:

Ὄρθρος τῆς Κομσομόλ!
Ἀκριβῶς στὶς 12 τὰ μεσάνυχτα!
Ἐλατὲ νὰ δεῖτε τὴ νέα κωμῳδία τοῦ Ἀντώνη Ἰζιούμωφ
Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΜΕ ΦΡΑΚΟ
Στὸν κεντρικὸ ρόλο
Ὁ ἠθοποιὸς τοῦ θεάτρου Μόσχας
Ἀλέξανδρος Ροστόβτσεφ.
Χείμαρρος εὐφυολογίας!
Τρελλὸ γέλιο!

Τὸ βράδυ τοῦ Μεγάλου Σαββάτου, ἡ δημοτικὴ μπάντα πέρασε ἀπ᾿ ὅλους τοὺς δρόμους τῆς πόλης, καλώντας τὸ λαὸ στὴν παράσταση. Μπροστὰ ἀπὸ τοὺς ὀργανοπαῖχτες πήγαινε ἕνας σωματώδης νεαρός με ἱερατικὴ ἀμφίεση καὶ καλυμμαύχι. Κρατοῦσε ἕνα πλακὰτ σὰν λάβαρο, ὁποὺ ἦταν ζωγραφισμένος ὁ Χριστὸς μὲ φράκο καὶ ψηλὸ καπέλο! Στὰ πλάγια βάδιζαν κομσομόλοι μὲ ἀναμμένες δᾴδες. Ὅλη ἡ πόλη εἶχε σηκωθεῖ στὸ πόδι.

Πλῆθος ἄρχισε νὰ καταφθάνει στὸ θέατρο. Πάνω ἀπὸ τὴν κεντρικὴ εἴσοδό του ἔγραφε μὲ κόκκινα φωτεινὰ γράμματα:

Ὁ ΧΡΙΣΤΟΣ ΜΕ ΦΡΑΚΟ

Στὴ μεγάλη αἴθουσα τὰ μεγάφωνα μετέδιδαν ραδιοφωνικὴ ὁμιλία ἀπὸ τὸ σταθμὸ τῆς Μόσχας μὲ θέμα: «Ὁ αἰσχρὸς ρόλος τοῦ χριστιανισμοῦ στὴν Ἱστορία τῶν λαῶν». Ὅταν σταμάτησαν τὰ μεγάφωνα, ἡ χορωδία τῶν κομσομόλων, μὲ συνοδεία ἀκορντεόν, ἄρχισε νὰ τραγουδάει:

Μὲ τὴν προσευχὴ δὲ βλέπω προκοπή.
Σβησμένο εἶναι τὸ χέρι μου.
Δὲ θέλω, ὄχι, τὸν προφήτη Ἠλία!
Δῶστε μου τὸ φῶς τοῦ Ἠλία*!…

* Ὑπονοοῦν τὸν Λένιν, τοῦ ὁποίου ὁ πατέρας λεγόταν Ἠλίας.

Τὸ πλῆθος ξέσπασε σὲ ἀλαλαγμούς, βρισιὲς καὶ χαχανητά. Ἔβαλαν τὰ χέρια στοὺς γοφούς, ἔτριξαν τὰ δόντια, βρυχήθηκαν:

— Κι ἄλλο, παιδιά! Πιὸ ἄγρια! Βαρᾶτε!…

… Τρεῖς γριὲς ψωμολυσσιάρες
Δυο σαρακιασμένοι γέροι
Ἄδειο, ἄδειο τὸ ἐκκλησάκι
Δὲν μαζεύει πιὰ πεντάρα!…

— Πιὸ δυνατά! Δῶστε του! Πιὸ ζωντανά!

…Ἄχ, αὐγουλάκι μου
δὲν ἔχεις τσουγκριστεῖ
Μὲ πόσες θεϊκὲς κουταμάρες
ἔχουμε ποτιστεῖ!…

— Πιό δυ-να-τά! Καὶ πιὸ σκλη-ρά!

Πλησίαζαν μεσάνυχτα.

Ἀπὸ τὴ μικρὴ ἐκκλησούλα, ποὺ ἦταν κοντὰ στὸ θέατρο, βγῆκαν οἱ πιστοὶ γιὰ τὴν τελετὴ τῆς Ἀναστάσεως. Σκοτάδι. Οἱ ἄνθρωποι δὲν ξεχωρίζουν — μονάχα οἱ φλογίτσες τῶν κεριῶν, ποὺ τρεμόπαιζαν καὶ προχωροῦσαν ἀργὰ-ἀργά.

«Τὴν ἀνάστασίν σου, Χριστὲ Σωτήρ,
ἄγγελοι ὑμνοῦσιν ἐν οὐρανοῖς…»

Σὰν εἶδαν τὴ λιτανεία οἱ κομσομόλοι, ξελαρυγγιάστηκαν στὰ γιουχαΐσματα καὶ τὰ σφυρίγματα.

Τό ᾿στησαν πάλι στὸ τραγούδι:

Ἔ, σύ, μηλαράκι μου, κυλίσου
Ὁ δρόμος εἶναι γλιστερὸς
Παράσυρε ὅλους τοὺς ἁγίους
Πάσχα τῶν κομσομόλων.

Οἱ φλόγες τῶν κεριῶν ἦταν τώρα ἀκίνητες μπροστὰ στὴν εἴσοδο τοῦ ναΐσκου.

Ἀπὸ κεῖ ἦρθε ἡ ἀπόκριση στὸ τραγούδι τῶν κομσομόλων:

«Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν
θανάτῳ θάνατον πατήσας
καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι
ζωὴν χαρισάμενος»!

Ἡ μεγάλη αἴθουσα τοῦ θεάτρου ἦταν γεμάτη κόσμο. Ἡ παράσταση ἄρχισε…

Πράξη πρώτη:

Πάνω στὴ σκηνὴ εἶχαν ἀναπαραστήσει τὸ ἱερὸ ἑνὸς ναοῦ. Στὴν ὑποτιθέμενη ἁγία τράπεζα βρίσκονταν μπουκάλια μὲ κρασὶ καὶ μεζέδες. Ὁλόγυρα, σὲ ψηλὰ καθίσματα — αὐτὰ ποὺ ἔχουν στὰ μπὰρ — ἦταν καθισμένοι οἱ ἠθοποιοί, ντυμένοι μὲ ἱερατικὰ ἄμφια. Τσούγκριζαν καὶ ἔπιναν μὲ ἅγια ποτήρια. Κάποιος ἄλλος, μὲ διακονικὸ στιχάρι, ἔπαιζε φυσαρμόνικα. Στὸ πάτωμα κάθονταν σταυροπόδι μερικὲς τάχα καλόγριες κι ἔπαιζαν χαρτιά.

Οἱ θεατὲς ἔσκαγαν στὰ γέλια.

Κάποιος ζαλίστηκε. Τὴν ὥρα ποὺ τὸν ἔβγαζαν ἀπὸ τὴν αἴθουσα, βρυχιόταν σὰν θηρίο, γελώντας ἄγρια καὶ κουνώντας τὸ κεφάλι, μὰ ἔχοντας τὸ βλέμμα πάντα καρφωμένο στὴ σκηνή, οἱ παράξενοι μορφασμοὶ τοῦ χλωμοῦ προσώπου του προκάλεσαν περισσότερο γέλιο…

Στὸ διάλειμμα οἱ ὑπεύθυνοι τῆς παραστάσεως ἔλεγαν:

— Ὅσα εἴδατε εἶναι μόνο τὰ λουλούδια, καρποὶ θά ᾿ρθουν σὲ λίγο! Περιμένετε… Στὴ δεύτερη πράξη θὰ βγεῖ ὁ Ροστόβτσεφ, καὶ τότε πραγματικὰ θὰ τρελαθεῖτε!…

Πράξη δεύτερη:

Ὁ διάσημος ἠθοποιὸς παρουσιάστηκε στὴ σκηνὴ κάτω ἀπὸ θύελλα ζητωκραυγῶν καὶ χειροκροτημάτων. Φοροῦσε μακρύ, λευκὸ χιτῶνα καὶ στὰ χέρια του κρατοῦσε χρυσὸ Εὐαγγέλιο. Παρίστανε τὸ Χριστό. Σύμφωνα μὲ τὸ ἔργο, ἔπρεπε νὰ διαβάσει δυὸ στίχους — μονὸ δυὸ στίχους — ἀπὸ τοὺς Μακαρισμούς. Πλησίασε ἀργά, μὲ ἱεροπρέπεια, σ᾿ ἕνα ἀναλόγιο καὶ ἀκούμπησε τὸ Εὐαγγέλιο. Μὲ τὴ βαθιά, κυματιστὴ φωνή του ἀναφώνησε:

– Πρόσχωμεν!

Στὴν αἴθουσα ξαφνικὰ βασίλεψε ἀπόλυτη σιωπή.

Ὁ Ροστόβστεφ ἄνοιξε τὸ ἱερὸ βιβλίο καὶ ἄρχισε νὰ διαβάζει:

— Μακάριοι οἱ πτωχοὶ τῷ πνεύματι, ὅτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν…
Μακάριοι οἱ πενθοῦντες, ὅτι αὐτοὶ παρακληθήσονται…

Στὸ σημεῖο αὐτὸ ἔπρεπε νὰ σταματήσει. Ἐδῶ ἀκριβῶς θὰ ἀπάγγελλε ἕναν φοβερό, χλευαστικό, βλάσφημο μονόλογο, ποὺ θὰ τελείωνε μὲ τὴ φράση: «Φέρτε μου τὸ φράκο καὶ τὸ καπέλλο!»

Δὲν ἔγινε ὅμως αὐτό!

Ὁ ἠθοποιὸς ἀπροσδόκητα σωπαίνει. Καὶ ἡ σιωπή του κρατάει τόσο πολύ, ποὺ ἀπὸ τὰ παρασκήνια ἀρχίζουν ν᾿ ἀνησυχοῦν. Τοῦ ὑπαγορεύουν τὰ λόγια ποὺ ἔπρεπε νὰ πεῖ, τοῦ κάνουν ἀπεγνωσμένα νοήματα… αὐτὸς ὅμως στέκεται σὰν μαρμαρωμένος. Δὲν ἀκούει, δὲν βλέπει, δὲν καταλαβαίνει τίποτα.

Τέλος, σὲ μιὰ στιγμή, συνταράζεται ὁλόκληρος. Μὲ τρομαγμένο βλέμμα κοιτάζει τὸ ἀνοιχτὸ Εὐαγγέλιο. Τὰ χέρια του τραβᾶνε σπασμωδικὰ τὸ χιτῶνα. Τὸ πρόσωπό του ἀλλοιώνεται. Στυλώνει τὰ μάτια στὸ βιβλίο καὶ ἀρχίζει πρῶτα νὰ ψιθυρίζει κι ἔπειτα νὰ διαβάζει ὅλο καὶ πιὸ δυνατά:

— Μακάριοι οἱ πεινῶντες καὶ διψῶντες τὴν δικαιοσύνην, ὅτι αὐτοὶ χορτασθήσονται. Μακάριοι οἱ ἐλεήμονες, ὅτι αὐτοὶ ἐλεηθήσονται…

Εἶναι ἀπίστευτο: Στὸ θέατρο, ποὺ πρὶν ἀπὸ λίγο τὸ δονοῦσαν οἱ βλαστήμιες καὶ οἱ ἐμπαιγμοί, ἐπικρατεῖ τώρα νεκρικὴ σιγή. Καὶ μέσα σ᾿ αὐτὴ τὴ σιγὴ κυκλοφοροῦν, σὰν τὶς πασχαλινὲς λαμπάδες ὁλόγυρα στὴν ἐκκλησία, τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ:

— Ὑμεῖς ἐστε τὸ φῶς τοῦ κόσμου… ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν… προσεύχεσθε ὑπὲρ τῶν ἐπηρεαζόντων ὑμᾶς καὶ διωκόντων ὑμᾶς…

Ὁ Ροστόβτσεφ διάβασε ἀργὰ καὶ καθαρὰ ὁλόκληρο τὸ πέμπτο κεφάλαιο τοῦ κατὰ Ματθαῖον εὐαγγελίου, καὶ κανένας δὲν κουνήθηκε, κανένας δὲν διαμαρτυρήθηκε. Μήπως ἡ ἱερόσυλη μεταμόρφωση τοῦ ἠθοποιοῦ εἶχε ἀποκαταστήσει μπροστὰ στὰ μάτια τους — ὅπως, ἄλλωστε, καὶ στοῦ ἴδιου τὰ μάτια — τὴ γκρεμισμένη εἰκόνα τοῦ ζωντανοῦ Κυρίου;…

Στὰ παρασκήνια ἀκούγονταν δυνατοὶ ψιθυρισμοὶ καὶ νευρικοὶ βηματισμοί. Δὲν εἶναι δυνατόν! Θ᾿ ἀστειεύεται ὁ Ροστόβτσεφ! Κάποιο κόλπο σκαρώνει! Νά, τώρα, ὅπου νά ᾿ναι, μ᾿ ἕνα χτύπημα στὰ γόνατα, μὲ δυό του λέξεις, θὰ ξεσηκώσει τὸ κοινό! θὰ τοὺς κάνει νὰ χτυπιοῦνται!…

Μὰ στὴ σκηνὴ ἔγινε κάτι ἀκόμα πιὸ ἀπροσδόκητο, ποὺ ἔκανε ἀργότερα ὁλόκληρη τὴ χώρα νὰ τὸ συζητάει:

Ὁ Ροστόβτσεφ σχημάτισε μ᾿ εὐλαβικὴ ἐπίδεκτικοτητα πάνω στὸ σῶμα του τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ, καὶ εἶπε:

– Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου!…

Κάτι ἀκόμα πῆγε νὰ πεῖ, ἀλλὰ τὴ στιγμὴ ἐκείνη κατέβασαν τὴν αὐλαία. Μετὰ ἀπὸ λίγα λεπτά, μιὰ νευρικὴ φωνὴ ἀνακοίνωσε ἀπὸ τὰ μεγάφωνα:

— Λόγω ξαφνικῆς ἀσθένειας τοῦ συντρόφου Ροστόβτσεφ, ἡ σημερινὴ θεατρικὴ παράσταση ματαιώνεται!