Η ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΚΑΤΑ ΤΟΝ Θ\’ (ΕΝΑΤΟ) ΑΙΩΝΑ
Ὡς τὶς ἀρχὲς τοῦ Θ\’ (ἔνατου) αἰώνα εἶχαν περάσει ἤδη περισσότερα ἀπὸ χίλια ἑκατὸ χρόνια, ἀφ\’ ὅτου ἱδρύθηκε ἡ πόλη τῆς Θεσσαλονίκης (315 π.Χ.)• κατὰ τὸ χρονικὸ αὐτὸ διάστημα ἡ πόλη εἶχε δεῖ μέρες λαμπρῆς δόξας καὶ δεινῶν συμφορῶν, ἀλλὰ ἔμενε πάντοτε φημισμένη καὶ ὑπερήφανη.
Ὡς πρωτεύουσα τοῦ Ἰλλυρικοῦ κατὰ τὴ βυζαντινὴ ἐποχὴ χρειάστηκε νὰ κάνει μεγαλειώδεις ἀγῶνες γιὰ νὰ προφυλάξει τὸν Ἑλληνισμὸ καὶ τὸν Χριστιανισμὸ ἀπὸ τοὺς βαρβάρους ποὺ ἔρχονταν ἀδιάκοπα ἀπὸ τὸν βορρᾶ· τοὺς Γότθους, τοὺς Οὕννους, τοὺς Ἀβάρους, τοὺς Σλάβους.
Προστάτης σὲ αὐτοὺς τοὺς ἀγῶνες τους ὑπῆρξε ὁ πανένδοξος μάρτυρας Δημήτριος, ὁ ὁποῖος ἐμφανιζόταν πάνω στὰ τείχη τῆς πόλεως μὲ λευκὴ χλαμύδα καὶ ἐνίσχυε τοὺς ἀμυνόμενους κάθε φορὰ ποὺ οἱ ἐπιδρομεῖς στένευαν τὴν πολιορκία. Γι\’ αὐτὸ οἱ Θεσσαλονικεῖς δὲν παρέλειπαν εὐκαιρία νὰ ἐκδηλώσουν τὴν εὐγνωμοσύνη τους πρὸς τὸν λυτρωτὴ Ἅγιο, ὅπως βλέπουμε καὶ στὴν ἐπιγραφὴ ποὺ βρέθηκε στὸ ναό του.
Κτίστας θεωρεῖς τοῦ πανενδόξου δόμου
ἐκεῖθεν Ἔνθεν μάρτυρος Δημητρίου,
τὸν βάρβαρον κλύδωνα βαρβάρων στόλων
μετατρέποντος καὶ πάλιν λυτρωμένου.
Στὰ τέλη τοῦ Ζ\’ (ἕβδομου) αἰώνα οἱ ἐπιδρομὲς ἔληξαν καὶ ἡ Θεσσαλονίκη εἰσῆλθε σὲ περίοδο νέας ἀκμῆς. Ὡς τότε ὁ Ἅγιος Δημήτριος προφύλασσε τὴν πόλη ἀπὸ τὶς ἐπιδρομὲς τῶν βαρβάρων μὲ δύναμη, ἀλλὰ ἔκτοτε τὴν ἐνισχύει στὸ ἔργο τῆς ἐξημέρωσης τῶν βαρβάρων μὲ τὸ λόγο καὶ τὸ πνεῦμα. Δὲν ἦταν ἄγνωστο τὸ ἔργο αὐτὸ στὴ χριστιανικὴ παράδοση τῆς πόλης, ἡ ὁποία κατὰ τοὺς ἀποστολικοὺς χρόνους ἀποτελεῖ κέντρο μετάδοσης τοῦ Εὐαγγελίου στὸν Ἑλληνικὸ χῶρο. Γι\’ αὐτὸ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἔγραψε πρὸς τοὺς Θεσσαλονικεῖς τοὺς ἐγκωμιαστικοὺς αὐτοὺς λόγους: «ὥστε γενέσθαι ὑμᾶς τύπους πᾶσι τοῖς πιστεύουσιν ἐν τῇ Μακεδονίᾳ καὶ ἐν τῇ Ἀχαΐᾳ ἀφ\’ ὑμῶν γὰρ ἐξήχηται ὁ λόγος τοῦ Κυρίου οὐ μόνον ἐν τῇ Μακεδονίᾳ καὶ ἐν τῇ Ἀχαΐᾳ, ἀλλὰ καὶ ἐν παντὶ τόπῳ ἡ πίστις ὑμῶν ἡ πρὸς τὸν Θεὸν ἐξελήλυθεν, ὥστε μὴ χρείαν ἡμᾶς ἔχειν λαλεῖν τι». Οἱ λόγοι αὐτοὶ ἐπρόκειτο νὰ ἐπαληθεύσουν καὶ πάλι κατὰ τοὺς χρόνους τῶν μεγάλων ἱεραποστόλων Κυρίλλου καὶ Μεθοδίου.
Ὁ λόγιος ἱερέας Ἰωάννης Καμενιάτης στὶς ἀρχὲς τοῦ Γ\’ (τρίτου) αἰώνα περιγράφει τὴν πόλη καὶ τὰ περίχωρά της μὲ ζωηρὰ χρώματα. Πλούσιες πεδιάδες, λέει, ἀνοίγονται πρὸς τὶς δύο πλευρὲς τοῦ ὄρους Χορτιάτη. Ἡ περιοχὴ πρὸς τὸ βορρᾶ καταλαμβάνεται σὲ ἕνα ἀρκετὰ μεγάλο ποσοστὸ ἀπὸ δύο λίμνες ποὺ ἔχουν ἀφθονία ψαριῶν καὶ τὸ ὑπόλοιπο μέρος καλλιεργεῖται ἢ βόσκεται ἀπὸ τὰ χρήσιμα ζῶα. Ἡ πεδιάδα ποὺ ἐκτείνεται στὸ νότιο μέρος τοῦ βουνοῦ καὶ ἀνατολικά τῆς πόλης χαρακτηρίζεται ἀπὸ ἀπερίγραπτη ὀμορφιά, μὲ χωράφια, ἀμπέλια, κήπους, πυκνὰ δάση, ἄφθονα νερά. Πολυάριθμα μοναστήρια στοὺς πρόποδες τοῦ βουνοῦ καὶ τὴν πεδιάδα ὀμορφαίνουν τὰ μάτια τῶν περαστικῶν καὶ τῶν ἐπισκεπτῶν. Ἄλλη, ὅμως, πεδιάδα ἐξίσου καρποφόρα ἐκτείνεται στὰ δυτικά τῆς πόλης.
Ἡ Θεσσαλονίκη ἦταν τότε μεγάλη καὶ πολυάνθρωπη. Περιβαλλόταν ἀπὸ τείχη ἰσχυρὰ καὶ προπύργια. Πλήθη λαοῦ κατέκλυζαν τὴν ἀγορὰ καὶ τὴ μεγάλη λεωφόρο ποὺ διαχώριζε σὲ δύο τμήματα τὴν πόλη. Ἡ οἰκονομική της ἄνθηση τὴν εἶχε καταστήσει κέντρο ἕλξεως τοῦ ἐνδιαφέροντος τῶν ἐμπόρων καὶ τῆς ἁρπακτικῆς διάθεσης τῶν πειρατῶν ἀπὸ τὰ πέρατα τῆς γῆς.
Μεγαλοπρεπεῖς ναοὶ καὶ ἐπιβλητικὰ δημόσια κτίρια διακοσμοῦσαν τὶς πλατεῖες της καὶ δέχονταν τὰ πλήθη γιὰ ἱκανοποίηση τῶν θρησκευτικῶν καὶ τῶν κοινωνικῶν ἀναγκῶν τους. Τὸν ἀρχιεπισκοπικό της θρόνο τίμησαν τότε δύο διάσημοι ἄνδρες ἀπὸ ξένες ἐπαρχίες, Ἰωσὴφ ὁ Ὑμνογράφος καὶ Λέων ὁ Μαθηματικός, ὁ μετέπειτα πρύτανης τοῦ πανεπιστημίου Κωνσταντινούπολης.
Ἀλλὰ τὸ φωτεινὸ στεφάνι τῆς δόξας της ἔπλεξαν τὰ δύο δικά της τέκνα, Κύριλλος καὶ Μεθόδιος.
ΜΕΘΟΔΙΟΣ ΚΑΙ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ
Οἱ γονεῖς τῶν δύο ἀδελφῶν ἦταν εὐγενικῆς καταγωγῆς. Ὁ πατέρας τους Λέων ὑπηρετοῦσε στὴ Θεσσαλονίκη ὡς δρουγγάριος, δηλαδὴ ὡς χιλίαρχος, καὶ ἔπειτα προβιβάστηκε σὲ στρατηγό. Συγκέντρωσε τότε στὰ χέρια του τὴν πολιτικὴ καὶ τὴ στρατιωτικὴ ἐξουσία τῆς Μακεδονίας. Εἶχαν ἑφτὰ παιδιά, ἐκ τῶν ὁποίων τὸ τελευταῖο, ὁ Κωνσταντῖνος, γεννήθηκε τὸ 827. Ὁ Μεθόδιος ἴσως νὰ εἶχε γεννηθεῖ τὸ 820.
Ἡ ἀτμόσφαιρα εὐσέβειας ποὺ ἐπικρατοῦσε στὸ σπίτι τοῦ Λέοντα ἔδωσε στοὺς δύο ἀδελφοὺς τὴν πρώτη ὤθηση πρὸς τὶς πνευματικὲς ἐνασχολήσεις. Τὰ βήματά τους ὁδηγοῦνταν συχνὰ στοὺς περίφημους ναοὺς τῆς πόλης, στὴν Ἀχειροποίητο καὶ τὴν Ἁγία Σοφία, καὶ πολὺ συχνότερα στὸ ναὸ τοῦ πολιούχου Ἁγίου Δημητρίου, τοῦ ὁποίου τὴ λιτανεία παρακολουθοῦσαν κάθε χρόνο στὴ μεγάλη λεωφόρο. Ἄλλοτε πάλι ἔβγαιναν ἔξω ἀπὸ τὰ τείχη γιὰ νὰ ἐπισκεφτοῦν τὰ πολυάριθμα μοναστήρια ποὺ ἦταν διασκορπισμένα στὴν ὕπαιθρο. Ἡ συμμετοχή τους στὴ λατρευτικὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας καλλιέργησε καὶ ἐξευγένισε τὸ χαρακτήρα τους.
Ὅταν πέθανε ὁ πατέρας τους, ὁ Μεθόδιος εἶχε τελειώσει τὶς σπουδές του. Εἶχε παρακολουθήσει πρόγραμμα μαθημάτων ποὺ προορίζονταν γιὰ αὐτοὺς ποὺ εἶχαν ἐκπαιδευτεῖ γιὰ νὰ καταλάβουν θέση στὴν ἀνώτερη κρατικὴ ὑπαλληλία. Ἀπὸ τὴν αὐτοκράτειρα Θεοδώρα διορίστηκε διοικητὴς «Σκλαβηνίας», δηλαδὴ ἐπαρχίας τῆς ἑλληνικῆς αὐτοκρατορίας ποὺ κατοικούταν κατὰ πλειονότητα ἀπὸ σλαβικοὺς πληθυσμούς, ποὺ εἶχαν εἰσβάλει εἰρηνικὰ καὶ εἶχαν καταλάβει ἀραιοκατοικημένες περιοχές. Ἐκεῖ ἐπιδόθηκε συστηματικότερα στὴν ἐκμάθηση τῆς σλαβικῆς γλώσσας, τῆς ὁποίας στοιχεῖα γνώριζε ἤδη ἀπὸ τοὺς σλαβικῆς καταγωγῆς ὑπηρέτες τῆς οἰκογένειάς του.
Ἔπειτα ἀπὸ μερικὰ χρόνια ἐγκατέλειψε αὐτὸ τὸ ἀξίωμα, γιὰ νὰ ἀποσυρθεῖ στὸν Ὄλυμπο τῆς Βιθυνίας. Τὸ ὄρος αὐτὸ ἦταν τότε ὅ,τι ἀργότερα ἔγινε ὁ Ἄθως: ὄρος τῶν μοναχῶν. Ἐγκαταστάθηκε λοιπὸν σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ μοναστήρια του καὶ ἐπιδόθηκε μὲ ζῆλο στὴν ἄσκηση, τὴν προσευχὴ καὶ τὴ μελέτη τῆς θεολογίας.
Ὁ Κωνσταντῖνος, ποὺ μετονομάστηκε σὲ Κύριλλο, τὶς τελευταῖες μέρες τῆς ζωῆς του, ἐπέδειξε ἀπὸ μικρὴ ἡλικία ἀξιόλογη ἱκανότητα στὴ μάθηση. Σὲ ἡλικία 14 ἐτῶν, ὅσο ἦταν ὅταν πέθανε ὁ πατέρας του, γνώριζε ἀπὸ μνήμης τὰ συγγράμματα τοῦ Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου. Ἀργότερα πῆγε στὴν Κωνσταντινούπολη γιὰ νὰ συνεχίσει τὶς σπουδές του στὸ ἐκεῖ πανεπιστήμιο, τὸ ὁποῖο μόλις τότε εἶχε ἐπανιδρυθεῖ καὶ λειτουργοῦσε ὑπὸ τὴ διοίκηση τοῦ διακεκριμένου ἐπιστήμονα Λέοντα τοῦ Μαθηματικοῦ, πρώην ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης. Φιλοξενούταν στὴν πρωτεύουσα καὶ εἶχε ὡς κηδεμόνα τὸν λογοθέτη τοῦ δρόμου, δηλαδὴ πρωθυπουργό, Θεόκτιστο, ποὺ ἦταν συγγενής του. Κοντὰ στὸν Λέοντα καὶ τὸν Φώτιο σπούδασε γεωμετρία, ἀστρονομία, μουσική, ρητορική, φιλολογία, διαλεκτικὴ καὶ φιλοσοφία. Ἰδιαίτερη ἐπίδοση εἶχε στὴ γλωσσομάθεια. Ὑπῆρξε φαινόμενο πολυγλωσσίας, ὄχι μόνο γιὰ ἐκείνη τὴν ἐποχή, κατὰ τὴν ὁποία ἦταν ἄγνωστες οἱ μέθοδοι διδασκαλίας ξένων γλωσσῶν, ἀλλὰ καὶ γιὰ ὅλες τὶς ἐποχές· διότι ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ γνώριζε τὴ σλαβική, τὴ συριακή, τὴν ἑβραϊκή, τὴ σαμαρειτική, τὴν ἀραβική, τὴ χαζαρικὴ (τουρκική), τὴ λατινική, πιθανῶς ὅμως καὶ ἄλλες γλῶσσες.
Ἀντίθετα ἀπὸ τὸν ἀδελφό του ὁ Κωνσταντῖνος δὲν ἐγκατέλειψε τὴν πρωτεύουσα, μολονότι κάποια στιγμὴ σκέφτηκε νὰ τὸν μιμηθεῖ πηγαίνοντας σὲ ἀσκητήριο τοῦ Βοσπόρου. Χειροτονήθηκε ἱερέας, διορίστηκε βιβλιοθηκάριος τοῦ πατριαρχείου καὶ τέλος ἀναδείχτηκε σὲ καθηγητὴ τῆς φιλοσοφίας στὸ πανεπιστήμιο τῆς Κωνσταντινούπολης. Ἀπὸ τότε ὀνομαζόταν Κωνσταντῖνος ὁ Φιλόσοφος. Ζοῦσε ὅμως καὶ αὐτὸς ἀσκητικά.
Οἱ δύο ἀδελφοὶ προετοιμάζονταν γιὰ τὶς μεγάλες ἀποστολές, στὶς ὁποῖες ἐπρόκειτο νὰ κληθοῦν. Κατεῖχαν ἀξιόλογη ἱκανότητα γιὰ δράση καὶ εἶχαν ἀποκτήσει ἀξιοζήλευτη ἐπιστημονικὴ κατάρτιση. Ἀναζητοῦσαν καὶ κάτι ἄλλο, τὴν πνευματικὴ τελειότητα. Στὰ μοναχικά τους κελιὰ κατόρθωναν νὰ ἀνεβαίνουν πρὸς τὸν Θεὸ μὲ τὴν προσευχὴ καὶ ἡ ἄνοδος ἦταν γι\’ αὐτοὺς μία διαρκῆς ἐμπειρία. Ἦταν ἄνθρωποι κατὰ τὸ σῶμα καὶ ἄγγελοι κατὰ τὴν ψυχή.
Η ΑΝΑΣΥΝΤΑΞΗ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ
Τὸ ἑλληνικὸ Βυζάντιο βρισκόταν ἐδῶ καὶ διακόσια χρόνια σὲ κατάσταση συμπτύξεως (μείωσης τῆς ἐδαφικῆς του ἔκτασης) ποὺ ὀφειλόταν σὲ τρία αἴτια: πρῶτα στὶς ἀδιάκοπες ἐπιδρομὲς βαρβαρικῶν λαῶν, ἰδίως ἀπὸ τὸ Βορρᾶ καὶ τὸ Νότο, ποὺ προκαλοῦσαν πληγὲς συνεχοῦς ἀφαίμαξης· δεύτερον, στὴν ἀποστροφὴ πρὸς τὶς κατακτήσεις ξένων ἐδαφῶν ποὺ προερχόταν ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία του νὰ συντηρεῖ τὴν προγονικὴ κληρονομιὰ καὶ νὰ τὴ μεταδίδει πρὸς τὰ ἔξω· καὶ τρίτο, στὴν ἑκατονταετῆ ἐμφύλια ἔριδα γιὰ τὶς εἰκόνες. Τὴν κατάσταση αὐτὴ ἐκμεταλλευόμενοι ἀφ\’ ἑνὸς οἱ Ἄραβες μὲ μία ἀπροσδόκητη ἀφύπνιση, ἀφ\’ ἑτέρου οἱ Σλάβοι μὲ μία μακροχρόνια καὶ μεθοδικὴ διείσδυση, κατόρθωσαν νὰ στερήσουν ἀπὸ τὸ Βυζάντιο πολλὲς ἀπὸ τὶς πλουσιότερές του ἐπαρχίες, ὅπως εἶναι ἡ Αἴγυπτος, ἡ Παλαιστίνη, ἡ Συρία καὶ μεγάλα τμήματα τῆς Θράκης καὶ τῆς Ἰλλυρίας.
Κάτω ἀπὸ συνεχῆ πίεση βρισκόταν ἐπίσης καὶ ὁ Χριστιανισμὸς κατὰ τὴν ἴδια περίοδο. Ἐνῶ ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῆς κατάπαυσης τῶν διωγμῶν μέχρι τὴν ἐμφάνιση τῶν παραπάνω λαῶν στὰ σύνορα τῆς αὐτοκρατορίας ἡ Χριστιανικὴ θρησκεία εἶχε κατορθώσει νὰ ἐπεκταθεῖ στὰ βάθη τῆς Ἀφρικῆς καὶ στὰ ἀπώτερα σημεῖα τῆς Ἀσίας, ἔκτοτε ὑποχωρεῖ ραγδαίως καὶ χάνει τὴ μία μετὰ τὴν ἄλλη ὅλες σχεδὸν τὶς θέσεις της στὶς ἠπείρους αὐτές, μέχρι καὶ στὶς βόρειες περιοχὲς τῆς Χερσονήσου τοῦ Αἵμου.
Στὰ μέσα τοῦ ἔνατου (Θ\’) αἰώνα παρατηρεῖται ριζικὴ μεταβολὴ τῶν πραγμάτων, ποὺ συνέπεσε μὲ τὴν κατάπαυση τῆς εἰκονομαχίας. Κάτω ἀπὸ τὴν ἡγεσία τριῶν ἀνδρῶν, τοῦ αὐτοκράτορα Μιχαὴλ τοῦ Γ\’, τοῦ πρωθυπουργοῦ Βάρδα καὶ τοῦ πατριάρχη Φωτίου, ὁ βυζαντινὸς ἑλληνισμὸς στὸ ἐσωτερικὸ ἀνασυντάσσεται, στρατιωτικὰ ἀναδιοργανώνεται καὶ πνευματικὰ ἀναγεννιέται. Αὐτὴ ἡ πνευματικὴ ἀναγέννηση εἶναι ἡ κύρια δύναμη ποὺ κίνησε ὁλόκληρη τὴν ἀνοδικὴ πορεία τοῦ κράτους.
ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΤΟΥΣ ΣΑΡΑΚΗΝΟΥΣ
Στὸ πρόγραμμα περιλαμβανόταν καὶ ἡ ἀντιμετώπιση τῶν Μουσουλμάνων, οἱ ὁποῖοι, ἀφοῦ ἅρπαξαν τὶς πλούσιες ἐκεῖνες περιοχὲς τῆς αὐτοκρατορίας, δὲν ἔπαυσαν ποτὲ νὰ ἐνεργοῦν ἐπιδρομὲς στὶς ἀνατολικές της ἐπαρχίες μὲ κύριο σκοπὸ τὴ λεηλασία. Ὑπὸ τὴν κυριαρχία τῶν μουσουλμάνων Ἀράβων ζοῦσαν ἀκόμη πολλὰ ἑκατομμύρια χριστιανοί. Ἔπρεπε οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ νὰ πάρουν θάρρος καὶ οἱ κατακτητὲς νὰ ἀναγκαστοῦν νὰ τοὺς συμπεριφέρονται ἠπιότερα. Ἀλλὰ τὰ βυζαντινὰ ὄπλα δὲν μποροῦσαν νὰ ἐπηρεάσουν σημαντικὰ τὴν κατάσταση.
Τὸ 856 στάλθηκε στὸ χαλιφάτο τῆς Βαγδάτης ὁ Φώτιος γιὰ πολιτικὲς διαπραγματεύσεις. Ἔπειτα ἀπὸ λίγα χρόνια, ἴσως τὸ 860, ἀνατέθηκε ἄλλη ἀποστολὴ στὸν Κωνσταντῖνο, ἡ ὁποία ἀπέβλεπε στὴ βελτίωση τῆς θέσης τῶν ἐκεῖ χριστιανῶν μὲ τὶς συζητήσεις ποὺ θὰ γίνονταν μὲ τὸν Χαλίφη Μουταβακκήλ. Ὑπῆρχε ἐλπίδα ὅτι θὰ ἦταν δυνατὴ ἡ κάμψη τοῦ φανατισμοῦ καὶ τῆς ὁρμῆς τῶν Ἀράβων μὲ τὸ λόγο, ἀλλὰ περισσότερο ὑπῆρχε ἐλπίδα ὅτι τὸ φρόνημα τῶν ὑπόδουλων χριστιανῶν θὰ ἀναπτερωνόταν μὲ τὴν εἴδηση ὅτι κάποιος δυναμικὸς ὁμόθρησκός τους ἐπισκέφτηκε τὴν πρωτεύουσα τοῦ χαλιφάτου καὶ ντροπίασε τοὺς μουσουλμάνους θεολόγους.
Ἔφτασε στὴν πρωτεύουσα τοῦ χαλιφάτου μαζὶ μὲ ἕνα γραμματέα σὲ ἐποχὴ ἔξαρσης τῶν πιέσεων καὶ διώξεων κατὰ τῶν χριστιανῶν. Μεταξὺ τῶν ἄλλων οἱ δυνάστες εἶχαν ὑποχρεώσει τοὺς χριστιανοὺς νὰ ζωγραφίσουν στὶς πόρτες τῶν σπιτιῶν τους τὴ μορφὴ τοῦ διαβόλου. Κατὰ τὴν ἐπίσκεψή του ὁ Κωνσταντῖνος ρωτήθηκε εἰρωνικὰ ἀπὸ μουσουλμάνους τί σήμαινε ἡ ἀπεικόνιση αὐτή. Ἀπάντησε μὲ χαρακτηριστικὴ εὐστροφία: «Βλέπω παραστάσεις διαβόλων καὶ συμπεραίνω ὅτι στὸ ἐσωτερικὸ αὐτῶν τῶν σπιτιῶν κατοικοῦν χριστιανοί· ἐπειδή, δηλαδή, οἱ διάβολοι δὲν μποροῦν νὰ συμβιώσουν μὲ αὐτούς, βγῆκαν ἔξω ἀπὸ τὰ σπίτια. Ὅπου δὲ βλέπω τὶς παραστάσεις αὐτές, ἐκεῖ προφανῶς οἱ διάβολοι κατοικοῦν μέσα».
Σὲ συζήτηση μὲ μουσουλμάνους θεολόγους κατὰ τὴ διάρκεια συμποσίου ὁ Κωνσταντῖνος ἔθιξε ἕνα ἀπὸ τὰ σπουδαιότερα σημεῖα διαφορῶν μεταξὺ τῶν δύο θρησκειῶν. Οἱ Χριστιανοί, εἶπε, βαδίζουν πρὸς τὴν ἀπόκτηση τῆς τελειότητας μὲ ἠθικοὺς ἀγῶνες καὶ δοκιμάζουν μεταπτώσεις στὸ δρόμο τους, ἀλλὰ τὰ ἐπιτεύγματά τους εἶναι πιὸ πνευματικά. Οἱ Μουσουλμάνοι δὲν ἀγωνίζονται ἠθικά, διότι ὁ θρησκευτικὸς νόμος τους δὲν ἔχει ἀπαγορεύσεις, γι\’ αὐτὸ δὲν μποροῦν νὰ προκόψουν σὲ ἦθος.
Ἡ ἀποστολὴ τοῦ Κωνσταντίνου στὸ ἀραβικὸ κράτος ἔφερε κάποια ἀνακούφιση στοὺς ἐκεῖ χριστιανούς. Κατὰ τὴν ἐπιστροφὴ του αὐτὸς πέρασε ἀπὸ τὸ ἀσκητήριο τοῦ ἀδελφοῦ του Μεθοδίου, στὸν Ὄλυμπο, καὶ ἔμεινε λίγο χρόνο μαζί του γιὰ ἀνάπαυση.
ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΤΗ ΡΩΣΙΑ
Ἡ προηγούμενη ἀποστολὴ τοῦ Κωνσταντίνου δὲν ὑπῆρξε τυχαῖο καὶ μεμονωμένο γεγονός. Ἐδῶ καὶ δύο αἰῶνες καὶ ὁ Χριστιανισμὸς καὶ ἡ ἑλληνικὴ αὐτοκρατορία μίκραινε λόγω τῆς ἀραβικῆς ἐπίθεσης. Τώρα ἦταν καιρὸς ν\’ ἀφυπνιστοῦν καὶ ἀπὸ τὴ μακραίωνη σύμπτυξη νὰ ἔρθουν σὲ ἀπότομη ἀνάπτυξη. Δυστυχῶς ἡ ἀπόπειρα ἐπέκτασης πρὸς τὴν Ἀνατολὴ δὲν ἔφερε ἀποτελέσματα. Ἀλλὰ ἂν ὁ Χριστιανισμὸς ἔχασε ἔδαφος στὸ Νότο καὶ στὴν Ἀνατολὴ ἐξαιτίας τῆς αἱματηρῆς βίας τῶν Μουσουλμάνων, ὑπῆρχε χῶρος δράσης στὸ Βορρᾶ.
Ὁ πατριάρχης Φώτιος ἀντιλήφτηκε ἐγκαίρως ὅτι οἱ Σλάβοι καὶ οἱ Τοῦρκοι τοῦ Βορρᾶ, οἱ Χαζάροι, ἔχοντας ἔρθει σὲ ἐπαφὴ μὲ τοὺς Ἕλληνες ἀπὸ παλιά, ἦταν πλέον ὥριμοι νὰ κερδηθοῦν καὶ νὰ μποῦν στὴν ὁμάδα τῶν χριστιανικῶν λαῶν καὶ συγχρόνως στὸν κύκλο τῆς πολιτισμένης ἀνθρωπότητας.
Γιὰ τὴν ἀσφαλῆ θεμελίωση κάθε προσπάθειας πρὸς τὴν κατεύθυνση αὐτὴ ἔπρεπε νὰ προηγηθεῖ προσεκτικὴ μελέτη τῶν θεσμῶν τῶν σλαβικῶν ἰδίως λαῶν, λογοτεχνικὴ διαμόρφωση τῆς σλαβικῆς γλώσσας καὶ μετάφραση τῶν ἀπαραίτητων βιβλίων σὲ αὐτήν. Γιὰ τὴν προετοιμασία αὐτοῦ τοῦ ἔργου ἱδρύθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη εἰδικὸ κέντρο σλαβικῶν μελετῶν, στὸ ὁποῖο ἐκπαιδεύτηκαν ἱεραπόστολοι καὶ ἐκπολιτιστές. Προϊστάμενος τοῦ κέντρου ὁρίστηκε ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Μιχαὴλ καὶ τὸν Φώτιο ὁ Κωνσταντῖνος, ὁ ὁποῖος στὸ ἑξῆς ἀνέλαβε τὴ διοργάνωση κάθε διαφωτιστικῆς ἀποστολῆς.
Τὸν Ἰούνιο τοῦ 860 πολυάριθμα ρωσικὰ στρατεύματα ἐνήργησαν εἰσβολὴ ἀπίθανης ἀγριότητας στὴν Κωνσταντινούπολη μὲ μονόξυλα. Ὁ Φώτιος τὴ χαρακτηρίζει ὡς ἑξῆς σὲ ὁμιλία του: «τὸ παράλογο τῆς ἐπίθεσης, τὸ ἀπροσδόκητο τῆς ταχύτητας, ἡ ἀπανθρωπιὰ τῆς βαρβαρικῆς φυλῆς, ἡ σκληρότητα τῆς συμπεριφορᾶς καὶ ἡ ἐπιθετικὴ σκέψη παρουσιάζουν τὴ συμφορὰ σὰν κεραυνὸ ποὺ στάλθηκε ἀπὸ τοὺς οὐρανούς». Εὐτυχῶς ἡ εἰσβολὴ ἀποκρούστηκε τόσο ἀπροσδόκητα ὅσο εἶχε ἐνεργηθεῖ.
Οἱ Ρῶσοι ἦταν σλαβικὸ ἔθνος ὑποταγμένο τότε στὴ μικρὴ σκανδιναβικὴ φυλή, τοὺς Βαράγγους, ποὺ εἶχαν κατέβει ἀπὸ τὴ λίμνη Λάδογα. Ἂν καὶ οἱ Ρῶσοι ἦταν ὑπόδουλοι, ἡ γλώσσα τους ἐπικράτησε καὶ τελικὰ οἱ Βαράγγοι ἀφομοιώθηκαν μὲ αὐτούς. Κατεῖχαν τότε τὸ χῶρο μεταξὺ τῶν μεγάλων ποταμῶν Δνείπερου καὶ Δόν. Κατὰ τὴν εἰσβολή τους στὴν πρωτεύουσα τῆς ἑλληνικῆς αὐτοκρατορίας, τὴ πολυθρύλητη Τσάργραδ, εἶδαν ὅλη τὴ λάμψη της καὶ κατὰ τὴν ἀπόκρουσή τους ἔμαθαν ἐκ πείρας ὅλη τὴ δύναμή της.
Ἀντιλήφτηκαν, λοιπόν, ὅτι ἦταν προτιμότερο νὰ ἔχουν τὴ φιλία παρὰ τὴν ἔχθρα τῶν Ἑλλήνων. Καὶ τὸ Βυζάντιο τοὺς διευκόλυνε σὲ αὐτό. Θὰ ἦταν πολὺ χρήσιμο νὰ σταλεῖ ἀντιπροσωπεία ἱκανὴ νὰ θέσει τὶς βάσεις γιὰ τὸν ἐκχριστιανισμὸ τῶν Σλάβων τοῦ Βορρᾶ, ἀλλὰ καὶ τῶν Χαζάρων ποὺ βρίσκονταν στὰ ἀνατολικά τους. Αὐτὸ θὰ ἦταν ἐπίσης ὠφέλιμο καὶ ἀπὸ πολιτικῆς πλευρᾶς· διότι ὁ Χριστιανισμὸς ἔφερε πάντοτε ἐξημέρωση ἠθῶν καὶ μέχρι ἑνὸς σημείου κατεύνασε τὶς ἐπιθετικὲς διαθέσεις τῶν βαρβάρων ποὺ δέχονταν.
Ὁ αὐτοκράτορας καὶ ὁ Φώτιος δὲν μποροῦσαν νὰ βροῦν ἄλλον πιὸ κατάλληλο ἀπὸ τὸν Κωνσταντῖνο. Αὐτός, ἂν καὶ εἶχε ἐπιστρέψει ἀπὸ τὴν ἀποστολή του στοὺς Ἄραβες μόλις πρὶν ἀπὸ μικρὸ χρονικὸ διάστημα, δέχτηκε χωρὶς δισταγμὸ τὴν ἐντολή, καὶ πῆρε μαζί του τὸν Μεθόδιο, ὁ ὁποῖος φαίνεται ὅτι τὸν εἶχε ἀκολουθήσει ἀπὸ τὸν Ὄλυμπο στὴν πρωτεύουσα. Ὁ Μεθόδιος ἦταν μεγαλύτερος σὲ ἡλικία ἀπὸ τὸν Κωνσταντῖνο, ἀλλὰ ὑποτάχθηκε σὲ ἐκεῖνον, ἐπειδὴ ἦταν πιὸ ἁρμόδιος γιὰ τὴν ἱεραποστολή. Αὐτὸς ἐργαζόταν περισσότερο μὲ τὴν προσευχή, ἐκεῖνος μὲ τὸ λόγο. Ἀλλὰ ἀργότερα ἔγινε καὶ αὐτὸς πολὺ ἱκανὸς ὀργανωτής.
Οἱ δύο ἀδελφοὶ πῆγαν μὲ πλοῖο στὴ Χερσώνα τῆς Κριμαίας. Τὸ καθεστὼς τῆς Κριμαίας ἦταν πολὺ ρευστό: ἀνατολικά τους κυριαρχοῦσαν οἱ Χαζάροι, βόρεια οἱ Ρῶσοι καὶ δυτικὰ οἱ Οὖγγροι, ἐνῶ ὁμάδες αὐτῶν τῶν φύλων κατοικοῦσαν καὶ μέσα στὴ Χερσόνησο. Εἶχαν ἀπομείνει ἐκεῖ ἐπίσης ἀρκετοὶ Ἕλληνες κάτοικοι καὶ μερικοὶ μοναχοί.
Μία ἡμέρα, κατὰ τὴν ὁποία οἱ ἱεραπόστολοι βρίσκονταν σὲ ἕνα ἑλληνικὸ μοναστήρι καὶ τελοῦσαν λειτουργία, ἐπιτέθηκε πλῆθος Οὔγγρων, ἕτοιμο νὰ τοὺς κατασπαράξει. Οἱ ἀδελφοὶ δὲν ταράχτηκαν καθόλου. Εἶπαν μόνο τὸ «Κύριε ἐλέησον» καὶ συνέχισαν τὴ λειτουργία. Ὅταν οἱ ἐπιδρομεῖς εἶδαν ὅτι δὲ φοβοῦνται, ἔμειναν ἔκπληκτοι καὶ δὲν τοὺς πείραξαν.
Στὴν Κριμαία ὁ Κωνσταντῖνος ἔδωσε δείγματα τῆς ἐπίδοσής του σὲ γλωσσικὰ καὶ μεταφραστικὰ ἔργα. Συνάντησε μορφωμένους ραββίνους καὶ κοντὰ τους εἶχε τὴν εὐκαιρία νὰ βελτιώσει τὶς γνώσεις του στὴν ἑβραϊκὴ γλώσσα. Ἐκεῖ μετέφρασε καὶ τὴν ἑβραϊκὴ γραμματική, ἡ ὁποία τώρα γιὰ πρώτη φορὰ κάνει τὴν ἐμφάνισή της. Συνάντησε, ἐπίσης, γέροντα Σαμαρείτη, ποὺ τοῦ ἔδειξε τὴ βίβλο τῆς κοινότητάς του, δηλαδὴ τὴ σαμαρειτικῆ Πεντάτευχο, τὴν ὁποία αὐτὸς κατόρθωσε νὰ διαβάσει.
Μεταξὺ τῶν Ρώσων βρῆκε περικοπὲς τῶν Εὐαγγελίων καὶ τῶν Ψαλμῶν μεταφρασμένες στὴ σλαβικὴ γλώσσα μὲ συριακοὺς χαρακτῆρες. Τότε γιὰ ἀκόμη μία φορὰ κατάλαβαν ὅτι χρειαζόταν καινούριο ἀλφάβητο, ἱκανὸ νὰ ἀποδώσει ὅλους τοὺς φθόγγους τῆς σλαβικῆς γλώσσας.
Πρὶν προχωρήσουν ἀνατολικά, ἀνέσυραν ἀπὸ τὴ θάλασσα τὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου Κλήμη, ἐπισκόπου Ρώμης. Σύμφωνα μὲ παλιὰ παράδοση, ὁ Κλήμης εἶχε ἐξοριστεῖ στὴ Χερσώνα τὸ 100 μ.Χ. καὶ οἱ δεσμῶτες του τὸν εἶχαν ρίξει στὴ θάλασσα δένοντας στὸ λαιμὸ του μία πέτρα. Οἱ ἀδελφοὶ πῆγαν τὰ λείψανα στὸ ναὸ τῆς Χερσώνας καὶ πῆραν μαζί τους μέρος ἀπὸ αὐτά, τὸ ὁποῖο μετέφεραν ἀργότερα στὴ Ρώμη. Ὁ Κωνσταντῖνος ἔγραψε πρὸς τιμὴ τοῦ Κλήμη Βίο, Λόγο Πανηγυρικὸ καὶ Ὕμνους.
Τὰ ἀποτελέσματα αὐτῆς τῆς ἀποστολῆς ὑπῆρξαν σπουδαῖα. Δὲν προχώρησαν στὸ ἐσωτερικό τῆς χώρας τῶν Ρώσων, ἀλλὰ ἦρθαν σὲ ἐπαφὴ μὲ ἐκπροσώπους τους στὴν Κριμαία καὶ σὲ περιοχὲς βόρεια τῆς πόλης. Οἱ Ρῶσοι ἐπέτρεπαν πλέον ἐλεύθερα στοὺς ἱεραποστόλους νὰ εἰσέρχονται στὴ χώρα τους καὶ δέχτηκαν ἐπίσκοπο. Ἔτσι, τέθηκαν γερὲς βάσεις γιὰ τὸν ὁλοκληρωτικὸ ἐκχριστιανισμὸ τῆς ἀχανοῦς χώρας τους κατὰ τὸν ἑπόμενο αἰώνα.
ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΤΗ ΧΑΖΑΡΙΑ
Μετὰ ἀπὸ πολύμηνη διαμονὴ στὴν Κριμαία οἱ ἱεραπόστολοι πῆγαν στὴ Χαζαρία. Ἐκείνη ἀκριβῶς τὴν ἐποχὴ ὁ ἡγεμόνας τῶν Χαζάρων ζήτησε μὲ ἀντιπροσωπεία τὴν ἀποστολὴ στὴ χώρα του, γιὰ νὰ ἀποδείξει τὴν ὑπεροχὴ τοῦ Χριστιανισμοῦ ἔναντι τῆς ἰουδαϊκῆς καὶ τῆς μωαμεθανικῆς θρησκείας, ὥστε νὰ τὸν δεχτεῖ ὁ λαός του.
Οἱ δύο ἀδελφοὶ εἶχαν πάρει ἐντολὴ νὰ ἐπισκεφτοῦν καὶ τὴ χώρα του. Οἱ Χαζάροι, φύλο τῆς τουρκικῆς οἰκογένειας, κατεῖχαν τότε τὴν περιοχὴ ἀπὸ τὴν Κριμαία μέχρι τὸν Κάτω Βόλγα καὶ ἀπὸ τὸν Εὔξεινο μέχρι τὴν Κασπία. Εἶχαν ἐκπολιτιστεῖ σὲ μεγαλύτερο βαθμὸ ἀπὸ τὰ ἄλλα τουρκικὰ φύλα καὶ ἡ χώρα τους ἦταν πόλος ἕλξης γιὰ Ἕλληνες, Ἄραβες καὶ Ἰουδαίους ἐμπόρους.
Διατηροῦσαν φιλικὲς σχέσεις μὲ τοῦ Βυζαντινοὺς ἀπὸ τὸν ἕβδομο (Ζ\’) αἰώνα. Ὁ Ἰουστινιανὸς ὁ Β\’ κατέφυγε ἐκεῖ καὶ παντρεύτηκε μία ἀπὸ τὶς κόρες τοῦ ἡγεμόνα τους, τοῦ Χαγάνου. Μετὰ ἀπὸ λίγες δεκαετίες ἡ κόρη ἄλλου Χαγάνου, ἡ Εἰρήνη, ἔγινε σύζυγος τοῦ Κωνσταντίνου τοῦ Ε\’. Τώρα οἱ ἡγεμόνες τους αἰσθάνονταν τὴν ἀνάγκη νὰ συνδεθοῦν στενότερα μὲ αὐτούς. Ἕνα μέσο ἦταν νὰ δεχτοῦν τὴ χριστιανικὴ θρησκεία. Πίστευαν σὲ ἕνα Θεό, προφανῶς ὡς ἔμμεση ἐπίδραση ἀπὸ τὸν Χριστιανισμό. Ἤδη ὅμως μεταξύ τοῦ λαοῦ εἶχε ἀρχίσει ἡ διάδοση τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ καὶ τοῦ Μωαμεθανισμοῦ. Ὅ,τι ἔχανε ἡ εἰδωλολατρία τὸ κέρδιζαν αὐτοί. Ἦταν, λοιπόν, ἐπείγουσα ἡ ἀνάγκη τῆς ἀντίδρασης.
Ὁ Κωνσταντῖνος καὶ ὁ Μεθόδιος ἔφυγαν ἀπὸ τὴ Χερσώνα μὲ πλοῖο καὶ ἀποβιβάστηκαν στὶς ἀνατολικὲς ἀκτὲς τοῦ Εὔξεινου. Πρωτεύουσα τῆς Χαζαρίας ἦταν ἡ Ἴτιλ, ἀλλὰ ὁ Χαγάνος ἔμενε ἄλλοτε καὶ στὴ Σάρκελ, πόλη κοντὰ στὸν Εὔξεινο, τὴν ὁποία εἶχαν κτίσει βυζαντινοὶ ἀρχιτέκτονες.
Στὸ τραπέζι τοῦ Χαγάνου ἔγιναν διαδοχικὲς συζητήσεις μὲ ἐκπροσώπους πρῶτα τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ, ἔπειτα καὶ τοῦ Μωαμεθανισμοῦ, τοὺς ὁποίους καὶ κατατρόπωσαν. Προκλήθηκε μεγάλη ἐντύπωση. Διακόσιοι ἐπίσημοι ἄντρες βαπτίστηκαν ἀμέσως ἀπὸ τοὺς ἱεραποστόλους καὶ ἄλλοι δήλωσαν ὅτι θὰ τοὺς μιμηθοῦν ἀργότερα. Τὸ ἴδιο δήλωσε καὶ ὁ Χαγάνος μὲ ἐπιστολή του πρὸς τὸν αὐτοκράτορα.
Οἱ ἱεραπόστολοι ἐπέστρεψαν στὴν Κωνσταντινούπολη πάλι διὰ μέσου της Χερσώνας.
Ο ΚΟΣΜΟΣ ΤΩΝ ΣΛΑΒΩΝ
Οἱ Σλάβοι ἐμφανίζονται γιὰ πρώτη φορὰ στὴν ἱστορία τὰ τέλη τοῦ πρώτου (Α\’) μ.Χ. αἰώνα. Ζοῦσαν τότε ἀνατολικὰ ἀπὸ τοὺς Γερμανούς, στὴν περιοχὴ τοῦ Βιστούλα. Τὸν ἕκτο (ΣΤ\’) αἰώνα ὑπῆρχαν τρεῖς φυλές, τῶν Σλάβων, τῶν Βένδων καὶ τῶν Ἀντῶν. Χωρίζονταν σὲ μικρότερες ὁμάδες, ἀλλὰ οἱ ξένοι ἔδιναν σὲ αὐτοὺς καὶ τὸ κοινὸ ὄνομα Σκλαβηνοὶ ἢ Σκλάβοι.
Μετὰ ἀπὸ συνεχεῖς κινήσεις ποὺ ἄρχισαν ἀπὸ τὸν τρίτο (Γ\’) αἰώνα καὶ διήρκεσαν μέχρι τὸν ἔνατο (Θ\’) αἰώνα ἁπλώθηκαν στὸ μεγαλύτερο μέρος τῆς Εὐρώπης, ἀπὸ τὸ Δὸν μέχρι τὶς Ἄλπεις καὶ ἀπὸ τὴ Βαλτικὴ μέχρι τὸν Αἷμο. Οἱ κινήσεις τους, τουλάχιστον κατὰ τὶς παλιότερες ἐποχές, ἦταν συνήθως εἰρηνικές. Ἡ μεγάλη τους αὔξηση καὶ ἐπέκταση ἐξηγεῖται ἀκριβῶς ἀπὸ τὸ λόγο ὅτι δὲν πολεμοῦσαν καὶ ἔτσι δὲν εἶχαν ἀπώλειες ἐξαιτίας πολεμικῶν συγκρούσεων. Ὅταν ἐγκαταστάθηκαν μόνιμα στὶς περιοχὲς ποὺ κατέλαβαν ὀργανώθηκαν καὶ στρατιωτικά.
Τὸν ἔνατο (Θ\’) αἰώνα εἶχαν σταθεροποιήσει τὶς θέσεις τους στὶς σημερινὲς περίπου περιοχές τους μὲ λίγες μεταγενέστερες διαφοροποιήσεις. Οἱ Ρῶσοι κατεῖχαν τότε, ὅπως εἴδαμε, τὴ χώρα μεταξὺ Δνείπερου καὶ Δόν, ἐνῶ γύρω τους ζοῦσαν ἄλλα σλαβικὰ φύλα, τὰ ὁποῖα ἀφομοιώθηκαν ἀπὸ αὐτοὺς ἀργότερα. Οἱ Πολωνοὶ ζοῦσαν γύρω ἀπὸ τὸν ποταμὸ Βιστούλα. Στὸν Ἔλβα κατοικοῦσαν Βελέτες, Ἀβοδρίτες καὶ Σοραβοί, ποὺ ἀργότερα συγχωνεύτηκαν μὲ τὶς γειτονικές τους φυλές. Οἱ Μοραβοί, οἱ Τσέχοι καὶ οἱ Σλοβάκοι κατεῖχαν ἐπίσης τὴ σημερινή τους περιοχὴ καὶ μέρος τῆς Παννονίας. Στὴν ὑπόλοιπη περιοχὴ τῆς Παννονίας εἶχαν ἐγκατασταθεῖ οἱ Σλοβένοι. Τὴ βόρια Ἰλλυρία τὴ μοιράστηκαν οἱ Κροάτες καὶ οἱ Σέρβοι, ἐνῶ τὴ βόρια Θράκη κατέλαβαν οἱ Βούλγαροι. Διάφορα φύλα ποὺ κατοικοῦσαν στὶς ἑλληνικὲς περιοχὲς ἀπωθήθηκαν ἀργότερα ἢ συγχωνεύτηκαν.
Οἱ Σλάβοι ζοῦσαν νομαδικὰ σὲ καλύβες ποὺ κατασκεύαζαν πρόχειρα. Σιγὰ-σιγὰ συγκρότησαν ἀγροτικοὺς καὶ ποιμενικοὺς οἰκισμούς. Γιὰ τὴν ἀσφάλειά τους κατασκεύασαν ὀχυρὰ, γράδ, τὰ ὁποῖα ἐξελίχτηκαν σὲ πόλεις· ὅμως ἡ ἐξέλιξη αὐτὴ παρατηρήθηκε μόλις τὸν ἔνατο (Θ\’) αἰώνα. Τὸ δίκαιο καθοριζόταν ἀπὸ τοὺς φυλάρχους καὶ ἀπὸ τὰ ἔθιμα. Δὲν εἶχαν γραφὴ καὶ παιδεία.
Δὲν ἦταν δυνατὸ ὥς τότε νὰ ἔχουν ναούς· ἀντὶ γιὰ ἱερεῖς εἶχαν μάγους, ἀπὸ τοὺς ὁποίους ζητοῦσαν βοήθεια σὲ δύσκολες στιγμὲς τῆς ζωῆς τους. Τὶς λατρευτικὲς τελετὲς τὶς τελοῦσαν οἱ ἀρχηγοὶ οἰκογενειῶν καὶ πατριῶν, οἱ ὁποῖοι φύλαγαν καὶ τὰ ἱερὰ σύμβολα. Ἀρχικὴ θεότητα τῶν Σλάβων φαίνεται νὰ ἦταν ἡ θεὰ τῆς γονιμότητας. Ἀπὸ αὐτὸ ἐξηγεῖται καὶ ἡ ἀνήθικη ἐρωτική τους ζωή. Ἔπειτα ἐπικράτησε ὁ θεὸς τοῦ ἥλιου ἢ τῆς φωτιᾶς, ὁ ὁποῖος εἶχε διαφορετικὲς ὀνομασίες σὲ κάθε σλαβικὸ φύλο. Κοντὰ σὲ αὐτὸν δέχονταν πλῆθος νυμφὼν καὶ πνευμάτων, τῶν ὁποίων οἱ κατοικίες θεωροῦνταν ἡ φωτιά, τὸ νερό, τὰ δέντρα, τὰ σπίτια. Λάτρευαν τοὺς προγόνους, ἀλλὰ δὲν εἶχαν παραστάσεις σχετικὰ μὲ τὸν ἅδη· πίστευαν ὅτι ἡ ψυχὴ εἶναι ὑλικὴ καὶ περιφέρεται στὴ γῆ μετὰ τὸ θάνατο. Οἱ χῆρες τους συχνὰ αὐτοκτονοῦσαν γιὰ νὰ ταφοῦν μὲ τοὺς νεκροὺς συζύγους τους, ἐνῶ τὰ παιδιὰ καὶ οἱ γέροι φονεύονταν σὲ περιόδους πείνας. Σὲ σύγκριση μὲ ἄλλους λαοὺς ἄργησαν νὰ ἐκχριστιανιστοῦν. Αὐτὸ ὀφείλεται στὸ ὅτι γιὰ πολλοὺς αἰῶνες ἦταν νομάδες καί, ὅπου ἐγκαθίσταντο, ὑποχρέωναν τοὺς ντόπιους ἢ νὰ ἐγκαταλείψουν τὴν περιοχή τους ἢ νὰ ἀφομοιωθοῦν. Ὅπου συνάντησαν τὸν Χριστιανισμό, ὅπως στὴ Θράκη, τὴν Ἰλλυρία καὶ τὴν Παννονία, τὸν κατέστρεψαν.
Τὰ πρῶτα στοιχεῖα τοῦ Χριστιανισμοῦ πῆραν οἱ Σλάβοι ἀπὸ τοὺς κατοίκους τῶν παραπάνω περιοχῶν, οἱ ὁποῖοι παρέμειναν σὲ αὐτές. Αὐτοί, ἂν καὶ ἔχασαν τὴ θρησκευτικὴ ὀργάνωση, κατόρθωσαν νὰ διατηρήσουν βασικὰ στοιχεῖα τῆς θρησκευτικῆς πίστης, τὰ ὁποῖα μετέδιδαν καὶ στοὺς εἰσβολεῖς χωρὶς νὰ τὸ καταλαβαίνουν. Αὐτὸς εἶναι καὶ ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο οἱ νότιοι Σλάβοι πλησίασαν πρῶτοι τὴν ἰδέα τοῦ ἑνὸς Θεοῦ. Ἀλλὰ ἡ χριστιανικὴ πίστη διαδόθηκε ἐπίσης ἀπὸ τοὺς αἰχμάλωτους πολέμου, τοὺς ἐμπόρους καὶ τοὺς ἱεραποστόλους. Ἕλληνες ἱεραπόστολοι ἐργάστηκαν σὲ ὅλα τὰ σλαβικὰ ἔθνη, ἐνῶ Ἰταλοὶ καὶ Γερμανοὶ περιορίστηκαν στοὺς δυτικοὺς Σλάβους.
Ὁ Χριστιανισμὸς βοήθησε τὰ σλαβικὰ ἔθνη νὰ ἰσχυροποιήσουν τὴν κρατικὴ ἐξουσία, νὰ ὀργανωθοῦν κοινωνικὰ καὶ νὰ εἰσέλθουν στὴν ὁμάδα τῶν πολιτισμένων λαῶν.
ΕΝ ΑΝΑΜΟΝΗ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΗΣ
Κατὰ τὴν ἐπιστροφὴ τῶν δύο ἱεραποστόλων στὴν Κωνσταντινούπολη ἀπὸ τὴ Χαζαρία, ὁ αὐτοκράτορας Μιχαὴλ ὁ Γ\’ καὶ ὁ πατριάρχης Φώτιος ἔδειξαν μεγάλη ἱκανοποίηση. Μὲ τὴν εὐκαιρία προσπάθησαν νὰ πείσουν τὸν Μεθόδιο νὰ μὴν πάει στὸν Ὄλυμπο, γιατί τὸν θεωροῦσαν ἀπαραίτητο στὴν ὑπηρεσία τῆς Ἐκκλησίας. Τοῦ πρότειναν νὰ δεχτεῖ τὸ ἀξίωμα τοῦ ἐπισκόπου, προορίζοντάς τον μᾶλλον γιὰ τὴ Ρωσία, ἀλλὰ ἀρνήθηκε καὶ ἔτσι ἀναγκάστηκαν νὰ στείλουν ἄλλον. Τοὺς ἔκανε ὅμως τὴ χάρη νὰ μὴν πάει στὸν Ὄλυμπο, ἀλλὰ νὰ γίνει ἡγούμενος στὴ μονὴ Πολυχρονίου, ποὺ βρίσκεται στὴν Προποντίδα, ἀνατολικά τῆς Κυζίκου. Ἔτσι, ἦταν πιὸ κοντὰ στὴν πρωτεύουσα.
Ὁ Κωνσταντῖνος τοποθετήθηκε ὡς καθηγητὴς τῆς πατριαρχικῆς θεολογικῆς σχολῆς, ποὺ στεγαζόταν σὲ συγκεκριμένα κτίρια τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων. Δίδασκε, μελετοῦσε καὶ προετοιμαζόταν γιὰ κάτι τὸ μεγαλειῶδες, τὸ ὁποῖο τὸν περίμενε.
Τὸ 862 ὁ ἡγεμόνας τῆς Μοραβίας Ροστισλάβος ἔστειλε στὴν Κωνσταντινούπολη πρεσβεία καὶ ζήτησε ἄνθρωπο γιὰ νὰ διδάξει τὸν χριστιανισμὸ στοὺς ὑπηκόους του. Τὸ Βυζάντιο καὶ τὸ οἰκουμενικὸ πατριαρχεῖο εἶχαν διευθετήσει τὰ πράγματα μὲ τέτοιο τρόπο ὥστε οἱ ἴδιοι οἱ ἡγεμόνες τῶν ἀπολίτιστων λαῶν νὰ ζητοῦν ἱεραποστολή. Τὸ γράμμα ποὺ ἔφεραν οἱ ἀπεσταλμένοι ἔλεγε: «Εἴμαστε Σλάβοι, ἄνθρωποι ἁπλοϊκοί. Ὁ λαὸς μας ἀρνήθηκε τὴν εἰδωλολατρία καὶ τιμᾶ τὸ χριστιανικὸ νόμο, ἀλλὰ δὲν ἔχουμε δάσκαλο ἱκανὸ νὰ μᾶς διδάξει τὴν ἀληθινὴ πίστη στὴ γλώσσα μας. Ἄλλοι λαοὶ θὰ ἀκολουθήσουν προφανῶς τὸ παράδειγμά μας. Στεῖλε μας, λοιπόν, Κύριε, τέτοιον ἐπίσκοπο καὶ δάσκαλο. Ἀπὸ ἐσᾶς, πράγματι, μεταδίδεται ὁ καλὸς νόμος πρὸς ὅλες τὶς χῶρες».
Ἀμέσως ἔγινε συμβούλιο μὲ πρόεδρο τὸν αὐτοκράτορα Μιχαὴλ τὸν Γ\’, στὸ ὁποῖο συμμετεῖχαν ὁ πρωθυπουργὸς Βάρδας, ὁ πατριάρχης Φώτιος καὶ ἄλλες προσωπικότητες. Ὅλοι ἤθελαν τὸν Κωνσταντῖνο, τὸν ὁποῖο κάλεσε ὁ αὐτοκράτορας καὶ τοῦ εἶπε: «Γνωρίζω, φιλόσοφε, ὅτι αἰσθάνεσαι κουρασμένος, ἀλλὰ πρέπει ἐσὺ νὰ πᾶς ἐκεῖ, διότι κανεὶς ἄλλος δὲν μπορεῖ νὰ φέρει σὲ πέρας αὐτὴν τὴν ἀποστολή». Ὁ φιλόσοφος ἀπάντησε ὅτι, εἴτε εἶναι κουρασμένος εἴτε εἶναι ἄρρωστος, θὰ πάει ἐκεῖ μὲ χαρά· ἀρκεῖ νὰ ἔχουν ἐκεῖ ἀλφάβητο κατάλληλο γιὰ τὴ γλώσσα τους. Βέβαια εἶχε ὁ ἴδιος μεταφράσει κείμενα στὴ σλαβικὴ μὲ ἑλληνικοὺς χαρακτῆρες καὶ παρατήρησε ὅτι δὲν ἀποδίδονται ὅλοι οἱ φθόγγοι. Ὁ αὐτοκράτορας τότε εἶπε: «Ὁ παππούς μου, ὁ πατέρας μου καὶ πολλοὶ ἄλλοι ἔχουν ψάξει ἀλφάβητο, ἀλλὰ δὲ βρῆκαν. Πῶς θὰ τὸ κατόρθωνα ἐγώ;» Ὁ Κωνσταντῖνος αἰσθάνθηκε ἀδύναμος, ἀλλὰ ὁ αὐτοκράτορας συνέχισε: «Ἐὰν θέλεις, ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ σὲ βοηθήσει νὰ βρεῖς, γιατί αὐτὸς δίνει σὲ αὐτοὺς ποὺ ζητοῦν καὶ ἀνοίγει σὲ αὐτοὺς ποὺ χτυποῦν».
Ὁ φιλόσοφος ἀποχώρησε ἀπὸ τὴ συνεδρίαση καὶ κατὰ τὴ συνήθειά του ἄρχισε νὰ προσεύχεται μαζὶ μὲ μερικοὺς συνεργάτες του. Ἡ βοήθεια τοῦ Θεοῦ δὲν ἄργησε νὰ φανερωθεῖ. Ὁ Κωνσταντῖνος, ἀφοῦ τοῦ δόθηκε φώτιση ἀπὸ τὸν Θεό, δημιούργησε τὸ πρῶτο σλαβικὸ ἀλφάβητο καὶ ἔπειτα ἀσχολήθηκε μὲ τὴ μετάφραση τοῦ εὐαγγελικοῦ κειμένου τοῦ Ἰωάννη: «Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος».
Ἡ γραφὴ ποὺ ἐπινόησε ὁ Κύριλλος λέγεται γλαγολιτική. Ἐνῶ στηρίζεται κατ\’ ἀρχὴν στὴ μικρογράμματη ἑλληνικὴ γραφή, στρογγυλοποιεῖ, περιπλέκει καὶ ἀλλάζει τοὺς χαρακτῆρες. Γιὰ τοὺς φθόγγους ποὺ ἀπουσιάζουν ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ χρησιμοποιεῖ παραλλαγμένους ἑβραϊκοὺς χαρακτῆρες ἢ ἄλλους ποὺ ἐπινόησε ὁ ἴδιος. Ὁ Κύριλλος ἤθελε μὲ τὴ δύσκολη αὐτὴ γραφὴ νὰ τονίσει τὴν ἐθνικὴ καὶ γλωσσικὴ ἰδιομορφία τῶν Σλάβων. Ἀργότερα, ἡ γραφὴ ἄλλαξε, δηλαδὴ εἶχε ὡς βάση τὴ μεγαλογράμματη ἑλληνικὴ καὶ ἁπλουστεύτηκε· ἔτσι δημιουργήθηκε ἡ λεγόμενη «κυρίλλειος γραφή».
Ἡ γλώσσα στὴν ὁποία οἱ δύο ἀδελφοὶ μετέφρασαν τὰ βιβλικὰ καὶ λειτουργικὰ κείμενα ἦταν αὐτὴ ποὺ μιλοῦσαν τότε τὰ νοτιοσλαβικὰ φύλα τὰ ὁποῖα εἶχαν εἰσχωρήσει σὲ ἐδάφη τῆς ἑλληνικῆς αὐτοκρατορίας. Πολλοὶ Δραγοβίτες καὶ Σαγουδάτες ἔρχονταν γιὰ ἐμπορικοὺς λόγους στὴ Θεσσαλονίκη καὶ ἀκόμη περισσότεροι ἐργάζονταν ὡς ὑπηρέτες σὲ οἰκογένειες Θεσσαλονικέων εὐγενῶν. Τὰ μέλη αὐτῶν τῶν οἰκογενειῶν, ὅπως καὶ οἱ ἔμποροι, μάθαιναν πολλὲς λέξεις τῆς ἀκατέργαστης ἐκείνης διαλέκτου ἀναγκαστικά, διότι οἱ μὴ πολιτισμικὰ ἀναπτυγμένοι αὐτοὶ μέτοικοι δὲν ἦταν σὲ θέση νὰ μάθουν τὴν ἐκλεπτυσμένη καὶ πολύπλοκη ἑλληνική, καὶ διαφορετικὰ θὰ ἦταν ἀδύνατη ἡ συνεννόηση. Φυσικὰ ἄνθρωποι τῆς ἐπίδοσης τοῦ Κωνσταντίνου καὶ τοῦ Μεθοδίου μὲ εὐχέρεια καταλάβαιναν ὅλο τὸ μηχανισμὸ τῆς γλώσσας αὐτῆς.
Ἐπειδὴ τὰ σλαβικὰ φύλα εἶχαν χωριστεῖ τὸ ἕνα ἀπὸ τὸ ἄλλο μόλις πρὶν ἀπὸ τετρακόσια περίπου χρόνια, δὲν ὑπῆρχαν ἀκόμη μεταξύ τους μεγάλες διαλεκτικὲς διαφορές. Ἑπομένως ἡ γλώσσα τῶν νότιων Σλάβων ἦταν κατανοητὴ ἀπὸ τοὺς δυτικοὺς καὶ τοὺς βόρειους Σλάβους.
Ἀλλὰ ἡ γλωσσικὴ μορφὴ τὴν ὁποία χρησιμοποίησαν οἱ δύο ἀδελφοὶ δὲν ἦταν τελείως ὅμοια μὲ τὴν ὁμιλούμενη ἐκείνη διάλεκτο, καθὼς εἶχε ἀλλάξει μὲ τὴ γραφίδα τους. Ἀπέκτησε σύνθετες λέξεις, νέους γλωσσικοὺς τύπους καὶ ἱεροπρεπῆ χαρακτήρα. Ἂν καὶ ἦταν μέχρι ἕνα σημεῖο γλώσσα τεχνητὴ καὶ ποτὲ δὲ χρησιμοποιήθηκε αὐτούσια στὸν προφορικὸ λόγο, ἀποτέλεσε τὴ βάση τῆς ἀνάπτυξης ὅλων τῶν ἐθνικῶν σλαβικῶν γλωσσῶν καὶ ἔγινε μέσο ἑνότητας τῶν σλαβικῶν λαῶν ἀπὸ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη μέχρι σήμερα.
Ὁ Κωνσταντῖνος, πρὶν ξεκινήσει γιὰ τὸ μεγάλο ταξίδι, μετέφρασε τὰ τέσσερα εὐαγγέλια, τὶς ἐπιστολὲς τῆς Καινῆς Διαθήκης καὶ συλλογὴ πατερικῶν κειμένων. Συνέγραψε ἐπίσης γραμματικὴ καὶ ὁμιλίες. Στὴ μετάφραση τῶν Εὐαγγελίων ἔβαλε ὡς πρόλογο ἕνα ποίημά του, τὸ ὁποῖο φανερώνει τὶς ἐπιδιώξεις τῶν ἱεραποστόλων:
Στόμα μὴ γενόμενον γλυκύτητος
μεταβάλλει τὸν ἄνθρωπον εἰς λίθον·
πολὺ περισσότερον ψυχὴ ἐστερημένη γραμμάτων
ἀποναρκοῦται μέσα εἰς τὴν ἀνθρώπινην ὕπαρξιν.
Λαβόντες λοιπὸν αὐτὰ ὑπ\’ ὄψιν, ἀδελφοί,
σᾶς φέρομεν κατάλληλον συμβουλήν,
ἡ ὁποία ἐλευθερώνει ὅλην τὴν οἰκουμένην
ἀπὸ τὴν κτηνώδη ζωὴν καὶ τὰ πάθη.
ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΤΗ ΜΟΡΑΒΙΑ
Οἱ Μοραβοὶ τὸν ἔνατο (Θ\’) αἰώνα εἶχαν μοναρχικὸ καθεστὼς ἀγροτικῆς μορφῆς. Ἐγκατεστημένοι στὴν περιοχὴ στὴν ὁποία ἄλλοτε κατοικοῦσαν οἱ Λογγοβάρδοι, ἦταν τότε ὑποτελεῖς στὸ γερμανικὸ κράτος, ἀλλὰ βρίσκονταν σὲ συνεχῆ σχεδὸν ἐπαναστατικὴ κίνηση καὶ κατὰ περιόδους ἀπολάμβαναν πλήρη ἀνεξαρτησία. Κάτω ἀπὸ τὴν ἐξουσία τῶν ἡγεμόνων τους-ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς Μοραβοὺς- ἦταν καὶ οἱ Τσέχοι, οἱ Σλοβάκοι, ὁμάδες Πολωνῶν καὶ τὰ σλαβικὰ φύλα τοῦ Ἔλβα. Βρίσκονταν σὲ στάδιο ἀνάπτυξης, τὸ ὁποῖο ἔπειτα ἀπὸ μερικὲς δεκαετίες σταμάτησε ἐξαιτίας τῆς οὐγγρικῆς κατάκτησης.
Ὁ Χριστιανισμὸς ἄρχισε νὰ διαδίδεται στοὺς Μοραβοὺς ἀπὸ Ἕλληνες, Ἰταλοὺς καὶ Γερμανοὺς ἱεραποστόλους. Ὁ ἡγεμόνας καὶ ἀρκετοὶ εὐγενεῖς εἶχαν βαφτιστεῖ, ἀλλὰ ὁ λαὸς ἔμενε ἀκόμη στὴν εἰδωλολατρία. Ὅταν ὁ Ροστισλάβος ἔλεγε ὅτι ὁ λαὸς δέχτηκε τὴ χριστιανικὴ πίστη, προλάβαινε μία ἐξέλιξη ἡ ὁποία, ὅπως ἤλπιζε, δὲν ἐπρόκειτο νὰ ἀργήσει. Στράφηκε πρὸς τὸ Βυζάντιο γιὰ νὰ πάρει κάποιον ἐπίσκοπο μὲ σκοπὸ τὴν ὁλοκλήρωση τῆς διάδοσης τῆς χριστιανικῆς θρησκείας καὶ τὴν ὀργάνωση τῆς Ἐκκλησίας στὴ χώρα του. Ἡ στροφὴ πρὸς τὸ Βυζάντιο ὀφείλεται σὲ δύο λόγους· πρῶτα στὸ ὅτι γνώριζε ὅτι ἐκεῖ γινόταν προεργασία μετάφρασης ἐκκλησιαστικῶν βιβλίων στὴ σλαβικὴ γλώσσα καὶ δεύτερον στὸ ὅτι δὲ φοβόταν πολιτικὲς ἀπὸ ἐκεῖ ἐπεμβάσεις, ὅπως φοβόταν ἀπὸ τὸ γερμανικὸ κράτος.
Τὸ Βυζάντιο δὲν ἔστειλε ἐπίσκοπο, διότι κατὰ τὴν ὀρθόδοξη ἑλληνικὴ ἄποψη ὁ ἐπίσκοπος κυβερνᾶ καθορισμένη ἐπαρχία καὶ δὲν μπορεῖ νὰ κάνει ἱεραποστολικὲς περιοδεῖες. Γι\’ αὐτό, ἀντὶ γιὰ ἐπίσκοπο ἔστειλε μία ὁμάδα ἱεραποστόλων. Ἡ ὁμάδα αὐτή, μὲ ἀρχηγοὺς τὸν Κωνσταντῖνο καὶ τὸν Μεθόδιο, ξεκίνησε γιὰ τὴ Μοραβία τὴν ἄνοιξη τοῦ 863. Στὴν ὁμάδα ἦταν καὶ ὁ Κλήμης, ὁ Ναούμ, ὁ Ἀγγελάριος, ὁ Σάββας καὶ μερικοὶ ἄλλοι συνεργάτες, οἱ ὁποῖοι ἀργότερα διακρίθηκαν στὸ ἀποστολικὸ ἔργο.
Ὁ αὐτοκράτορας Μιχαὴλ ὁ Γ\’ ἐφοδίασε τὸν ἀρχηγὸ τῆς ἱεραποστολῆς μὲ γράμμα στὸ ὁποῖο ἔλεγε: «Νά, σοῦ στέλνω ἐκεῖνον στὸν ὁποῖο ὁ Θεὸς ἀποκάλυψε αὐτὸ τὸ ἀλφάβητο. Εἶναι ἄνδρας εὐσεβὴς καὶ ὀρθόδοξος, μεγάλος σοφὸς καὶ φιλόσοφος».
Κατὰ πᾶσα πιθανότητα ἀκολούθησαν τὸ δρόμο μέσω τῆς Τραϊανουπόλεως, Φιλίππων, Θεσσαλονίκης, Σκοπίων, Ναϊσσοῦ, Σιγγιδόνος (Βελιγραδίου), Σιρμίου μέχρι τὰ σύνορα τῆς Μοραβίας, ὅπου τοὺς περίμεναν ἐκπρόσωποι τοῦ ἡγεμόνα.
Οἱ κάτοικοι τῆς Μοραβίας ἐπεφύλαξαν θερμὴ ὑποδοχὴ στοὺς Ἕλληνες ἱεραποστόλους. Ἄλλωστε δὲν ἦταν μικρὴ ἡ τιμὴ ποὺ γινόταν σὲ ἕναν ὑπερήφανο, ἀλλὰ ἀμόρφωτο λαὸ μὲ τὴν ἐπίσκεψη καὶ παραμονὴ τόσων μορφωμένων βυζαντινῶν μοναχῶν, οἱ ὁποῖοι τοῦ ἔφεραν ὡς δῶρο ἀλφάβητο καὶ βιβλία μεταφρασμένα στὴ γλώσσα τους.
Ὁ πρῶτος σταθμὸς τῶν ἱεραποστόλων ἦταν τὸ ἀνάκτορο τοῦ Ροστισλάβου στὴν περιοχὴ τῆς σημερινῆς Μικουλτσίτσα. Ἔπειτα ἐγκαταστάθηκαν σὲ τοποθεσία τῆς περιοχῆς τοῦ σημερινοῦ Στάρε Νέστο, ὅπου ἦταν ἀπὸ παλιότερα ἐγκατεστημένοι οἱ πρῶτοι βυζαντινοὶ ἱεραπόστολοι καὶ πολλοὶ Ἕλληνες ἔμποροι. Τότε ὀνομαζόταν Βέλεχραδ.
Οἱ Μοραβοὶ ζοῦσαν στοὺς ἀγροτικοὺς συνοικισμοὺς τους κατὰ οἰκογένειες. Σὲ κάθε περιφέρεια ὑπῆρχε καὶ ἕνα ἢ περισσότερα ὀχυρά, χρὰδ (γράδ), ὅπου ἔμεναν οἱ φύλαρχοι μὲ τὸ στρατό τους. Τὰ ὀχυρὰ αὐτὰ ἀργότερα ἐξελίχθηκαν σὲ πόλεις. Τὸ Βέλεχραδ εἶναι ἴσως τὸ μόνο ὀχυρό τῆς Μοραβίας ποὺ εἶχε ἤδη ἐξελιχθεῖ σὲ πόλη.
Ὁ Κωνσταντῖνος καὶ ὁ Μεθόδιος ἐπιδόθηκαν στὸ ἔργο τους μὲ σύστημα καὶ ἀποτελεσματικότητα. Πρῶτα ἵδρυσαν μία σχολὴ στὴν ὁποία φοίτησαν νέοι εὐγενῶν οἰκογενειῶν οἱ ὁποῖοι μάθαιναν τὸ ἀλφάβητο, τὴ γραμματική, τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ τὶς ἀκολουθίες.
Συγχρόνως ἐπέκτειναν τὴ διδαχὴ στὸ λαὸ καὶ βάφτιζαν αὐτοὺς ποὺ ἀσπάζονταν τὸν χριστιανισμό. Μέσω αὐτῆς τῆς διδαχῆς ἔστειλαν τοὺς συνεργάτες τους στοὺς διασκορπισμένους συνοικισμοὺς τῆς χώρας. Ἔτσι ὁ χριστιανισμός, ποὺ εἶχε διαδοθεῖ ἕως τότε σὲ λίγα ὀχυρά, τὰ ὁποῖα εἶχαν ἀποκτήσει καὶ ξύλινους ναούς, διαδόθηκε πλέον ἀπὸ τὸ ἕνα ὥς τὸ ἄλλο ἄκρο τῆς χώρας μεταξὺ ὄχι μόνο τῶν Μοραβῶν, ἀλλὰ καὶ τῶν Τσέχων, τῶν Σλοβάκων καὶ τῶν Πολωνῶν.
Οἱ ἱεραπόστολοι μετέφραζαν τὶς ἀκολουθίες γιὰ νὰ χρησιμοποιηθοῦν σιγὰ-σιγὰ στὴ λατρεία σύμφωνα μὲ τὴν πορεία τοῦ ἡμερολογίου. Μέριμνά τους ἦταν ἐπίσης καὶ ἡ ἀνέγερση λίθινων ναῶν, πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ὁποίους ἔχουν ἀνιχνευθεῖ σήμερα μὲ τὴν ἀρχαιολογικὴ σκαπάνη.
Τὸ ἔργο τῶν Ἑλλήνων αὐτῶν ἱεραποστόλων ἦταν πολὺ πιὸ ἐπιτυχημένο σὲ σχέση μὲ αὐτὸ τῶν Ἰταλῶν καὶ τῶν Γερμανῶν. Πάντως οἱ Ἕλληνες τοὺς ἀνέχτηκαν, παρόλο ποὺ ἔβλεπαν ὅτι ὄχι ἁπλῶς ἐπέτρεπαν μερικὲς ἀτασθαλίες, ἀλλὰ εἶχαν εἰσαγάγει καὶ ὁρισμένες δεισιδαιμονίες ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες Μοραβούς. Ἐκεῖνοι ὅμως ἐπιτέθηκαν ἐναντίον τους. Ἔδραξαν τὴν εὐκαιρία τῆς ὑποταγῆς τοῦ Ροστισλάβου στὸν Λουδοβίκο τὸν Γερμανικὸ τὸ 864, λίγο μετὰ τὴν ἄφιξη τῶν Ἑλλήνων ἱεραποστόλων, γιὰ νὰ τοὺς ἀποθαρρύνουν καὶ νὰ τοὺς κατηγορήσουν. Ἰσχυρίζονταν ὅτι ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ λατρεύεται σὲ τρεῖς μόνο γλῶσσες, τὴν ἑβραϊκή, τὴν ἑλληνικὴ καὶ τὴ λατινικὴ (δηλαδὴ τὶς γλῶσσες τῆς ἐπιγραφῆς ποὺ ἔβαλε ὁ Πιλάτος στὸν Σταυρὸ τοῦ Κυρίου), ὄχι ὅμως καὶ στὴ σλαβική. Ὁ Κωνσταντῖνος ἀνέτρεψε εὔκολα τοὺς ἰσχυρισμούς τους καὶ τοὺς χαρακτήρισε τριγλωσσικοὺς καὶ πιλατικούς. Βέβαια τὰ αἴτια τῆς ἐπίθεσης ἦταν ἄλλα. Οἱ Γερμανοὶ εἶχαν ἐξοργιστεῖ ἀπὸ τὴν ἐπίσημη πρόσκληση Ἑλλήνων ἱεραποστόλων, γιατί ἀντιπαθοῦσαν τοὺς Βυζαντινούς. Ἀπὸ τὴν πλευρά τους καὶ οἱ Ἕλληνες περιφρονοῦσαν τοὺς Γερμανοὺς ὡς βάρβαρους καὶ διεκδικητὲς τοῦ αὐτοκρατορικοῦ τίτλου. Καὶ οἱ Σλάβοι ἄλλωστε τοὺς χαρακτήριζαν μὲ τὸ ὄνομα νέμετς, δηλαδὴ βάρβαροι. Ἀρχηγὸς τῶν Γερμανῶν κληρικῶν τῆς Μοραβίας ἦταν ὁ Βίχιγκ, ἐνῶ τῶν Ἰταλῶν ὁ Ἰωάννης.
Ὁ Ροστισλάβος πιεζόμενος ἀπὸ τὶς ἐξελίξεις τῶν πολιτικῶν πραγμάτων, θέλησε νὰ συμβιβάσει τὰ πράγματα. Συγκάλεσε ὅλες τὶς ὁμάδες γιὰ νὰ ἐκθέσουν τὶς ἀπόψεις τους, ἀλλὰ τελικὰ δὲ συμφώνησαν.
Οἱ ἱεραπόστολοι ἔμειναν κατὰ τὴν πρώτη αὐτὴ περίοδο στὴ Μοραβία γιὰ τρία χρόνια καὶ τέσσερεις μῆνες, δηλαδὴ ἀπὸ τὸ φθινόπωρο τοῦ 863 μέχρι τὶς ἀρχὲς τοῦ 867. Εἶχαν ἐκπαιδεύσει ἤδη πολλοὺς μαθητές, μεταξὺ τῶν ὁποίων 100 περίπου θεολόγους. Δὲν εἶχαν ὅμως ἀρκετοὺς ἱερεῖς γιὰ τὴν τέλεση τῆς λατρείας. Εἶναι γνωστὸ ὅτι ἀπὸ αὐτοὺς ἱερέας ἦταν μόνο ὁ Κωνσταντῖνος, ἀλλὰ εἶναι φανερὸ ὅτι εἶχαν χειροτονηθεῖ καὶ μερικοὶ ἀκόμη ἀπὸ τοὺς συνεργάτες τους, καθὼς καὶ ἀπὸ τοὺς παλιοὺς Ἕλληνες ἱεραποστόλους ποὺ εἶχαν προστεθεῖ σὲ αὐτούς. Πάντως δὲν ἦταν ἀρκετοὶ γιὰ νὰ καλύψουν ὅλες τὶς ἀνάγκες τοῦ ποιμνίου ποὺ συνεχῶς αὐξανόταν. Ἔπρεπε νὰ ζητήσουν νὰ χειροτονηθοῦν ἕνας ἢ δύο ἐπίσκοποι γιὰ τὴ μετάδοση ἱεροσύνης σὲ ἄλλους.
ΣΤΗ ΡΩΜΗ
Οἱ δύο ἀδελφοὶ ἀναχώρησαν ἀπὸ τὴ Μοραβία, ἀφοῦ ἄφησαν ἐκεῖ μερικοὺς συνεργάτες τους. Καταρχὰς πῆγαν στὸ Βλάτινσκι Κοστέλ, πρωτεύουσα τῆς Παννονίας. Ἡ χώρα αὐτή, ποὺ ἄλλοτε ἀνῆκε στὴ ρωμαϊκὴ αὐτοκρατορία, εἶχε καταληφθεῖ ἤδη ἀπὸ τοὺς Σλοβένους. Ὁ χριστιανισμὸς καταστράφηκε καὶ τώρα ἐπανερχόταν σὲ αὐτὴν τὴν περιοχή. Ὁ ἡγεμόνας Κότσελ, ποὺ ἦταν χριστιανός, ζήλευε τὴν τύχη τῶν Μοραβῶν διότι εἶχαν βρεῖ τέτοιους δασκάλους. Εἶχε ἔρθει σὲ ἐπαφὴ μὲ τοὺς ἱεραποστόλους καὶ νωρίτερα. Τώρα ἔρχονταν στὴ χώρα του, γιὰ νὰ ἱκανοποιήσουν καὶ τὸ δικό του αἴτημα, νὰ διδάξουν τοὺς Σλοβένους. Ὁ ἡγεμόνας τους ὑποδέχτηκε μὲ δικαιολογημένο ἐνθουσιασμό, ἔμαθε ὁ ἴδιος τὴ σλαβικὴ γραφὴ καὶ διάβασε τὰ βιβλία τους. Ἔμειναν στὴν Παννονία ἔξι μῆνες καὶ ἐκπαίδευσαν 50 μαθητές.
Ἔπειτα οἱ ἱεραπόστολοι συνέχισαν τὸ δρόμο τους. Ποιὸς ἦταν ὁ προορισμός τους; Ἀσφαλῶς ἡ Κωνσταντινούπολη. Εἶχαν ἀναλάβει μία μεγάλη ἀποστολὴ ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Μιχαὴλ τὸν Γ\’ καὶ τὸν πατριάρχη Φώτιο. Εἶχαν ἀκολουθήσει κάθε ἐντολή τους καὶ τώρα ποὺ ἔβλεπαν ὅτι οἱ Ἐκκλησίες τῆς Μοραβίας καὶ τῆς Σλοβενίας μποροῦσαν νὰ ὀργανωθοῦν σὲ μητροπόλεις, πήγαιναν στὴν πρωτεύουσα τῆς αὐτοκρατορίας γιὰ νὰ δεχτοῦν τὴ χειροτονία.
Ἀλλὰ ὅταν βρίσκονταν ἀκόμη στὴν Παννονία (Σλοβενία), ἔμαθαν δυσάρεστα νέα. Ὁ Βόρης τῆς Βουλγαρίας εἶχε ἀποσπάσει τὴ βουλγαρικὴ Ἐκκλησία ἀπὸ τὴν ἐπιρροὴ τοῦ πατριαρχείου καὶ στράφηκε πρὸς τὴ Δύση. Δὲν ἦταν λοιπὸν φρόνιμο νὰ περάσουν ἀπὸ τὸ βουλγαρικὸ ἔδαφος γιὰ νὰ πᾶνε στὴν Κωνσταντινούπολη, ἀλλὰ ἔπρεπε νὰ ἀκολουθήσουν τὴ θαλάσσια ὁδό. Γι\’ αὐτὸ κατέβηκαν στὴ Βενετία. Σὲ αὐτὴν τὴν πόλη τοὺς ὑποδέχτηκαν μὲ ἄγριες διαθέσεις δυτικοὶ ἐπίσκοποι, ἱερεῖς καὶ μοναχοί, κατηγορώντας τους ὅτι χρησιμοποιοῦν στὴ λατρεία τὴ σλαβικὴ γλώσσα. Ὁ Κωνσταντῖνος ἀπάντησε ὅτι ὅλοι οἱ λαοὶ ἔχουν τὸ δικαίωμα νὰ διαβάζουν τὸ Εὐαγγέλιο καὶ νὰ ὑμνοῦν τὸν Θεὸ στὴ γλώσσα τους.
Οἱ Βενετοὶ ἔθεσαν σὲ περιορισμὸ τοὺς ἱεραποστόλους, ἐνῶ ὁ πάπας Νικόλαος ὁ Α\’, ὁ ὁποῖος βρισκόταν σὲ ὀξεία ἀντίθεση μὲ τὸν Φώτιο, τοὺς κάλεσε στὴ Ρώμη γιὰ ἐξέταση. Ἔφτασαν ἐκεῖ τὸ Δεκέμβριο τοῦ 867. Ἀλλὰ ἤδη εἶχε ἀλλάξει ἐκεῖ ἡ κατάσταση. Ὁ Νικόλαος εἶχε πεθάνει, ἐνῶ ὁ νέος πάπας ὁ Ἀδριανὸς ὁ Β\’, ὁ κλῆρος καὶ ὁ λαὸς τῆς Ρώμης δέχτηκαν τοὺς ἱεραποστόλους μὲ ἐνθουσιασμό, γιατί-ὅπως πληροφορήθηκαν ἀργότερα-τοὺς ἔφεραν δῶρο πολύτιμο, λείψανα τοῦ Ἁγίου Κλήμεντος. Γι\’ αὐτὸν τὸ λόγο καὶ ἐξαιτίας τῆς ἐπιθυμίας τοῦ πάπα νὰ ἀποκαταστήσει τὶς διαταραγμένες σχέσεις μὲ τὴν Κωνσταντινούπολη δὲν παρουσιάστηκαν ἐμπόδια στὶς ἐπιδιώξεις τῶν δύο ἀδελφῶν. Ὁ πάπας ἀποδέχτηκε τὰ σλαβικὰ βιβλία καὶ τὰ ἔβαλε σὲ κεντρικὸ ναὸ τῆς πόλης.
Ἔπειτα, μὲ παραγγελία τοῦ πάπα οἱ ἐπίσκοποι Φορμῶζος-μετέπειτα πάπας-καὶ Γαυδέριχος χειροτόνησαν τὸν Μεθόδιο καὶ τρεῖς μαθητές τους σὲ ἱερεῖς, ἐνῶ δύο ἄλλους σὲ ἀναγνῶστες. Ἡ λειτουργία μετὰ τὴ χειροτονία τελέστηκε στὰ σλαβικά.
Οἱ δύο ἀδελφοὶ μαζὶ μὲ τοὺς μαθητὲς τους ἔμειναν στὰ ἑλληνικὰ μοναστήρια τῆς Ρώμης καὶ περίμεναν τὴν ὥρα τῆς χειροτονίας τους σὲ ἐπισκόπους. Ὁ χρόνος ὅμως περνοῦσε καὶ οἱ χειροτονίες καθυστεροῦσαν. Ὁ πάπας δίσταζε, γιατί φοβόταν ἐπέκταση τῆς ἑλληνικῆς ἐπιρροῆς στὴν περιοχή, τὴν ὁποία θεωροῦσε δική του.
Στὸ μεταξύ, ὁ Κωνσταντῖνος, ἔχοντας πάντα ἀσθενικὸ ὀργανισμό, ἀρρώστησε. Μόλις κατάλαβε ὅτι ἐρχόταν τὸ τέλος του, φόρεσε ἄμφια καὶ ἔμεινε ντυμένος ὅλη τὴν ἡμέρα, ἐνῶ εἶπε χαρούμενος: «Δὲν εἶμαι πλέον ὑπηρέτης τοῦ αὐτοκράτορα οὔτε κανενὸς ἄλλου στὴ γῆ, ἀλλὰ μόνο τοῦ παντοδύναμου Θεοῦ. Δὲν ὑπῆρχα, ὑπῆρξα καὶ θὰ ὑπάρχω αἰώνια. Ἀμήν». Τὴν ἑπομένη φόρεσε τὸ μοναχικὸ ἔνδυμα καὶ ὀνομάστηκε Κύριλλος. Ἔμεινε 50 μέρες μὲ αὐτὸ τὸ ἔνδυμα, ὅταν ὅμως κατάλαβε τὴν ὥρα τοῦ θανάτου του, προσευχήθηκε: «Κύριε Θεέ μου, σὺ ὅστις ἐδημιούργησες ὅλα τὰ ἀγγελικὰ τάγματα καὶ τὰς οὐρανίους δυνάμεις· σὺ ὅστις ἔτεινες τοὺς οὐρανούς, ἐθεμελίωσες τὴν γῆν καὶ ἔφερες πάντα τὰ ἐκ τοῦ μηδενὸς εἰς τὸ εἶναι· σὺ ὁ ἀκούων πάντοτε τοὺς ποιοῦντας τὸ θέλημά σου, τοὺς φοβούμενους σε καὶ τηροῦντας τὰς ἐντολάς σου, ἄκουσον τὴν προσευχήν μου καὶ φύλαξον τὸ πιστὸν ποίμνιον ἐπικεφαλῆς τοῦ ὁποίου ἐτοποθέτησες ἐμὲ τὸν δοῦλον σου, τὸν ἀνίκανον καὶ ἀνάξιον. Σῶσον αὐτὸ ἀπὸ τὴν ἀσεβῆ καὶ εἰδωλολατρικὴν κακότητα τῶν βλασφημούντων σε. Κατάστρεψον τὴν αἵρεσιν τῶν τριῶν γλωσσῶν».
Πέθανε σὲ ἡλικία 42 ἐτῶν τὸ 869. Ὁ πάπας παράγγειλε νὰ γίνει μεγαλοπρεπὴς κηδεία, ἀλλὰ ὁ Μεθόδιος δὲ συμφώνησε. Σκέφτηκε νὰ μεταφέρει τὸ σκήνωμα στὴν Κωνσταντινούπολη, οἱ Ρωμαῖοι ὅμως τὸν ἀπέτρεψαν. Ἔτσι ὁ Κύριλλος θάφτηκε στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Κλήμεντος, δεξιὰ ἀπὸ τὴν ἁγία Τράπεζα.
ΣΤΗ ΣΛΟΒΕΝΙΑ
Οἱ Μοραβοὶ καὶ οἱ Σλοβένοι περίμεναν μὲ ἀνυπομονησία τοὺς ἀδελφούς, ἀλλὰ αὐτοὶ δὲ φαίνονταν. Ὁ Κότσελ τῆς Σλοβενίας ζήτησε μὲ ἐπιστολὴ τὸν Μεθόδιο καὶ ὁ πάπας τὸν ἔστειλε τὴν ἄνοιξη τοῦ 869, λίγο μετὰ τὸ θάνατο τοῦ Κυρίλλου. Ὁ πάπας σὲ ἐπιστολή του πρὸς τὸν Κότσελ καὶ τὸν Ροστισλάβο ἐπαινοῦσε τὸ ὀρθόδοξο φρόνημα τοῦ Μεθοδίου, ὅριζε νὰ τελοῦνται οἱ ἀκολουθίες στὴ σλαβικὴ γλώσσα καὶ χαρακτήριζε ὡς λύκους αὐτοὺς ποὺ περιφρονοῦσαν τὰ βιβλία ποὺ εἶναι γραμμένα στὴ γλώσσα αὐτή.
Ἡ δυσαρέσκεια ὅμως στὴ Σλοβενία ἦταν μεγάλη, γιατί οἱ Σλοβένοι ζητοῦσαν ἐπίσκοπο καὶ ὁ πάπας εἶχε διστάσει νὰ χειροτονήσει τὸν Μεθόδιο σὲ ἐπίσκοπο. Φοβόταν μήπως τυχὸν ὁ Μεθόδιος ἀνακηρύξει ἀνεξάρτητη τὴν Ἐκκλησία τῆς Σλοβενίας καὶ τῆς Μοραβίας, ὅπως πραγματικὰ ἐπεδίωκε. Ὁ Κότσελ ἔδρασε τότε ἀποφασιστικά. Ἔστειλε πάλι τὸν Μεθόδιο στὴ Ρώμη μὲ συνοδεία 20 Σλοβένων ἐπισήμων καὶ ἀπαίτησε τὴ χειροτονία του σὲ ἐπίσκοπο, διαμηνύοντας ὅτι διαφορετικὰ θὰ ζητοῦσε τὴ χειροτονία ἀπὸ τὸ Βυζάντιο. Καὶ ἡ ἀποφασιστικότητα τοῦ ἡγεμόνα νίκησε. Ὁ πάπας χειροτόνησε τὸν Μεθόδιο σὲ ἐπίσκοπο καὶ ἐγκαταστάθηκε στὴν πρωτεύουσα τοῦ σλοβενικοῦ κράτους, ἔχοντας τὸν τίτλο τοῦ ἀρχιεπισκόπου Σιρμίου, τῆς παλιᾶς πρωτεύουσας τοῦ Ἰλλυρικοῦ ποὺ βρισκόταν λίγο πιὸ νότια ἀπὸ τὸν Δούναβη.
Ὁ ἐκκλησιαστικὸς ὀργανισμὸς ποὺ δημιουργήθηκε κατόπιν τῆς δράσης τῶν δύο ἀδελφῶν ἦταν αὐτοκέφαλος, σύμφωνα μὲ τὶς βυζαντινὲς ἀντιλήψεις. Τὰ δύο μεγάλα τμήματα τῆς ἑνωμένης τότε Ἐκκλησίας διακρίνονταν ὡς πρὸς αὐτὸ λόγω τῆς διαφορᾶς στὴν παράδοση καὶ στὴ νοοτροπία. Στὴ Δύση τὸ ἰδεῶδες τῆς ἀπόλυτης συγκέντρωσης καὶ ἑνότητας, ποὺ κληρονομήθηκε ἀπὸ τὴν ἀρχαία Ρώμη, ἀπαιτοῦσε στὶς ἐκχριστιανιζόμενες περιοχὲς νὰ ὀργανώνονται μονάδες τῆς μίας καὶ ἀδιάσπαστης Δυτικῆς Ἐκκλησίας μὲ γλώσσα τὴ λατινικὴ καὶ-γιὰ αὐτὴν τὴν περίοδο-κάτω ἀπὸ τὴν ἐξουσία τοῦ γερμανικοῦ κράτους. Στὴν Ἀνατολὴ τὸ ἰδεῶδες τῆς ὁμόσπονδης σύνδεσης, ποὺ κληρονομήθηκε ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ καὶ τὴ χριστιανικὴ ἀρχαιότητα, συντελοῦσε ὥστε στὶς περιοχὲς ποὺ ἐκχριστιανίζονται νὰ ὀργανώνονται αὐτοκέφαλες ἐκκλησίες μὲ ὄργανο τὴ ντόπια γλώσσα καὶ κάτω ἀπὸ τὴν πολιτικὴ ἐξουσία ἀνεξάρτητων κρατῶν.
Ἔτσι ἡ Ἐκκλησία ἐκείνη δὲν ἑξαρτιόταν διοικητικὰ οὔτε ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη οὔτε ἀπὸ τὴ Ρώμη, ἀλλὰ βρισκόταν σὲ ἐπικοινωνία καὶ μὲ τὶς δύο. Εἶχε ἱδρυθεῖ σύμφωνα μὲ τὶς ὁδηγίες τῆς Κωνσταντινούπολης καὶ μὲ τὸ ἑλληνικὸ πνεῦμα τῆς αὐτοτέλειας. Μάλιστα ἀποτέλεσε πρότυπο βάσει τοῦ ὁποίου ὀργανώθηκαν καὶ οἱ ἄλλες σλαβικὲς Ἐκκλησίες, μὲ τὴ διαφορὰ ὅτι αὐτὲς ὑπῆρξαν πιὸ τυχερὲς ἀπὸ ἄποψη παρέμβασης ξένων παραγόντων.
Ἡ δραστηριότητα τοῦ Μεθοδίου ὑπῆρξε μεγαλύτερη τώρα ποὺ κατεῖχε πιὸ ὑπεύθυνη θέση. Χειροτόνησε πλῆθος μαθητῶν του, Σλοβένων, Κροατῶν καὶ Σέρβων, στοὺς ὁποίους ἐκτεινόταν ἡ δικαιοδοσία του. Οἱ Κροάτες καὶ οἱ Σέρβοι εἶχαν δεχτεῖ τοὺς πρώτους ἱεραποστόλους ἀπὸ τὶς βυζαντινὲς κτήσεις τῆς Ἀδριατικῆς μὲ φροντίδα τῆς κυβέρνησης τοῦ Βυζαντίου. Τώρα ὁ Χριστιανισμὸς προχωρεῖ σὲ αὐτοὺς σὲ ἔκταση καὶ βάθος. Οἱ τρεῖς Ἐκκλησίες εἶχαν σλαβικὸ χαρακτήρα, ἀλλὰ ἡ κροατικὴ στράφηκε ἀργότερα πρὸς τὴ Ρώμη μὲ τὸν ἡγεμόνα Βρανίμιρο, ὁ ὁποῖος τὸ 879 δολοφόνησε τὸν Ζδεσλάβ. Στὴ Σλοβενία ὁ χαρακτήρας αὐτὸς διατηρήθηκε ἐν μέρει μέχρι τὴν ἐποχὴ μας παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι ἐκεῖ ἐπικράτησε ὁ Ρωμαιοκαθολικισμὸς μεταγενέστερα. Μάλιστα ἐκεῖ διατηρήθηκε καὶ ἡ πρώτη σλαβικὴ γραφή, ἡ γλαγολιτική.
Τὴν ἴδια ἐποχὴ ὁ Μεθόδιος χειροτόνησε καὶ πλῆθος μαθητῶν του ἀπὸ τὴ Μοραβία, τοὺς ὁποίους ἔστειλε στὴ χώρα τους γιὰ νὰ συνεχίσουν τὸ ἔργο του. Μεταξὺ αὐτῶν ἦταν καὶ ὁ Γοράσδος.
Ἀλλὰ τὸ ἔργο αὐτὸ σταμάτησε νωρίς. Οἱ Γερμανοὶ ἐκκλησιαστικοὶ καὶ πολιτικοὶ ἄρχοντες δυσαρεστήθηκαν ἀπὸ τὰ ἀποτελέσματα τῆς δραστηριότητας τοῦ Μεθοδίου. Αὐτὴ ἔδινε στὶς σλαβικὲς Ἐκκλησίες ὄχι μόνο σλαβικὸ ἀλλὰ καὶ ἑλληνικὸ χαρακτήρα, πρὸς μεγάλη ἀπογοήτευση τοῦ λατινικοῦ κλήρου, καὶ ἔκλεινε τὸ δρόμο νέας στροφῆς πρὸς τὴ Γερμανία.
Τὴν ἐποχὴ αὐτὴ ἀκριβῶς ὁ Λουδοβίκος ὁ Γερμανικὸς εἶχε εἰσβάλλει μὲ τρεῖς στρατιὲς στὴ Μοραβία καὶ τὴν ὑπόταξε καὶ πάλι. Ὁ Ροστισλάβος, ὁ ὁποῖος εἶχε καλέσει σὲ ἐκείνη τὴ χώρα τοὺς Ἕλληνες ἱεραποστόλους, εἶχε ἐκθρονιστεῖ καὶ τυφλωθεῖ. Ὁ Κότσελ ἄρχισε νὰ φοβᾶται τὸ ἴδιο καὶ γιὰ τὸν ἑαυτό του. Γι\’ αὐτό, ὅταν οἱ Γερμανοὶ κληρικοὶ τῆς Σλοβενίας συνέλαβαν τὸν Μεθόδιο καὶ τὸν ὁδήγησαν στὴ Γερμανία, δὲν ἀντέδρασε.
Τὸ Νοέμβριο τοῦ 870 ὁ Μεθόδιος δικάστηκε ἀπὸ βαυαροὺς ἐπισκόπους στὸ Ρέγενσουργ, διότι εἶχε δῆθεν καταλάβει περιοχὴ ποὺ ἀνῆκε στὴν ἀρχιεπισκοπὴ τοῦ Σάλτσβουργ.
Ἐκείνη τὴν ἐποχὴ ὑπῆρχε ἔντονη τάση ἀπόσχισης τῆς Ἐκκλησίας τῆς Γερμανίας ἀπὸ τὴ Ρώμη, τὴν ὁποία βλέπουμε καὶ στὴν παροῦσα περίπτωση. Ὁ Μεθόδιος ὀνόμασε τοὺς διῶκτες του «βάρβαρους» μπροστὰ στὸν Λουδοβίκο. Ἀφοῦ καταδικάστηκε, φυλακίστηκε στὴ μονὴ Ἐλλβάγγεν τῆς Σουαβίας. Δὲν τοῦ ἐπέτρεψαν καμιὰ ἐπικοινωνία μὲ τὸν πάπα καὶ σκότωσαν τὸν ἀγγελιοφόρο του μοναχὸ Λάζαρο. Ἀπὸ τοὺς μαθητὲς του ἄλλοι διέφυγαν στὴ Μοραβία, τὴν Κροατία καὶ τὴ Σερβία, ἐνῶ ἄλλοι παρέμειναν κρυφὰ στὴ Σλοβενία.
Ὁ πάπας Ἀδριανὸς δὲν πληροφορήθηκε ποτὲ γιὰ τὶς περιπέτειές του καὶ ὁ νέος πάπας Ἰωάννης Η\’ ἔμαθε γι\’ αὐτὲς κάπως ἀργά. Ἔγραψε τότε ὁ πάπας στὸ βασιλιὰ Λουδοβίκο καὶ τοῦ παραπονέθηκε, γιατί ἕνας ἀρχιεπίσκοπος, κατέχοντας ἕδρα ποὺ-κατὰ τὴ γνώμη του-ὑπαγόταν ἀπὸ πάντα στὴ Ρώμη καὶ πάντως ὄχι στὴ Γερμανία, ἐκδιώχθηκε. Ἔγραψε ἐπίσης καὶ στὸν ἀρχιεπίσκοπο τοῦ Σάλσβουργ Ἀδαλβίνο καὶ σὲ διάφορους Γερμανοὺς ἐπισκόπους.
Μετὰ ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἐπέμβαση ὁ Μεθόδιος ἐλευθερώθηκε, ἐνῶ οἱ διῶκτες του τὸν εἶχαν καταδικάσει σὲ ἰσόβια κάθειρξη.
ΚΑΙ ΠΑΛΙ ΣΤΗ ΜΟΡΑΒΙΑ
Ἡ ἐπέμβαση τοῦ πάπα δὲν ἦταν ὁ μόνος λόγος τῆς ἀπελευθέρωσης τοῦ Μεθοδίου. Σὲ αὐτὴ συντέλεσε καὶ ἡ μεσολάβηση τοῦ αὐτοκράτορα Βασιλείου τοῦ Μακεδόνα, τὴν ὁποία διαμήνυσε πρεσβεία πρὸς τὸν Λουδοβίκο τὸ 872, καὶ ἡ ἀλλαγὴ τῆς κατάστασης στὴ Μοραβία. Ὁ νέος ἐκεῖ ἡγεμόνας Σβιατοπλούκ, ἀνεψιὸς τοῦ Ροστισλάβου, ἀπέκτησε ἀνεξαρτησία μετὰ ἀπὸ νέα ἐπανάσταση, μεταξὺ τῶν ἡγετῶν τῆς ὁποίας ἦταν καὶ ὁ ἱερέας Σλαβομίρ. Οἱ κληρικοὶ τῆς σλαβικῆς Ἐκκλησίας τῆς Μοραβίας ἐργαζόταν πάντα ὑπὲρ τῆς πολιτικῆς ἀνεξαρτησίας τῆς χώρας τους.
Μετὰ ἀπὸ δυόμιση χρόνια φυλάκισης ὁ Μεθόδιος ἀφέθηκε ἐλεύθερος. Τώρα πλέον δὲν ἐπέστρεψε στὴ Σλοβενία, ἀλλὰ στὴ Μοραβία, διατηρώντας τὸν τίτλο τοῦ ἀρχιεπισκόπου τοῦ Σιρμίου. Οἱ πολυάριθμοι μαθητὲς του τὸν ὑποδέχτηκαν μὲ ἐνθουσιασμὸ τὸ καλοκαίρι τοῦ 873 μετὰ ἀπὸ ἑξαετῆ ἀναμονή.
Ἀπὸ τότε ἀρχίζει περίοδος ἀκμῆς γιὰ τὴ νεοπαγῆ Ἐκκλησία τῆς Μοραβίας. Ὁ μεγάλος ἱεραπόστολος ἀνέλαβε διπλὸ ἔργο. Ἀφενὸς συνέχισε τὴν κατάρτιση θεολόγων, κληρικῶν καὶ δασκάλων, ἀφετέρου ἐπέκτεινε τὸ κήρυγμά του καὶ σὲ εὐρεῖες λαϊκὲς μάζες. Τοποθέτησε κληρικοὺς σὲ ὅλους τοὺς συνοικισμούς, ἐνῶ ὅλοι οἱ κάτοικοι, ἀφοῦ ἐγκατέλειψαν τὶς εἰδωλολατρικὲς πλάνες, πίστεψαν στὸν ἀληθινὸ Θεό. Ἐπισκέφτηκε ὅλες τὶς περιοχὲς ποὺ περιλαμβάνονταν τότε στὸ κράτος τοῦ Σβιατοπλοὺκ καὶ κατοικοῦνταν ἀπὸ Σλάβους, Βοημία, Σαξωνία, Σιλεσία, Νότια Πολωνία. Βάφτισε μόνος του τὸν πρῶτο Τσέχο χριστιανὸ ἡγεμόνα Μποριβάι. Ἔφτασε μέχρι τὴν περιοχὴ τοῦ Κιέβου, ὅπου κήρυξε στοὺς Ρώσους.
Τὸ ἔργο αὐτὸ πραγματοποιήθηκε κάτω ἀπὸ δύσκολες συνθῆκες στὴ Μοραβία, διότι ὁ Σβιατοπλοὺκ τὸ 874 ἀναγκάστηκε μετὰ ἀπὸ νέο σκληρὸ ἀγώνα νὰ ὑποκύψει στοὺς Γερμανούς. Οἱ Γερμανοὶ κληρικοὶ πῆραν θάρρος καὶ πάλι, ἐνῶ ὁ ἡγεμόνας, γιὰ νὰ μὴν τοὺς ἐρεθίσει, βρῆκε τὴν ἑξῆς συμβιβαστικὴ μέθοδο ἰσορροπίας: ὁ ἴδιος ἀκολούθησε τὴ λατινικὴ λατρεία, ἄφηνε ὅμως τὸ λαὸ νὰ ἀκολουθεῖ τὴ σλαβική. Ἔτσι ὁ Μεθόδιος σιγὰ-σιγὰ ἀποξενώθηκε ἀπὸ τὸν ἡγεμόνα καὶ μάλιστα ὅταν αὐτὸς μετέφερε τὴν πρωτεύουσά του στὴν ἀπομακρυσμένη Νίτρα. Μεσολάβησαν καὶ κάποιες δυσαρέσκειες ποὺ προέρχονταν ἀπὸ τὶς παρατηρήσεις τοῦ Μεθοδίου σχετικὰ μὲ τὶς ἠθικὲς παρεκτροπὲς τοῦ Σβιατοπλούκ. Γιὰ αὐτοὺς τοὺς λόγους καὶ γενικότερα γιατί ὁ ἡγεμόνας καὶ πολλοὶ ἀπὸ τοὺς εὐγενεῖς ποὺ ἦταν γύρω του ἤθελαν νὰ ἀποφύγουν κάθε ἀφορμὴ νέας σύγκρουσης μὲ τοὺς Γερμανούς, ἡ ἑλληνικὴ ἱεραποστολὴ βρέθηκε σὲ δυσμενῆ θέση.
Ὁ Σβιατοπλοὺκ πιεζόμενος ἀπὸ δύο ἱερεῖς, τὸν Γερμανὸ Βίχιγκ καὶ τὸν Ἰταλὸ Ἰωάννη, ἀπευθύνθηκε στὸν πάπα Ἰωάννη τὸν Η\’, διότι ἐπεδίωκε νὰ μεταθέσει σὲ ἄλλον τὸ βάρος ὁποιασδήποτε ἐνέργειας. Ὁ πάπας τότε ἔγραψε στὸν Μεθόδιο: «Ἀκούσαμε ὅτι δὲ διδάσκεις ὅσα ἡ ρωμαϊκὴ Ἐκκλησία ἔχει διδαχτεῖ ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Πέτρο, τὸν κορυφαῖο τῶν ἀποστόλων, καὶ ὅσα κηρύττει καθημερινὰ καὶ ὅτι ὁδηγεῖς τὸ λαὸ σὲ πλάνη. Γι\’ αὐτὸ μὲ αὐτὴν τὴν ἐπιστολὴ σὲ διατάζουμε νὰ παρουσιαστεῖς μπροστὰ μας χωρὶς καθυστέρηση, γιὰ νὰ σὲ ἀκούσουμε καὶ νὰ γνωρίσουμε ἀκριβῶς τὴ διδασκαλία σου. Ἔχουμε ἐπίσης πληροφορηθεῖ ὅτι τελεῖς τὴ λειτουργία σὲ βάρβαρη γλώσσα, δηλαδὴ στὴ σλαβική, ἐνῶ μὲ ἐπιστολὴ ποὺ μετέφερε ὁ ἐπίσκοπος τῆς Ἀγκώνας, ὁ Παῦλος, σοῦ ἀπαγορεύσαμε νὰ τελεῖς τὴν ἱερὴ ἀκολουθία τῆς λειτουργίας σὲ αὐτὴν τὴ γλώσσα. Δὲν μπορεῖς νὰ τὴν τελεῖς παρὰ μόνο στὴ λατινικὴ καὶ στὴν ἑλληνικὴ γλώσσα, ὅπως κάνει ἡ Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ ποὺ εἶναι διασκορπισμένη σὲ ὅλη τὴ γῆ, ἀνάμεσα σὲ ὅλα τὰ ἔθνη. Φυσικὰ μπορεῖς νὰ κηρύττεις καὶ νὰ μιλᾶς στὸ λαὸ σὲ αὐτὴν τὴ γλώσσα». Τὴν πρόσκληση στὴ Ρώμη δικαιολογοῦσε ἐπίσης καὶ ἡ ἀνάγκη τοῦ πάπα νὰ δεῖ ἐὰν τηρεῖ ὁ Μεθόδιος ὅσα προφορικὰ καὶ γραπτὰ εἶχε ὑποσχεθεῖ στὴν ἁγία ρωμαϊκὴ Ἕδρα.
Ὁ Μεθόδιος πιέστηκε νὰ μεταβεῖ τὸ 879 στὴ Ρώμη, ὅπου θὰ δικαζόταν. Συγχρόνως στάλθηκε ὡς ἐκπρόσωπος τοῦ Μοραβοῦ ἡγεμόνα καὶ ὁ Βίχιγκ, τὸν ὁποῖο ὁ Σβιατοπλοὺκ προόριζε ὡς ἀντικαταστάτη τοῦ Μεθοδίου σὲ περίπτωση καθαίρεσής του. Ἐκεῖ ὅμως ἄλλαξαν τὰ πράγματα. Ἦταν τόσο ἰσχυρὴ ἡ προσωπικότητα τοῦ Μεθοδίου, ὥστε μόνο μὲ τὴν παρουσία του ἐπηρέαζε τὶς καταστάσεις. Ἐξάλλου εἶναι φανερὸ ὅτι στὴ σκέψη τῶν παπῶν τῆς ἐποχῆς ἐκείνης ὑπῆρχε μεγάλη σύγχυση. Ἄλλα ἔλεγε ὁ προηγούμενος καὶ ἄλλα ὁ ἑπόμενος, συχνὰ ὅμως καὶ τοῦ ἴδιου προσώπου ἡ πολιτικὴ ἦταν ἀλλοπρόσαλλη. Στὴ μεταβολὴ τῆς στάσης τοῦ Ἰωάννη συντέλεσε πιθανῶς ὁ φόβος μήπως καὶ οἱ δυτικοὶ Σλάβοι διαφύγουν ἀπὸ τὴ ρωμαϊκὴ ἐπιρροή, ὅπως εἶχε συμβεῖ στὸ μεταξὺ μὲ τοὺς Βούλγαρους.
Ἔτσι ὁ Ἰωάννης ὁ Ἡ\’ μὲ νέο γράμμα παραγγέλνει ἀκριβῶς τὰ ἀντίθετα ἀπὸ ὅσα ζητοῦσε μὲ τὸ προηγούμενο. Λέει ὅτι ἐξέτασε τὸν Μεθόδιο συνοπτικὰ καὶ διαπίστωσε ὅτι αὐτὸς ἔχει τὴν πίστη τοῦ συμβόλου τῆς ρωμαϊκῆς Ἐκκλησίας, τὸ ὁποῖο βέβαια τότε ἦταν τὸ ἴδιο μὲ αὐτὸ τῆς ἑλληνικῆς. Ἡ προσθήκη τοῦ filioque, τοῦ ὅτι δηλαδὴ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἐκπορεύεται καὶ ἀπὸ τὸν Υἱό, δὲν εἶχε ἀκόμη εἰσαχθεῖ στὸ σύμβολο ἀλλὰ ὑπῆρχε ὡς διδασκαλία, κυρίως μεταξὺ τῶν Γερμανῶν θεολόγων. Ἐπίσης, ζήτησε τὰ ἔργα τοῦ Κυρίου νὰ διακηρύσσονται καὶ στὴ σλαβικὴ γλώσσα, διότι ἡ Ἁγία Γραφὴ δίνει ἐντολὴ νὰ δοξολογοῦμε τὸν Κύριο, ὄχι μόνο σὲ τρεῖς, ἀλλὰ σὲ ὅλες τὶς γλῶσσες.
Ὁ Μεθόδιος γιὰ νὰ ἀποδείξει τὸ ἀδιάφορο τοῦ πράγματος μετέφρασε στὴ σλαβικὴ καὶ τὴ λατινικὴ λειτουργία ποὺ βρισκόταν τότε σὲ ἰσχύ, ὥστε στὴν Ἐκκλησία του νὰ εἶναι δυνατὴ ἡ τέλεση εἴτε τῆς ἀνατολικῆς εἴτε τῆς δυτικῆς λειτουργίας.
Ἔτσι ἐπέστρεψε δικαιωμένος ὡς ἀρχιεπίσκοπος στὴ Μοραβία. Ὁ πάπας ὅμως, γιὰ νὰ ἱκανοποιήσει καὶ τὸν ἡγεμόνα, ἔδωσε ἐντολὴ στὸν Μεθόδιο νὰ χειροτονήσει τὸν Βίχιγκ ἐπίσκοπο Νίτρας καὶ ζήτησε καὶ ἕνα ἀκόμη πρόσωπο, ὥστε νὰ γίνουν τρεῖς οἱ ἐπίσκοποι τῆς περιοχῆς καὶ νὰ ἀποτελέσουν μητρόπολη.
ΣΤΗΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ
Εἶχαν περάσει πολλὰ χρόνια ἀπὸ τότε ποὺ τὰ δύο ἀδέλφια ἐγκατέλειψαν τὴν Κωνσταντινούπολη τὸ 863. Ἡ πρόθεσή τους νὰ τὴν ἐπισκεφτοῦν τὸ 867 δὲν πραγματοποιήθηκε, ὅπως εἴδαμε. Τὸ ἑπόμενο ἔτος ὁ Κύριλλος πέθανε, ἐνῶ ὁ Μεθόδιος, ἐργαζόμενος ἀκατάπαυστα μέσα σὲ χιλιάδες ἐμπόδια, δὲ βρῆκε τὴν εὐκαιρία γιὰ αὐτὴν τὴν ἐπίσκεψη. Ἀλλὰ πάντα σκεφτόταν ὅτι ἔπρεπε νὰ ἐπιχειρήσει τὸ μακρινὸ αὐτὸ ταξίδι γιὰ πολλοὺς λόγους. Πρῶτα, γιατί ἤθελε νὰ δεῖ γιὰ μία ἀκόμη φορὰ τοὺς τόπους στοὺς ὁποίους γεννήθηκε, ἀνατράφηκε, σπούδασε καὶ ἔζησε κατὰ τὴ νεανική του ἡλικία· δεύτερο, γιατί ἦταν ἀνάγκη νὰ ἀνταλλάξει σκέψεις μὲ τοὺς ἄρχοντες τοῦ Βυζαντίου γιὰ τὴν πορεία τοῦ ἔργου του· καὶ τρίτο, γιατί οἱ Γερμανοὶ κληρικοὶ διέδιδαν ὅτι ὁ Μεθόδιος εἶχε χάσει τὴν ἐμπιστοσύνη τοῦ Ἕλληνα αὐτοκράτορα. Ἐξάλλου καὶ ὁ πατριάρχης Φώτιος καὶ ὁ αὐτοκράτορας Βασίλειος ὁ Α\’ τοῦ ζήτησαν νὰ μπεῖ στὸν κόπο καὶ νὰ ἔρθει στὴν πρωτεύουσα.
Τὸ 881 ὁ πάπας Ἰωάννης τὸν κάλεσε στὴ Ρώμη καὶ πάλι, γιατί οἱ κατηγορίες τοῦ Βίχιγκ συνεχίζονταν. Ἀλλὰ τώρα πλέον ἀρνήθηκε τὴν πρόσκληση, διότι ἦταν πολὺ νὰ συνεχίζονται ἐπ\’ ἄπειρον οἱ προκλήσεις καὶ οἱ ἀνακρίσεις. Αὐτὸ ἀποτέλεσε ἕναν ἀκόμη λόγο νὰ ἐπισπεύσει τὴ μετάβασή του στὴν Κωνσταντινούπολη.
Τὸ ταξίδι πραγματοποιήθηκε τὸ 881. Στὴν πρωτεύουσα ἄρχοντες, κλῆρος καὶ λαὸς τὸν ὑποδέχτηκαν μὲ ἐνθουσιασμό. Ἦταν ἐνήμεροι γιὰ τὰ θαυμαστά του ἐπιτεύγματα στὶς μακρινὲς χῶρες τῆς Κεντρικῆς Εὐρώπης καὶ ἡ χαρά τους ποὺ ἔβλεπαν κοντὰ τοὺς τὸν μεγάλο ἱεραπόστολο ἦταν ἀπερίγραπτη. Οἱ Βυζαντινοὶ ἐνέκριναν τὶς ἐνέργειές του σὲ ἐκεῖνες τὶς χῶρες καὶ συζήτησαν τὸ μέλλον τῆς Ἐκκλησίας τῶν Σλάβων τῆς Δύσης. Δυστυχῶς, ἡ Κωνσταντινούπολη δὲν μποροῦσε νὰ τοῦ παρέχει καμιὰ δυναμικὴ βοήθεια, γιατί μεταξύ του Βυζαντίου καὶ τῆς Μοραβίας παρεμβάλλονταν οἱ Βούλγαροι. Ὅμως τοῦ συστήθηκε νὰ διατηρήσει τὸ αὐτοκέφαλο τῆς Ἐκκλησίας του καὶ νὰ μὴ δέχεται παρεμβάσεις ἀπὸ πουθενά.
Μὲ αὐτὴν τὴν εὐκαιρία ὁ Μεθόδιος κατατόπισε τὸν Φώτιο γιὰ τὴ διάδοση τῆς διδασκαλίας ποὺ ἀφοροῦσε τὴν ἐκπόρευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ ἀπὸ τὸν Υἱό. Τότε λοιπὸν ἔγραψε ὁ πατριάρχης τὸ γνωστὸ σύγγραμμα στὸ ὁποῖο καταπολεμάει αὐτὴν τὴ διδασκαλία. Ὁ Μεθόδιος ἄφησε στὴν Κωνσταντινούπολη ἕναν ἱερέα καὶ ἕναν διάκονο ὡς πρεσβευτές του, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ ἐργάζονται στὸ κέντρο σλαβικῶν σπουδῶν.
Κατὰ τὴν ἐπιστροφὴ του πέρασε ἀπὸ τὴ Βουλγαρία καὶ συναντήθηκε μὲ τὸ βασιλιὰ Βόρη στὴν πρωτεύουσά του Πρεσλάβαν καὶ τοῦ ἔδωσε συμβουλὲς γιὰ τὴν ὀργάνωση τῆς βουλγαρικῆς Ἐκκλησίας. Τοῦ ὑποσχέθηκε νὰ τοῦ στείλει μαθητές του γιὰ τὸ ἔργο αὐτό, οἱ ὁποῖοι πράγματι πῆγαν ἐκεῖ, ἀλλὰ μετὰ τὸ θάνατό του.
ΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΧΡΟΝΙΑ
Μετὰ τὴν ἐπιστροφή του ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη ὁ Μεθόδιος ἐπιδόθηκε μὲ ἰδιαίτερο ζῆλο στὴ μετάφραση κειμένων ποὺ ἦταν ἀπαραίτητα γιὰ τὴν Ἐκκλησία του. Φαίνεται ὅτι στὴν πρωτεύουσα τοῦ τόνισαν νὰ προσέξει αὐτὸ τὸ σημεῖο. Οἱ περιπέτειές του καὶ τὰ πολλαπλὰ καθήκοντά του τὸν εἶχαν ἀναγκάσει νὰ παραμελήσει τὸ ἔργο αὐτό. Τὸ 883 μετέφρασε ὅλη τὴν Παλαιὰ Διαθήκη, ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς ψαλμοὺς ποὺ ἦταν ἤδη μεταφρασμένοι ἀπὸ τὸν Κύριλλο καὶ τὰ βιβλία τῶν Μακκαβαίων. Ἄρχισε τὴ μετάφραση τὸ Μάρτιο καὶ τὴν τελείωσε μέσα σὲ ἑφτὰ μῆνες, τὴν παραμονὴ τῆς ἑορτῆς τοῦ προστάτη τοῦ Ἁγίου Δημητρίου.
Μετέφρασε ἐπίσης ὁρισμένα πατερικὰ κείμενα καὶ τὸν Νομοκάνονα. Ἔτσι χάρισε στοὺς Μοραβοὺς καὶ στοὺς ὑπόλοιπους σλαβικοὺς λαοὺς τοὺς πρώτους γραπτοὺς νόμους, οἱ ὁποῖοι ἐπέτρεψαν τὴν ὀργάνωση τοῦ κοινωνικοῦ βίου μὲ βάση τὶς ἀντικειμενικὲς καὶ ἀπρόσωπες ἐκφράσεις καὶ ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴ θέληση τῶν φυλάρχων.
Στὸ ἔργο τῆς μετάφρασης κειμένων ἐπιδόθηκαν ἐπίσης καὶ μερικοὶ ἀπὸ τοὺς μαθητές του.
Τὸ 884 σημειώθηκε νέα σύγκρουση στὴ Μοραβία, αὐτὴ τὴ φορὰ δογματική. Φαίνεται ὅτι ἀφορμὴ ἦταν ἡ γνωστοποίηση τοῦ συγγράμματος τοῦ Φωτίου σχετικὰ μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα στὴ Δύση. Ὅπως ὁ Φώτιος, ἔτσι καὶ ὁ Μεθόδιος ὀνόμαζε αἱρετικοὺς αὐτοὺς ποὺ χρησιμοποιοῦσαν τὸν ὅρο filioque καὶ δέχονταν τὴν ἐκπόρευση τοῦ Πνεύματος καὶ ἀπὸ τὸν Υἱό. Ὁ Βίχιγκ ἀντέδρασε ἔντονα καὶ προκάλεσε προβλήματα στὸν Μεθόδιο. Τότε πλέον ὁ ἀρχιεπίσκοπος ἀναγκάστηκε νὰ καταφύγει στὸ ἔσχατο μέσο τοῦ ἀναθεματισμοῦ, τὸν ὁποῖο ἐξέφρασε μαζὶ μὲ τὴ συνέλευση τῶν ἱερέων.
Ὁ Σβιατοπλοὺκ ἐντυπωσιάστηκε τόσο πολύ, ὥστε ἀπὸ τότε ἔγινε φίλος του Μεθοδίου. Ἔτσι ἐπιτεύχθηκε ἡ ἑνότητα τῆς μοραβικῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ δυστυχῶς γιὰ λίγο χρόνο.
Ὁ Μεθόδιος ἦταν 65 περίπου ἐτῶν ὅταν αἰσθάνθηκε τὸ τέλος του νὰ πλησιάζει. Οἱ μαθητὲς του συγκινημένοι καὶ ἀνήσυχοι τὸν ρώτησαν: «Σεβάσμιε πατέρα καὶ δάσκαλε, ποιὸς ἀπὸ τοὺς μαθητές σου πρέπει νὰ σὲ διαδεχτεῖ στὴ διδασκαλία σου;» Ὁ ἴδιος ὅρισε ἕναν πάρα πολὺ γνωστὸ μαθητή του, τὸν Γοράσδο, λέγοντας: «Εἶναι ἄνδρας ἐλεύθερος καὶ ἀπὸ τὴ χώρα σας, καλὰ ἐκπαιδευμένος στὰ βιβλία, λατινικὰ καὶ ὀρθόδοξα. Ἂς γίνει τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ ἂς ἀρέσει αὐτὸ σὲ σᾶς, ὅπως καὶ σὲ μένα».
Τὸ ὅτι ὅρισε διάδοχό του δὲν εἶναι παράδοξο. Αὐτὸ ἀποτελεῖ ἁπλὴ εὐχὴ τοῦ ἱεραποστόλου, τὴν ὁποία ἀποδέχτηκε τὸ σύνολο τῶν ἱερέων καὶ ὁ λαὸς τῆς Μοραβίας. Εἶναι πολὺ πιθανὸ ὅτι ὁ Γοράσδος ἦταν ἤδη ἐπίσκοπος· εἶχε δηλαδὴ ἐκλεγεῖ καὶ χειροτονηθεῖ νωρίτερα ὡς ἐπίσκοπος τῆς Νίτρας στὴ θέση τοῦ ἀναθεματισμένου Βίχιγκ. Τώρα ὅμως δὲν ἦταν ἐπισκοπικὴ ἐκλογή, ἀλλὰ ἀνάθεση σὲ αὐτὸν τοῦ ἀρχιεπισκοπικοῦ θρόνου.
Τὴν Κυριακὴ τῶν Βαΐων τοῦ 885 ὁ Μεθόδιος πῆγε στὸν καθεδρικὸ ναὸ τοῦ Βέλεχραδ, ὅπου ἦταν συγκεντρωμένος ὁ λαός. Ἦταν πολὺ ἄρρωστος. Εὐχαρίστησε τὸν αὐτοκράτορα τῆς Κωνσταντινούπολης, τὸν ἡγεμόνα τῆς Μοραβίας, τὸν κλῆρο καὶ τὸ λαό του. Τέλος εἶπε: «Παιδιά μου, περιμένετέ με μέχρι τὴν Τρίτη μέρα». Καὶ ἔτσι ἔκαναν. Τὴν αὐγὴ τῆς τρίτης μέρας πρόφερε τὶς τελευταῖες του λέξεις: «Κύριε, εἰς χεῖρας σου παραθήσομαι τὸ πνεῦμα μου», καὶ πέθανε στοὺς βραχίονες τῶν ἱερέων του, τὴν 6η Ἀπριλίου, Ἰνδικτίωνος 3, ἔτους 6393 ἀπὸ κτίσεως, δηλαδὴ τὴν 6η Ἀπριλίου τοῦ 885.
Οἱ μαθητὲς του τέλεσαν τὴ νεκρώσιμο ἀκολουθία στὴν ἑλληνική, τὴ λατινικὴ καὶ τὴ σλαβικὴ γλώσσα συγχρόνως, ἐνῶ ἀμέσως μετὰ τοποθέτησαν τὴ σορό του στὸν καθεδρικὸ ναό. Ἔτσι προστέθηκε ὁ Μεθόδιος στοὺς πατέρες καὶ στοὺς πατριάρχες καὶ στοὺς προφῆτες καὶ στοὺς ἀποστόλους καὶ στοὺς δασκάλους καὶ στοὺς μάρτυρες. Ἀναρίθμητος λαὸς ἀκολούθησε τὴν κηδεία. Ὅλοι ἔκλαιγαν τὸν καλὸ δάσκαλο, ἄνδρες καὶ γυναῖκες, νέοι καὶ γέροντες, πλούσιοι καὶ φτωχοί, ἐλεύθεροι καὶ δοῦλοι, περαστικοὶ καὶ χωρικοί, ἀσθενεῖς καὶ ὑγιεῖς.
ΟΙ ΜΑΘΗΤΕΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΛΛΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΜΕΘΟΔΙΟΥ
Ὁ Γοράσδος ἀνέλαβε μὲ ζῆλο τὴ διακυβέρνηση τῆς Ἐκκλησίας του. Ἀλλὰ οἱ ἐχθροὶ δὲν τὸν ἄφησαν γιὰ πολύ. Ὁ Βίχιγκ, ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ φάνηκε νὰ πλησιάζει τὸ τέλος τοῦ Μεθοδίου, εἶχε πάει στὴ Ρώμη, γιὰ νὰ ἐξασφαλίσει τὴ διαδοχή. Ἔπεισε τὸν πάπα Στέφανο τὸν Ε\’ νὰ ἐναντιωθεῖ καὶ πάλι στὴν ἑλληνοσλαβικὴ Ἐκκλησία τῆς Μοραβίας. Σὲ ἐπιστολὴ του ἀπαίτησε ἀποδοχὴ τῆς διδασκαλίας σχετικὰ μὲ τὴν ἐκπόρευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ ἀπὸ τὸν Πατέρα καὶ ἀπὸ τὸν Υἱό. Συγχρόνως ἀναγνώριζε τὸν Βίχιγκ ὡς ἀρχηγὸ στὴ διακυβέρνηση τῆς Ἐκκλησίας ἐκείνης καὶ ἀπαγόρευε στὸν Γοράσδο νὰ ἀναλάβει ἐπισκοπικὰ καθήκοντα, πρὶν ἔρθει στὴ Ρώμη καὶ ἀναγνωριστεῖ ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν πάπα. Αὐτὸ τὸ τελευταῖο σημαίνει ὅτι καταρχὴν θὰ δεχόταν τὸν Γοράσδο ὡς ἐπίσκοπο, ἀλλὰ ὄχι ὡς ἀρχηγὸ τῆς μοραβικῆς Ἐκκλησίας. Ἐπίσης ἀπαγόρευε τὴ χρήση τῆς σλαβικῆς γλώσσας τὴν ὁποία δῆθεν εἶχε εἰσαγάγει ὁ Μεθόδιος παρὰ τὴν ἀπαγόρευση τοῦ Ἰωάννη τοῦ Η\’. Ὁ Στέφανος ἀγνοοῦσε τελείως τὰ πράγματα· διότι ὁ Ἰωάννης εἶχε τελικὰ ἐπιτρέψει τὴ χρήση της.
Ὁ Σβιατοπλούκ, πρὸς τὸν ὁποῖο ἀπευθυνόταν ἡ ἐπιστολὴ τοῦ Στεφάνου, θυμήθηκε τὴν παλιά του συμπάθεια πρὸς τὴ λατινικὴ λατρεία. Λησμόνησε τὸ ἀνάθεμα τοῦ Βίχιγκ καὶ πῆρε θάρρος. Μὲ τὴν ἀνοχὴ του οἱ Γερμανοὶ κληρικοὶ ἔθεσαν πάλι δογματικὸ ζήτημα σχετικὰ μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Ὁ Γοράσδος καὶ ὁ Κλήμης τοὺς ἀντέκρουσαν, ἀλλὰ ἐκεῖνοι δὲ σταματοῦσαν νὰ ἐπιτίθενται.
Τότε πλέον ὁ Σβιατοπλοὺκ ὑποκρινόμενος ὅτι ἐπιθυμοῦσε συμβιβασμό, συγκάλεσε τοὺς ἡγέτες τῶν ἀντίθετων ὁμάδων στὴ Νίτρα καὶ τοὺς δήλωσε: «Ἐγὼ εἶμαι σχεδὸν ἀγράμματος καὶ δὲ γνωρίζω τὰ δογματικά. Λοιπόν, θὰ παραδώσω τὴν Ἐκκλησία σὲ ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος θὰ ὁρκιστεῖ πρῶτος ὅτι κατέχει τὴν ὀρθόδοξη πίστη». Πρὶν τελειώσει τὸ λόγο του, οἱ Γερμανοὶ-προφανῶς συνεννοημένοι-ὁρκίστηκαν, ἐνῶ οἱ Βυζαντινοὶ ἀρνήθηκαν νὰ δώσουν τέτοιο ὅρκο, διότι τὸν θεωροῦσαν εἰδωλολατρικό.
Ὁ Σβιατοπλοὺκ παρέδωσε τοὺς ἡγέτες καὶ τοὺς κληρικοὺς τῆς ἑλληνοσλαβικῆς Ἐκκλησίας στὴ διάθεση τῶν Γερμανῶν. Ἦταν στὸ σύνολο 200. Ἐπρόκειτο βεβαίως γιὰ ἐκείνους οἱ ὁποῖοι βρίσκονταν τότε στὴ Νίτρα, καθὼς καὶ ἐκεῖνοι ποὺ ὑπηρετοῦσαν στὸ Βέλεχραδ καὶ σὲ ἄλλα παρόμοια μεγάλα κέντρα. Αὐτοὶ ποὺ ἐργάζονταν σὲ μικροὺς συνοικισμοὺς καὶ αὐτοὶ ποὺ βρίσκονταν σὲ ἀπομακρυσμένες ἐπαρχίες δὲ θίχτηκαν, τουλάχιστον ἀμέσως.
Οἱ ἀτυχεῖς αὐτοὶ κληρικοὶ ἀρχικὰ βασανίστηκαν, ἔπειτα οἱ νεότεροι πουλήθηκαν ὡς δοῦλοι στοὺς Ἑβραίους, ἐνῶ οἱ ἡλικιωμένοι-μεταξὺ τῶν ὁποίων ἦταν καὶ οἱ ἀρχηγοὶ τους-φυλακίστηκαν. Καὶ αὐτοὶ ποὺ πουλήθηκαν ἐλευθερώθηκαν μετὰ ἀπὸ λίγους μῆνες στὴ Βενετία ἀπὸ ἀντιπροσώπους τοῦ αὐτοκράτορα καταβάλλοντας λύτρα. Ἀπὸ ἐκεῖ ἦρθαν στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ διασκορπίστηκαν στὶς σλαβικὲς χῶρες. Οἱ φυλακισμένοι, ἀφοῦ παραδόθηκαν σὲ ἄγριους στρατιῶτες, ἐγκαταλείφθηκαν κοντὰ στὶς ὄχθες τοῦ Δούναβη σὲ ἐποχὴ ψύχους. Μερικοὶ ἀπὸ αὐτοὺς πέθαναν. Οἱ ἐπιζήσαντες ἀκολούθησαν διάφορους δρόμους. Αὐτοὶ ποὺ ἦταν ἑλληνικῆς καταγωγῆς βάδισαν κατὰ μῆκος τοῦ Δούναβη, μέχρι ποὺ ἔφτασαν στὸ Βελιγράδι. Μεταξὺ αὐτῶν ἦταν ὁ Κλήμης, ὁ Ναοὺμ καὶ ὁ Ἀγγελάριος, οἱ ὁποῖοι διακρίθηκαν ἀργότερα στὴν ὀργάνωση τῆς βουλγαρικῆς Ἐκκλησίας μὲ κέντρο τὴν Ἀχρίδα.
Οἱ ντόπιοι κρύφτηκαν σὲ σπίτια συγγενῶν καὶ φίλων ἢ πῆγαν στὶς ἐπαρχίες, οἱ ὁποῖες ἔμειναν ἄθικτες ἀπὸ τὸ διωγμό, ὅπως ἡ Βοημία καὶ ἡ Πολωνία. Μεταξὺ αὐτῶν ἦταν καὶ ὁ Γοράσδος. Τὸ 899 ἀναδιοργανώθηκε ἡ ἑλληνοσλαβικὴ Ἐκκλησία τῆς Μοραβίας μὲ ἕνα νέο ἀρχιεπίσκοπο καὶ τρεῖς ἐπισκόπους. Πιθανῶς ὁ ἀρχιεπίσκοπος ἦταν ὁ Γοράσδος.
Στὶς ἀρχὲς τοῦ δέκατου αἰώνα τὸ Κράτος τῆς Μοραβίας καταλήφθηκε ἀπὸ νέο εἰσβολέα, τοὺς Οὔγγρους. Μαζὶ μὲ τὴν πολιτεία διαλύθηκε καὶ ἡ Ἐκκλησία, ἀλλὰ λείψανά της παρέμειναν ὡς σήμερα. Ἀνὰ τοὺς αἰῶνες κάθε χρόνο στὸ Βέλεχραδ γίνεται προσκύνημα πρὸς τιμὴ τῶν Ἁγίων ἱεραποστόλων Κυρίλλου καὶ Μεθοδίου.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Ἡ πορεία τοῦ Χριστιανισμοῦ στὸ μέσο τῶν σλαβικῶν ἐθνῶν ὑπῆρξε ραγδαία καὶ μεγαλειώδης. Μετὰ ἀπὸ μακροχρόνια προετοιμασία ἄρχισε τὸ 860 καὶ σχεδὸν ὁλοκληρώθηκε μέσα σὲ εἴκοσι χρόνια, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν περίπτωση τῶν Ρώσων, κατὰ τὴν ὁποία καθυστέρησε μερικὲς ἀκόμη δεκαετίες.
Τὰ ἐπεισόδια, τὰ ὁποῖα ἡ ἱστορία ἀναφέρει σχετικὰ μὲ τὸν ἐκχριστιανισμὸ αὐτῶν τῶν λαῶν, φαίνονται ὡς μεμονωμένες καὶ ἀσυνάρτητες ἐνίοτε ἐνέργειες. Ἂν αὐτὸ ἀνταποκρινόταν στὰ πράγματα, θὰ ἔμενε ἀνεξήγητο πῶς μέσα σὲ ἐκεῖνα τὰ εἴκοσι χρόνια ἔγιναν στοὺς Σλάβους τόσα πολλὰ πράγματα, ὅσα δὲν εἶχαν γίνει ὅλους τοὺς προηγούμενους αἰῶνες. Πράγματι ὑπάρχει μεταξὺ αὐτῶν ἕνας συνεκτικὸς δεσμὸς καὶ πίσω ἀπὸ αὐτὰ διαφαίνεται μία δύναμη ἡ ὁποία θέτει σὲ κίνηση καλοσχεδιασμένο πρόγραμμα. Ἡ δύναμη εἶναι τὸ οἰκουμενικὸ πατριαρχεῖο, τὸ ὁποῖο προγραμμάτισε ὅλο τὸ ἔργο. Ἐκτελεστὲς αὐτοῦ τοῦ προγράμματος ὑπῆρξαν τὰ δύο ἀδέλφια ἀπὸ τὴ Θεσσαλονίκη, ὁ Κύριλλος καὶ ὁ Μεθόδιος, οἱ ὁποῖοι ἐργάστηκαν ἀκούραστα μεταξὺ ὅλων τῶν σλαβικῶν λαῶν, Ρώσων, Μοραβῶν, Σλοβένων, Κροατῶν, Σέρβων, Σλοβάκων, Τσέχων, Πολωνῶν καὶ Βουλγάρων.
Τὸ ἔργο τους ἦταν βασικὰ θρησκευτικό. Μέσα ἀπὸ τὶς ἐνέργειες τὶς δικές τους καὶ τῶν μαθητῶν τους ὅλοι οἱ σλαβικοὶ λαοὶ εἰσῆλθαν στὴ χορεία τῶν χριστιανικῶν ἐθνῶν. Ἀλλὰ μαζὶ μὲ τὸ χριστιανισμὸ παραδόθηκαν σὲ αὐτοὺς καὶ ὅλες οἱ ἐξημερωτικὲς δυνάμεις. Μαζὶ μὲ τὰ ἰδεώδη τῆς πίστεως οἱ ἀπόστολοι δίδαξαν στοὺς Σλάβους τὴν ἀγάπη καὶ τὴν εὐγένεια καὶ τοὺς ἐμφύτευσαν τὸ πνεῦμα τῆς θυσίας. Τοὺς χάρισαν τοὺς πρώτους γραπτοὺς νόμους, μὲ τοὺς ὁποίους ὀργάνωσαν καθεστὼς εὐνομίας καὶ εὐταξίας. Τοὺς πρόσφεραν γλώσσα γραπτὴ καὶ ἕτοιμη νὰ χρησιμοποιηθεῖ στὴ θεολογία, τὴ λογοτεχνία, τὴν ἐπιστήμη καὶ τὴν παιδεία. Ἡ γλώσσα αὐτὴ ἀποτέλεσε κρίκο ποὺ συνέδεσε ὅλον τὸν σλαβικὸ κόσμο.
Γι\’ αὐτὸ τὰ σλαβικὰ ἔθνη αἰσθάνονται αἰώνιο χρέος στοὺς δύο Θεσσαλονικεῖς ἀδελφούς, ἐνῶ ἡ Θεσσαλονίκη μαζὶ μὲ ὁλόκληρο τὸν ἑλληνισμὸ αἰσθάνεται δίκαια ὑπερηφάνεια γι\’ αὐτούς.
Ἀπόδοση στὰ Νέα Ἑλληνικὰ Τερζῆ Ὄλγα, Πτυχ. φιλοσοφικῆς σχολῆς (Α.Π.Θ.).
Ἀναδημοσίευση ἀπό: www.impantokratoros.gr