Ὁ Θεὸς πάντοτε φροντίζει γιὰ τὴ «μετεκπαίδευση» τῶν Ἁγίων του. Ἔτσι, ἔστειλε κάποτε τὸν καθηγητὴ τῆς ἔρημου, τὸν Μέγα ’Ἀντώνιο, σὲ ἕναν ἀγράμματο τσαγκάρη στὴν Ἀλεξάνδρεια νὰ παρακολουθήσει ἕνα σεμινάριο γιὰ προχωρημένους. Ἐπρόκειτο γιὰ σεμινάριο ταπεινώσεως, τὸ ὁποῖο συμπυκνωνόταν στὴ μαρτυρία τοῦ τσαγκάρη: «Κάθε πρωὶ λέω στὸν λογισμό μου, πὼς ὅλοι οἱ ἄνθρωποι σ’ αὐτὴ τὴν πόλη θὰ σωθοῦν. Καὶ μόνον ἐγὼ θὰ καταδικαστῶ γιὰ τὶς πολλές μου ἁμαρτίες». Μὲ ἄλλα λόγια, ὁ ὄντως ἅγιος τσαγκάρης εἶχε τόση ταπείνωση καὶ αὐτομεμψία, ὥστε τὸ ἔλεγε καὶ τὸ πίστευε ὅτι εἶναι ὁ χειρότερος ἁμαρτωλὸς μέσα σὲ μία τεράστια πόλη, ὅπου φυσικὰ δὲν ἔλειπαν ἡ κακία καὶ ἡ διαφθορά. Αὐτὸ τὸ φρόνημα τὸν ἀνέδειξε καθηγητὴ τοῦ καθηγητοῦ τῆς ἐρήμου.
Δόξα στὸ «ἐγὼ»
Μπαίνοντας στὸ Τριώδιο ἡ Ἐκκλησία μᾶς καλεῖ -μέσα ἀπὸ τὴ σχετικὴ παραβολὴ τοῦ Χριστοῦ- νὰ πάρουμε μαθήματα ταπεινώσεως ἀπὸ ἕναν τελώνη, δηλαδὴ ἀπὸ ἕναν ἄνθρωπο ποὺ τὰ ἠθικὰ δεδομένα τῆς ἐποχῆς του τὸν ἔβαζαν στὸ ἴδιο ἐπίπεδο μὲ τὶς πόρνες. Στὴν παραβολὴ αὐτὴ ὁ Χριστὸς μᾶς ἀποκαλύπτει τὴν πιὸ καθαρὴ ἀκτινογραφία τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ ταπεινόφρονος καὶ τοῦ ὑψηλόφρονος. Τὸ τραγικὸ εἶναι ὅτι ὁ ὑψηλόφρων μπορεῖ ἄνετα νὰ ἔχει τὴν ψευδαίσθηση ὅτι εἶναι ἕνας πολὺ θεοφοβούμενος ἄνθρωπος. Ὁ φαρισαῖος τῆς παραβολῆς δὲν εἶναι ἕνας κοσμικὸς ἄνθρωπος ἀλλὰ ἄνθρωπος -θὰ λέγαμε σήμερα- τῆς Ἐκκλησίας. Δὲν καμαρώνει γιὰ τὴν ὀμορφιά του, τὴ μόρφωσή του ἢ τὴν περιουσία του. Καμαρώνει γιὰ τὶς προσευχές, τὶς νηστεῖες καὶ τὶς ἐλεημοσύνες του. Ὅμως, καὶ τὸ ἕνα καὶ τὸ ἄλλο εἶναι ἐκδηλώσεις ἐγωκεντρισμοῦ.
Τελικὰ ὁ φαρισαῖος μὲ τὴν προβολὴ τῶν «πνευματικῶν» κατορθωμάτων του δὲν δοξάζει τὸν Θεό. Τὸν ἑαυτὸ του δοξάζει. Στὸν ἑαυτὸ του προσεύχεται, λέει ὁ Μέγας Βασίλειος. Δὲν προσεύχεται στὸν Θεό. Τὸν ἑαυτὸ του ἔχει θεοποιήσει. Καὶ σ’ αὐτὸν προσφέρει δυσῶδες θυμίαμα, τὴν ἔπαρση γιὰ τὶς δῆθεν καλοσύνες του. Ἀντὶ νὰ πεῖ: ἂν ἔκανα κάτι καλό, στὸν Θεὸ τὸ ὀφείλω, «ἑαυτῷ προσῆψε τὸ κατόρθωμα καὶ τῇ ἰδίᾳ ἰσχύϊ», λέει ὁ ἅγιος Θεοφύλακτος Βουλγαρίας. Στὸν ἑαυτὸ του ἀποδίδει τὰ πάντα· μόνο στὴ δική του δύναμη. Ἁπλῶς, μπροστὰ ἀπὸ τὸ «μπράβο μου· ἐγὼ τὰ κατάφερα» βάζει σὰν προπέτασμα ψευτοευσέβεια καὶ ἕνα «Σὲ εὐχαριστῶ, Θεέ μου».
Ἀπὸ τὴν καλὴ καὶ ἀπὸ τὴν ἀνάποδη
Καὶ συνεχίζοντας νὰ ἀποκαλύπτει τὰ ἀρρωστημένα συμπλέγματα τοῦ ἐγωιστῆ, ἀρχίζει νὰ «θάβει» ὅλους τοὺς ἄλλους, ἀπὸ τοὺς ὁποίους -ὑποτίθεται- εἶναι καλύτερος, βάζoντάς τους τὶς ταμπέλες: ἅρπαγες, ἄδικοι, μοιχοί. Ἀλλὰ οὔτε καὶ μ’ αὐτὸ χόρτασε τὴ μανία του, λέει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. Ὁρμάει καὶ σὲ κάποιον ποὺ βρισκόταν στὸν ἴδιο χῶρο γιὰ τὸν ἴδιο σκοπὸ καὶ προσευχόταν δίπλα του. «Ἐπιπηδᾷ μετὰ πολλῆς τῆς μανίας» καὶ στὸν τελώνη ποὺ ἦταν κοντά του. Καὶ ὁλοκληρώνει μὲ πάταγο ὁ φαρισαῖος τὴν πτώση του μὲ τὰ λόγια: «Εὐτυχῶς ποὺ δὲν εἶμαι οὔτε σὰν κι αὐτὸν τὸν τελώνη».
Ἀκόμη καὶ ὁ ἀββὰς Δωρόθεος, ποὺ προσπαθεῖ νὰ δεῖ μὲ ἐπιείκεια τὸν φαρισαῖο, τονίζει ὅτι δὲν κατακρίθηκε τόσο, ἐπειδὴ εἶπε ὅτι δὲν εἶναι σὰν τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους. Κυρίως ἁμάρτησε ὅταν γύρισε τὸ βλέμμα του στὸν τελώνη καὶ κατέκρινε τὴ διάθεση τῆς ψυχῆς του· κατέκρινε ὁλόκληρη τὴ ζωή του. Ἂς μὴν ξεχνᾶμε, βέβαια, ὅτι μπορεῖ κάποιος νὰ εἶναι φαρισαῖος καὶ ἀπὸ τὴν ἀνάποδη, ὅταν λέει: Ἐγὼ δὲν εἶμαι σὰν κι αὐτοὺς τοὺς ὑποκριτὲς ποὺ πᾶνε στὴν Ἐκκλησία καὶ κάνουν μεγάλους σταυρούς. Γιὰ κάτι τέτοιους φαρισαίους -ἀπὸ τὴν ἀνάποδη- κάποιος ἱερέας ἔβαλε ἔξω ἀπὸ τὸν ναὸ μία πινακίδα μὲ τὰ λόγια: «Ἂν αὐτὸ ποὺ σὲ ἐμποδίζει νὰ μπεῖς μέσα εἶναι oι ὑποκριτὲς ποὺ νομίζεις ὅτι θὰ συναντήσεις, μὴν ἀνησυχεῖς. Μπὲς ἄφοβα. Χωράει κι ἄλλος ἕνας».
Ἐν προκειμένω εἶναι ἀπαραίτητη ἡ διευκρίνιση: Τὰ ἔργα τοῦ φαρισαίου, στὸν βαθμὸ ποὺ εἶναι τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ, πρέπει νὰ τὰ μιμούμαστε μὲ τὸ παραπάνω. Καὶ νηστεία πρέπει νὰ κάνουμε, καὶ προσευχὴ καὶ ἐλεημοσύνη. Ἐκεῖνο ποὺ πρέπει νὰ μισήσουμε εἶναι τὸ ἐγωιστικὸ φρόνημά του· τὴν ἔπαρσή του.
«Ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ»
Ἀντίθετα ὁ τελώνης, καὶ μὲ τὴ σωματική του στάση στὴν προσευχὴ καὶ μὲ τὰ λόγια του, ἀποπνέει τὴν εὐωδία τῆς ἀληθινῆς ταπείνωσης. Εἶναι ὁλόκληρος μιὰ «καρδία συντετριμμένη», γιατί τὸ μόνο ποὺ σκέφτεται εἶναι τὸ πόσο ὁ ἴδιος λύπησε τὸν Θεὸ μὲ τὶς ἁμαρτίες του. Δὲν κρίνει καὶ δὲν κάνει συγκρίσεις μὲ ἄλλους. Σὰν τὸν τσαγκάρη τῆς Ἀλεξάνδρειας, θεωρεῖ τὸν ἑαυτὸ του χειρότερο ἀπὸ ὅλους.
Καὶ αὐτὸ ποὺ τὸν ἀνεβάζει στὰ ὕψη καὶ πιστοποιεῖ τὴν εἰλικρίνεια τῆς ταπείνωσής του εἶναι, ὅπως μᾶς βεβαιώνει ὁ Χρυσορρήμων ἅγιος Ἰωάννης, τὸ ὅτι δέχεται μὲ εὐγνωμοσύνη τὴν ὑβριστικὴ περιφρόνηση τοῦ φαρισαίου. Καὶ ἔτσι κάνει τὸ βέλος τοῦ ἐχθροῦ δικό του φάρμακο καὶ θεραπεία. Τὸ ὄνειδος τὸ κάνει ἐγκώμιο. Καὶ τὴν κατηγορία στέφανο. Νὰ ἡ μεταμορφωτικὴ καὶ ὑψωτικὴ δύναμη τῆς ταπείνωσης. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ τελώνης φεύγει ἀπὸ τὸν Ναὸ περισσότερο δικαιωμένος ἀπὸ τὸν φαρισαῖο. Φεύγει γεμάτος ἀπὸ τὴν εἰρήνη τοῦ Θεοῦ καὶ τὴ γλυκιὰ παρηγοριὰ τοῦ ἐλέους του.