Σύμφωνα μὲ τὴν Ἁγία Γραφή, καὶ ἰδίως σύμφωνα μὲ τὰ πρῶτα κεφάλαια τοῦ βιβλίου «Γένεση», ὁ Θεὸς ὅταν ἔφτιαξε τὸν ἄνθρωπο ἄνοιξε μαζί του μία σχέση φιλικῆς ἐπικοινωνίας. Κατέβαινε ἀπὸ τὸν οὐρανὸ συχνὰ στὸν Παράδεισο, περπατοῦσε μαζὶ μὲ τὸν Ἀδὰμ καὶ μὲ τὴν Εὔα, συνομιλοῦσε μαζί τους «ὡς λαλήσει φίλος πρὸς τὸν ἑαυτοῦ φίλον». Αὐτὸ θὰ ἔπρεπε νὰ εἶχε μείνει γιὰ πάντα· κατὰ θέλημα, πρόγραμμα καὶ προδιαγραφὲς τοῦ Θεοῦ. Ἡ σχέση τοῦ Θεοῦ μὲ τὸν ἄνθρωπο ἔπρεπε νὰ εἶναι πάντα καὶ γιὰ πάντα φιλική. Ὅμως κάποια ἡμέρα συνετελέσθη ὁ πειρασμός· καὶ ὁ Ἀδὰμ καὶ ἡ Εὔα δέχθηκαν τὸ λογισμὸ ὅτι θὰ ἦταν καλύτερα γιὰ αὐτοὺς ἂν θὰ μποροῦσαν νὰ ζοῦν χωρὶς Θεὸ· κρίνοντας μόνοι τους τί θὰ εἶναι κάθε φορὰ τὸ συμφέρον τὸ δικό τους.
Τοὺς εἶπε ὁ ὄφις τὸ βασικὸ (ἀπὸ τότε!) μοτίβο τῆς ἀποστασίας. «Δὲν θὰ πάθετε κανένα κακὸ κάνοντας τὸ δικὸ σας· ἀντίθετα τότε θὰ γίνετε ὡς Θεοὶ»· τότε «ἔσεσθε ὡς θεοί». Τί εἶναι γιὰ σᾶς τὸ καλὸ καὶ τί τὸ κακὸ θὰ τὸ καθορίζετε σεῖς. Κανένας ἄλλος. Ἀπὸ τότε μέχρι σήμερα ὁ πειρασμὸς εἶναι ὁ ἴδιος. Στὴν ἀρχὴ ὁ ἄνθρωπος κράταγε ἁπλῶς ἀρνητικὴ στάση ἀπέναντι στὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, χωρὶς νὰ Τὸν ἀρνεῖται. Μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου ἡ ἔλλειψη τῆς καλῆς ἐπικοινωνίας μετέβαλε τὸν Θεὸ ἀπὸ φιλικὸ πρόσωπο ἐπικοινωνίας σὲ ἀφηρημένη ἔννοια. Καὶ ἀκολούθησε κατὰ προκοπὴ τὸ κακό: τὸ κήρυγμα περὶ τοῦ θανάτου τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἄνθρωπος διεκήρυξε ὅτι Θεὸς δὲν ὑπάρχει, ὅτι ὁ Θεὸς πέθανε· ὅτι γιὰ τὸν ἄνθρωπο πέθανε. Καὶ ἔτσι, λέει ἡ Ἁγία Γραφή, ἔμειναν οἱ ἄνθρωποι χωρὶς Θεὸ· ἡ ὅπως λέει ὁ Ἀπ. Παῦλος «τῷ καιρῶ ἐκείνῳ… χωρὶς Χριστοῦ».
Σῶμα χωρὶς πνεῦμα «νεκρόν ἐστι»· καὶ πίστη χωρὶς ἔργα-ἔκφραση τοῦ πνεύματος καὶ τῆς πίστεως, «νεκρά ἐστι». Εἰς τὰ θέατρα τὴν ἐποχὴ τῶν διωγμῶν τῶν χριστιανῶν ἀκούγονταν συνεχῶς παρατεταμένες κραυγὲς· «αἶρε τοὺς ἀθέους». Κάθε φορὰ ποὺ εἶχαν σφαγὲς καὶ μαρτύρια χριστιανῶν εἰς τὰ θέατρά τους ἀκούονταν οἱ φωνές· «αἶρε τοὺς ἀθέους». Ἀθέους ἀποκαλοῦσαν τοὺς χριστιανούς, ἐπειδὴ δὲν ἀποδέχονταν τοὺς δικούς τους θεούς. Φιλόσοφοι καὶ χριστιανοὶ ἀπέρριπταν ἐξίσου τοὺς ἀρχαίους θεούς· καὶ οἱ φιλόσοφοι τότε ἐθεωροῦντο ἀπὸ τοὺς ἀρχαίους Ἕλληνες ἄθεοι γιὰ διαφορετικὸ λόγο ὁ καθένας.
Καὶ σήμερα οἱ ἄνθρωποι ἀπορρίπτουν τὸν προσωπικὸ Θεό, τὸν Χριστό, γιὰ διαφορετικοὺς δικούς του λόγους ὁ καθένας. Ἕνας μεγάλος Γερμανὸς ἐρευνητὴς τῆς πίστεως καὶ τῆς θρησκείας λέγει ὅτι παρ’ ὅλα αὐτά, μέσα σὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους καὶ σὲ ὅλο τὸν κόσμο, ἀκούγεται ἕνα θρόισμα. Ὁ ἦχος, θὰ λέγαμε ἐμεῖς, τῶν ποδιῶν τοῦ Θεοῦ, ποὺ περπατεῖ στὴ γῆ καὶ ἀνάμεσά μας.
Καὶ σ’ αὐτὴν τὴν περίπτωση θὰ θυμηθῶ τὴ συζήτηση ποὺ εἶχα κάποτε μὲ ἕνα μεγάλο γιατρὸ στὸ ἰατρεῖο του. Κάποια στιγμὴ μὲ ρώτησε:
– Πάτερ, τί γνώμη ἔχεις γιὰ τὶς φοβίες;
– Ποιὲς φοβίες, γιατρέ μου;
– Νά, ἔχω ἕναν νέο· εἶναι 27-28 χρονῶν· ζεῖ ὅπως θέλει· ἔχει βουτηχτεῖ μέσα στὸ βοῦρκο τῆς ἁμαρτίας· τὸ θεωρεῖ ὅτι εἶναι ἡ ἐπιτυχία τῆς ζωῆς του· μὰ ὅταν πάει στὸ σπίτι του, νομίζει ὅτι θὰ πέσει ἡ στέγη τοῦ δωματίου πάνω στὸ κεφάλι του καὶ θὰ τὸν σκοτώσει! Δὲν ἀντέχει νὰ μείνει μέσα, παρὰ μόνο ἂν ἀποκοιμηθεῖ καὶ κλείσει τὰ μάτια του ἀμέσως. Μόνο τότε ἠρεμεῖ. Διαφορετικὰ πετιέται ἔξω καὶ ἔρχεται σὲ μένα νὰ τὸν συμβουλέψω.
– Καὶ τί τοῦ λές;
– Τοῦ λέω ὅτι αὐτὴ ἡ ἐσωτερικὴ ἀναστάτωση προέρχεται ἀπὸ τὴν ἀκατάστατη ζωή του. Ὅμως δὲν θέλει μὲ κανέναν τρόπο νὰ τὸ καταλάβει· καὶ δὲν μὲ ἀκούει καθόλου. Ἐσεῖς τί λέτε, ἔχω δίκιο;
– Γιατρέ μου, ἐγὼ εἶμαι 100% σύμφωνος μαζί σου, ὅτι αὐτοῦ τοῦ εἴδους τὰ ψυχολογικὰ ξεσπάσματα εἶναι καρπὸς τῆς ἁμαρτίας.
Ὁ νεαρὸς δὲν τὸ δέχτηκε ποτὲ· καὶ ἔλεγε ὅτι δὲν ὑπάρχει τίποτα! Ἐπέμενε ὅτι ἐγὼ εἶμαι Θεὸς γιὰ τὸν ἑαυτὸ μου· ἐγὼ εἶμαι Θεὸς τοῦ ἑαυτοῦ μου.
Τὸ σύνθημα αὐτό, ὅποιος παρακολουθεῖ σύγχρονη λογοτεχνία καὶ φιλοσοφία, τὸ βλέπει συνεχῶς μπροστά του. Εἶναι τὸ κυριότερο μήνυμα τῆς ἀθεΐας τοῦ σύγχρονου κόσμου. Ἀκούστηκαν καὶ ἀκούγονται λόγια ἀπόλυτα, ἀποφθεγματικά. Ἀλλὰ στὸ τέλος ὅλοι συμφωνοῦν καὶ λένε: Ἔφτασε τὸ τέλος τῆς θρησκείας, ὁ θάνατος τοῦ Θεοῦ. Καλὰ τὰ λένε!
Ἀλλὰ καὶ ἡ θρησκεία, λέμε ἐμεῖς, καλὰ κρατάει. Ἀντέχει γερά. Ἔστω κι ἂν κάποια πολιτικὰ καθεστῶτα (σὰν τὸ κομμουνιστικό τοῦ πρώην σοσιαλιστικοῦ μπλόκ, ὅπως καὶ σὲ ἄλλες χῶρες) ἀσκήθηκε διωγμὸς βίαιος σκληρότερος ἀπὸ ὅ,τι ἐπὶ Διοκλητιανοῦ! Ποιὸ τὸ ἀποτέλεσμα; Σὲ χώρους ποὺ φαίνεται νὰ σβήνει ἡ θρησκεία, τὰ ἐρωτήματα γύρω ἀπὸ τὰ βασικὰ θέματα τῆς θρησκευτικῆς ζωῆς, τῆς θρησκευτικῆς συνείδησης, ὅλο καὶ πληθαίνουν. Γίνονται πιὸ ἐπίμονα καὶ πιὸ συγκλονιστικά. Ἰδίως μπροστὰ στὸν θάνατο. Μπροστὰ στὸν θάνατο ὅλοι ψάχνονται καὶ τὸ ρίχνουν στὰ ἐξωτικά, στὰ φυλαχτά. Καὶ ἔτσι βλέπουμε: μαγεία, ἀποκρυφισμός, προρρήσεις καὶ προφητεῖες, ζώδια, πρόγνωση τοῦ μέλλοντος κ.λπ., πᾶνε ὅλο καὶ πιὸ μπροστά. Καὶ ὁ κόσμος χαλάει τὸν κόσμο γιὰ ὅ,τι τὸ πιὸ ἐξωφυσικό. Π.χ. γιὰ τὸν Χάρυ Πότερ. Ὅλος ὁ κόσμος. Κανένα βιβλίο καὶ κανένα θεατρικὸ καὶ κινηματογραφικὸ ἔργο δὲν εἶχε ποτὲ τέτοια ἐπιτυχία, ὅσο ὁ Χάρυ Πότερ. Ζωὴ ὁλόκληρη ἀνακατεμένη μὲ τὴ μαγεία. Ἀλλὰ καὶ σὲ παλαιότερες ἐποχές, στὰ τότε κομμουνιστικὰ κράτη, ἔβλεπε κανεὶς ὅτι ἦταν γεμάτα ἀπὸ κέντρα παραψυχολογίας καὶ ἀποκρυφισμοῦ.
Καὶ ἀκόμα ἂν κάποιος θελήσει νὰ ἰδεῖ, τί ἐκφράζει γιὰ τὸν ἄνθρωπο ἡ καθημερινότητα, πῶς ἐκφράζει ὁ ἴδιος τὴν ζωή του καὶ τί λένε τὰ χόμπυ του γιὰ τὸν ἐσωτερικό του κόσμο, βλέπουμε ὅτι ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος ζεῖ σὲ μία «θάλασσα» θρησκευτικότητας.
Ἔρωτας, πολιτική, ποδόσφαιρο, πατρίδα, τύχη, ἐπάγγελμα, μουσική, πρόσωπα κ.τ.λ., ὅλα ἐκφράζονται μὲ νοήματα θρησκευτικά, ἐξωκόσμια. Ὅλα αὐτὰ δείχνουν ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι βασικὰ ἕνα ὂν θρησκευτικό, ἐπειδὴ τὸν ἔφτιαξε ὁ Θεός. Μέσα του ζεῖ ὁ Θεός, ὅσο καὶ ἂν αὐτὸς θέλει νὰ Τὸν ἀρνεῖται. Ρίζες καὶ καταβολὲς μὲ θρησκευτικὲς τάσεις καὶ ἀνάγκες, ἔχει πάντοτε. Εἶναι ἕνα ὂν ποὺ ψάχνει νὰ ἰδεῖ, τί εἶναι, πῶς εἶναι, πῶς πορεύεται, γιὰ ποῦ περπατάει, γιατί ὑπάρχει· καὶ τὸ γιατί ἀνοίγει δρόμο γιὰ ἕνα ἄλλο ἐρώτημα: Γιὰ ποιὸν ζῶ; Ποιὸς εἶμαι; Ποιὸς εἶναι ὁ ἀποδέκτης τοῦ ἑαυτοῦ μου καὶ τῆς ζωῆς μου;
Π.χ. Πορεύεται μία συνοδεία ὁλόκληρη γιὰ τὸ κοιμητήριο. Καὶ συνοδεύοντας ἀγαπημένο πρόσωπο, λέει ἕνας ἀσυμβίβαστος ἄθεος:
– Τελικὰ δὲν κάνει νὰ λέμε ὅτι ὁ ἄνθρωπος ψοφάει σὰν τὸ σκυλί!
Τί θέλει νὰ εἰπεῖ; Ὅτι τελικὰ ὅσο καὶ νὰ τὸ κάνεις, μέσα μας ὁ ἄνθρωπος ζεῖ. Καὶ θέλει νὰ ζεῖ, γιὰ πάντα. «Τελικὰ δὲν κάνει νὰ λέμε ὅτι ἄνθρωπος ψοφάει σὰν τὸ σκυλί». Καὶ σὲ εὐκαιρία γάμου λένε μερικὲς φορὲς οἱ ἄθεοι: τελικὰ ἡ πίστη δίνει ἄλλο νόημα στὴ ζωή, πιὸ βαθύ. Καὶ ἰδίως στὸ γάμο ἀκόμα πολὺ πιὸ βαθύ!
Μία ἄλλη φορὰ γινόταν συζήτηση γιὰ κάτι· καὶ λέει ἕνας ἄθεος: «Μὲ συγχωρεῖτε, ἐγὼ δὲν πιστεύω».
Ἐρώτημα: – Τότε γιατί ζητᾶς συγγνώμη; Μήπως μαρτυρεῖς ὅτι ἡ ἀθεΐα εἶναι πράξη, βούληση, κακούργημα ποὺ ἔγινε καὶ ἀποτελεῖ ἐπιλογή σου; Γιατί ζητᾶς συγγνώμη, ἂν δὲν εἶναι αὐτὰ ἀλήθεια;
Παρὰ ταῦτα, παντοῦ στὸν κόσμο, τὸ κάθε τί ποὺ ἔπεφτε στὴν ἀντίληψή του, ὁ ἄνθρωπος προσπαθοῦσε νὰ βρεῖ καὶ τὸ γιατί. Ἔψαχνε ὁ ἄνθρωπος νὰ βρεῖ τὸ νόημά του. Μὰ πῶς εἶναι ποτὲ δυνατὸ κάτι νὰ ἔχει νόημα, ἂν δὲ φτιάχτηκε μὲ νόημα ἀπὸ κάποιον; Ἂν ἦρθε σὲ ὕπαρξη κατὰ τύχη, γιατί ἔχει νόημα; Καὶ γιατί μπορεῖ νὰ ἔχει νόημα;
Ἔτσι περνάει καὶ περνοῦσε πάντοτε ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου.
Στὰ τέλη τῆς ζωῆς του ἕνας μεγάλος Γάλλος ζωγράφος, ὁ Πὼλ Γκογκέν, ἔζησε ὡς ἄθεος. Καὶ τὸν ἀπασχολοῦσαν πάντοτε τὰ ἐρωτήματα:
– Πῶς, γιατί, τί νόημα ἔχει αὐτὸ τὸ κάτι, τὸ ὅτι ἐγὼ ζωγράφισα τὴν τάδε ζωγραφιά;
Στὸ τέλος τῆς ζωῆς του ἔφτιαξε ἕναν ὡραῖο πίνακα, ποὺ παρουσιάζει ἕνα νεαρὸ παιδὶ γεμάτο ὀμορφιὰ καὶ σφρίγος, ἕναν ὥριμο ἄνδρα καὶ ἕνα γεροντάκι· καὶ ἀπὸ πίσω τους, στὸ φόντο, μία πολυνησιακὴ θεότητα μὲ ἄγρια δόντια καὶ ἄγρια μάτια· μὲ μία ἔκφραση πρωτογονισμοῦ. Καὶ ἐπάνω ἀπὸ τὸ νεαρὸ τὰ λόγια: Ἀπὸ ποῦ ἔρχομαι; Πάνω ἀπὸ τὸν ὥριμο ἄνδρα τὰ λόγια: Ποιὸς εἶμαι, τί εἶμαι; Καὶ πάνω ἀπὸ τὸ κυρτωμένο καὶ καταβεβλημένο γεροντάκι τὰ λόγια: Ποῦ πάω; Ὁ Γκογκὲν ἀπέρριπτε τὸν προσωπικὸ Θεό. Ὅμως ἡ θρησκεία, μὲ ὅλους τοὺς προβληματισμούς της, βασιλεύει μέσα του.
Συνήθως οἱ ἄθεοι ἀπορρίπτουν κατηγορηματικὰ τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, ποὺ στάθηκε στὴ ζωή τους σὰν τὸ ἀληθινὸ πορτραῖτο τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ ἦταν μία καρικατούρα τοῦ Θεοῦ.
Γράφει ὁ ἀείμνηστος ἱερέας Δημήτριος Ντοῦτκο: Οἱ ἄθεοι συνήθως δὲν ἀπορρίπτουν τὸν δικό μας Θεό, ἀλλὰ μία εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, ὅπως οἱ ἴδιοι τὸν ἔφτιαξαν καὶ τὸν ἔβαλαν μέσα τους.
Τί θέλει νὰ πεῖ αὐτό;
Πολλοὶ ἀρχαῖοι τὸ ἐδήλωναν κατηγορηματικὰ (καὶ γι’ αὐτὸ κατηγοροῦνταν ἀπὸ τοὺς συγχρόνους τους) ὅτι εἶναι ἄθεοι. Οἱ φιλόσοφοι αὐτοὶ ἀπέρριπταν τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, ὅπως τοὺς τὴν ἔδινε ἡ εἰδωλολατρία: ἡ θρησκεία τους. Τὸ ἴδιο καὶ οἱ χριστιανοὶ· κατηγοροῦνταν ἀπὸ τοὺς συγχρόνους τους εἰδωλολάτρες ὅτι ἦσαν ἄθεοι, ἐπειδὴ ἀρνοῦνταν τὴν θρησκεία τους. Ὁ μαρξισμὸς μιλάει πολὺ γιὰ δικαιοσύνη, εἰρήνη, ἀδελφοσύνη, θυσία γιὰ τοὺς ἄλλους, γιὰ εὐθύνη καὶ γιὰ ὑπευθυνότητα. Καὶ μὲ ἱκανοποίηση διαπίστωναν οἱ ἡγέτες του: εὐτυχῶς ὑπάρχει αἴσθηση εὐθύνης καὶ χρέους. Ὅμως χωρὶς νὰ τὸ θέλουν, τρόπον τινά, δόξαζαν τὸν Θεό, γιατί ὑπάρχει μέσα στὸν ἄνθρωπο πνευματικὸ περιεχόμενο. Γιατί τὸ φυσικὸ ἦταν νὰ μὴν ὑπάρχει!
Τί εἶναι αὐτά; Γιὰ ἀθέους πράγματα τρελλὰ· γιὰ ἀνθρώπους ποὺ λένε ὅτι ἡ συνείδηση εἶναι ἐπιγέννημα τῆς ὕλης, εἶναι πράγματα ἐξωλογικά, ἀνόητα καὶ παλαβά.
Καὶ ὅμως. Ὄχι μόνο ἐργάζονται γιὰ αὐτὰ τὰ ἐξωφρενικὰ καὶ παλαβά, ἀλλὰ καὶ μποροῦν νὰ συνεργαστοῦν καὶ συνεργάζονταν θαυμάσια γιὰ χάρη τους μὲ τοὺς πιὸ μισητοὺς ἰδεολογικούς τους ἐχθρούς; μὲ τοὺς χριστιανοὺς καὶ μὲ τὶς ἐκκλησίες!
Θαυμάσιο ζευγαράκι συνεργασίας οἱ δύο. Ὁ ἕνας πιστεύει σὲ Θεό, ψυχή, αἰώνια ζωή, ἀνταπόδοση! Ὁ ἄλλος δὲν δίνει σὲ τίποτε ἀπὸ αὐτὰ καμμία σημασία! Καὶ οἱ δύο πιστεύουν βαθειὰ στὸ καλό, θυσιάζονται γιὰ τὸ καλό, γιὰ τὶς ἀξίες τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς! Ἔρωτα ἔχουν μὲ τὸ καλό.
Αὐτοῦ τοῦ τύπου οἱ ἄθεοι, γιὰ μᾶς τοὺς κληρικοὺς εἶναι πιστοὶ· ἔστω κι ἂν οἱ ἴδιοι δὲν τὸ καταλαβαίνουν καὶ δὲν τὸ ξέρουν. Τὸ λάθος δὲν εἶναι δικό τους, δικό μας εἶναι. Εἶναι ἄνθρωποι χωρὶς Θεό, ἀλλὰ μὲ βαθειὰ ἔμφυτη θρησκευτικότητα! Εἶναι, βέβαια, λάθος νὰ λέμε, ὅτι ἔχουν θρησκευτικὲς βάσεις. Θρησκευτικὲς βάσεις σημαίνει βούληση ἀποδοχῆς τῆς ὑπάρξεως καὶ τῆς ἐπικοινωνίας μὲ τὸ Θεό. Ἐκεῖνος ποὺ αὐτὴ τὴν ἐπικοινωνία τὴν ἀπορρίπτει σὰν τρόπο ζωῆς γιὰ τὸν ἑαυτό του, εἶναι ἄθεος. Ἀπεκόπη ἀπὸ τὸ Θεό. Ἡ θρησκευτικότητα εἶναι μία κατάσταση ποὺ ζεῖ μέσα σὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους. Καὶ ἡ ἀναζήτηση τοῦ ἐξωκοσμικοῦ ζεῖ ἴσως πιὸ ἔντονα σὲ ἐκείνους τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ ὅ,τι στοὺς δικούς μας, τοὺς πιστοὺς χριστιανούς.
Νὰ ἀναφερθῶ τώρα καὶ σὲ ἕνα ἀστεῖο πού μοῦ συνέβη μία φορὰ μὲ τὸν ἀείμνηστο, ἂς τὸ εἰποῦμε καλύτερα, τὸν ἀπὸ ἐμᾶς συγχωρεμένο Χαρίλαο Φλωράκη. Ἤμουν σὲ μία δεξίωση στὴν πρεσβεία τῆς Σοβιετικῆς Ἕνωσης. Μπροστά μου ὁ Φλωράκης, ἀπὸ πίσω ἐγώ, συγχαίρουμε τὸν πρεσβευτὴ τῆς Ρωσσίας. Γυρίζει πίσω λοιπὸν καὶ μὲ βλέπει:
– Σεβασμιώτατε, τί κάνετε;
– Καλά, κύριε πρόεδρε. Ἐσεῖς τί κάνετε;
Καὶ ἀρχίζει μία κουβέντα ἐκεῖ μπροστὰ στὸν πρεσβευτή.
– Ξέρετε, μοῦ λέει, πρὶν ἀπὸ λίγο καιρὸ εἶχα πάει στὸ Ἅγιον Ὄρος.
– Ἄ, τοῦ λέω, ὡραῖα! Καὶ τί εἴδατε ἐκεῖ πέρα;
– Ὡραῖα πράγματα· συγκινήθηκα πολύ.
– Τὸ βλέπετε, τοῦ λέω, κάτι μιλάει μέσα σας, στὴν καρδιά σας, καὶ γιὰ τὸν Θεὸ καὶ γιὰ τὴν Παναγία καὶ γιὰ τὸν Χριστό!
– Σεβασμιώτατε, μὴ μοῦ τὰ λὲς ἔτσι. Ἐγὼ εἶμαι ἄθεος. Παρὰ ταῦτα βέβαια, δὲν μπορῶ νὰ σὲ ἀποκλείσω καὶ σ’ αὐτὰ πού μοῦ λές· γιατί, ξέρεις, ὅταν ἤμουν ἀντάρτης στὸ βουνό, μεταξύ τοῦ \’45 καὶ τοῦ \’49, μία ἡμέρα, μὴν ἔχοντας τίποτε ἄλλο νὰ φάω, ἔφαγα μία καρδάρα γάλα μὲ ψωμάκια καὶ ἀφοῦ τὸ ἔφαγα καὶ φούσκωσε ἡ κοιλιά μου, ξάπλωσα κάτω ἀπὸ ἕνα πουρνάρι γιὰ νὰ ξεκουραστῶ· καὶ ξαφνικὰ ἀνοίγω τὰ μάτια μου καὶ βλέπω ἀπὸ τὸ κλαρὶ τοῦ πουρναριοῦ, νὰ κρέμεται πρὸς τὸ μέρος μου, πρὸς τὸ κεφάλι μου, πρὸς τὸ στόμα μου, ἕνα τεράστιο φίδι· ἦταν ὀχιὰ· καὶ ὅταν τὸ εἶδα, ἔβαλα μία φωνή: «Παναγία μου!»
Τοῦ λέω:
– Τὰ βλέπεις, κύριε πρόεδρε, ἀκόμα δὲν Τὴν ξέχασες, ζεῖ μέσα σου ἡ Παναγία.
– Σεβασμιώτατε, δὲν τὰ ξέρετε καλὰ τὰ πράγματα!
– Τί, κύριε πρόεδρε, νὰ ξέρω καλὰ ἤ ὄχι;
– Αὐτὰ εἶναι κατάλοιπα, ἐπιγεννήματα τῆς ὕλης.
– Καὶ τί γίνεται μὲ αὐτὰ τὰ κατάλοιπα, κύριε πρόεδρε;
– Χρειάζεται ἕνα χρονικὸ διάστημα, γιὰ νὰ ξεχαστοῦν καὶ νὰ θεραπευτεῖ ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ αὐτά.
– Πόσο εἶναι αὐτὸ τὸ διάστημα χρόνου ποὺ προσδιορίζετε, κύριε πρόεδρε;
– Γύρω στὰ 200 χρόνια, μοῦ λέει.
– Τότε ποιὸς θὰ θεραπευτεῖ, ἀφοῦ δὲν ζεῖ κανεὶς 200 χρόνια;
Μοῦ λέει:
– Ἀνυπόφορος εἶστε. Δὲν μπορῶ νὰ κουβεντιάσω ἄλλο. Πάω νὰ φύγω.
– Γιατί νὰ φύγετε, κύριε πρόεδρε; Ἔχουμε καὶ καλὸ διαιτητὴ μπροστά μας, τὸν πρεσβευτὴ τῆς Ρωσσίας. Καθῆστε νὰ τὰ εἰποῦμε.
– Ὄχι, μοῦ λέει. Πᾶμε τώρα νὰ χαιρετίσουμε. Ἄλλη φορὰ νὰ σμίξουμε νὰ τὰ εἰποῦμε αὐτὰ τὰ πράγματα.
Γιατί τὸ ἀναφέρω; Γιὰ νὰ εἰποῦμε ὅτι ὑπάρχει ἡ θρησκευτικὴ συνείδηση. Ὁ Θεὸς ἔφτιαξε τὸν ἄνθρωπο, ὄχι μόνο κόκκαλα, κύτταρα, γονίδια κ. ἄ. ἀλλὰ καὶ τὸν ἐσωτερικό του κόσμο. Ὅποιος διαβάζει τὸν ἅγιο καὶ μέγα Βασίλειο, τὸ βλέπει παντοῦ μέσα στὶς διδασκαλίες του, τί νόημα ἔχει ἡ κάθε ἐλάχιστη κίνηση τοῦ ψυχικοῦ κόσμου. Ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι μόνο σάρκα καὶ αἷμα, ἀλλὰ εἶναι καὶ κάτι ἀπὸ ἕναν ἄλλο κόσμο. Ἀπὸ ἄλλον κόσμο ἔρχομαι καὶ πρὸς ἕναν ἄλλο κόσμο πορεύομαι.
Αὐτὸ ἰσχύει γιὰ ὅλους. Ἰσχύει καὶ γιά μᾶς. Καὶ γιὰ μᾶς τοὺς χριστιανοὺς τὸ πιὸ ἐλεγκτικὸ ἐρώτημα ποὺ ὑπάρχει μέσα στὴν Ἁγία Γραφή, εἶναι τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ ποὺ λένε: «Τί μὲ λέγετε, Κύριε, Κύριε, καὶ οὐ ποιεῖτε ἃ λέγω;».
Τί θέλω νὰ πῶ μὲ αὐτά; Κάθε ἄνθρωπος ἔχει χρέος νὰ ἐξετάζει τί τοῦ λένε τὰ «μόρια» τῆς ἀναζήτησης τοῦ Θεοῦ ποὺ ὑπάρχουν μέσα του, ἂν θέλει νὰ πορευθῆ σωστά, γιὰ νὰ κατανοήσει τὸν ἑαυτό του καὶ τὸν κόσμο. Ὁ χριστιανὸς ἔχει ὑποχρέωση (ὁ κληρικὸς πολὺ περισσότερο!) νὰ ψάχνει νὰ βρεϊ τὰ «μόρια» ἐκεῖνα ποὺ τοῦ λένε ὅτι ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὸν Θεό. Καὶ ἀλλοίμονο ἂν αὐτὴ ἡ ἀπομάκρυνση, ἔστω ἐλάχιστη, εἶναι ἐπιλογὴ δική του, θέλημα δικό του, ἀναζήτηση δική του.
Λέει ὁ ἀπ. Παῦλος: «Ὅταν ἔθνη τὰ μὴ νόμον ἔχοντα φύσει τὰ τοῦ νόμου ποιῇ, οὗτοι νόμον μὴ ἔχοντες, ἑαυτοῖς εἰσι νόμος· οἵτινες ἐνδείκνυνται τὸ ἔργον τοῦ νόμου γραπτὸν ἐν ταῖς καρδίαις αὐτῶν συμμαρτυρούσης αὐτῶν τῆς συνειδήσεως· καὶ μεταξὺ ἀλλήλων τῶν λογισμῶν κατηγορούντων ἤ καὶ ἀπολογουμένων ἐν ἡμέρᾳ ὅτε κρινεῖ ὁ Θεὸς τὰ κρυπτὰ τῶν ἀνθρώπων κατὰ τὸ εὐαγγέλιόν μου διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ».
Τί λένε τὰ λόγια αὐτά: «Ἔθνη τὰ μὴ νόμον ἔχοντα». Νόμο ἀπὸ τὸν Θεὸ δὲν παρέλαβαν οἱ ἀρχαῖοι· δὲν εἶχαν νόμο Θεοῦ. Θεοὺς εἶχαν. Νόμο Θεοῦ δὲν εἶχαν. Φύσει ὅμως ἀναζητοῦσαν τὰ τοῦ νόμου. Καὶ ἔψαχναν νὰ βροῦν ἠθικὰ κριτήρια· νόμο γιὰ τὸν ἑαυτὸ τους· πῶς πρέπει νὰ ζεῖ ὁ ἄνθρωπος, ἂν θέλει νὰ εἶναι σωστὸς ἀπέναντι τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν θεῶν· καὶ τοῦ ἑαυτοῦ του καὶ τῶν ἄλλων ἀνθρώπων. Καὶ αὐτοὶ ποὺ τὸ κάνουν αὐτό, λέει, «ἑαυτοῖς εἰσι νόμος». Εἶναι κάτι τὸ ἐλλιπές, ὁ ἄνθρωπος νὰ γίνεται νόμος γιὰ τὸν ἑαυτό του! Ἀλλὰ ταυτόχρονα, αὐτὸ εἶναι καὶ κάτι πού, ἂν δὲν τὸ κάνει ἀναζήτησή του ὁ ἄνθρωπος, νὰ γίνει νόμος γιὰ τὸν ἑαυτό του, νὰ βρεῖ νόμο γιὰ τὸν ἑαυτό του, τότε δὲν πάει καλά! Καὶ προσθέτει: Αὐτοί, ὅσοι ψάχνουν, «ἐνδείκνυνται τὸ ἔργον τοῦ νόμου γραπτὸν ἐν ταῖς καρδίαις αὐτῶν συμμαρτυρούσης αὐτῶν τῆς συνειδήσεως». Αὐτοὶ δὲν τὸν ἔχουν τὸν νόμο γραμμένο σὲ ἕνα βιβλίο νὰ τὸν κυττάζουν, ἀλλὰ τὸν ἔχουν γραμμένο μέσα στὴν καρδιά τους!
Τί σημεῖο εἶναι αὐτό; Ἀπάντηση: Πλεονεκτικὸ σημεῖο εἶναι. Εὐλογημένο σημεῖο εἶναι. Ἅγιο εἶναι! Μεγάλο εἶναι. «Συμμαρτυρούσης αὐτῶν τῆς συνειδήσεως». Καὶ τοὺς τὸ ἐπιβεβαιώνει ἡ ἐσωτερική τους διάθεση, ἡ συνείδησή τους. Δηλαδή, λέει, οἱ λογισμοὶ τους γίνονται μέσα τους δύο στρατόπεδα καὶ παλεύουν μεταξύ τους, τσακώνονται μεταξύ τους, ὅπως τσακώνεται ὁ ἕνας ἄνθρωπος μὲ κάποιον ἄλλον. Αὐτὸς εἶναι ὁ πόλεμος μεταξὺ ἁμαρτίας ἤ μετανοίας. Καὶ μεταξὺ τῶν λογισμῶν κατηγορούντων ἤ καὶ ἀπολογουμένων. Ὁ ἕνας ναί, ὁ ἄλλος ὄχι. Μέχρι πότε; «Ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως, ὅτε κρινεῖ ὁ Θεὸς τὸν κόσμον κατὰ τὸ εὐαγγέλιόν μου ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ», θὰ συνεχίζεται καὶ γιὰ κείνους καὶ γιά μᾶς! Αὐτὴ εἶναι ἡ θρησκευτικὴ συνείδηση.
Καὶ τώρα νὰ προχωρήσουμε λιγάκι παρακάτω. Αὐτὰ τὰ πράγματα γιὰ τὰ ὁποῖα μιλᾶμε, πορεύονταν μέσα στὸν κόσμο· καὶ συνεχῶς μεγάλωναν. Ὁ Ἀδὰμ καὶ ἡ Εὔα μίσησαν τὴν παρουσία τοῦ Χριστοῦ στὴ ζωή τους. Ὁ Κάιν περισσότερο. Καὶ οἱ διάδοχοί τους μέχρι τὴν ἐποχὴ τοῦ Νῶε τόσο, ὥστε τὸ μήνυμα τῆς μετανοίας ποὺ ἔστειλε ὁ Θεὸς διὰ τοῦ Νῶε νὰ τοὺς γίνεται ἀπεχθέστατο καὶ μισητό. 120 χρόνια σφυροκόπημα, κήρυγμα μετανοίας! Καὶ δὲν ἔδιναν καθόλου σημασία!
Ὅμως ὁ Θεὸς δὲν ἄφησε τὸν ἄνθρωπο. Λέμε στὴν εὐχὴ τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, παρότι ὁ ἄνθρωπος ὅλο ἀπομακρυνόταν καὶ πήγαινε στὸ χειρότερο, «σὺ οὐκ ἀπώσω εἰς τέλος τὸ πλάσμα σου ὅ ἐποίησας, ἀγαθέ, ἀλλ’ ἐπεσκέψω πολυτρόπως διὰ σπλάγχνα ἐλέους σου».
Ἡ πρώτη σοβαρὴ ἐπίσκεψη ἦταν ἡ ἐπιλογὴ τοῦ πατριάρχου Ἀβραάμ. Τοῦ μίλησε ὁ Θεός! Καὶ ὁ πατριάρχης Ἀβραὰμ ἀπέκτησε φιλικὴ σχέση μὲ τὸν Θεό, τὴν πρέπουσα σχέση, τὴν παραδοθεῖσα μέσα στὸν Παράδεισο σχέση! Καὶ ἄφησε τὸν κόσμο ὅλο γιὰ νὰ πάει νὰ συνομιλεῖ μὲ τὸν Θεὸ ἐκεῖ ποὺ τοῦ εἶπε ὁ Θεός! Καὶ πέρασε ὅλη του τὴν ὑπόλοιπη ζωή, αὐτὸς καὶ τὰ παιδιά του, κουβεντιάζοντας μὲ τὸν Θεό. Καὶ ὁ Ἀβραὰμ μαρτυρεῖται σὲ ὅλη τὴν Ἁγία Γραφὴ ὅτι ἦταν καὶ εἶχε γίνει φίλος τοῦ Θεοῦ, καὶ εἶχε φιλικὴ σχέση μὲ τὸ Θεό.
Τὴν φιλικὴ αὐτὴ σχέση τὴν καλλιέργησε ὁ Θεὸς στὸν ἄνθρωπο μὲ παρεμβάσεις δικές Του, τὶς ὁποῖες παρεμβάσεις Του ἐμεῖς τὶς ὀνομάζουμε μὲ τὴ λέξη «ἀποκάλυψη». Τί σημαίνει ἀποκάλυψη;
Ὁ ἄνθρωπος, εἴδαμε στὰ προηγούμενα, ἀκόμη καὶ ὅταν ἀπὸ τὸν ἐσωτερικό του κόσμο αὐτοπροσδιορίζεται ἄθεος, ἀναζητεῖ τὸν Θεό. Οἱ ἐπιεικέστεροι ἄνθρωποι, οἱ πιὸ καλόβολοι, ψάχνουν νὰ Τὸν βροῦν. Ἀλλὰ πῶς νὰ τὸν βροῦν; Λέει ἕνας μεγάλος ἐρευνητὴς τῆς θρησκειολογίαες. Ἡ ἀναζήτηση τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, εἶναι σὰν νὰ ἔχουμε ἕναν ἐλέφαντα· καὶ νὰ βάλουμε μερικοὺς τυφλοὺς νὰ τὸν ψηλαφοῦν! Ὁ ἕνας ψηλαφάει τὰ πόδια του. Καὶ λέει: Ὁ ἐλέφαντας εἶναι κάτι σὰν τσιμεντοκολῶνες· μία ἤ δύο τσιμεντοκολῶνες. Ὁ ἄλλος ψηλαφάει τὴν κοιλιά του. Καὶ λέει: Εἶναι μία πλάκα τσιμεντένια. Ἄλλος πιάνει τὴν προβοσκίδα του. Καὶ λέει, εἶναι ἕνας μεγάλος σωλήνας! Ὁ ἄλλος πιάνει τοὺς χαυλιόδοντες· καὶ λέει εἶναι κάτι μαχαίρια παράξενα. Καὶ ὁ ἄλλος πιάνει τὴν οὐρά του καὶ λέει πὼς εἶναι μία σκούπα ποὺ σκουπίζουμε κ.τ.λ.
Εἶναι εἰκόνα τοῦ Θεοῦ αὐτή; Ἀσφαλῶς ΟΧΙ. Ὅμως, μέσα σὲ αὐτὴ τὴν κατάσταση ποὺ ὁ ἄνθρωπος ψάχνει θέλοντας νὰ βεβαιωθεῖ ἂν ὑπάρχει Θεός, ἀλλὰ χωρὶς τὴν σωστὴ ἐπικοινωνία, τὴν πρέπουσα, μὲ τὸν Θεό, ἐκεῖ καταλήγει. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀναζήτηση τοῦ ἀνθρώπου.
Ταυτόχρονα ὅμως καὶ ὁ Θεὸς ψάχνει νὰ βρεῖ ἐμᾶς. «Ἔψαχνε νὰ μᾶς βρεῖ ὁ Ἴδιος» λέγει ὁ ἅγιος Βασίλειος. Καὶ μᾶς βρῆκε. «Καὶ ἀποστήσας ἡμᾶς τῆς πλάνης τῶν εἰδώλων, προσήγαγεν εἰς τὴν ἐπίγνωσιν τοῦ Μονογενοῦς Υἱοῦ Του, κτησάμενος ἡμᾶς ἑαυτῷ λαὸν περιούσιον, βασίλειον ἱερὰτευμα, ἔθνος ἅγιον».
Καὶ ἡ ἐπικοινωνία τοῦ Θεοῦ μὲ τὸν ἄνθρωπο συνεχίζεται. Ὁ Θεὸς μιλάει στὸν Μωυσῆ. Τοῦ δίνει τὸν νόμο Του. Ὄχι λόγια, μόνο στὰ αὐτιὰ τοῦ Ἀβραάμ, ἀλλὰ τὸν νόμο Του γραπτὸ γιὰ ὅλον τὸν κόσμο! Καὶ τοῦ δείχνει τὸν ἑαυτό του.
Ἐρωτάει ὁ Μωυσῆς: – Ποιὸς εἶσαι;
Ἀπάντηση: – Οἰκτίρμων καὶ ἐλεήμων, μακρόθυμος καὶ πολυέλεος καὶ ἀληθινός.
Ρωτάει καὶ ξαναρωτάει ὁ Μωυσῆς: – Ποιὸς εἶσαι;
Καὶ τοῦ ἀπαντάει ὁ Θεός; – Οἰκτίρμων καὶ ἐλεήμων· μακρόθυμος καὶ πολυέλεος καὶ ἀληθινός.
Δηλαδή, δὲν ἔχει νόημα τὸ Ὄνομα. Νόημα ἔχει, τί εἶμαι καὶ τί σχέση ἔχουμε. Αὐτὸ ἐκφράζουν τὰ λόγια: Οἰκτίρμων καὶ ἐλεήμων, μακρόθυμος καὶ πολυέλεος καὶ ἀληθινός.
Καὶ λέγει ἡ Ἁγία Γραφὴ λίγο πιὸ κάτω στὴν Ἔξοδο. Ὁ Θεὸς μιλοῦσε μὲ τὸν Μωυσῆ, «ὡς εἴ τις λαλήσει πρὸς τὸν ἑαυτοῦ φίλον». Αὐτὴ ἦταν ἡ τέλεια ἐπικοινωνία. Αὐτὴ ἦταν καὶ ἡ ἐπικοινωνία τῆς παραδεισιακῆς ἐποχῆς. Καὶ ὁ προφήτης Ἠσαΐας μᾶς θυμίζει πῶς μιλάει γιὰ τὸν λαό Του: «Ἰσραήλ μου, Ἰακώβ μου, ἐκλεκτὲ λαέ μου! Παιδιά μου, ἀπόγονοι τοῦ Ἀβραάμ, ποὺ τόσο τὸν ἀγάπησα!»
Τί λένε ὅλα αὐτά; «Τὸ μόνο ποὺ θέλω», μᾶς λέει ὁ Θεός, «εἶναι νὰ ἀποκατασταθῆ μεταξύ μας, ἀνάμεσά μας, κοινωνία ἀγάπης». Πότε ἀποκαταστάθηκε τέτοια ἐπικοινωνία; Τότε ποὺ ἦλθε ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ στὸν κόσμο, ὄχι γιὰ ταξίδι ἀναψυχῆς, τουριστικό, γιὰ νὰ ἰδεῖ τί κάνουμε, ἀλλὰ γιὰ νὰ συμμετάσχει στὸν πόνο μας· νὰ πονέσει γιά μᾶς καὶ νὰ μᾶς δείξει ὅλη Του τὴν ἀγάπη.
Τί μᾶς λέει ὁ Χριστός;
Ὁ Χριστὸς μᾶς λέει ὅτι «ἀγαπήσας τὸν κόσμον καὶ τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ, εἰς τέλος ἠγάπησεν αὐτούς». «Εἰς τέλος»! Δηλαδή: δὲν ὑπάρχει παραπάνω βαθμός. Σὲ τέλειο βαθμό! Καὶ τὸ ἔδειξε! Πῶς; Νά, ἐνῶ ἔκανε τὸ Δεῖπνο, ἔλαβε τὸν ἄρτο, τὸν εὐλόγησε, τὸv ἔκανε Σῶμα Του, καὶ εἶπε: «Λάβετε φάγετε. Νὰ μὲ τρῶτε. Μὲ ὁλόκληρο τὸν ἑαυτό σας. Καὶ ἐγὼ τὸ ἴδιο θέλω! Νὰ σᾶς τρώω, ὁλόκληρο τὸν ἑαυτό σας, σὰν τὸ πιὸ λαχταριστὸ γιὰ μένα πράγμα· σὰν τὸ πιὸ ποθητό. Καὶ σεῖς πρέπει νὰ μὲ ἔχετε σὰν τὴν μεγαλύτερη λαχτάρα σας».
Καὶ πότε πραγματοποιήθηκε αὐτό; Τότε ποὺ εἶπε: «Τοῦτο ἐστι τὸ Σῶμα Μου, τὸ ὑπὲρ ὑμῶν κλώμενον καὶ τὸ Αἷμα Μου, τὸ ὑπὲρ ὑμῶν ἐκχυνόμενον».
Λέγει ἡ Ἁγία Γραφή. Τὴν ἁμαρτία τὴν ἐξαλείφει θάνατος. Μόνο ὁ θάνατος· γιατί εἶναι θάνατος ψυχῆς καὶ γι’ αὐτὸ χρειαζόταν στὴν Π.Δ. θάνατος ζώου. Ἀλλὰ τὰ ζῶα δὲν ἔχουν αἷμα ποὺ μπορεῖ νὰ ἐξαλείψει ἁμαρτίες. Καὶ γι’ αὐτὸ ἦρθε καὶ ἐθυσίασε ὁ Χριστὸς τὸν ἑαυτό Του. Πότε τὸν ἐθυσίασε; Τότε, ποὺ ἐπάνω στὸ Σταυρὸ «κράξας φωνῇ μεγάλῃ ἀφῆκε τὸ πνεῦμα». Τότε ἔγινε ἡ ὁλοκληρωτικὴ θυσία τοῦ Χριστοῦ. Καὶ τότε, λέει τὸ Εὐαγγέλιο, «τὸ καταπέτασμα τοῦ Ναοῦ ἐσχίσθη καὶ τὰ μνημεῖα ἠνεώχθησαν καὶ πολλὰ σώματα τῶν κεκοιμημένων ἁγίων ἠγέρθη»!
Δηλαδή, τί ἔγινε; Πρῶτα ἀπὸ ὅλα εἰσῆλθε εἰς τὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων ὁ Μέγας Ἀρχιερεύς, «αἰωνίαν λύτρωσιν εὑράμενος». Καὶ σὲ ἐπικύρωση αὐτοῦ, ἐσχίσθη τὸ καταπέτασμα τοῦ Ναοῦ γιὰ νὰ περάσει. Καὶ τὰ μνημεῖα ἀνεώχθησαν, γιατί τελείωσε ἡ βασιλεία τοῦ θανάτου. Καὶ πολλὰ σώματα τῶν κεκοιμημένων ἁγίων ἠγέρθη, ὡς προτύπωση τῆς ζωῆς τῆς ἀναστάσεως.
Ἐμεῖς, εὐχαριστώντας τὸν Θεὸ· καὶ θέλοντας νὰ κατανοήσουμε τί ἔκανε γιά μᾶς, λέμε στὴν ἀκολουθία τοῦ Βαπτίσματος:
Δὲν μᾶς ξέχασε, ἀλλὰ «ἦλθες καὶ ἔσωσας ἡμᾶς. Ὁμολογοῦμεν τὴν χάριν· κηρύττομεν τὸν ἔλεον· οὐ κρύπτομεν τὴν εὐεργεσίαν».
Τὸ τελευταῖο αὐτὸ εἶναι τὸ πιὸ σοβαρὸ· γιατί ὁ ἄνθρωπος ὅταν βάζει τὸν ἑαυτὸ του λίγο πιὸ χαμηλά, λίγο πιὸ κάτω, ἔχει ταπείνωση. Καὶ αὐτὸ ἔχει μεγάλη σημασία· γιατί τὸ πιὸ δύσκολο τοῦ εἶναι νὰ εἰπεῖ μὲ τὸ στόμα του «εὐχαριστῶ». Ψεύτικα, τὸ λέει καλά. Ἀληθινὰ καὶ εἰλικρινά, τοῦ ἔρχεται πολὺ βαρὺ νὰ εἰπεῖ τὸ «εὐχαριστῶ»! Γι’ αὐτὸ λέγει ὁ Μ. Βασίλειος: «Οὐ κρύπτομεν τὴν εὐεργεσίαν». Διότι εἶναι ἐσωτερικὴ τάση τοῦ ἀνθρώπου νὰ θέλει νὰ φεύγει ὅσο πιὸ πολὺ μπορεῖ ἀπὸ τὸ Θεὸ· καὶ ἀπὸ τὴ σωστὴ σχέση μαζί Του καὶ νὰ φτιάχνει τὸ ἴνδαλμά του, τὸ πρόσωπο τὸ δικό του!
Πῶς ἦρθε ὁ Χριστὸς στὸν κόσμο;
Ἀπάντηση τοῦ ἀπ. Παύλου:
«Ἐταπείνωσεν ἑαυτὸν γενόμενος ὑπήκοος μέχρι θανάτου». Καὶ «ἐκένωσε ἑαυτόν». Ἐντελῶς ἐκένωσε ἑαυτὸν πρὸς χάριν μας! Καὶ ἔπαθε ὅλες αὐτὲς τὶς κακοπάθειες, τὶς ὁποῖες εἴπαμε.
Τὸ θέμα ἦταν: θρησκεία ἡ Χριστός;
Ἡ θρησκεία εἶναι ἡ ἀναζήτηση τοῦ ἀνθρώπου γιὰ τὸν Θεό! Πῶς καὶ πόσοι ψάχνουν σωστά; Καὶ τί μποροῦν νὰ βροῦν μόνοι τους; Εἶναι ἕνα παράξενο πράγμα ποὺ ὁδήγησε τοὺς ἀρχαίους λαοὺς στὴν εἰδωλολατρία, στὰ ἐξωτικά, στὰ μάγια, καὶ σήμερα στὸ Χάρυ Πότερ.
Καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ εἶναι ἡ ἀναζήτηση τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν ἄνθρωπο ποὺ τοῦ ἀποκαλύπτει τὸν ἑαυτὸ Του- τοῦ δείχνει τὸν ἑαυτὸ Του· καὶ τί σχέση θέλει νὰ ἔχει μὲ τὸν ἄνθρωπο· καὶ ὅτι ἡ ἀληθινὴ ἀποκάλυψη εἶναι ἡ ἐν Χριστῷ. Ἐκείνη τὴν σχέση ποὺ εἶχε φτιάξει μέσα στὸν Παράδεισο, τὴν ἀποκατάστησε. Καὶ γι’ αὐτὸ ἐμεῖς λέμε πὼς ἡ χριστιανικὴ θρησκεία εἶναι ἡ ὁδὸς πρὸς τὴν ἀποκατάσταση· καὶ ἡ τελεία ἀποκατάσταση εἶναι ὅτι, ὅταν θὰ ἔρθει καὶ θὰ κατεβεῖ ἡ πόλη τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὸν οὐρανὸ μέσα στὴν ὁποία ὁ Θεὸς τότε θὰ σκηνώσει μετὰ τῶν ἀνθρώπων, τότε θὰ γίνει ἡ ἀληθινὴ κοινωνία τοῦ Θεοῦ μὲ τοὺς ἀνθρώπους.
Ἐμεῖς, αὐτὸ πρέπει νὰ ἔχουμε στόχο μας καὶ ἴνδαλμά μας καὶ ἀναζήτησή μας.
Γι’ αὐτὸ οἱ ὑπηρέτες καὶ δοῦλοι τοῦ Χριστοῦ, εἴμαστε ὑπηρέτες τῆς ἐπικοινωνίας μὲ τὸ Χριστό. Μιᾶς ἐπικοινωνίας ποὺ ἀρχίζει μὲ τὴ μετάνοια, προχωρεῖ μὲ τὴν ἀγάπη· καὶ φτάνει στὴν ἀφιέρωση· ποὺ ὅσο πιὸ βαθειὰ εἶναι, τόσο πιὸ καλὴ γίνεται, τόσο πιὸ ἅγια καὶ τόσο πιὸ θεάρεστη.