Ὅτι μὲ τὰ ἀπολύτως ἀπαραίτητα περνάει κανεὶς ἐξίσου καλὰ ὅπως μὲ τὰ πολλά, δὲν χρειάζονται ἄλλες ἀποδείξεις ἀπὸ τὰ σπίτια τριῶν σπουδαίων ποιητῶν. Τοῦ Τάσου Λειβαδίτη, τοῦ Νίκου Καρούζου καὶ τοῦ Μίλτου Σαχτούρη. Σ\’ ἕνα μικροαστικὸ διαμέρισμα τῆς γωνίας Ἀχαρνῶν καὶ Ἠπείρου ὁ πρῶτος, σ\’ ἕνα ἡμιυπόγειο ἑνάμισι δωματίου τῆς ὁδοῦ Σούτσου ὁ δεύτερος καὶ σ\’ ἕνα δυαράκι τῆς ὁδοῦ Μηθύμνης, ποὺ ἔβλεπε μάλιστα στὸν «ἀκάλυπτο», ὁ τρίτος.
Ὅπως ἀναλογίζεται κανεὶς τὴ ζωή τους, δὲν θὰ συμπέραινε πὼς ὑπῆρξαν ἄνθρωποι δυστυχισμένοι γιατί ἔμεναν σὲ ταπεινά, ταπεινότατα σπίτια.
Ἐπιπλέον στὶς κουβέντες τους δὲν θὰ διέκρινε κανεὶς τὴν ἐλαχιστότερη ἐπιθυμία γιὰ νὰ ἀλλάξει, μετακομίζοντας, ἡ ζωή τους. Ἀντίθετα αἰσθανόσουν τὰ σπίτια αὐτὰ νὰ εἶναι ἡ εὐτυχία τους καὶ ἂν δυστυχήσανε ἦταν γιατί τὸ εἶχαν ἐπιλέξει οἱ ἴδιοι νὰ δυστυχήσουν. Ἔτσι ὥστε μόνο δυστυχεῖς δὲν θὰ μποροῦσε νὰ τοὺς χαρακτηρίσει κανείς.
Μὲ σπίτια μάλιστα ποὺ κανεὶς δὲν θὰ ζήλευε νὰ μένει σὲ ἀντίστοιχά τους, θὰ προσθέταμε πὼς εἶχαν ἐπαναστατήσει ὡς συνειδήσεις πολὺ πρὶν ἐκφραστοῦν ἐπαναστατικὰ μὲ τὴν ποίησή τους.
Ὁ Καροῦζος, μάλιστα, ὅταν θέλησε νὰ τοῦ χαρίσει κάποιος ἕνα ἠλεκτρικὸ ψυγεῖο τὸν ἀποπῆρε λέγοντάς του πὼς: «Δὲν μ\’ ἐνδιαφέρει ἡ ἄνεση, μ\’ ἐνδιαφέρει νὰ βλέπω τὴν πραγματικότητα τῆς ζωῆς».
Ἐνῶ ὁ Ἐλύτης σὲ ὅποιον τὸν ρωτοῦσε «Πῶς βολεύεται σὲ ἕνα διαμέρισμα δυὸ δωματίων» ἀπαντοῦσε: «Μὰ τί νὰ τὰ κάνω τ\’ ἄλλα δωμάτια, γιὰ νὰ βάλω μέσα μπουφέδες;».
Ὁ Ἐλύτης συνειδητοποιοῦσε ἀπόλυτα τὴ σημασία τῆς ἐπιλογῆς του καὶ τῶν λόγων του, ποὺ σὲ ἐλεύθερη ἀπόδοση θὰ μποροῦσε νὰ διαβαστοῦν «Ὅταν οἱ μνῆμες τῆς ἐσωτερικῆς περιπέτειας εἶναι συγκλονιστικές, δὲν χρειάζονται τὰ ἀντικείμενα καὶ ἡ ἄνεση γιὰ νὰ θυμᾶται κανεὶς ποιὸς ὑπῆρξε ἀλλὰ καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι ἔζησε πραγματικὰ στὰ γεμάτα».
Στὸν κατάλογο θὰ πρόσθετε κανεὶς καὶ τὸ σπίτι τοῦ Γιάννη Τσαρούχη ποὺ ἡ ἀκαταστασία του ὅπως κορυφωνόταν σὲ λόφο, τὸ μετέβαλλε σὲ μίαν ἐκκρεμότητα ποὺ ἡ τακτοποίησή της, ὡστόσο, ἀναβαλλόταν συνεχῶς, γιατί δὲν γινόταν μὲ τίποτα στὸν κόσμο νὰ ἀναβληθεῖ ἡ ἐκκρεμότης τοῦ ἔργου ποὺ ἔπρεπε νὰ πραγματοποιηθεῖ. Ἡ μιᾶς σκέψης ποὺ ἀπαιτοῦσε πάραυτα νὰ ὁλοκληρωθεῖ, ἡ ἑνὸς φίλου ποὺ ἔπρεπε νὰ τὸν ἀκούσει ὁ ζωγράφος. Θὰ πρόσθετε κανεὶς πὼς ἀφοῦ ἡ ἀκαταστασία αὐτὴ δὲν ἔπνιγε, ἀλλὰ ἀντίθετα βοηθοῦσε ἕναν καλλιτέχνη νὰ ἐργασθεῖ, ὡς πνιγηρὴ θὰ ἔπρεπε νὰ εἰσπράττεται ἡ ὑπογραμμισμένη ὡς πλεονέκτημα ἀποστειρωμένη τάξη ἑνὸς μεγαλοαστικοῦ σπιτιοῦ.
Ἡ γιὰ νὰ τὸ γράψουμε διαφορετικά, ἀφοῦ τὸ πλαστικὸ τραπεζομάντιλο πάνω στὸ τραπέζι ποὺ ἔγραφε, δὲν ἐμπόδιζε σὲ τίποτα τὸν Σαχτούρη νὰ γράφει τὰ ποιήματά του, ἡ πισίνα ποὺ διαθέτει ὁ ἀξιωματοῦχος τῆς πολιτικῆς ζωῆς πρέπει νὰ τὸν χαρακτηρίζει ὡς ἐντελῶς ἀκατάλληλο, ἡ μᾶλλον ἐπιζήμιο, γιὰ τὸ «ἐπάγγελμά» του.
«Τὸ νὰ φιλοσοφεῖ κανεὶς σημαίνει ὅτι μαθαίνει τὸν τρόπο γιὰ νὰ πεθάνει», γράφει ὁ Μοντένιος καὶ τὸ ἴδιο φαίνεται νὰ ἰσχύει καὶ γιὰ τὴν ποίηση. Ἕνας κόσμος ποὺ γίνεται συναρπαστικὸς χάρη στὰ πράγματα ποὺ δὲν σταματάει νὰ θέλει κανείς, κάνει ἀδιανόητη τὴν ἀποκόλληση ἀπὸ μέσα του.
Κάτι χειρότερο ποὺ εἶναι μιᾶς ἀσύλληπτης κοινωνικῆς καὶ ἠθικῆς τάξεως παραχάραξη τοῦ κόσμου: Ἕνας ἄνθρωπος ποὺ ζεῖ μέσα στὴν εὐμάρεια πιστεύει πὼς ἀφοῦ ἀπολαμβάνει, δὲν τοῦ ἀξίζει ὁ θάνατος, ἐνῶ δικαιολογημένα μποροῦν νὰ πεθάνουν ὅσοι πένονται, ἀφοῦ δὲν ἔχουν τίποτα νὰ χάσουν.
Τώρα ὅμως ποὺ οἱ καμπάνες γιὰ τὴν ἐπικείμενη καταστροφὴ ἀκούγονται τὸ ἴδιο ἀπειλητικὲς τόσο γιὰ ἐκείνους ποὺ εὐημεροῦν ὅσο καὶ γιὰ ἐκείνους ποὺ γυμνητεύουν καὶ ἡ ὀλιγάρκεια πού φαντάζει ὡς κάτι μισητό, χρειάζεται πλέον νὰ συνειδητοποιηθεῖ ὡς ἐπαναστατικὴ πράξη, ἡ ποίηση θὰ κατορθώσει νὰ σώσει γιὰ μία ἀκόμα φορά τὸν κόσμο; Καὶ οἱ παμπόνηροι γεννήτορες πού εἶχαν ἐξοπλίσει τὰ χέρια τῶν κανακάρηδών τους μὲ τὰ «κινητά», θὰ ἀντιληφθοῦν πώς εἴτε τοὺς ἀρέσει εἴτε δὲν τοὺς ἀρέσει θὰ πρέπει νὰ τὰ ἀντικαταστήσουν μὲ τὰ ποιήματα;