Ἦρθαν
ντυμένοι «φίλοι»
ἀμέτρητες φορές οἱ ἐχθροί μου
τό παμπάλαιο χῶμα πατώντας.
Καί τό χῶμα δέν ἔδεσε ποτέ μέ τή φτέρνα τους.
Ἔφεραν
τόν Σοφό, τόν Οἰκιστή καί τόν Γεωμέτρη
Βίβλους γραμμάτων καί ἀριθμῶν
τήν πᾶσα Ὑποταγή καί Δύναμη
τό παμπάλαιο φῶς ἐξουσιάζοντας.
Καί τό φῶς δέν ἔδεσε ποτέ μέ τή σκέπη τους.
Οὔτε μέλισσα κὰν δέ γελάστηκε τό χρυσό ν᾿ ἀρχινίσει παιχνίδι·
οὔτε ζέφυρος κάν, τίς λευκές νά φουσκώσει ποδιές.
Ἔστησαν καί θεμέλιωσαν
στίς κορφές, στίς κοιλάδες, στά πόρτα
πύργους κραταιούς κι ἐπαύλεις
ξύλα καί ἄλλα πλεούμενα
τούς Νόμους, τούς θεσπίζοντας τά καλά καί συμφέροντα
στό παμπάλαιο μέτρο ἐφαρμόζοντας.
Καί τό μέτρο δέν ἔδεσε ποτέ μέ τή σκέψη τους.
Οὔτε κὰν ἕνα χνάρι Θεοῦ στήν ψυχή τους σημάδι δέν ἄφησε·
οὔτε κὰν ἕνα βλέμμα ξωθιᾶς τή μιλιά τους δέν εἶπε νά πάρει.
Ἔφτασαν
ντυμένοι «φίλοι»
ἀμέτρητες φορές οἱ ἐχθροί μου
τά παμπάλαια δῶρα προσφέροντας.
Καί τά δῶρα τους ἄλλα δέν ἤτανε
παρά μόνο σίδερο καί φωτιά.
Στ᾿ ἀνοιχτά πού καρτέραγαν δάχτυλα
μόνον ὅπλα καί σίδερο καί φωτιά.
Μόνον ὅπλα καί σίδερο καί φωτιά.