Ἐννόημα
    Ἐννόημα
  • !

    Ἡ ταπεινοφροσύνη δὲν εἶναι τίποτε διαφορετικὸ ἀπ’ τὴ Χριστοφροσύνη. Ὅποιος ἔχει «νοῦ Χριστοῦ» ἔχει ταπεινοφροσύνη. Καὶ ὁ Χριστιανὸς μόνο ἔτσι πρέπει νὰ σκέφτεται καὶ νὰ πράττει γιὰ τὰ πάντα: γιὰ τὸ Θεό, γιὰ τὸν κόσμο, γιὰ τοὺς ἀνθρώπους, γιὰ ὁλόκληρη τὴ δημιουργία. Ὁ ταπεινόφρων θεωρεῖ τὸν ἑαυτὸ του ἕνα μηδὲν – ἕνα τίποτα ἀπέναντι στὸ Θεό, ἀλλὰ καὶ ἀπέναντι στοὺς ἄλλους. Γι’ αὐτὸ μόνιμα καὶ σταθερά, ὁλοένα καὶ περισσότερο εἰρηνεύει ἔναντι τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἀνθρώπων. Μὲ χαρὰ ἀποδέχεται τοὺς ἄλλους ὡς «μεγαλύτερους» στὴν ἀρετὴ καὶ ἀνώτερους ἀπ’ αὐτόν.

  • !

    Ἡ ταπεινοφροσύνη συνοδεύεται πάντα ἀπ’ τὴ σωφροσύνη καὶ τὴν ὑπομονή. Αὐτὸς ποὺ θεωρεῖ τὸν ἑαυτὸ του «μηδέν», αὐτὸς ποὺ δὲν ὑπάρχει δηλαδὴ χωρὶς τὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ, εἶναι σώφρων καὶ ὑπομονετικὸς σὲ κάθε τι ποὺ ἀντιμετωπίζει, ἔστω κι ἂν αὐτὸ εἶναι τὸ πιὸ δυσάρεστο. Ταπεινοφροσύνη, ὑπομονὴ καὶ σωφροσύνη εἶναι τὸ τρίπτυχο ποὺ ὡς βάση ἔχει τὴν ἀγάπη. Μόνο ὅποιος ἔχει στὴν ψυχὴ του τὴν ἀγάπη μπορεῖ νὰ εἶναι ταπεινόφρων, σώφρων καὶ ὑπομονετικὸς ἀπέναντι στὸ Θεὸ καὶ τοὺς ἀνθρώπους.

Περὶ ταπείνωσης

\"\"

Ὁ Θεὸς δημιούργησε τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸ μηδὲν «κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωσιν». Τί σημαίνει «κατ’ εἰκόνα» ἐρωτᾶ ὁ ἅγιος Βασίλειος καὶ ἀπαντᾶ ὁ ἴδιος: «νὰ καθαρίσουμε τὴν καρδιά μας καὶ νὰ μὴν εἴμαστε ἀπαίδευτοι καὶ ἀμαθεῖς στὴ διδασκαλία τοῦ Θεοῦ». Καὶ πῶς θὰ ἐπιτύχουμε τὸ «καθ’ ὁμοίωσιν» ἐρωτᾶ καὶ ἀπαντᾶ ὁ ἴδιος: «ὁ σκοπὸς καὶ ὁ προορισμὸς τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ θεοποίηση καὶ ἁγιοποίηση. Ὁ ἄνθρωπος ἔχει καθῆκον νὰ στραφεῖ πρὸς τὰ ἄνω ἀγαθὰ γιὰ νὰ μιμηθεῖ τὶς θεῖες τελειότητες καὶ θεοειδεῖς ἀρετές, δηλαδὴ στὴν ἀληθινὴ μόρφωση καὶ ὁλοκλήρωση. Καὶ αὐτὴ ἡ μόρφωση εἶναι τὸ ἰδεῶδες τοῦ εὐαγγελίου, ποὺ κάνει τὸν ἄνθρωπο Θεόμορφο.»

Γιὰ τὸν καθένα ἀπό μᾶς, ὅλο αὐτὸ ἔγινε δυνατό, μὲ τὴν κάθοδο τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ στὸν κόσμο μας, δηλαδὴ μὲ τὴν ἐνανθρώπισή Του. Ἡ δική του ἐνανθρώπιση, κατέστησε δυνατὴ τὴ δική μας Θέωση. Καὶ αὐτὸ εἶναι τὸ ἔργο τῆς «Χάριτός» Του. Ἄρα λοιπὸν ὁ θεωμένος ἄνθρωπος ποὺ μέσῳ τῶν μυστηρίων καὶ τῶν ἀρετῶν «πληροῦται εἰς πᾶν τὸ πλήρωμα τοῦ Θεοῦ» εἶναι ὁ ἀληθινὸς χριστιανός. Εἶναι αὐτὸς ποὺ ζεῖ «ἐν Χριστῷ» καὶ ἀναπόφευκτα παράγει γλυκοὺς καρπούς, ἅγιες καὶ ἀθάνατες σκέψεις, ἅγια καὶ ἀθάνατα αἰσθήματα, ἅγια καὶ ἀθάνατα ἔργα. Ἔτσι λοιπὸν μὲ τὴ χάρη τῶν ἁγίων μυστηρίων καὶ ἀρετῶν ὁ ἄνθρωπος γίνεται «εὔφορη γῆ» καρποφόρα, γιατί «πᾶν δένδρον ἀγαθὸν καρποὺς καλοὺς ποιεῖ». (Ματθ. 7,17). Ἕνας τέτοιος καρπὸς εἶναι ἡ ταπεινοφροσύνη, μὲ τὴν ὁποία ὁ ἄνθρωπος «φρουρεῖται» ἀπὸ τὸν Χριστὸ καὶ ψυχικὰ καὶ σωματικὰ . Μὲ αὐτὴ κάθε του σκέψη καὶ κάθε του αἴσθηση ἐλέγχεται ἀπὸ τὸ Χριστό, καὶ Αὐτὸς πλέον γίνεται συνοδηγὸς καὶ συνοδοιπόρος στὴν πνευματική του πορεία.

Ἡ ταπεινοφροσύνη δὲν εἶναι τίποτε διαφορετικὸ ἀπ’ τὴ Χριστοφροσύνη. Ὅποιος ἔχει «νοῦ Χριστοῦ» ἔχει ταπεινοφροσύνη. Καὶ ὁ Χριστιανὸς μόνο ἔτσι πρέπει νὰ σκέφτεται καὶ νὰ πράττει γιὰ τὰ πάντα: γιὰ τὸ Θεό, γιὰ τὸν κόσμο, γιὰ τοὺς ἀνθρώπους, γιὰ ὁλόκληρη τὴ δημιουργία. Ὁ ταπεινόφρων θεωρεῖ τὸν ἑαυτὸ του ἕνα μηδὲν – ἕνα τίποτα ἀπέναντι στὸ Θεό, ἀλλὰ καὶ ἀπέναντι στοὺς ἄλλους. Γι’ αὐτὸ μόνιμα καὶ σταθερά, ὁλοένα καὶ περισσότερο εἰρηνεύει ἔναντι τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἀνθρώπων. Μὲ χαρὰ ἀποδέχεται τοὺς ἄλλους ὡς «μεγαλύτερους» στὴν ἀρετὴ καὶ ἀνώτερους ἀπ’ αὐτόν.

Ἐκ διαμέτρου ἀντίθετη τῆς ταπεινοφροσύνης εἶναι ἡ ὑπερηφάνεια, ἡ ὑψηλοφροσύνη καὶ ἡ ἀλαζονεία. Ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἔτσι πορεύεται στὴ ζωή του, στηρίζεται μόνο στὸν ἑαυτό του. Γιατί αὐτὸς εἶναι ὁ ἀλαζόνας καὶ ὑπερήφανος. Θέλει νὰ εἶναι «ἀνεξάρτητος», αὐτόνομος καὶ αὐτάρκης σὲ ὅλα. Οὐσιαστικὰ ἐπιδιώκει καὶ βαδίζει ὁλοένα καὶ περισσότερο στὴν αὐτονόμησή του ἀπ’ τὸ Θεό. Δὲν ἐπιθυμεῖ καμιὰ ἐπέμβαση, οὔτε κἄν τοῦ Θεοῦ, σὲ τίποτα δικό του, σὲ τίποτα ποὺ ἀφορᾶ τὴ ζωὴ καὶ τὰ ἔργα του. Στὴν πραγματικότητα ὅμως δὲν εἶναι ἀνεξάρτητος καὶ αὐτόνομος, διότι τέτοιου εἴδους σκέψεις καὶ τρόπους ζωῆς προσφέρει ὁ διάβολος, ποὺ δημιουργεῖ τὴν ψευδαίσθηση τῆς «ἐλευθερίας» καὶ τῆς «ἀνεξαρτησίας» ἀπ’ τὰ δεσμὰ τοῦ Θεοῦ. Ζώντας ὅμως ὁ ἄνθρωπος χωρὶς Θεό, τὸ μόνο ποὺ κατορθώνει εἶναι νὰ βρίσκεται διαρκῶς παρὼν στὴ ζωὴ του ὁ διάβολος. Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος βλέπει τὰ πάντα σὲ ἀναφορὰ μὲ τὸν ἑαυτό του καὶ γύρω ἀπ’ αὐτόν. Ζώντας μόνος μὲ τὸν ἑαυτό του, δὲν ζεῖ κανένας ἄλλος παρὰ ὁ ἴδιος ὁ διάβολος.

Νὰ γιατί ἡ ὑψηλοφροσύνη δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ «διαβολοφροσύνη». Ἡ ταπεινοφροσύνη συνοδεύεται πάντα ἀπ’ τὴ σωφροσύνη καὶ τὴν ὑπομονή. Αὐτὸς ποὺ θεωρεῖ τὸν ἑαυτὸ του «μηδέν», αὐτὸς ποὺ δὲν ὑπάρχει δηλαδὴ χωρὶς τὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ, εἶναι σώφρων καὶ ὑπομονετικὸς σὲ κάθε τι ποὺ ἀντιμετωπίζει, ἔστω κι ἂν αὐτὸ εἶναι τὸ πιὸ δυσάρεστο. Ταπεινοφροσύνη, ὑπομονὴ καὶ σωφροσύνη εἶναι τὸ τρίπτυχο ποὺ ὡς βάση ἔχει τὴν ἀγάπη. Μόνο ὅποιος ἔχει στὴν ψυχὴ του τὴν ἀγάπη μπορεῖ νὰ εἶναι ταπεινόφρων, σώφρων καὶ ὑπομονετικὸς ἀπέναντι στὸ Θεὸ καὶ τοὺς ἀνθρώπους.

Τὸ μέτρο τῆς δικῆς μας ταπεινοφροσύνης πρέπει νὰ εἶναι ἡ ταπεινοφροσύνη τοῦ Χριστοῦ. Ὅπως ἐκεῖνος «κατέβηκε» ἀπ’ τὰ ἐπουράνια ὕψη Του, ἕως τὰ κατώτερα μέρη τοῦ Ἅδη γιὰ χάρη μας, ἔτσι κι ἐμεῖς ἀκολουθώντας τὴν ἴδια πορεία «μὲ ἄκρα ταπείνωση», ὀφείλουμε νὰ ἐγκαταλείψουμε τοὺς ὑψηλοὺς θρόνους στοὺς ὁποίους ἔχουμε στρογγυλοκαθίσει πολλοὶ ἀπό μᾶς καὶ μὲ πολλὴ ἀγάπη, ὑπομονὴ καὶ σωφροσύνη νὰ σταθοῦμε ὁ ἕνας στὸν ἄλλο, κάνοντας πράξη τὸ λόγο τοῦ ἀπ. Παύλου «μετὰ πάσης ταπεινοφροσύνης καὶ πραότητος, μετὰ μακροθυμίας, ἀνεχόμενοι ἀλλήλων ἐν ἀγάπῃ» (Ἐφ. 4,2)