Ἐννόημα
    Ἐννόημα
  • !

    Ἡ πρώτη ἐντύπωση, ζωηρή καί βαθειά, πού ἔχομε ἀπό κάθε ἑλληνικό κομμάτι εἶναι πώς βλέπομε κάτι γερά ριζωμένο στόν κόσμο τοῦτο, στή γῆ. Αὐτό δέν σημαίνει καθόλου πώς δέν ὑψώνεται πάνω ἀπ’ αὐτόν· πρόκειται μόνο γιά τό γερό του ρίζωμα. Ἀπό κάθε ἑλληνικό αἰσθανόμαστε, σχεδόν μέ τό σῶμα μας, νά βγαίνει ἡ ζεστασιά τοῦ ζωντανοῦ. Ὁ τεχνίτης τοῦ 9ου καί 8ου αἰῶνα π.Χ., ποὺ ἔχει τήν ἱκανότητα νά παραστήσει ζωή μέ γεωμετρικό σχῆμα, δέν κάνει ἀφαίρεση ἀπό τή ζωή παρά, ἀντίστροφα, θερμαίνει μέ τήν πνοή του καί τό σχῆμα: ξέρει πού καί μέ ποιό τρόπο θά μεταχειριστῆ τό κάθε στοιχεῖο καί πῶς θά τό πλαισιώσει γιά νά εἶναι τό ἔργο του σημάδι (σύμβολο, ἄν προτ

  • !

    Ὅταν οἱ ὅροι τῆς ζωῆς του ἀλλάζουν κατά τό τέλος τοῦ 8ου αἰ. καί ἡ γεωμετρική αὐτή μορφή τῆς ἔκφρασής του ἔχει ἐξαντλήσει ὅλες της τίς δυνατότητες, γυρίζει κατά τόν παραμυθένιο κόσμο τῆς τέχνης τῆς Ἀνατολῆς, πλουτίζεται μ’ αὐτόν καί ἀμέσως σχεδόν τόν φέρνει στό μέτρο τοῦ δικοῦ του. Ἔχει ἄπειρη γοητεία τό θέαμα τοῦ δαιδαλικοῦ Ἕλληνα ἀπό τά μέσα τοῦ 7ου αἰ. καί ὕστερα πού, χθεσινός ἀκόμη μαθητής, τολμάει τώρα τά πιό ἀπόκοτα ἔργα σέ ὑπερφυσικές ἀναλογίες, μά γερά θεμελιωμένα στή φύση· ἔργα πού τραβοῦν μαζί τους τόν ἄνθρωπο ψηλά στήν ἰδέα, πού ἀποτελοῦν τή μορφή τοῦ θαυμασμοῦ του καί τοῦ σεβασμοῦ του γιά τίς ἀναπάντεχες δυνάμεις τῆς φύσης, ὄχι τήν ἔκφραση τοῦ τρόμου του.

  • !

    Καθώς περνοῦν, ἀπανωτά μέ ἔνταση καί χαλάρωση, τά χρόνια τοῦ 6ου αἰ., τοῦ ἀρχαϊκοῦ, ξανοίγει ὅλο καί καινούργια μυστικά τοῦ κόσμου του, τοῦ ἐσωτερικοῦ καί τοῦ ἐξωτερικοῦ, τό πνεῦμα του ἀκονίζεται καταπληκτικά, ἡ ψυχή του καλλιεργεῖται ἀπό διαφορές καί ἀντιθέσεις· μά ποτέ δέν χάνει τόν κόσμο τοῦτον ἀπό τά μάτια του. Ὥσπου εἶναι ὥριμος πιά γιά τήν κλασσική τριακονταετία (450-420 π.Χ.), ποὺ τό διαλεκτικό της θαῦμα μόνο μέ φτωχά ὀξύμωρα μποροῦμε νά τό διατυπώσομε: ὅπου ἡ ἠρεμία εἶναι μορφή φοβεροῦ ψυχικοῦ καί πνευματικοῦ ἀγώνα, ἡ καθολικότητα μορφή τῆς πιό πλούσιας ἀτομικότητας, ἡ ἰδανικότητα ἔκφραση τῆς πιό κοντινῆς πραγματικότητας.

  • !

    Δέν κρατεῖ πολλά χρόνια τό θαῦμα αὐτό· ἡ μονόπλευρη ἐνδοσκόπηση τοῦ ἀτόμου ἐπικρατεῖ σέ λίγο, καί στούς ἑλληνιστικούς χρόνους φτάνει ἕως τήν ἐξέγερσή του ἤ —τό ἀντίστοιχο της— τήν ἐγκαρτέρηση. Μά ὁ σύνδεσμος μέ τόν κόσμο δέν κόβεται ἀκόμη: τό πάθος καί ἡ ἀγωνία, ἡ συστροφή τῶν ἑλληνιστικῶν ἔργων πηγάζουν ἀπό ἀγῶνα πού γίνεται μέσα σέ τοῦτον τόν κόσμο ἤ μέ τοῦτον τόν κόσμο.

  • !

    Ὁ Goethe τό εἶδε πολύ καθαρά, ὅταν ἔγραφε στόν Herder: «οἱ ἀρχαῖοι παράσταιναν τήν ὕπαρξη, ἐμεῖς συνηθίζομε νά παρασταίνομε τήν ἐντύπωση πού κάνει· ἐκεῖνοι ζωγράφιζαν τό τρομερό, ἐμεῖς ζωγραφίζομε τρομερά· ἐκεῖνοι τό εὐχάριστο, ἐμεῖς εὐχάριστα… ἀπ’ αὐτοῦ βγαίνει ὅλη ἡ ὑπερβολή, ὅλη ἡ ἐπιτήδευση, ὅλη ἡ ψεύτικη χάρη, ὅλο τό ὀγκηρό· γιατί ὅταν ἕνας ἄνθρωπος δουλεύει τήν ἐντύπωση καί γιά τήν ἐντύπωση, δέν πιστεύει ποτέ ὅτι τήν ἔκαμε ἀρκετά αἰσθητή».

  • !

    Βεβαιωνόμαστε ἄλλη μιὰ φορά πώς ἡ πνευματικότητα τῆς ἑλληνικῆς τέχνης, κτῆμα καί δημιούργημα ἀνθρώπων, πού ἔβλεπαν τά σύνορα τῆς δύναμής τους μά εἶχαν ἐμπιστοσύνη στόν ἄνθρωπο, τήν ἐπροφύλαξε ἀπό τόν κίνδυνο νά σκλαβωθῆ ἤ στήν ἔξω νοῦ χλιδή τῆς Ἀνατολῆς ἤ στά «πέτρινα μαθηματικά» τῶν Αἰγυπτίων.

Ἕνας θησαυρὸς καὶ ἕνας ἀγῶνας

 

[Η ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ]

 

Καί παιδεία μέν οὐδεπώποτε γέγονεν
Καδμεία, νῖκαι δέ ἀνθρώποις πολλαί
δή τοιαῦται γεγόνασίν τε καί ἔσονται.
Πλάτων (Νόμοι A 641c)

[Τό ἄρθρο τοῦτο, ὅσο κι ἄν ἀναφέρεται σ\’ ἕνα θέμα αἰώνιο καί παγκόσμιο, ἔχει ὡστόσο μιὰν οὐσιαστικώτατη ἐπικαιρότητα καί εἶναι σχόλιο, διαφωτιστικό καί καθοδηγητικό, στήν εἰκονογράφηση τοῦ τεύχους. Ἡ «Νέα Ἑστία» συνηθίζει ν\’ ἀφιερώνη κάθε χρόνο τό τεῦχος τῶν Χριστουγέννων σ\’ ἕνα εἶδος τέχνης. Ἐφέτος ὅμως τί ἄλλο θά μποροῦσε νά προβληθῆ καί τί ἄλλο θά εἶχε τήν ἀντοχή ν\’ ἀντιμετώπιση τή σημερινή ψυχική διάθεση τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ ἀπό τή μεγάλη ἑλληνική τέχνη, πού ἔκαμε ἱερή, ὄχι μόνο γιά τόν Ἕλληνα μά καί γιά κάθε ἀληθινόν ἄνθρωπο, τή δοξασμένη καί πολυβασανισμένη αὐτή γῆ, πού δυό τώρα μῆνες τήν ὑπερασπιζόμαστε μ\’ ἀπίστευτες θυσίες καί τήν ὑψώνουμε σέ σύμβολο καί σέ ὑπόδειγμα; Ἡ ἀρχαία ἑλληνική τέχνη, λοιπόν, αἰώνια καί θαυμαστή, ἀλλά καί κοιταγμένη στήν ἀκτινοβολία τῶν μεγάλων ἡρωισμῶν καί τῆς ἀπαράμιλλης ἀρετῆς τοῦ Ἑλληνισμοῦ τοῦ 1940. —Σημ. τ. «Ν. Ε.»].

Ὑπάρχουν ἔργα τέχνης πού γιά νά τά αἰσθανθοῦμε χρειάζεται πρῶτα νά τά καταλάβομε· γιά νά προκαλέσουν τή συγκίνηση ἀπαιτοῦν ἀπό τό θεατή τους εἰδική ἄσκηση ἤ εἰδικές γνώσεις. Δέν πιστεύω καθόλου πώς αὐτό χωρίς ἄλλο εἶναι ἐλάττωμα. Εἶναι ὅμως καί μία τέχνη, ἡ τέχνη πού ἔμορφωσαν καί μᾶς παραδωσαν οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες, πού μιλάει ἄμεσα σέ κάθε ἄνθρωπο (φτάνει νά μήν ἔχασε τήν πηγαία του ἱκανότητα νά αἰσθάνεται) χωρίς νά τοῦ βάζει καμμιά προϋπόθεση. Βέβαια, φανερώνει πολύ περισσότερα μυστικά καί πολλαπλασιάζει τή χαρά σ\’ ἐκεῖνον πού μέ ἀγάπη, δηλαδή μέ καιρό καί μέ κόπο προσπαθεῖ νά μπεῖ στό νόημά της. Μά γιατί ὁ κάθε ἄνθρωπος —κι ἄς μήν ἔχει ἰδεῖ ποτέ του ἑλληνικό ἔργο, κι ἄς μήν ξέρει τίποτε ἀπό ἑλληνική μυθολογία καί ἱστορία— αἰσθάνεται τήν καρδιά του νά χτυπάει δυνατώτερα μόλις ἀντικρύσει ἕνα ἀρχαῖο ἑλληνικό ἄγαλμα ἤ ἀνάγλυφο ἤ ζωγραφιά, ἀκόμη κ\’ ἕνα συντρίμμι, ἕνα ἀρχαϊκό χέρι ἤ πόδι, ἕνα κλασσικό μάτι;

Στό κολοσσιαῖο τοῦτο ἐρώτημα οἱ ἀκόλουθες γραμμές δέν μποροῦν νά δώσουν ἀπάντηση πού νά μήν ἀφήνει κανένα ζήτημα ἄλυτο (τέτοια ἀπάντηση δέν ὑπάρχει ἕτοιμη, πρέπει κάθε ἐποχή καί κάθε ἄτομο νά παλέψει σοβαρά γιά νά τήν κατακτήσει). Ὅ,τι ἐπιδιώκουν μέ τούς γενικούς χαρακτηρισμούς δέν εἶναι νά δώσουν ὅλα τά καίρια γνωρίσματα τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς τέχνης, ἀλλά αὐτά πού θά δώσουν νά εἶναι ὅλα ἀπό τά καίρια. Εἶναι ὅμως λογικό, ὅτι οἱ γενικοί χαρακτηρισμοί δέν ἐφαρμόζονται ἀποκλειστικά σ\’ αὐτήν καί μόνο, δέν ἀνήκουν στίς εἰδικές κατηγορίες τῆς καθαρῆς μορφῆς, ἀλλά ξεχωρίζουν καί τή λογοτεχνία καί τή φιλοσοφία καί στό τέλος-τέλος καί ὁλόκληρη τήν ἱστορία τῶν Ἑλλήνων γιατί τό ἴδιο πνεῦμα ὁδήγησε τό μάτι καί τό χέρι τους στή δημιουργία τῆς καλλιτεχνικῆς μορφῆς.

Ἡ πρώτη ἐντύπωση, ζωηρή καί βαθειά, πού ἔχομε ἀπό κάθε ἑλληνικό κομμάτι εἶναι πώς βλέπομε κάτι γερά ριζωμένο στόν κόσμο τοῦτο, στή γῆ. Αὐτό δέν σημαίνει καθόλου πώς δέν ὑψώνεται πάνω ἀπ\’ αὐτόν· πρόκειται μόνο γιά τό γερό του ρίζωμα. Ἀπό κάθε ἑλληνικό αἰσθανόμαστε, σχεδόν μέ τό σῶμα μας, νά βγαίνει ἡ ζεστασιά τοῦ ζωντανοῦ. Ὁ τεχνίτης τοῦ 9ου καί 8ου αἰῶνα π.Χ., ποὺ ἔχει τήν ἱκανότητα νά παραστήσει ζωή μέ γεωμετρικό σχῆμα, δέν κάνει ἀφαίρεση ἀπό τή ζωή παρά, ἀντίστροφα, θερμαίνει μέ τήν πνοή του καί τό σχῆμα: ξέρει πού καί μέ ποιό τρόπο θά μεταχειριστῆ τό κάθε στοιχεῖο καί πῶς θά τό πλαισιώσει γιά νά εἶναι τό ἔργο του σημάδι (σύμβολο, ἄν προτιμᾶτε) ὁλόκληρου τοῦ κόσμου πού αἰσθανότανε γύρω του καί μέσα του. Ὅταν οἱ ὅροι τῆς ζωῆς του ἀλλάζουν κατά τό τέλος τοῦ 8ου αἰ. καί ἡ γεωμετρική αὐτή μορφή τῆς ἔκφρασής του ἔχει ἐξαντλήσει ὅλες της τίς δυνατότητες, γυρίζει κατά τόν παραμυθένιο κόσμο τῆς τέχνης τῆς Ἀνατολῆς, πλουτίζεται μ\’ αὐτόν καί ἀμέσως σχεδόν τόν φέρνει στό μέτρο τοῦ δικοῦ του. Ἔχει ἄπειρη γοητεία τό θέαμα τοῦ δαιδαλικοῦ Ἕλληνα ἀπό τά μέσα τοῦ 7ου αἰ. καί ὕστερα πού, χθεσινός ἀκόμη μαθητής, τολμάει τώρα τά πιό ἀπόκοτα ἔργα σέ ὑπερφυσικές ἀναλογίες, μά γερά θεμελιωμένα στή φύση· ἔργα πού τραβοῦν μαζί τους τόν ἄνθρωπο ψηλά στήν ἰδέα, πού ἀποτελοῦν τή μορφή τοῦ θαυμασμοῦ του καί τοῦ σεβασμοῦ του γιά τίς ἀναπάντεχες δυνάμεις τῆς φύσης, ὄχι τήν ἔκφραση τοῦ τρόμου του. Καθώς περνοῦν, ἀπανωτά μέ ἔνταση καί χαλάρωση, τά χρόνια τοῦ 6ου αἰ., τοῦ ἀρχαϊκοῦ, ξανοίγει ὅλο καί καινούργια μυστικά τοῦ κόσμου του, τοῦ ἐσωτερικοῦ καί τοῦ ἐξωτερικοῦ, τό πνεῦμα του ἀκονίζεται καταπληκτικά, ἡ ψυχή του καλλιεργεῖται ἀπό διαφορές καί ἀντιθέσεις· μά ποτέ δέν χάνει τόν κόσμο τοῦτον ἀπό τά μάτια του. Ὥσπου εἶναι ὥριμος πιά γιά τήν κλασσική τριακονταετία (450-420 π.Χ.), ποὺ τό διαλεκτικό της θαῦμα μόνο μέ φτωχά ὀξύμωρα μποροῦμε νά τό διατυπώσομε: ὅπου ἡ ἠρεμία εἶναι μορφή φοβεροῦ ψυχικοῦ καί πνευματικοῦ ἀγώνα, ἡ καθολικότητα μορφή τῆς πιό πλούσιας ἀτομικότητας, ἡ ἰδανικότητα ἔκφραση τῆς πιό κοντινῆς πραγματικότητας. Δέν κρατεῖ πολλά χρόνια τό θαῦμα αὐτό· ἡ μονόπλευρη ἐνδοσκόπηση τοῦ ἀτόμου ἐπικρατεῖ σέ λίγο, καί στούς ἑλληνιστικούς χρόνους φτάνει ἕως τήν ἐξέγερσή του ἤ —τό ἀντίστοιχο της— τήν ἐγκαρτέρηση. Μά ὁ σύνδεσμος μέ τόν κόσμο δέν κόβεται ἀκόμη: τό πάθος καί ἡ ἀγωνία, ἡ συστροφή τῶν ἑλληνιστικῶν ἔργων πηγάζουν ἀπό ἀγῶνα πού γίνεται μέσα σέ τοῦτον τόν κόσμο ἤ μέ τοῦτον τόν κόσμο.

Εἶναι φανερό ἀπό τά παραπάνω κιόλας, ὅτι ποτέ δέν λείπει ἀπό τό ἑλληνικό ἔργο ἡ ἰδέα: μέ τή μία ἤ μέ τήν ἄλλη μορφή, ἄλλοτε μέ τό μέσο τοῦ σχήματος κι ἄλλοτε μέ τό μέσο τῆς ἔκφρασης ἤ —στίς πιό εὐτυχισμένες ὧρες— ταυτίζοντας σχῆμα καί ἔκφραση, τό ἑλληνικό ἔργο δείχνει πάντα ἔξω ἀπό τόν ἑαυτό του· σπανιώτατα ἐπιτρέπει τήν ἁπλή «αἰσθητική» θεώρηση, γιατί συγκλονίζει τόν ἄνθρωπο ὥς τά τρίσβαθα τῆς καρδιᾶς. (Πολύ ἐπιπόλαια καί φτηνά κρίνουν ὅσοι —καί εἶναι πάντα σπουδασμένοι, λόγιοι— βρίσκουν ὅτι δέν θερμαίνει τήν ἑλληνική τέχνη ἡ «μεταφυσική ἀγωνία»). Ἀφετηρία του ὅμως δέν εἶναι ποτέ ἡ ἰδέα, ἀλλά τό γεγονός, τό συγκεκριμένο, πού ἔχει σίγουρο περίγραμμα καί σχεδόν χεροπιαστό· καί αὐτό τοῦ χαρίζει τεράστια δύναμη. Ἐδῶ βρίσκεται μιὰ μεγάλη ἀντίθεση τῆς ἑλληνικῆς μέ τήν τέχνη τῶν νεωτέρων χρόνων. Στά ἔργα τῆς τελευταίας θά βροῦμε πάντα ἄμεση ἤ ἔμμεση πηγή τίς ἰδέες. Ἄλλη μιὰ φορά δέν πρέπει νά νομίσομε ὅτι αὐτό χωρίς ἄλλο εἶναι ἐλάττωμα. Μά τίς μεγάλες της ἐπιτυχίες ἡ νεώτερη τέχνη τίς ἐκέρδισε (καί τοῦτο μπορεῖ νά εἶναι τό καμάρι της) στήν πάλη μέ κινδύνους πού ἡ ἀρχαία ἑλληνική δέν τούς ἀντάμωσε πουθενά· γι\’ αὐτό ὅμως καί ἔπεσε συχνά χαμηλά καί οἰκτρά ὅσο ποτέ ἡ ἀρχαία ἑλληνική. Βέβαια, καί ὁ ἰδεατός κόσμος τῶν ἀρχαίων ἔχει πάντα σύνορα, ὅσο καί ἄν τά ἐπλάτυναν οἱ βαθύτεροι νόες τους. Τό ἀληθινό ἄπειρο δέν τό διανοήθηκε ποτέ ὁ ἀρχαῖος Ἕλληνας. Ὁ χῶρος ὅπου ζοῦν τά ἔργα τῆς ἑλληνικῆς τέχνης δέν ἐγνώρισε τίς τρεῖς διαστάσεις, ἀλλά μονάχα ἕξ περιστάσεις (πρόσω-ὀπίσω, ἄνω-κάτω, δεξιά-ἀριστερά). Μά τί θαυμάσιο φυλαχτό στάθηκαν γιά τήν τέχνη τά πολύτιμα αὐτά σύνορα τῆς ἀρχῆς καί τοῦ τέρματος. Ὁ Goethe τό εἶδε πολύ καθαρά, ὅταν ἔγραφε στόν Herder: «οἱ ἀρχαῖοι παράσταιναν τήν ὕπαρξη, ἐμεῖς συνηθίζομε νά παρασταίνομε τήν ἐντύπωση πού κάνει· ἐκεῖνοι ζωγράφιζαν τό τρομερό, ἐμεῖς ζωγραφίζομε τρομερά· ἐκεῖνοι τό εὐχάριστο, ἐμεῖς εὐχάριστα… ἀπ\’ αὐτοῦ βγαίνει ὅλη ἡ ὑπερβολή, ὅλη ἡ ἐπιτήδευση, ὅλη ἡ ψεύτικη χάρη, ὅλο τό ὀγκηρό· γιατί ὅταν ἕνας ἄνθρωπος δουλεύει τήν ἐντύπωση καί γιά τήν ἐντύπωση, δέν πιστεύει ποτέ ὅτι τήν ἔκαμε ἀρκετά αἰσθητή». (1)

Ὅτι ὅμως ἡ τέχνη τῶν Ἑλλήνων δέν ἔχασε ποτέ ἀπό μπροστά της τήν ἰδέα, φαίνεται καθαρά καί ἀπό τό ἀκόλουθο γεγονός: ἐνῶ ἡ στάση της ἀπέναντι στή ζωή ἤτανε πέρα-πέρα καταφατική, δέν ἐκινδύνευσε ποτέ σοβαρά νά πνιγεῖ μέσα στήν ἄμορφη πληθωρικότητα τῆς ζωῆς. Ὁ Herder ὑπερασπίζοντας τήν αἰγυπτιακή τέχνη ἀπέναντι στό Winckelmann ἔγραψε μιὰ ὡραία φαντασία, πού δείχνει καί ὀξυδέρκεια ἀναπάντεχη στόν καιρό του: «Ἄν ἕνας Αἰγύπτιος τῆς ἐποχῆς ἐκείνης [τῶν «κλασσικῶν» αἰώνων τῆς Ἑλλάδας] ἔμπαινε σ\’ ἕνα ἑλληνικό Μουσεῖο θά τρόμαζε, θά ξαφνιζότανε καί ἴσως στό τέλος θά γύριζε ἀλλοῦ μέ περιφρόνηση. Τί ἀνακάτωμα, θά ἔλεγε, τί θράσος! Ξιφομάχε, πόσην ὥρα θά ρίχνεσαι μπροστά; καί σύ, νεανία, πόσο θ\’ ἁπλώνεις τό χέρι στό στεφάνι; καί σύ, Ἀφροδίτη, ὁλοένα βγαίνεις ἀπό τό λουτρό; καί σεῖς, παλαιστές, δέν ἐνικήσατε ποτέ; πόσο ἀλλιώτικα σ\’ ἐμᾶς! Ἐμεῖς παρασταίνομε ἐκεῖνο πού διαρκεῖ αἰώνια, τή στάση τῆς ἠρεμίας καί τῆς ἱερῆς σιωπῆς».

Δίκαιο θά εἶχεν ὁ Αἰγύπτιος (καί ὁ Herder ἔμπηκε καλά μέσα στόν κόσμο του) νά σαστίσει μπροστά στά ἀπεικάσματα τῆς ρευστῆς ζωῆς· μά ἔτσι δέν μποροῦσε νά προσέξει πόσο τεράστιο ἦταν τό κατόρθωμα τοῦ Ἕλληνα, πού δέν ἐσάστισε μπροστά στόν κοχλασμό τῆς ζωῆς τῆς ἴδιας. Ιιρῶτος αὐτός στήν ἱστορία ἔνιωσε πώς ἡ ἀδιάκοπη ἀλλαγή, πού εἶναι γνώρισμα τῆς ζωῆς, φαινομενικά μονάχα εἶναι ἄμορφη καί ἄπιαστη. Οἱ ἄλλοι, πρίν καί ὕστερα ἀπό τούς Ἕλληνες, τρόμαξαν ἀπό τίς ἀτελείωτες μεταμορφώσεις της καί μόνη βοήθεια γιά νά τίς ἀντιμετωπίσουν βρῆκαν τό νά μή τίς βλέπουν. Ὁ Ἕλληνας, μόλις ἐκατάλαβε καί εἶπε «ναί!» στό γεγονός τῆς ἀλλαγῆς, βρῆκε ἀμέσως καί τό νόμο τῆς λειτουργίας της. Ἔτσι μπόρεσε πρῶτος αὐτός (καί, ὥς τά χρόνια τῆς Ἀναγέννησης, μόνος) νά ἀδράξει καί νά παραστήσει τό πιό ἄπιαστο πρᾶγμα, τήν κίνηση, μέ τά μέσο τοῦ ρυθμοῦ. Ἔχομε ξεχάσει τελευταῖα (ἐπειδή ἔχομε χάσει ξανά καί τό πρᾶγμα) ὅτι ὁ ρυθμός ὄχι μόνο δέν ταυτίζεται (οὔτε ἐτυμολογικά) μέ τή ρευστότητα, μέ τό ἄμορφο κυμάτισμα, μά εἶναι ἴσα-ἴσα τό ἀντίθετό του: σημαίνει ἴσα-ἴσα σταθερό στοιχεῖο πού ὑπάρχει μέσα σέ κάθε ροή —καί σ\’ αὐτά τά κύματα τῆς φουρτούνας— πού τήν ἀρθρώνει καί πού δίνει σχῆμα στήν κίνηση. Μά οἱ Ἕλληνες ἔνιωσαν γρήγορα τή διαλεκτική αὐτή τῆς κίνησης καί δέν τήν ξέχασαν ποτέ πιά: ἀπό τή στιγμή πού ἔπλασαν τό δισκοβόλο δέν ἐδειλίασαν μπροστά σέ κανένα θέμα. Ἡ ἀνακάλυψη τοῦ νόμου τοὺς ἐχάρισε τεράστια ἐλευθερία, ἀνέλπιστη γιά τούς ἄλλους ἀνθρώπους. Καί ἀφοῦ ὅ,τι εἶναι ὁ ρυθμός γιά τήν κινούμενη ζωή εἶναι τό σχῆμα γιά τήν ἀκίνητη, εἶναι φανερό πώς ὁ σπόρος γιά τή θαυμάσια ἐκείνη ἄνθιση εἶχε δείξει κιόλας μέ τή γεωμετρική τέχνη τί πλούσιες δυνατότητες ξετυλιγμοῦ ἔκρυβε μέσα του. Βεβαιωνόμαστε ἄλλη μιὰ φορά πώς ἡ πνευματικότητα τῆς ἑλληνικῆς τέχνης, κτῆμα καί δημιούργημα ἀνθρώπων, πού ἔβλεπαν τά σύνορα τῆς δύναμής τους μά εἶχαν ἐμπιστοσύνη στόν ἄνθρωπο, τήν ἐπροφύλαξε ἀπό τόν κίνδυνο νά σκλαβωθῆ ἤ στήν ἔξω νοῦ χλιδή τῆς Ἀνατολῆς ἤ στά «πέτρινα μαθηματικά» τῶν Αἰγυπτίων.

Ὅλα τά χαρακτηριστικά της ἑλληνικῆς τέχνης, πού μερικά ἀπό τά πιό σπουδαῖα της εἴδαμε τώρα, φανερώνουν καί ἐκ τῶν ὑστέρων, μέ τό ἀποτέλεσμα, σέ ὅποιον δέν τό ξέρει ἀπό τήν ἐξέταση τῆς ἱστορικῆς της ζωῆς στή σειρά, χωρίς πηδήματα, ἄλλοτε μέ ἀργό κι ἄλλοτε μέ γρήγορο ρυθμό, πραγματοποιώντας ἔτσι μιὰν ἀκαταμάχητη λογική, ἔχοντας ὅμως καί τή χάρη νά λέει μέ κάθε της μεταμόρφωση σ\’ ὅλη τήν ἀνθρωπότητα κάτι καινούργιο καί ἀπροσδόκητο. Αὐτή ἡ λογική ἀναγκαιότητα τοῦ ξετυλιγμοῦ της τῆς δίνει πάλι μοναδική θέση ἀπέναντι σ\’ ὅλες τίς ἄλλες καί στή νεώτερη εὐρωπαϊκή. Ὄχι πώς ἡ τελευταία αὐτή, ἄν τήν πάρομε στό σύνολό της, παρουσιάζει παράλογα πηδήματα ἤ ἀκατανόητα κενά. Μά ὕστερα ἀπό τό τέλος τῆς ἀρχαιότητας τά ὅρια τῆς πολιτικῆς καί πνευματικῆς οἰκουμένης ἐπλάτυναν σιγά-σιγά ὥς τό «ἄπειρο»• καί εἶναι φυσικό ὅτι μέ τίς καινούργιες συνθῆκες, γεμάτες ἄλλους κινδύνους καί ἐλπίδες, κανένας λαός δέν μποροῦσε νά ἐκπροσωπήσει ἕνα πρόβλημα σ\’ ὅλες τους τίς φάσεις καί ὅτι κάθε μέλος τῆς κοινότητας τοῦ πολιτισμοῦ ἔδινε θέλοντας καί μή κάθε φορὰ τή θέση του σέ ἄλλο. Ἡ ἐξήγηση ὅμως αὐτή δέν ἀλλάζει τό γεγονός, ὅτι μόνο ἡ ἑλληνική τέχνη χαρίζει ὥς τώρα τό θέαμα τοῦ ὀργανικοῦ, κλειστοῦ, ἀρκετοῦ στόν ἑαυτό του συνόλου.

Φοβοῦμαι ὅτι ἡ ἀφοριστική καί ἐλλειπτική μορφή πού, χωρίς νά τό θέλω καί ἀπό ἐξωτερική ἀνάγκη, πῆραν οἱ παραπάνω γραμμές, θά δώσει λαβή σέ παρεξηγήσεις, πολύ εὔκολες στίς ἡμέρες πού ζοῦμε τώρα καί ἐπικίνδυνες. Μέ παρηγορεῖ ἡ ἰδέα ὅτι τό νά παρεξηγηθοῦν τά δικά μου λόγια εἶναι στό κάτω-κάτω μικρό κακό. Κέρδος, ἀντίθετα, μεγάλο εἶναι ἄν τά λόγια χυτά δώσουν ἀφορμή νά ξαναθυμηθοῦμε στίς ἡμέρες πού τώρα ζοῦμε κάποιες μόνιμες ἀξίες, πού πρώτη ἡ ἑλληνική τέχνη τούς ἔδωσε τό αἷμα τῆς ζωῆς· πού μπορεῖ νά τίς ἐξέχασε συχνά ἡ ἀνθρωπότητα, στήν πραγματικότητα ὅμως δέν τίς ἔχασε ποτέ πιά: τήν ἀπόλυτη, χωρίς καμμιά ὑπεκφυγή, εἰλικρίνειά της – ἀποτέλεσμα τοῦ σεβασμοῦ πού αἰσθάνεται, ἡ ἀτομική συνείδηση πρός τό ἀντικείμενο, πρός τόν «ξυνόν λόγον».

Σημείωση
(1). Ἐπειδή, ὅταν μιλοῦμε γιά τήν ἑλληνική τέχνη, συχνά θά μελετοῦμε τά σεβαστά αὐτά ὀνόματα (προπάντων ἄς μή λησμονοῦμε ποτέ τό ἅγιο ὄνομα ἑνός μάρτυρα τῆς πνευματικῆς ἱστορίας, τόν Holderlin, πού ἀγάπησε θερμά καί τήν ἐπαναστατημένη Ἑλλάδα τοῦ 1770), ἡ σωστή ἱστορική προοπτική ἐπιβάλλει νά θυμόμαστε καί τά παράξενα λόγια το[υ Φρειδερίκου τοῦ Μεγάλου τ[ης Πρωσσίας: ἀπαντώντας στό Βολταῖρο, πού εἶχε συνηγορήσει γιά τήν ἀπελευθέρωση τῶν Ἑλλήνων κατά τά Ὀρλωφικά (1770) καί προσπαθήσει νά τόν συγκινήσει μέ τίς ἀναμνήσεις τῆς κλασσικῆς Ἑλλάδας, τοῦ γράφει ὅτι «τό ἐπικὸν αὐτοῦ ποίημα Henriade ἀντικατέστησε τήν Ἰλιάδα, αἱ τραγωδίαι του τάς τοῦ Σοφοκλέους, τά ἱστορικά συγγράμματά του τά τοῦ Θουκυδίδου, ἡ δέ φιλοσοφία του εἶναι πολύ ἀνωτέρα τ[ης τοῦ Πλάτωνος, τοῦ Ἀριστοτέλους καί τοῦ Ζήνωνος…»