Ἕντεκα τοῦ Αὐγούστου ἀπόκρημνες κι ἄνθρωπος κανεὶς
Μήτε καὶ σπίτι. Μόνο βοές, βοὲς καὶ μία
Θάλασσα πεινασμένη ποὺ ὁρμάει νὰ φάει μαράζι ἀπ\’ τὰ παλιὰ
ὀρυχεῖα σου
Κεῖνα τῶν κίτρινων καιρῶν μὲ τὸν μεγάλο μαῦρο σκύλο
Γὰβ ἡ ἀγάπη· γὰβ ἡ ἀπάρνηση· γὰβ ἡ Μαρία καὶ ἡ
Προσκύνησις τῶν Μάγων· γὰβ ὅλα σου τὰ ὑπάρχοντα
Γεννηθείς; Ἐν; Ἔτος; Θρήσκευμα; Κενό.
Ἐνῶ
Κάτω ἀπὸ τὰ σὰν παλαιὰ παλίμψηστα
Κάθετα τείχη ὅπου δύο τρεῖς ἀκόμη θυρεοὶ διακρίνονται
Περνᾶν οἱ Οὖγοι μὲ τὶς Ἀουγκουστίνες τους καὶ μὲ τὰ
κυνηγετικά τους
κουδουνάκια ἢ ἄλλα χωρικῶν παιχνίδια
Στὸν πλαγίαυλο. Καὶ στρατὸς πολὺς ὕστερα, μαῦρος
Σειρῆνες. Τὸ νοσοκομειακό. Καὶ δεξιὰ στὸ βάθος ἕνα
Μέγα πετρελαιοφόρο μὲ δάσος γερανοὺς
Ποὺ πλέει κατὰ τὰ δυτικὰ καὶ ἀπομακρύνεται
Κάπως ἔτσι κι ἐμεῖς. Κι ἄλλοι ἐπιστρέφουν. Ἀλλ\’
Οὒτ\’ ἑνὸς τὸ ἄηχο σῶμα μὲ τ\’ ἀγγίγματα ὅσα
Γνώρισε νὰ συνωθοῦνται μέσα του δὲν φανερώνεται
Μονομιᾶς νὰ πέσει
ὅπως πέφτει τὸ κακὸ
ἡ ἀλήθεια
Ὅμως φαίνεται ὅτι σὰν ἀποσπασμένες
Ἀπὸ κοῖλα παλαιῶν νεκρῶν ἀκόμη καὶ ὅταν
Φῶς φέρνουν, σκοτεινὲς εἶναι οἱ θεότητες
Καὶ ποτὲ κανενὸς (ὅπως τῶν ἐρωτευμένων κάποτε ποὺ ἐγγίζονται
τὰ ματοτσίνορα
Μία στιγμὴ τοὺς ἐφάνηκε εἴδανε τὴν ὕφανση τοῦ πεπρωμένου)
Δὲν ἐδόθηκε κάτι νὰ διακρίνει
Ὄμορφο κι ὅλο ἐρείπια ὅπως ὁ πρῶτος ἔρωτας
Ἄ τί νὰ πεῖς ποὺ κι ἕναν μόνον
Ἀναστεναγμὸ ν\’ ἀνοίξεις θὰ σὲ ρίξει χάμου ὁ ἄνεμος
Γὰβ ἡ ἀγάπη· γὰβ ὁ Ἰούδας μὲ τὸ φυγαδευμένο βλέμμα του
Γὰβ τοῦ κόσμου ὅλου οἱ ἀποστάσεις καὶ οἱ μακρύτατοι καιροὶ
Δὲν ἀκούγεται πιὰ τίποτε. Κεῖνο ποὺ \’θελε ὁ Θεὸς
Ἡ ψυχή μου, ἡ πρὸς στιγμὴν αἰώνια, τὸ \’νιωσε
Καὶ ξανὰ βρῆκε τὸ νόημα τῆς ὑλακῆς του ὁ σκύλος
Νὰ τες τώρα ποὺ σιγὰ σιγὰ
Ἐπιστρέφουν οἱ στεριές. Ὑπόσταση λαβαίνουν οἱ ἄνθρωποι
Στὴν παλιά του θέση ξαναρχινάει ν\’ ἀναβοσβήνει ὁ φάρος
Καὶ τὸ σπίτι τὸ κόκκινο ἀργοπορεμένο
Στ\’ ἀνοιχτά τοῦ κάβου στέκει ἀρόδο μ\’ ἀναμμένα φῶτα
Μασουλᾶνε χόρτο σκοτεινὸ τὰ περιβόλια
Καὶ θολὴ θωρεῖς μὲς στοὺς αἰθέρες νὰ
Κατεβαίνει μ\’ ἕνα δίσκο φρέζιες τρέμουσες
Ἡ γυναίκα ποὺ τὴ λὲν Γαλήνη.