Ἐννόημα
    Ἐννόημα
  • !

    Μὲ χέρια καὶ μὲ πόδια ἐνῶ σ’ ἐκείνη/Τὴν τρικυμιά, ποὺ μ’ ἄνοιξε τὸ μνῆμα,/Τινάζομαι μὲ βία, καὶ δὲ μ’ ἀφήνει/Νὰ βγάλω τὸ κεφάλι ἀπὸ τὸ κύμα,/Βρίσκομαι ἡ ἔρμη ἀνάποδα στὴν κλίνη,/Ποὺ ἄλλες φορὲς τὴ ζέσταινε τὸ κρίμα,/Καὶ πικρότατα κλαίω πὼς εἶναι δίχως/Τὸ στεφάνι ποὺ μὄταξες ὁ τοῖχος.

Τὸ ὄνειρο τῆς Μαρίας

 
\"\"

Τὸ ὄνειρο, τὸ ὁποῖο ἡ Μαρία διηγεῖται τοῦ Λάμπρου, προεικόνιζε, ὡς μᾶς διδάσκει μία σημείωση τοῦ Ποιητῆ, τὴν καταστροφὴ τοῦ ποιήματος· ἔμελλεν αὐτὴ καὶ ἡ θυγατέρα της νὰ τελειώσουν καταποντισμένες.

Μοῦ φαίνεται πὼς πάω καὶ ταξιδεύω

Στὴν ἐρμιὰ τοῦ πελάγου εἰς τ’ ὄνειρό μου·

Μὲ τὸ κύμα, μὲ τς ἀνέμους παλεύω

Μοναχή, καὶ δὲν εἶσαι εἰς τὸ πλευρό μου·

Δὲ βλέπω μὲ τὸ μάτι ὅσο γυρεύω

Πάρεξ τὸν οὐρανὸ στὸν κίνδυνό μου·

Τονὲ τηράω, βόηθα, τοῦ λέω, δὲν ἔχω

Πανί, τιμόνι, καὶ τὸ πέλαο τρέχω.

Κι’ ὅ,τι τέτοια τοῦ λέω, μέσα μὲ θάρρος

Νὰ σου τὰ τρία τ’ ἀρσενικὰ πετιοῦνται·

Τοῦ καραβιοῦ τὰ ξύλα ἀπὸ τὸ βάρος

Τρίζουν τόσο ποὺ φαίνεται καὶ σκιοῦνται·

Τότε προβαίνει ἀφεύγατος ὁ χάρος,

Καὶ στριμωμένα αὐτὰ κρυφομιλιοῦνται,

Κι’ ἀφοῦ ἔχουν τὰ κρυφὰ λόγια ’πωμένα,

Λάμνουν μὲ κάτι κουπιὰ τσακισμένα.

M’ ἕνα πικρὸ χαμόγελο στὸ στόμα

Ἔρχεται ἡ κόρη ἐκεῖ καὶ μὲ σιμώνει·

Τῆς τυλίζει ἕνα σάβανο τὸ σῶμα,

Ποὺ στὸν ἀέρα ὁλόασπρο φουσκώνει·

Ἀλλὰ πλιὰ χλωμιασμένο εἶναι τὸ χρῶμα

Τοῦ χεριοῦ ποὺ ὀμπροστά μου ἀντισηκώνει,

Καὶ τῆς τρέμει, ὅπως τρέμει τὸ καλάμι,

Δείχνοντας τὸ σταυρὸ στὴν ἀπαλάμη.

Καὶ βλέπω ἀπ’ τὸ σταυρὸ καὶ βγαίνει αἷμα

Μαῦρο μαῦρο, καὶ τρέχει ὡσὰν τὴ βρύση·

Μοῦ δείχνει ἡ κόρη ἀνήσυχο τὸ βλέμμα,

Τάχα πὼς δὲν μπορεῖ νὰ μὲ βοηθήση.

Ὅσο ἐκειὰ τὰ κουπιὰ σχίζουν τὸ ρέμα,

Τόσο τὸ κάνουν γύρω μου ν’ αὐξήση·

Συχνοφέγγει ἀστραπή, σχίζει τὸ σκότος,

Καὶ τῆς βροντῆς πολυβουΐζει ὁ κρότος.

Καὶ τὰ κύματα πότε μᾶς πηδίζουν,

Ποὺ στὰ νέφη σοῦ φαίνεται πὼς νἄσαι,

Καὶ πότε τόσο ἀνέλπιστα βυθίζουν,

Ποὺ μὴν ἀνοίξη ἡ κόλαση φοβᾶσαι·

Οἱ κουπηλάτες κατὰ μὲ γυρίζουν,

Βλασφημοῦν, καὶ μοῦ λένε: Ἀνάθεμά σε.

Ἡ θάλασσα ἀποπάνου μας πηδάει,

Καὶ τὸ καράβι σύψυχο βουλιάει.

Μὲ χέρια καὶ μὲ πόδια ἐνῶ σ’ ἐκείνη

Τὴν τρικυμιά, ποὺ μ’ ἄνοιξε τὸ μνῆμα,

Τινάζομαι μὲ βία, καὶ δὲ μ’ ἀφήνει

Νὰ βγάλω τὸ κεφάλι ἀπὸ τὸ κύμα,

Βρίσκομαι ἡ ἔρμη ἀνάποδα στὴν κλίνη,

Ποὺ ἄλλες φορὲς τὴ ζέσταινε τὸ κρίμα,

Καὶ πικρότατα κλαίω πὼς εἶναι δίχως

Τὸ στεφάνι ποὺ μὄταξες ὁ τοῖχος.