Παράξενο πρᾶγμα φαίνεται στὴ σημερινὴ γενεὰ τὸ νὰ καταγίνεται κανένας μὲ τὴ θρησκεία καὶ μὲ τοὺς ἁγίους. Αὐτὰ τὰ θεωροῦνε προλήψεις οἱ σημερινοὶ ἄνθρωποι, ζαλισμένοι ἀπὸ τὴν ἐπιστήμη.
Ὡστόσο, στὴν Εὐρώπη, ποὺ στάθηκε ἡ μάνα τῆς ἐπιστήμης καὶ τὸ σχολειὸ τῆς ἀθεΐας, ὑπάρχουνε πολλοὶ ἄνθρωποι ἀπὸ τὴν τάξη τῶν σπουδασμένων, ποὺ γυρεύουνε νὰ βροῦνε κάτι ἀλλοιώτικο ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη γνώση, καὶ ψάχνοντας, φτάνουνε στὴ θρησκεία. Ἡ ταραχή, ἡ ἀβεβαιότητα κ\’ ἡ ἀγωνία βασανίζουνε τοὺς σημερινοὺς ἀνθρώπους καὶ δὲν τοὺς ἀφήνουνε νὰ ἡσυχάσουνε, γιατί, κατὰ τὸν Σολομώντα \”ὁ προστιθεὶς γνῶσιν προστίθησιν ἄλγημα\”, δηλ. \”ὅποιος πληθαίνει τὴ γνώση του πληθαίνει τὸν πόνο του\”.
Πολλοί, λοιπόν, ἀπ\’ αὐτοὺς τοὺς θαλασσοδαρμένους ποὺ τοὺς βασανίζει ἡ πνευματικὴ ἀνεμοζάλη καὶ δὲν ἀφήνει τὸ πνεῦμα τους καὶ τὴν καρδιά τους νὰ γαληνέψουνε, ὕστερα ἀπὸ πολλὰ περιπλανέματα, σὰν ἐκεῖνον τὸν Ὀδυσσέα, βρίσκουνε τὸ λιμάνι τῆς θρησκείας καὶ μπαίνουνε μέσα γιὰ νὰ συνεφέρουνε καὶ νὰ ἀναπαυτοῦνε. Αὐτὸ ποὺ ἔχει μεγάλη σημασία γιὰ μᾶς τοὺς Ἕλληνες, εἶναι τοῦτο: Πὼς οἱ τέτοιοι πνευματικὰ καραβοτσακισμένοι καταφεύγουνε οἱ περισσότεροι στὴν Ὀρθοδοξία, καὶ νοιώθουνε μεγάλη χαρὰ κι\’ ἀνακούφιση σὰν τὴν ἀνακαλύψουνε. Γιατί ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἡ ἀληθινὴ θρησκεία τοῦ Χριστοῦ, ἡ ἀπαραμόρφωτη, καὶ γιὰ τοῦτο ἔχει μέσα της τὴν εἰρήνη, κι\’ ὅλα της εἶναι γαληνεμένα κ\’ εἰρηνικά, κι\’ αὐτὴ τὴν εἰρήνη τὴ μεταδίνει καὶ σὲ ὅσους πᾶνε κάτω ἀπὸ τὶς φτεροῦγες της. Ἡ Ὀρθοδοξία ἔχει τὸ ἅγιον Πνεῦμα, ποὺ λέγεται Παράκλητος, δηλαδὴ Παρηγορητής.
Ἀλλὰ τί εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία; Ἐμεῖς οἱ ἴδιοι, ποὺ λεγόμαστε Ὀρθόδοξοι, δὲν τὴ γνωρίζουμε, κι\’ οὔτε εἴμαστε σὲ θέση νὰ νοιώσουμε τὰ οὐρανόσταλτα δῶρα της. Γι\’ αὐτὸ δὲν γνωρίζουμε καὶ τοὺς ἁγίους ποὺ τὴν καταστολίσανε.
Ἕνας ἀπ\’ αὐτοὺς τοὺς ἄγνωστους ἁγίους εἶναι κι\’ ὁ ἅγιος Νικάνωρ, ποὺ θέλω νὰ γράψω σήμερα γιὰ τὸ βίο του καὶ γιὰ τὸ μοναστῆρι του, καὶ ποὺ ἡ μνήμη του γιορτάζεται στὶς 7 Αὐγούστου.
O ὅσιος Νικάνωρ γεννήθηκε στὴ Θεσσαλονίκη στὰ 1491, δηλαδὴ 38 χρόνια ὓστερ\’ ἀπὸ τὸ πάρσιμο τῆς Πόλης ἀπὸ τοὺς Τούρκους.
Κατὰ τὸ συναξάρι του, ἡ μητέρα του Μαρία ἤτανε στείρα καὶ τὸν γέννησε σὲ περασμένη ἡλικία, ὓστερ\’ ἀπὸ ἕνα ὄνειρο ποὺ εἶδε.
Ἀπὸ μικρὸς ἀγαποῦσε τὴ θρησκεία, ὅπως οἱ περισσότεροι ἅγιοι. Σὰν πεθάνανε οἱ γονιοί του, μοίρασε στοὺς φτωχοὺς ὅσα κληρονόμησε, κ\’ ἔγινε μοναχὸς μὲ τ’ ὄνομα Νικάνωρ, ἀπὸ Νικόλας ποὺ λεγότανε πρωτύτερα.
K\’ ἐπειδὴ ζοῦσε μὲ πολλὴ ἀρετὴ καὶ θεοσέβεια, ὁ τότε μητροπολίτης τῆς Θεσσαλονίκης Εὐστάθιος τὸν χειροτόνησε διάκο κ\’ ὕστερα ἱερέα, καὶ τὸν διώρισε τυπικάρη στὴ μητρόπολη, ἔχοντας κατὰ νοῦ νὰ τὸν κάνῃ διάδοχό του στὸ θρόνο τῆς Θεσσαλονίκης.
Ἀλλὰ ὁ Νικάνωρ δὲν ἀγαποῦσε τ\’ ἀξιώματα, ἂς ἤτανε κ\’ ἐκκλησιαστικά, κι\’ ὁ πόθος του ἤτανε νὰ ἀποτραβηχτῆ σ\’ ἕναν τόπον ἥσυχον γιὰ νὰ ζήση ἀφοσιωμένος στὸ Θεό.
Μία νύχτα, ἐκεῖ ποὺ ἔκανε τὴν προσευχή του, ἄκουσε μία φωνὴ ἀπὸ τὸν οὐρανὸ ποὺ τούλεγε νὰ πάγη στὸ βουνὸ τοῦ Καλλιστράτου κ\’ ἐκεῖ νὰ καλογερέψη.
Σημείωσε πὼς σ\’ ἐκεῖνο τὸ βουνὸ ἤτανε τὸν παλιὸν καιρὸ ἕνα ἀσκηταριὸ ποὺ τόχανε χαλάσει οἱ Βούλγαροι πρὸ πολλὰ χρόνια.
Ἔφυγε, λοιπόν, ὁ ἅγιος ἀπὸ τὴ Θεσσαλονίκη μ\’ ἕνα παλιοράσο ἀπὸ γιδότριχα, καὶ τράβηξε νὰ πάγη σὲ κεῖνο τὸ βουνό. Στὸ δρόμο, δίδασκε τοὺς ἀπελπισμένους χριστιανούς, ποὺ τότε πρωτοδοκιμάζανε τὴν τούρκικη σκλαβιά. Πέρασε ἀπὸ τὴ Βέρροια, ἀπὸ τὴν Κοζάνη, ἀπὸ τὰ Σέρβια, κι\’ ἀπ\’ ἄλλα χωριά, στηρίζοντας τοὺς χριστιανοὺς στὴν πίστη τους, ὥς ποὺ ἔφτασε στὸ κακοτράχαλο βουνὸ τοῦ Καλλιστράτου, ποὺ τὸ λένε σήμερα Ζάμπορδα. Τὸ λέγανε τοῦ Καλλιστράτου ἀπὸ ἕναν ἀσκητὴ Καλλίστρατο ποὺ εἶχε ἀσκητέψει μέσα σὲ μία σπηλιά.
Κατὰ πρῶτο ἀνακαίνισε αὐτὸ τὸ χαλασμένο μοναστῆρι τοῦ ἁγίου Γεωργίου ποὺ βρισκότανε στὴν ἀκροποταμιὰ τοῦ Ἁλιάκμονα. Σ\’ αὐτὸ τὸ ἀσκητήριο κάθισε ὁλομόναχος ἐπὶ 16 χρόνια. Κατόπι, τὸν βοηθήσανε δύο εὐσεβέστατοι ἐμπόροι δίνοντάς του πολλὰ χρήματα, καὶ μ\’ αὐτὰ ἔχτισε στὴν κορυφὴ τοῦ βουνοῦ τὸ μοναστῆρι, ποὺ τὸ ἀφιέρωσε στὴ Μεταμόρφωση τοῦ Σωτῆρος, ἐπειδὴ εἶχε βρῆ μία παλιὰ εἰκόνα τῆς Μεταμορφώσεως θαμμένη μέσα στὴ γῆ ἀπὸ τὸν καιρὸ τῶν εἰκονομάχων.
Πλῆθος ἄνθρωποι προστρέξανε νὰ καταφύγουνε σὲ κείνη τὴν πνευματικὴ μάνδρα. Τὸ μικρὸ ποίμνιο γρήγορα πλήθυνε, καὶ μὲ τὴν αὐστηρὴ κυβέρνηση τοῦ ἁγίου καταστάθηκε μία μικρὴ ἀγγελικὴ πολιτεία. Κατὰ τὸν ποιμένα, ἔγινε καὶ τὸ ποίμνιο. Οἱ πατέρες δουλεύανε γιὰ τὴ συντήρησή τους, ἄλλος σκάβοντας, ἄλλος φυλάγοντας τὰ γίδια, ἄλλος ἀλέθοντας στὸ χερόμυλο, ἄλλος φιλοτεχνώντας τὸ ἐργόχειρό του. Ἡ θροφὴ τους ἤτανε χόρτα, ψωμὶ καὶ λίγο κρασὶ γιὰ νὰ στηρίζουνται. O ἅγιος Νικάνωρ, μ\’ ὅλο ποὺ ἐγέρασε παράκαιρα, ἔδινε τὸ παράδειγμα μὲ τὴ νηστεία καὶ μὲ τὴ σκληραγωγία τοῦ κορμιοῦ του. Τὸ ἀληθινὸ ἔργο τους ἤτανε οἱ ἀδιάκοπες προσευχὲς κ\’ οἱ ἀγρύπνιες. Παρακαλούσανε τὸ Θεὸ γιὰ τὴ σωτηρία ὅλων τῶν χριστιανῶν καὶ γιὰ τὴν ἀνακούφιση τῶν Γραικῶν ποὺ τοὺς εἶχε ἀποκάτω ἀπὸ τὸ μαχαῖρι του τὸ νεοφερμένο γένος τῶν Τούρκων.
Ἀπ\’ ὅλη τὴ Μακεδονία προστρέχανε γιὰ νὰ βλογηθοῦνε ἀπὸ τὸν Ἅγιο. Τὸ μοναστῆρι του ἤτανε γιὰ τὸν ἀπελπισμένον κόσμο σὰν πύργος ἀκατάλυτος τῆς πίστης καὶ τῆς ἐλπίδας, σὲ κεῖνα τὰ μαῦρα χρόνια.
Ἀφοῦ, λοιπόν, ἔζησε θεάρεστα ὁ Ἅγιος ὅσο ἤτανε διωρισμένο ἀπὸ τὸ Θεό, κι\’ ἀφοῦ ἄφησε στοὺς μαθητάδες του τὶς σύντομες κι\’ ἁπλὲς παραγγελιές του, καὶ βλόγησε τοὺς μοναχοὺς καὶ τοὺς λαϊκοὺς ποὺ δράμανε ἀπὸ τὰ γύρω μέρη, κοιμήθηκε, ὁ δίκαιος, ὁ ταπεινὸς μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ, ὁ κουρασμένος ἐργάτης τοῦ ἀμπελῶνος του, ποὺ στερήθηκε τὸν ψεύτικον κόσμο γιὰ Κεῖνον ποὺ σταυρώθηκε γιὰ νὰ χαρίση τὸν ἀληθινὸν σ\’ ὅσους τὸν πιστεύουνε. Παράδωσε τὸ πνεῦμα του στὸν Κύριο στὶς 7 Αὐγούστου 1549, σὲ ἡλικία 58 χρονῶν.
Τὸ ἁγιασμένο λείψανό του θάφτηκε στὸ παρεκκλῆσι τοῦ τιμίου Προδρόμου, κι\’ ὁ τάφος του σῴζεται ὥς τὰ σήμερα. Πλῆθος θαύματα γινήκανε κατὰ καιροὺς ἀπὸ τὸ σκήνωμα, καὶ γίνονται ὥς τὰ σήμερα.
Αὐτὸ τὸ μοναστῆρι ἀνέβηκε σὲ μεγάλη ἀκμή, κυβερνημένο ἀπὸ ἄξιους πατέρες, καὶ βοήθησε πολὺ τὰ γύρω χωριὰ στὶς δύσκολες περιστάσεις του τότε καιροῦ. Κοντὰ στ\’ ἄλλα, σπούδασε παιδιά, ὑποστήριξε σχολειά, κ\’ ἔτσι συνείργησε κατὰ πολὺ στὸ νὰ μὴ χαθῆ ἡ γλῶσσα μας. T\’ ἁγιασμένο θεμέλιο, ποὺ ἔβαλε ἀπάνω σὲ κείνη τὴν ἀετοράχη ὁ ἅγιος Νικάνορας, στάθηκε κατὰ κεῖνα τὰ βασανισμένα χρόνια ἡ κιβωτὸς τῆς θρησκείας καὶ τοῦ ἐθνισμοῦ γιὰ τὸν Ἑλληνισμὸ τῆς Δυτικῆς Μακεδονίας.
Μὰ τώρα, μὲ τὸν ἀνεμοστρόβιλο ποὺ πῆρε τὰ μυαλά μας, ὅλα τὰ ξεχάσαμε, ὅλα τὰ τίμια καὶ τὰ ἑλληνικά, σὰν νὰ στόμωσε τὸ μνημονικό μας. Σήμερα βλέπουμε νὰ καλοπεράση τὸ κορμί μας, καὶ χέρσωσε ἡ ψυχή μας, κ\’ ἡ γλυκόλαλη βρυσοῦλα τῆς θύμησης, ποὺ δρόσιζε ἄλλη φορὰ τὴν καρδιά μας, στέρεψε, καὶ καταντήσαμε ἕνας ξέρακας, στολισμένος μὲ ψεύτικες πρασινάδες καὶ μὲ ψεύτικα λουλούδια. Ἀντὶ ν\’ ἀγαπήσουμε σήμερα περισσότερο αὐτὰ τὰ πράγματα, ἐμεῖς τὰ σιχαθήκαμε, σὰν τὸ γυιό, ποὺ ἅμα τὸν πλανέψη καμμιὰ πονηρὴ γυναῖκα, ξεχνᾶ τὴ μάνα του, καὶ μάλιστα τὴ σιχαίνεται τὴν κακομοίρα, καὶ τὴ βλαστημᾶ, καὶ δὲν θέλει νὰ τὴν ξέρη.
Ἔτσι γινήκαμε κ\’ ἐμεῖς οἱ σημερινοὶ Ἕλληνες. Πήρανε τὰ μυαλά μας οἱ ξενόφερτες νεράιδες, κι\’ ἀρνηθήκαμε τὸ γάλα τῆς μάνας μας. Γινήκαμε ἀναίσθητοι κι\’ ἀχάριστοι. Καταφρονοῦμε τὴ φτωχὴ μὰ πονετικιὰ πατρίδα μας, γινήκαμε ἀδιάφοροι γιὰ τὴ θρησκεία μας, καὶ περιπαίζουμε ἐκείνους ποὺ τιμοῦνε ἀκόμα τ\’ ἁγιασμένα θεμέλια της φυλῆς μας καὶ κάνουνε τρισάγιο ἀπάνω στὰ χορταριασμένα μνήματα τῶν πατεράδων μας, καὶ τοὺς λογαριάζουμε γιὰ κοιμισμένες ψυχές, γιὰ θρησκόληπτους παληοημερολογίτες, γιὰ παλιοκάραβα πεταμένα ἀπάνω στὴν ξέρα, σὲ καιρὸ ποὺ ἀποπάνω τους πετᾶνε τ\’ ἀεροπλάνα καὶ σφεντονίζουνται οἱ ρουκέττες γιὰ τὸ φεγγάρι.
Ὤ! Καλότυχες οἱ γλῶσσες ποὺ μποροῦνε νὰ ποῦνε στὰ σημερινὰ χρόνια μαζὶ μὲ τὸν Δαυΐδ: \”Ἀγαθὸν μοι, Κύριε, ὅτι ἐταπείνωσάς με, ὅπως ἂν ἴδω τὰ θαυμάσιά σου. Ἀποστρεψον τοὺς ὀφθαλμούς μου, τοῦ μὴ ἰδεῖν ματαιότητας, ἐν τῷ μνησθῆναι με τῶν ἀγαπητῶν μου. Κύριος γινώσκει τοὺς διαλογισμοὺς τῶν ἀνθρώπων ὅτι εἰσὶ μάταιοι. Μακάριος ἄνθρωπος, ὅν ἂν παιδεύςῃς, Κύριε, τοῦ πραΰναι αὐτὸν ἀφ\’ ἡμερῶν πονηρῶν. Ἠγρύπνησα καὶ ἐγενόμην ὡς στρουθίον μονάζον ἐπὶ δώματος\”.
Τὸ μοναστῆρι τῆς Ζάμπορδας, ποὺ ἵδρυσε ὁ ἅγιος Νικάνορας, εἶναι χτισμένο ἀπάνω σ\’ ἕνα μικρὸ κι\’ ἀπόγκρεμνο βουνὸ ποὺ τὸ λέγανε Ὄρος τοῦ Καλλιστράτου, ἕνα βουνόπουλο μυτερό, κολλημένο ἀπάνω στὸ μεγάλο βουνὸ ποὺ τὸ λένε Βέρμιο. Τόνομά του τὸ πῆρε ἀπὸ ἕνα χωριὸ Ζάμπορδα ποὺ βρισκότανε ἄλλη φορὰ ἐκεῖ κοντά, μὰ ποὺ τώρα δὲν ὑπάρχει.
Ἀπὸ τὰ Γρεβενὰ κι\’ ἀπὸ τὴ Σιάτιστα εἶναι μακριὰ ὥς δέκα ὧρες μὲ τὸ μουλάρι, κι\’ ὥς δώδεκα ἀπὸ τὴν Κοζάνη. Βρίσκεται ἀποκάτω ἀπὸ τὸ βουνὸ Βουνάσα, ἀπάνω στὸ στρίψιμο ποὺ κάνει ὁ ποταμὸς Ἁλιάκμονας, τραβώντας κατὰ τὰ Σέρβια, σὲ μία ὥρα ἀπόσταση ἀπὸ τὸ χωριὸ Ἐλάτη. Τὸ Καλλίστρατο εἶναι χωρισμένο ἀπὸ τὴ Βουνάσα μὲ μία στενὴ κι\’ ἄγρια κλεισούρα, καὶ κεῖ μέσα τρέχει ὁ ποταμός.
Τὸ βουνὸ εἶναι δασωμένο. Τὸ μοναστῆρι εἶναι χτισμένο ἀπάνω στὴν κορφή του, κι\’ ἀσπρίζει ἀπὸ μακριὰ σὰν κάστρο. H τοποθεσία του ἔχει πολλὴ μεγαλοπρέπεια κι\’ ἁγιοσύνη.
Σὰν ἀνεβῆ κανένας ἀπάνω, βλέπει πὼς τὸ βουνὸ εἶναι χερσόνησο, κομμένο ἀπὸ τὰ γύρωθε βουνά, γιατί ἀπὸ τὶς τρεῖς μεριὲς τὸ περιζώνει ὁ ποταμός, παρεχτὸς ἀπὸ τὸ βορειοανατολικὸ μέρος ποὺ ἀπομένει μοναχὰ ἕνα στενὸ μπάσιμο. Ἀπὸ κεῖ πιάνει ἕνα καλντερίμι π\’ ἀνεβαίνει ὥς τὴν ἐξώπορτα τοῦ μοναστηριοῦ. Τὸ μοναστῆρι εἶναι καστρογυρισμένο, μὲ μπεντένια καὶ μὲ ζεματίστρες, γιατί σὲ κεῖνον τὸν καιρὸ οἱ λῃστὲς ἤτανε πολλοί, καὶ τὸ μέρος ἔρημο κι\’ ἄγριο, ἀφοῦ καὶ τώρα εἶναι τέτοιο. Κι\’ ἀληθινά, τὰ γύρω χωριὰ χαλαστήκανε ὅλα ἀπὸ τοὺς Τουρκαρβανίτες καὶ φαίνουνται ἀκόμα τὰ θεμέλια κ\’ οἱ σωριασμένες πέτρες, καὶ μοναχὰ τὸ μοναστῆρι σῴζεται, παραπάνω ἀπὸ πεντακόσια χρόνια.
Κάτω, κοντὰ στὸ λαιμό, βρίσκεται σὰν ἕνα μοναστηράκι, μὲ κελλιὰ καὶ μὲ τὴν ἐκκλησιὰ τοῦ Ἁγίου Δημητρίου, καὶ τὸ λένε \”Γυναικεῖο\”, ὄχι γιατί ἔχει μέσα καλογρηές, ἀλλὰ γιατί ἐκεῖ κάθουνται οἱ γυναῖκες ποὺ πᾶνε γιὰ προσκύνημα καὶ κεῖ ἐκκλησιάζονται, ἐπειδὴ εἶναι ἀπαγορευμένο νὰ ἀνεβαίνουνε γυναῖκες στὸ μοναστῆρι, κατὰ τὴ διαθήκη τοῦ ἁγίου.
Σὰν ἔμπη κανένας στὴν αὐλὴ τοῦ μοναστηριοῦ ἀπὸ τὴ χαμηλὴ πόρτα, πούναι καπλαντισμένη μὲ λαμαρίνες, βρίσκεται σ\’ ἕναν αὐλόγυρο πούναι στρωμένος μὲ ποταμολίθαρα. Στὴ μέση εἶναι χτισμένη ἡ ἐκκλησιά, καὶ γύρω της τὰ κελλιά.
Ἡ ἐκκλησιὰ εἶναι μὲ τροῦλλο, κ\’ εἶναι ἀπέξω πλουμισμένη μὲ κεραμίδια. Μπαίνοντας στὸ νάρθηκα, βλέπουμε πὼς εἶναι ζωγραφισμένος μὲ τὰ θαύματα τοῦ Ἁγίου ἀπὸ ἕνα ζωγράφο ἀπὸ τὴ Σέλιτσα, στὰ 1835, στὸ ὕφος ποὺ εἴχανε οἱ Σαμαρινιῶτες κ\’ οἱ Καλλαρυτινοὶ ἁγιογράφοι. Στὸ προσκυνητάρι βρίσκεται ἡ εἰκόνα τοῦ ἁγίου Νικάνορα.
Ἀπὸ τὸ νάρθηκα μπαίνει κανένας στὸ καθολικό, πούναι σκοτεινὸ καὶ καπνισμένο, καὶ μοσκοβολᾶ ἀπὸ τὸ κερί, ἀπὸ τὸ λάδι κι\’ ἀπὸ τὸ λιβάνι. Τὸ τέμπλο εἶναι ἀπὸ σκαλισμένο ξύλο χρυσωμένο, μὲ δύο-τρία καντήλια ἀναμμένα.
Οἱ τοιχογραφίες εἶναι μαῦρες ἀπὸ τὴν πολυκαιρία κι\’ ἀπὸ τὸν καπνό. T\’ ἀναλόγια καὶ τὰ προσκυνητάρια εἶναι πλουμισμένα μὲ φίλντισι. Μέσα στὸ ἅγιο Βῆμα εἶναι φυλαγμένη ἡ εἰκόνα τῆς Μεταμορφώσεως, ποὺ εἶχε βρῆ ὁ Ἅγιος, καθὼς καὶ τὰ λείψανά του μέσα σὲ ἀσημένιες λειψανοθῆκες.
Δίπλα στὸ νάρθηκα βρίσκεται τὸ παρεκκλῆσι τοῦ τιμίου Προδρόμου, καὶ κεῖ εἶναι ὁ τάφος τοῦ Ἁγίου.
Ἡ Τράπεζα τοῦ μοναστηριοῦ σώζεται ἀκόμα, κ\’ εἶναι ἁγιογραφημένη μὲ καλὴ ἁγιογραφία. Δίπλα της εἶναι τὸ μαγειρεῖο μὲ τὸ μεγάλο τζάκι, ποὺ ἀναβανε φωτιὰ οἱ πατέρες γιὰ νὰ ζεσταθοῦνε τὸ χειμῶνα, ποὺ κάνει πολὺ κρύο σ\’ αὐτὰ τὰ βουνά. Αὐτὰ στέκουνται ὅπως ἤτανε στὸν καιρὸ ποὺ χτίσθηκε ἡ μονὴ ἀπὸ τὸν Ἅγιο.
Σήμερα αὐτὸ τὸ σεβάσμιο μοναστῆρι βρίσκεται σὲ κακὴ κατάσταση, λησμονημένο καὶ μισορεπιασμένο. Ἔχει ὅλους-ὅλους τρεῖς καλόγερους μαζὶ μὲ δύο-τρεῖς παραγυιούς.
Ἔχει καὶ πέντε ἐξωκλήσια. Τὸ πιὸ ἀξιοπρόσεχτο εἶναι τὸ κοιμητῆρι, στ’ ὄνομα τῶν Ταξιαρχῶν, κατάγραφο ἀπὸ ἁγιογραφίες \”διὰ χειρὸς Γεωργίου Ζωγράφου καὶ υἱοῦ αὐτοῦ Ἐμμανουὴλ ἐκ Σελίτζης. 1835, Ἰουνίου 14\”.
Στὴ μεριὰ τοῦ βουνοῦ ποὺ κοιτάζει κατὰ τὸ βασίλεμα τοῦ ἥλιου, ἀπάνω ἀπὸ τὸ ποτάμι, βρίσκεται μία σπηλιά, σὲ μία θέση πολὺ ἀπόγκρεμνη, κρεμάμενη ἀπάνω ἀπὸ τὴν ἄβυσσο. Αὐτὸ εἶναι τὸ ἀσκητήριο ποὺ ἀσκήτεψε ἐπὶ δεκαέξι χρόνια ὁ ἅγιος Νικάνορας.
Ἐκεῖ ἀπάνω εἶναι χτισμένο ἕνα μικρὸ μοναστηράκι, μὲ τὴν ἐκκλησιὰ τοῦ ἁγίου Γεωργίου καὶ μὲ δύο κελλιά, τόνα πάνω ἀπὸ τ\’ ἄλλο, σὰν περιστεριῶνας.
Ἀπορεῖ ἄνθρωπος καὶ τρομάζει πῶς ἀνέβαινε ἐκεῖ ἀπάνω ὁ ἄφοβος ἀσκητής! Καὶ πῶς δουλέψανε κρεμάμενοι στὸν ἀγέρα οἱ μαστόροι ποὺ χτίσανε τὴν ἐκκλησιὰ καὶ τὰ κελλιά!
Στ\’ ἀσκηταριὸ κουβαλούσανε οἱ πατέρες τὰ κειμήλια τῆς μονῆς γιὰ νὰ τὰ φυλάξουνε, ὅποτε κιντυνεύανε, ἀκροπατώντας ξυπόλητοι στὰ σπασίματα τοῦ βράχου κ\’ ἔχοντας τοὺς τορβάδες κρεμασμένους στὸ λαιμό τους.
Τὸ μοναστῆρι τοῦ ἁγίου Νικάνορα ἤτανε ξακουσμένο σὲ κεῖνα τὰ χρόνια. H τάξη του ἤτανε πολὺ αὐστηρή. Σώζεται ἀκόμα ἕνα μπουντροῦμι ποὺ κατεβάζανε τοὺς τιμωρημένους καλόγερους.
Μὲ σκληραγωγία κ\’ ὑπακοὴ ζούσανε ὄχι μοναχὰ οἱ πατέρες, ἀλλὰ κ\’ οἱ νέοι παπάδες ποὺ χειροτονοῦσε ὁ μητροπολίτης Γρεβενῶν, γιατί στὸ μοναστῆρι μαθαίνανε τὴν τάξη τῆς ἐκκλησίας. Ἐκεῖ μαθαίνανε καὶ τὴν ψαλτική, καὶ βγαίνανε ψάλτες ποὺ ἤτανε σοφοὶ στὴν τέχνη τους.
Παρεκτὸς ἀπ\’ αὐτά, τὸ μοναστῆρι βοηθοῦσε ὅλη κείνη τὴν περιφέρεια σὲ κάθε ἀνάγκη ποὺ εἴχανε οἱ σκλαβωμένοι, ὅπως ἔγραψα παραμπροστά. Καὶ κατὰ πόσο ἤτανε φημισμένο, φαίνεται ἀπὸ ἕναν κώδικά του πούχει γραμμένους δωρητὲς Μακεδόνες, Ἠπειρῶτες, Ἀρβανῖτες, Θεσσαλούς, Ρουμελιῶτες, Σαλονικιούς, Θρακιῶτες, Κωνσταντινουπολίτες, Μικρασιάτες, Φιλιππουπολίτες, Ἐφτανησιῶτες, Ἕλληνες τῆς Ρουμανίας καὶ τῆς Σερβίας.
Τὸ μοναστῆρι τῆς Ζάμπορδας στάθηκε ἀκατάλυτος πύργος, τεῖχος καὶ ἑδραίωμα τῆς Ὀρθοδοξίας καταπάνω στοὺς μωχαμετάνους. Ἂν δὲν ὑπῆρχε αὐτὸ τὸ θεοσκέπαστο φρούριο, θὰ τούρκευε ὅλη ἡ Μακεδονία.
Κατὰ τὸ μακεδονικὸν ἀγῶνα ἡ Ζάμπορδα ξακούστηκε πάλι σὰν κιβωτὸς τῆς ἐλευθερίας καταπάνω στοὺς τυράννους. Ἐκεῖ βρίσκανε καταφύγιο οἱ Ἕλληνες ὁπλαρχηγοί, προπάντων ὁ καπετὰν Βρόντας ἢ Βασίλης Παπᾶς.
Ἄλλη φορὰ αὐτὸ τὸ μοναστῆρι εἶχε πολλὰ κειμήλια, ἀρχαῖα εἰκονίσματα, σταυρούς, ἑξαφτέρουγα, δισκοπότηρα, ἄμφια, ἕνα χρυσοκέντητον ἐπιτάφιο καὶ πολλὰ βιβλία. Λένε πὼς εἶχε διακόσους κώδικες σὲ περγαμηνή, κι\’ ἕνα χειρόγραφο τοῦ ἱστορικοῦ Φραντζῆ, καθὼς κι\’ ἕνα εἰλητάριο τυλιγμένο σὲ ἀδράχτι, γραμμένο ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν ἅγιο Νικάνορα, ποὺ ἤτανε μακρὺ δέκα μέτρα, μὲ τὶς λειτουργίες τοῦ Βασιλείου, τοῦ Χρυσοστόμου καὶ τῶν Προηγιασμένων.
Τὰ περισσότερα φαίνεται πὼς χαθήκανε, κι\’ ἀπομείνανε μοναχὰ εἰκόνες ποὺ δὲν εἶναι πολὺ παληὲς κι\’ ὥς χίλια βιβλία τυπωμένα, μαζὶ μὲ λίγα χειρόγραφα σὲ χαρτί.
Μιάμιση ὥρα ἀπὸ τὴ Ζάμπορδα, βρίσκεται τὸ μοναστηράκι τῆς Παλιοπαναγιᾶς τοῦ Τουρνικίου. Εἶναι χτισμένο στὴν ἀκροποταμιά, κι\’ ἀποπάνω του στέκεται ἡ περήφανη Βουνάσα. Τὸ μέρος εἶναι δασωμένο κ\’ ἔμορφο.
Ἡ ἐκκλησιὰ εἶναι πολὺ παλιά, ἀπὸ τὰ βυζαντινὰ χρόνια, κ\’ ἔχει δύο πατώματα. Ἡ κάτω ἐκκλησιὰ βρίσκεται μέσα στὴ γῆ, κ\’ εἶναι ζωγραφισμένη \”διὰ χειρὸς τοῦ ταπεινοῦ ἁγιογράφου Πάνου ἐξ Ἰωαννίνων. 1730\”. Ἡ ἀπάνω ἐκκλησιὰ ἔχει παλαιότερες ἁγιογραφίες.
Κλαίγει ἡ ψυχή σου βλέποντας αὐτὰ τὰ σεβάσμια κι\’ ἁγιασμένα χτίρια ρημαγμένα, παρατημένα στὴν ἀλησμονιά, ἀσυμπόνετα, δίχως ἀγάπη.
\”Τὶς δώσει ὀφθαλμοῖς μου πηγὴν δακρύων, καὶ κλαύσομαι τὸν λαὸν τοῦτον;\”