1) Τὸ πρῶτο εἶδος κενοδοξίας ἀναφέρεται στὴν ἐπινόηση τρόπων ἢ τὴν πρόθεση ἀνόδου τοῦ ἀτόμου [μὲ σκοπὸ τὴν ἀποκόμιση] σαρκικῶν καὶ προφανῶν ὠφελιμάτων. Ἀποτελεῖ τὴν πιὸ κοινὴ μορφὴ κενοδοξίας, ποὺ προσβάλλει τὸν πεπτωκότα ἄνθρωπο ἀμεσότερα, εὐκολότερα καὶ συνηθέστερα. Συνίσταται στὴν ἐπίδειξη ἀλαζονίας καὶ τὴν καύχηση γιὰ ἀγαθὰ ποὺ κατέχει ἢ πιστεύει ὅτι κατέχει· ἐκφράζεται καὶ μὲ τὴν ἐπιθυμία νὰ βλέπεται, ν’ ἀγαπᾶται, νὰ θαυμάζεται (Γρηγόριος ὁ Μέγας), νὰ ἐκτιμᾶται, νὰ τιμᾶται, νὰ ἐπαινεῖται καὶ νὰ ἐγκωμιάζεται, ἀκόμη καὶ νὰ κολακεύεται ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους (Βασίλειος Καισαρείας, Ἀποφθέγματα Πατέρων, Ἰωάννης Γάζης).
Κοινὸ χαρακτηριστικὸ τῶν ἀγαθῶν μέσω τῶν ὁποίων ὁ ματαιόδοξος φέρεται ἀλαζονικὰ στὸ ἐπίπεδο αὐτὸ εἶναι ἡ σαρκικὴ καὶ γήινη φύση τους· ἀπὸ τὴν κατοχὴ τους ἀναμένει ἀνθρώπινες τιμὴ καὶ δόξα, ἀποκλειστικὰ (Ἰωάννης Σιναΐτης, Κλῖμαξ). Ἔτσι εἶναι δυνατὸ ὁ ματαιόδοξος νὰ καυχᾶται καὶ νὰ ἐπιθυμεῖ τὸ θαυμασμὸ τοῦ ἄλλου, γιὰ τὶς δωρεὲς ποὺ ἡ φύση τοῦ ἔχει χορηγήσει (Ἰωάννης Σιναΐτης, Κλῖμαξ, Δωρόθεος Γάζης, Διδασκαλία), ὅπως τὴν ὀμορφιὰ (πραγματικὴ ἢ ὑποτιθέμενη) τοῦ σώματός του ἢ τῆς φωνῆς του γιὰ παράδειγμα τὸν τρόπο βαδίσματός του ἢ τὸ παράστημά του (Μάξιμος Ὁμολογητής, Ἀγάπης ἑκατοντὰς 3.84) καὶ γενικὰ ὁ,τιδήποτε συμβάλλει στὸ νὰ τοῦ προσδίδει καλὴ ἐμφάνιση (ροῦχα, ἀρώματα, κοσμήματα κ.λπ.). Εἶναι ἐπίσης δυνατὸ νὰ καυχᾶται καὶ ν’ ἀναμένει τὴν τιμὴ γιὰ τὴ δεξιοτεχνία τῶν χεριῶν του ἢ τὴν τεχνογνωσία του στὸν ἕνα ἢ τὸν ἄλλο τομέα.
Ἡ κενοδοξία ἐξάλλου ὁδηγεῖ τὸν ἄνθρωπο στὴν ἔπαρση καὶ τὸν αὐτοθαυμασμὸ γιὰ τὰ πλούτη καὶ τὰ ὑλικὰ ἀγαθά, ποὺ πέτυχε ν’ ἀποκτήσει. Ἐνδεχομένως ἔτσι ἡ κενοδοξία συνιστᾶ ἕναν ὑποκινητὴ τοῦ πάθους τῆς φιλαργυρίας, τὸ ὁποῖο ἀνταποδοτικὰ [Σ.τ.μ.: Σὲ κυκλικὴ σειρά, τὸ πρῶτο ἐνισχύει τὸ δεύτερο καὶ τὸ δεύτερο τὸ πρῶτο σὲ διαρκῆ πορεία] ὁδηγεῖ τὸν ἄνθρωπο στὴν κενοδοξία. Γράφει ὁ Ἅγιος Μάξιμος: «Κενοδοξία καὶ φιλαργυρία ἀλλήλων εἰσι γεννετικὰ [Σ.τ.μ.: Διάβαζε γεννητικὰ] (sic)· οἱ μὲν γὰρ κενοδοξοῦντες πλουτοῦσιν, οἱ δὲ πλουτοῦντες κενοδοξοῦσιν» (3.83). Ἡ ὄρεξη τῆς πολυτέλειας καὶ τῆς ἐπίδειξης φαίνεται νὰ συνδέεται μὲ τὰ δύο πάθη: ὑποκινούμενη ἀπὸ τὴν κενοδοξία καὶ προϋποθέτοντας τὴ φιλαργυρία, τὰ αὐξάνει ἀνταποδοτικά, καθὼς ἰκανοποιεῖται. Συχνὰ ἡ κενοδοξία ὠθεῖ τὸν ἄνθρωπο νὰ θέλει, ν’ ἀνέλθει κοινωνικὴ θέση καὶ τάξη (Μάξιμος Ὁμολογητής, Ἀγάπης ἑκατοντάς 3.84, Δωρόθεος Γάζης, Διδασκαλία).
Τὸ πάθος προσκολλᾶ τὸν ἄνθρωπο σὲ ὅλες τὶς μορφὲς τῆς ἐξουσίας καὶ μάλιστα συνήθως ἐντοπίζεται ὡς ἡ αἰτία τῆς ἀναζήτησης αὐτῆς· εἶναι λοιπὸν σύμμαχος καὶ ὑποκινητὴς τῶν δύο παθῶν, ποὺ οἱ Πατέρες ὀνομάζουν «φιλαρχία» (Γρηγόριος Νύσσης, Περὶ παρθενίας) καὶ πνεῦμα κυριαρχίας (Μάξιμος Ὁμολογητής, Ἀγάπης ἑκατοντάς 3.84, Ἱωάννης Σιναΐτης, Κλῖμαξ). Εἶναι σαφὲς ὅτι ὅποιος ἔχει τὴν ἐξουσία καὶ κυριαρχεῖται ἀπὸ τὴν κενοδοξία ἐπιζητεῖ τὸ θαυμασμὸ καὶ τὸν ἔπαινο. Ἐπιπλέον ἀγωνίζεται διαρκῶς ν’ ἀρέσει, ὥστε νὰ συντηρεῖ καὶ ν’ αὐξάνει τὸ θαυμασμό, καθὼς καὶ γιὰ νὰ διατηρεῖ τὴν ἰσχύ του, τὰ προνόμια ποὺ ἀπορρέουν ἀπὸ αὐτὴ καὶ τὰ ὀφέλη ποὺ τοῦ ἀποδίδει.
Σὲ λεπτομερέστερο ἐπίπεδο, ποὺ τοποθετεῖται λιγότερο στὸν τομέα τῆς ἐμφάνισης καὶ τῆς ὑλικότητας σὲ σχέση μὲ τὰ προηγούμενα ἐπίπεδα, ἂν καὶ εἶναι σχεδὸν τὸ ἴδιο διαδεδομένο, ἡ κενοδοξία σημαίνει γιὰ τὸ ὑποχείριό της ἀλαζονικὴ ἐπίδειξη τῶν νοητικῶν ἰδιοτήτων του· τέτοιες εἶναι ἡ εὐφυΐα του, ἡ φαντασία του, ἡ μνήμη του κ.λπ., ὅπως καὶ ἡ γνώση, ἢ ἡ παιδεία του, ἡ γλωσσικὴ ἐπάρκειά του, ἡ ἱκανότητά του νὰ διαλέγεται ἢ νὰ γράφει ὀρθὰ (Ἰωάννης Χρυσόστομος, Πρὸς Σταγείριον). Συνίσταται ἐπίσης στὴν ἀναζήτηση τῆς προσοχῆς, τοῦ θαυμασμοῦ καὶ τῶν ἐγκωμίων τοῦ ἄλλου γιὰ τὶς ἱκανότητες αὐτές. Φαίνεται ὅτι ἢ φιλοδοξία στὸ διανοητικὸ καὶ μορφωτικὸ τομέα, καθὼς ἐπίσης καὶ στὸν πολιτικὸ ἢ οἰκονομικὸ (Ἱωάννης Κασσιανός, Conlationes), εἶναι συχνότατα γέννημα τῆς κενοδοξίας.
2) Τὸ δεύτερο εἶδος τῆς κενοδοξίας σύμφωνα μὲ τὴ διάκριση τοῦ Ἁγίου Ἰωάννη τοῦ Κασσιανοῦ τροφοδοτεῖται ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία τῆς μάταιης φήμης γιὰ τὰ πνευματικὰ καὶ κρυμμένα ἀγαθὰ (Μάξιμος Ὁμολογητής, Ἀγάπης ἑκατοντάς, Εὐάγριος, Λόγος πρακτικός). Στὸν πνευματικὸ ἄνθρωπο ποὺ ὑπόκειται ἀκόμη στὰ πάθη, συνυπάρχει μὲ τὸ πρῶτο εἶδος ἢ καταλαμβάνει τὴ θέση του, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ξεπερνᾶ κάθε προσκόλληση στὰ κοσμικὰ ἀγαθά. Συνιστᾶ γιὰ τὸν ματαιόδοξο τὴν αὐτοκαύχησή του ἢ τὴν περιγραφὴ τῶν ἀρετῶν ἢ τῆς ἄσκησής του μπροστὰ στοὺς ἄλλους ἀνθρώπους· σκοπὸς του εἶναι ἡ ἀναζήτηση τοῦ θαυμασμοῦ ἢ τοῦ ἐπαίνου τοῦ ἄλλου γιὰ ὅλα αὐτὰ (Ἰωάννης Σιναΐτης, Κλῖμαξ). Ἔτσι ὅταν ὁ ἄνθρωπος πασχίζει νὰ μάχεται τὰ διάφορα αὐτὰ πάθη καὶ νὰ ἐφαρμόζει τὶς ἀρετές, – τὰ πάθη εἶναι ἡ ἄρνηση τῶν ἀρετῶν -, πολιορκεῖται ἰδιαίτερα ἀπὸ τὴ δεύτερη βαθμίδα τῆς κενοδοξίας. Σύμφωνα μὲ τὸν Ἅγιο Ἰωάννη τῆς Κλίμακος: «πνεῦμα κενοδοξίας χαίρει, ὁρῶν πληθυνομένην ἀρετὴν» καὶ ἀκόμη· «ἀναμένει μύρμηξ τελεσθῆναι τὸν σῖτον καὶ κενοδοξία συναχθῆναι τὸν πλοῦτον». Μὲ τὸ ἴδιο νόημα ὁ Εὐάγριος διαπιστώνει: «Μόνοι τῶν λογισμῶν οἱ τῆς κενοδοξίας καὶ ὑπερηφανίας, μετὰ τὴν ἧτταν τῶν λοιπῶν λογισμῶν ἐπισυμβαίνουσι λογισμοὶ» καὶ συνεχίζει: «τοῦτον τὸν λογισμὸν [τῆς κενοδοξίας] συναύξουσιν πάντες ἡττηθέντες οἱ δαίμονες». Καὶ ὁ Ἅγιος Μάξιμος συμφωνεῖ: «Ὅταν τινὰ [Σ.τ.μ.: Διάβαζε τί] (sic) νικήσῃς τῶν ἀτιμοτέρων παθῶν […] εὐθὺς ἐφίπταται ἐπὶ σὲ ὁ τῆς κενοδοξίας λογισμός». Στὸν ἄνθρωπο λοιπόν, ἡ κενοδοξία ἔχει τὴν ἱκανότητα νὰ καταλαμβάνει μόνη της τὴ θέση ὅλων τῶν ὑπόλοιπων παθῶν συνολικά.
Ἡ κενοδοξία διαθέτει ἀσυνήθιστη δύναμη. Ὁ λεπτὸς χαρακτήρας της (Εὐάγριος, Λόγος πρακτικός), ἡ ἱκανότητά της νὰ λαμβάνει πολλὰ σχήματα (Εὐάγριος, Ἐπιστολή, 51. Ἰωάννης Σιναΐτης, Κλῖμαξ), νὰ εἰσχωρεῖ παντοῦ καὶ νὰ ἐπιτίθεται στὸν ἄνθρωπο ἀπὸ διαφορετικὲς πλευρές, καθιστοῦν ἰδιαίτερα δύσκολη τόσο τὴν ἐντόπιση ὅσο καὶ τὴν καταπολέμησή της. Πραγματικά, καθετὶ εἶναι δυνατὸν ν’ ἀποτελεῖ γιὰ τὸν ἄνθρωπο ἀφορμὴ ματαιοδοξίας. Μὲ ἔκπληξη ὁ Εὐάγριος διαπιστώνει τὴν ἐπιτηδειότητα τῶν δαιμόνων νὰ ἐκμεταλλεύονται τὴ συγκεκριμένη κατάσταση καὶ μάλιστα παρέχει χαρακτηριστικὰ παραδείγματα, ὅπως καὶ οἱ Ἅγιοι Ἰωάννης Κασσιανὸς καὶ Ἰωάννης τῆς Κλίμακος. Οἱ ἀσκητές, γράφει ὁ Ἅγιος Κασσιανὸς περιγράφουν ὄμορφα τὴ φύση τῆς συγκεκριμένης νόσου συγκρίνοντάς την μ’ ἕνα κρεμμύδι: ὅταν ἀφαιροῦμε μία στιβάδα ἀπὸ τὴν ἐπιδερμίδα του, βρίσκουμε ἀμέσως κάποια ἄλλη καὶ ὅταν ἐξάγουμε καὶ αὐτὴ καὶ πάλι κάποια ἑπομένη ξαναβρίσκουμε. Καὶ ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος ἐξηγεῖ: «Πᾶσιν ἀφθόνως λάμπει ὁ ἥλιος· καὶ πᾶσιν ἐπιτηδεύμασιν ἐπιχαίρει κενοδοξία· οἷόν τι λέγω, νηστεύων κενοδοξῶ καὶ καταλύων, ἵνα μὴ γνωσθῶ ὡς φρόνιμος πάλιν κενοδοξῶ· λαλῶν περιβεβλημένος ἡττῶμαι ταύτῃ καὶ εὐτελῆ ἑξαλλάσσων πάλιν κενοδοξῶ· λαλῶν ἡττῶμαι καὶ σιωπῶν πάλιν ἠττήθην· ὡς ἂν ρίψῃς ταύτην τὴν τρίβολον, ὀρθὸν τὸ κέντρον ἵσταται». Ἀπὸ τότε, διαπιστώνει ὁ Εὐάγριος, «χαλεπὸν διαφυγεῖν τὸν τῆς κενοδοξίας λογισμόν· ὅ γὰρ ποιεῖς εἰς καθαίρεσιν αὐτοῦ τοῦτο ἀρχὴ σοι κενοδοξίας ἑτέρας καθίσταται».
Ἡ λεπτότητα τῆς κενοδοξίας εἶναι τέτοια, ποὺ ἴσως ὁδηγεῖ τὸν ἄνθρωπο, ἐντελῶς παράδοξα, νὰ ἐπιδεικνύει ζῆλο στὴν ἄσκηση (Δωρόθεος Γάζης, Διδασκαλία), ν’ ἀγωνίζεται ἐναντίον ὁρισμένων παθῶν (Ἰωάννης Σιναΐτης, Κλῖμαξ), νὰ ἐφαρμόζει κάποιες ἀρετὲς (Μακάριος Αἰγύπτιος, Ὁμιλία (Συλλογὴ II), Ἰωάννης Σιναΐτης, Κλῖμαξ, Δωρόθεος Γάζης, Διδασκαλία), ὅπως καὶ νὰ γίνεται δέκτης μερικῶν χαρισμάτων. Πρέπει ὡστόσο νὰ παρατηρήσουμε ὅτι κάτω ἀπὸ τὴν ἐπιρροὴ τῆς κενοδοξίας, ἡ ἄσκηση ἀποδεικνύεται ἀνωφελὴς τελικά, οἱ ἐφαρμοζόμενες ἀρετὲς εἶναι ἀπατηλὲς καὶ τὰ λαμβανόμενα χαρίσματα εἶναι μόνο φαινομενικά. Βλέπουμε συνεπῶς ὅτι οἱ ἄνθρωποι φθάνουν σ’ ἐκπληκτικὰ πνευματικὰ ἀποτελέσματα, ὅσο χρόνο ἐπιδίδονται στὴν ἄσκηση μέσα ἀπὸ τὴ δύναμη τῆς κενοδοξίας· ἀντίθετα θλίβονται φοβερὰ καὶ ἐξαντλοῦνται, ὅταν ἐπανέρχονται σὲ συνθῆκες, ὅπου τὸ πάθος ποὺ τοὺς ἐνέπνεε δὲν ἔχει πλέον τὴ δυνατότητα νὰ ἐκφραστεῖ καὶ νὰ λειτουργήσει. Ἐπιπλέον τ’ ἀγαθά, ποὺ ἀποκτῶνται μ’ αὐτὸ τὸν τρόπο, ὄχι μόνο δὲν ἔχουν καμιὰ ἀξία ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ μοιάζουν παράνομα καὶ ἄτιμα, ὅπως ὑπογραμμίζει ὁ Ἅγιος Μακάριος, ποὺ ὑπενθυμίζει τὸν λόγο τοῦ Ψαλμωδοῦ: «Ὁ Θεὸς διεσκόρπισεν ὀστᾶ ἀνθρωπαρέσκων» (Ψαλμ. 52, 6).
Ὅπως συμβαίνει καὶ μὲ τὰ ὑπόλοιπα πάθη, ὁ ἄνθρωπος εἰσπράττει ἡδονὴ (Ἰωάννης Χρυσόστομος, Περὶ κενοδοξίας, Μᾶρκος Ἐρημίτης, Πρὸς Νικόλαον) ἀπὸ τὴν κενοδοξία· ἡ ἀπόλαυση αὐτὴ τὸν προσκολλᾶ ἰσχυρότερα στὸ πάθος του. Γιὰ νὰ ἐξακολουθήσει μάλιστα νὰ τὴ λαμβάνει εἶναι διατεθειμένος νὰ πράξει ὁ,τιδήποτε καὶ -παράδοξα- νὰ ὑποφέρει καὶ ὁ,τιδήποτε (Ἰωάννης Χρυσόστομος, Πρὸς Σταγείριον). Ἐξαιτίας τῆς συχνὰ ἔντονης ἡδονῆς, ποὺ συντηρεῖ τὴ φιλαυτία του (Μάξιμος Ὁμολογητής, Πρὸς Θαλάσσιον Πρόλογος), ὁ ἄνθρωπος καταγίνεται μὲ τὴ ματαιοδοξία (Γρηγόριος Νύσσης, Περὶ παρθενίας).
Οἱ Πατέρες θεωροῦν τὴν κενοδοξία ὡς νόσο. Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἐκφράζεται κατηγορηματικά: «Μανία τίς ἐστιν ἡ κενοδοξία». Παρατηρεῖ, ὅτι ὅπως διδάσκει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἡ αὐτοκαύχηση εἶναι ἀφροσύνη (πρβλ. Β’ Κορ. 12, 11), ἐνῶ παράλληλα σημειώνει ὅτι ὁ δαίμονας τῆς κενοδοξίας ὁδηγεῖ τὸν ἄνθρωπο στὴν ἔκσταση, ἐξαπατᾶ τὴ διάνοιά του καὶ ἀφοῦ καταλάβει τὴν ψυχή του, ὁδηγεῖ τὸ νοῦ σὲ σύγχυση μέχρι παραφορᾶς καὶ παραληρήματος.
Ὁ παθολογικὸς χαρακτήρας τῆς κενοδοξίας, ὅπως καὶ αὐτὸς τῶν ὑπόλοιπων παθῶν ἐξαρτᾶται κατὰ κύριο λόγο ἀπὸ τὴν οὐσία τοῦ πάθους: τὴ διαστροφὴ τῆς φυσικῆς καὶ φυσιολογικῆς στάσης μὲ τὴν ἐκτροπὴ ἀπὸ τὴν «κατὰ φύσιν» ἄσκηση, – σύμφωνη πρὸς τὴν ἐντελέχειά του – στὴν «παρὰ φύσιν» ἄσκηση. Ἡ τάση τῆς φύσης τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὴ δόξα ἔχει δοθεῖ ἀπὸ τὸ Θεό· ἀλλὰ ἐπρόκειτο γιὰ τὴ θεία καύχηση τὴν ὁποία προοριζόταν νὰ λάβει μέσω τῆς ἕνωσής του μὲ τὸ Θεὸ καὶ ὄχι γιὰ τὴν ἀνθρώπινη δόξα καὶ καύχηση, τὴν ὁποία ἐπιζητεῖ τὸ πάθος καὶ τὴν ὁποία ἡ Παράδοση ὀνομάζει «καύχησιν κατὰ σάρκα» (πρβλ. Β’ Κορ. 11, 18). «Οὐχ ἡ δόξα [κακόν], ἀλλ’ ἡ κενοδοξία», λέγει ὁ Ἅγιος Μάξιμος στὸ σημεῖο αὐτὸ ἐπαναλαμβάνοντας τὸ ἴδιο καὶ γιὰ τὰ ὑπόλοιπα πάθη, ὅτι δηλαδὴ κακὸ εἶναι «ἡ παράχρησις, ἥτις ἐπισυμβαίνει ἐκ τοῦ νοῦ ἀμελείας περὶ τὴν φυσικὴν γεωργίαν». Προηγουμένως ἔχει ἐπιβεβαιώσει ὅτι: «Κατὰ παράχρησιν αἱ κακίαι τῶν τῆς ψυχῆς δυνάμεων ἡμῖν ἐπισυμβαίνουσιν, οἷον τῆς τε ἐπιθυμητικῆς καὶ τῆς θυμοειδοῦς καὶ τῆς λογιστικῆς». Παρόμοια διδάσκει καὶ ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος: «Φύσει τῇ ψυχῇ τὸ δόξης ἐπιθυμεῖν, ἀλλὰ τῆς ἄνω». Ἡ διάκριση αὐτὴ μεταξὺ τῶν δύο μορφῶν καύχησης, τῆς ἐκ τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς ἐκ τοῦ κόσμου, ἀπαντᾶται σὲ πολλὰ κείμενα, ὅπου θίγεται τὸ θέμα τῆς κενοδοξίας (Ἐκτὸς ἀπὸ τὰ κείμενα ποὺ παρατίθενται στὸ συγκεκριμένο ἔργο, βλέπε Συμεὼν τοῦ Νέου θεολόγου, Ἠθικά). Τὴ συναντᾶμε ἄμεσα στὸ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγέλιον (Ἰωάν. 12,43)• ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἀναφέρεται ἔμμεσα σ’ αὐτὴ ὅταν κάνει λόγο γιὰ τὴν ἐν Χριστῷ καύχηση, καθιστώντας προσεκτικὸ τὸν καθένα ἀπέναντι στὸν ἐνδεχόμενο κίνδυνο νὰ καυχᾶται κάποιος ἔξω ἀπὸ τὸ Χριστὸ (Φιλιπ. 3, 3. Γαλ. 6, 14). Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος προσδιορίζει μὲ σαφήνεια: «Ἔστι δόξα ἐκ Κυρίου προσγινομένη· “τοὺς γὰρ δοξάζοντάς με” φησί, “δοξάσω”. Καὶ ἔστιν ἐκ διαβολικῆς παρασκευῆς ἐπακολουθοῦσα». Δύο φορὲς ὁ Ἀπόστολος Παῦλος διδάσκει: «Ὁ καυχώμενος ἐν Κυρίῳ καυχάσθω» (Α’ Κορ. 1, 31. Β’ Κορ. 10, 17). Ἡ δόξα/καύχηση ποὺ ὁ ἄνθρωπος δέχεται ἀπὸ τὸ Θεὸ μὲ μετοχὴ στὴ δόξα Του μέσω τῆς ἕνωσης μὲ τὸ Χριστό, εἶναι ἡ μόνη ποὺ ἀληθινὰ ἀξίζει τὸ ὄνομα αὐτό, σημειώνει ὁ Ὠριγένης, καθὼς εἶναι ἡ μόνη πραγματική, ἀληθινή, ἀπόλυτη καὶ αἰώνια δόξα. Ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρὰ εἶναι ἡ μόνη, ποὺ ἀντιστοιχεῖ στὸ σκοπὸ τῆς ἀνθρώπινης φύσης καὶ στὸ μέτρο τοῦ μεγαλείου ποὺ ὁ Θεὸς θέλησε νὰ προσφέρει στὸν ἄνθρωπο. Εἶναι ἡ δόξα, ποὺ ἁρμόζει στὸ ἀξίωμα τοῦ ἀνθρώπου, λέγει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος.
Μὲ τὴν ἀπομάκρυνσή του ἀπὸ τὸ Θεὸ μέσω τῆς ἁμαρτίας, ὁ ἄνθρωπος σταμάτησε ταυτόχρονα νὰ τείνει πρὸς αὐτὴ τὴ δόξα, γιὰ τὴν ὁποία τὸν προόριζε ἡ φύση του. «Ἐκ φύσεως» ἐξακολουθεῖ νὰ ἐπιθυμεῖ τὴ δόξα· ἀναζητεῖ λοιπὸν τὴν ἱκανοποίηση αὐτῆς τῆς ἔμφυτης τάσης του στὸν αἰσθητὸ κόσμο, ὅπου καὶ στρέφεται. Βρίσκει ὑποκατάστατα τῆς οὐράνιας καὶ πνευματικῆς δόξας, τὴν ὁποία ἔχασε ἀπὸ τὰ μάτια του, στὴν κοσμικὴ καὶ «κατὰ σάρκα» δόξα. Γράφει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος: «Ἐπειδὴ γὰρ τὸ ἄνθρωποι εἶναι ἀπώλεσαν, περιέρχονται συλλέγοντες ἑαυτοῖς ἑτέρωθεν τὴν πολλοῦ γέλωτος γέμουσαν δόξαν». Ἡ ἀναζήτηση τῆς κοσμικῆς δόξας μοιάζει ἔτσι μὲ τὸν τρόπο ποὺ ὁ ἄνθρωπος ἀντισταθμίζει μέσα του, ἄθλια, τὴν ἀπουσία τῆς οὐράνιας δόξας καὶ τῶν ἀρετῶν· οἱ τελευταῖες κάνουν μέτοχο τῆς θείας δόξας τὸν ἄνθρωπο ποὺ ἑνώνεται μὲ τὸ Θεό. Γράφει ὁ Ἅγιος Δωρόθεος Γάζης: «Οἱ θέλοντες τὴν δόξαν ὅμοιοι εἰσὶ τινι γυμνῷ ὅστις ἀεὶ θέλει εὑρεῖν μικρὸν ράκος ἢ εἴ τι δήποτε, ἵνα σκεπάσῃ τὴν ἀσχημοσύνην αὐτοῦ· οὕτως καὶ ὁ γυμνὸς ἀπὸ ἀρετῶν ζητεῖ τὴν δόξαν τῶν ἀνθρώπων». Συνολικὰ λοιπὸν ἡ κενοδοξία φαίνεται ὅτι χαρακτηρίζεται ἀπὸ διαστροφὴ καὶ παθολογικὴ ἐκτροπὴ τῆς φυσικῆς τάσης τοῦ ἀνθρώπου γιὰ δοξασμό· τέλος παρουσιάζεται ὡς παθολογικὴ συμπεριφορὰ τοῦ ὑποκατάστατου [Σ.τ.μ.: Τῆς φυσικῆς/φυσιολογικῆς τάσης τοῦ ἀνθρώπου γιὰ δοξασμὸ] ἡ ὁποία διαδέχεται μία ὀντολογικὴ ἀποστέρηση ἢ ματαίωση. Στὸ σημεῖο αὐτὸ πρέπει νὰ γίνει ἀντιληπτὸ ὅτι πρόκειται γιὰ τὴν ἴδια τάση ποὺ προσανατολίζεται πρὸς δύο ἀντίθετα νοήματα [Σ.τ.μ.: Ἰσοδύναμα: Ἀντίθετες κατευθύνσεις] καὶ ὄχι γιὰ δύο τάσεις διαφορετικῆς φύσης, ποὺ εἶναι δυνατὸν νὰ συνυπάρχουν ἀνεξάρτητα ἡ μία ἀπὸ τὴν ἄλλη. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ προκύπτει ἀπὸ πολλὲς πατερικὲς θέσεις: ἡ ἀναζήτηση τῆς οὐράνιας δόξας καὶ ἡ ἀντίστοιχη τῆς ματαιοδοξίας δροῦν ἀνταγωνιστικὰ καὶ ἀποκλείει ἡ μία τὴν ἄλλη ἰσοδύναμα· ἡ ἀνάπτυξη καὶ ἐπαύξηση τῆς μίας συνεπάγεται ἐξασθένηση τῆς ἄλλης.
Πρέπει νὰ προσθέσουμε, ὅτι καὶ μὲ ἄλλη σημασία ἡ κενοδοξία συνιστᾶ διαστροφὴ τῆς φύσης. Ἡ λέξη «φύση» κατανοεῖται ἐδῶ στὴν εὐρύτερη σημασία της· περιλαμβάνει ὅλα τ’ ἀγαθά, ποὺ ὁ ἄνθρωπος ἔλαβε ἀπὸ τὸ Θεό: πρόκειται γιὰ τὶς ἔμφυτες ἢ τὶς ἐπίκτητες ἰδιότητές του ἢ γιὰ τὶς ἀρετές του ἢ ἀκόμη γιὰ τὰ ὑλικὰ ἀγαθά, ποὺ κατέχει. Χρησιμοποιώντας ὅλα αὐτὰ γιὰ τὴ δική του δόξα, ἀντὶ νὰ τὰ θέτει ἀποκλειστικὰ στὴ διακονία τῆς δόξας τοῦ Θεοῦ, ὁ ἄνθρωπος, σύμφωνα μὲ τὸν Ἅγιο Μάξιμο, μὲ τὴν κενοδοξία «τὴν τε φύσιν καὶ αὐτὴν νόθον τὴν ἀρετὴν καθίστησι». Καὶ ἐξηγεῖ ἰδιαίτερα τὸ ἀποτέλεσμα τῆς μίξης κενοδοξίας καὶ ὑπερηφανίας: «Τούτων μίξις ὁ τύφος καθέστηκεν: πρὸς μὲν τὸν Θεὸν ἔχων τὴν καταφρόνησιν, καθ’ ἥν πέφυκε βλασφήμως διαβάλλειν τὴν πρόνοιαν, πρὸς δὲ τὴν φύσιν κεκτημένος τὴν ἀλλοτρίωσιν, καθ’ ἥν πάντα τὰ τῆς φύσεως παρὰ τὴν φύσιν μεταχειρίζεται, τῷ κατὰ παράχρησιν τρόπῳ τὴν τῆς φύσεως παραφθείρων εὐπρέπειαν». Ἡ κενοδοξία βυθίζει τὸν ἄνθρωπο στὴν ἀπάτη, τὴν ψευδαίσθηση καὶ τὸ παραλήρημα: εἶναι ἀπὸ τὰ κύρια παθολογικὰ ἀποτελέσματά της, ποὺ δικαιολογεῖ τὸ συχνὸ χαρακτηρισμό της ἀπὸ τοὺς Πατέρες ὡς «μανία». Οἱ Πατέρες διαπιστώνουν ὅτι ἀποκαλύπτει τὴ διακοπὴ πίστης τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὸ Θεό, σύμφωνα μὲ τὴ σχετικὴ διδασκαλία τοῦ ἴδιου τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἐρωτᾶ: «Πῶς δύνασθε ὑμεῖς πιστεῦσαι, δόξαν παρὰ ἀλλήλων λαμβάνοντες, καὶ τὴν δόξαν τὴν παρὰ τοῦ μόνου Θεοῦ οὐ ζητεῖτε;» (Ἰωάν. 5, 44). Ἀντίθετα, ἐκφράζει προσκόλληση στὸν κόσμο: ὁ προσβαλλόμενος ἀρχίζει νὰ πιστεύει στοὺς ἀνθρώπους τῶν ὁποίων ἐπιζητεῖ τὴν προσοχή, τὴν ἐκτίμηση, τὸν θαυμασμὸ καὶ τοὺς ἐπαίνους. Πιστεύει ἀκόμη σὲ καθετὶ ἐπιδεκτικὸ νὰ δημιουργήσει σ’ αὐτοὺς τὶς παραπάνω διαθέσεις ὡς πρὸς τὸ πρόσωπό του. Νὰ γιατί ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος θεωρεῖ εἰδωλολάτρη τὸ ματαιόδοξο, ὅπως καὶ ὁ Ἅγιος Μακάριος ποὺ παρατηρεῖ: «Οἱ γὰρ δοξάζοντες αὐτὸν ἄνθρωποι οὗτοι εἰσιν αὐτοῦ θεοί». Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Ἐρημίτης διαπιστώνει ὅτι ἀπαρχὴ τῆς κενοδοξίας συνιστᾶ ἡ ἄγνοια τῆς συγκεκριμένης ζωῆς, ἡ ὁποία θεμελιώνει τὴν ψευδαίσθηση· θύμα αὐτῆς εἶναι ὁ ματαιόδοξος. Πραγματικά, αὐτὸς ἀγνοεῖ τὴν ἀληθινὴ ἀξία τῶν πραγμάτων, – ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἕλκει τὴν καύχηση -, καθὼς καὶ τῆς ἴδιας τῆς καύχησης. Ἀποδίδει σ’ αὐτὰ οὐσία καὶ σημασία, ποὺ δὲν ἔχουν στὴν πραγματικότητα. Ἐνεργεῖ σὰ νὰ εἶχαν ἀπόλυτη καὶ μόνιμη ἀξία, ἐνῶ εἶναι κατεξοχὴν ἄστατα καὶ πρόσκαιρα. Ἀγνοεῖ ὅτι μόνο ἡ θεία δόξα εἶναι τέλεια καὶ αἰώνια, καθὼς καὶ ὅτι τὰ πνευματικὰ κίνητρα τῆς ἐν Χριστῷ καύχησης εἶναι τὰ μόνα αὐθεντικὰ πραγματικά. Ὁ ἴδιος γράφει σ’ ἄλλο σημεῖο ὅτι οἱ ἄνθρωποι δὲν καταλαβαίνουν τὸ ἄστατο τῶν ἀγαθῶν [τῆς ζωῆς αὐτῆς] οὔτε τὴ ματαιοδοξία, ποὺ προκύπτει ἀπὸ αὐτά· δὲν ἀντιλαμβάνονται τὴν ὑπεροχὴ τῶν ἔργων τοῦ Θεοῦ, οὔτε τὴ σοφία τῆς Πρόνοιάς Του, οὔτε τὴ μικρότητα καὶ ταπεινότητα τῆς ἀνθρώπινης φύσης. Νὰ γιατί πρὶν ἀνθήσουν μαραίνονται, πρὶν φθάσουν στὴ δύναμη διαλύονται, πρὶν ἀνεβοῦν ταπεινώνονται, ὅλοι ἐκεῖνοι τῶν ὁποίων ἡ κατάσταση τῆς φύσης ὑπόκειται σὲ κάθε τροπὴ καὶ ἀλλοίωση καὶ ὅλα τὰ ἔργα ὁδεύουν πρὸς τὴν καταστροφὴ καὶ τὴ διάλυση. Καὶ συνεχίζει διαπιστώνοντας, ὅτι καθὼς οἱ ματαιόδοξοι δὲν καταγίνονται μὲ τὴ μελέτη τῶν πραγμάτων, ἐκπλήσσονται ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ ἀντίστοιχου ἐγκωμίου, ἰδιαίτερα δεδομένου ὅτι ὁ ἄνθρωπος δὲ στοχάζεται ἀρκετὰ ὥστε ν’ ἀναρωτηθεῖ: ποιὰ εἶναι ἡ τιμὴ τῆς ματαιότητας, ποὺ μ’ αἰχμαλωτίζει, καθὼς προτιμῶ τὴ θέα τῶν ἀνθρώπων παρὰ αὐτὴ τοῦ Θεοῦ καὶ ὀρέγομαι τοὺς ἐπαίνους τους καὶ ὄχι τοὺς ἐπαίνους τοῦ Θεοῦ· καὶ ὅλα αὐτὰ ὡσὰν ἡ καύχηση καὶ ἡ δόξα ποὺ προέρχονται ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους νὰ εἶναι γιὰ μένα ἀνώτερη ἀπὸ τὴ δόξα ποὺ ἔχει προέλευση τὸν Κυβερνήτη τοῦ σύμπαντος καὶ ὡσὰν νὰ θεωροῦσα τὴν τιμὴ τῶν ἀνθρώπων ἰσοδύναμη μ’ αὐτὴ τῶν ἀγγέλων. Τὸ ἴδιο τ’ ὄνομα τῆς κενοδοξίας φανερώνει τὸ χαρακτήρα της: μάταιος, τιποτένιος, ἄστατος, παροδικός, ἐπιφανειακός· ὅπως ἀκριβῶς καὶ αὐτὸς τοῦ κόσμου, ποὺ ἡ μορφὴ του περνᾶ καὶ φεύγει (Β’ Κορ. 7, 31)· καὶ ὅμως ἡ ματαιοδοξία ἀπὸ τὸν κόσμο ἀντλεῖ τὴν τροφή της, οἱ δὲ Πατέρες μετὰ τὸν προφήτη Ἠσαΐα τὴν παρομοιάζουν μὲ τὸ ἄνθος τοῦ χόρτου [Σ.τ.μ.: Πόα, μὲ σύντομη ζωὴ] (Ἠσ. 40, 6-7) ἢ ἀκόμη καὶ μὲ ὄνειρο καὶ μὲ κάθε εἴδους πραγματικότητα χωρὶς διάρκεια καὶ σταθερότητα. Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἐρωτᾶ: «Τί τρέχεις ὀπίσω τῆς σκιᾶς, καὶ οὐ καταλαμβάνεις τὴν ἀλήθειαν; Τί διώκεις τὰ ἀπολλύμενα, καὶ οὐ ζητεῖς τὰ μένοντα; […] Κατάλιπε τὸν καπνὸν καὶ τὴν σκιάν, καὶ τὸν χόρτον, καὶ τὴν ἀράχνην οὐδὲ γὰρ ὄνομα οἶδα ἄξιον τῆς εὐτελείας ταύτης ἐπιθεῖναι». Ὁ ἴδιος ἐρωτᾶ πάλι καὶ ἀπαντᾶ: «Τί γὰρ ἐστι τὰ ἀνθρώπινα πράγματα; Τέφρα καὶ κόνις, καὶ ὡσεὶ χνοὺς κατὰ πρόσωπον ἀνέμου, καπνὸς καὶ σκιά, καὶ φύλλον περιφερόμενον καὶ ἄνθος, ὄναρ καὶ διήγημα, καὶ μύθος, ἄνεμος καὶ ἀὴρ χαῦνος ἁπλῶς διαρρέων, πτερὸν οὐχ ἱστάμενον, ρεῦμα παρατρέχον, καὶ εἴ τι τούτων οὐδαμινέστερον», γιὰ νὰ ὑπογραμμίσει σὲ συνάρτηση μὲ τὶς διαπιστώσεις αὐτές, τὸν παθολογικὸ χαρακτήρα τῆς προσκόλλησης στὰ μάταια ὑλικὰ πράγματα. «Μάταιον γὰρ ἐκεῖνο λέγεται τὸ κενόν, ὅταν ὄνομα μὲν ᾖ, πράγμα δὲ μὴ ᾖ […] Τὶς οὖν οὕτως ἀνόητος, ὡς ὀνόματα ζητεῖν πραγμάτων ἔρημα, καὶ τὰ διάκενα διώκειν, ἃ φεύγειν δεῖ; […] Διὰ δὴ ταῦτα ὀδυνᾶται ὁ Προφήτης, τοσαύτην ἀλογίαν ὁρῶν ἐν τῷ βίῳ. Ὥσπερ γὰρ ἂν εἴ τις ἰδὼν τινὰ φεύγοντα φῶς, διώκοντα δὲ σκότος λέγει: “Ἵνα τί τοῦτο ποιεῖς τὸ παράλογον;” οὕτω καὶ αὐτός: “Ἵνα τί ἀγαπᾶτε ματαιότητα, καὶ ζητεῖτε ψεῦδος;”».
Φαίνεται λοιπὸν ὅτι ἡ κενοδοξία περιλαμβάνει καὶ μία ψευδαισθητικὴ εἰκόνα τῆς πραγματικότητας, καθὼς ὁ ἄνθρωπος, ποὺ βρίσκεται κάτω ἀπὸ τὴν ἐπιρροὴ της σταματᾶ ν’ ἀποδίδει ἀξία, σημασία, οὐσία σὲ ὅποιον τὴ διαθέτει, ἐνῶ ἀπονέμει αὐτὲς τὶς ἰδιότητες σ’ αὐτὸν ποὺ τελικὰ τὶς στερεῖται· ἡ αἴσθηση ποὺ ἔχει γιὰ τὸν κόσμο εἶναι συγκεχυμένη καὶ ἀντίστροφη [ἀπὸ τὴν πραγματικὴ εἰκόνα]· ὁ νοῦς του περιπλανᾶται σὲ ἀόριστες ἐκτιμήσεις γιὰ τὰ πράγματα, ὥστε δίνει τὴν ἐντύπωση ὅτι ἔχει προσβληθεῖ ἀπὸ μανία. Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος διαπιστώνει: «Ὁ γὰρ τούτοις ἁλοῦς τοῖς πάθεσι καὶ αὐτῶν τῶν αἰσθητηρίων ὡς εἰπεῖν τὸ κριτήριον ἀπόλλυσι καὶ οὐδὲν ἔλαττον πάλιν τῶν μαινομένων διάκειται». Ἡ ψευδαισθητικὴ ἀντίληψη τῶν πραγμάτων ὡς ἀποτέλεσμα τῆς κενοδοξίας συναντᾶται συχνὰ στὴν καθημερινὴ πραγματικότητα καὶ μὲ μορφὲς ἀντιφατικές. Ὁ Ἅγιος Μάξιμος σημειώνει γιὰ παράδειγμα: «Ὥσπερ οἱ γονεῖς τῶν σωμάτων προσπάσχουσι τοῖς ἐξ αὐτῶν γεννωμένοις, οὕτω καὶ ὁ νοῦς φυσικῶς τοῖς ἑαυτοῦ πρόσκειται λόγοις. Καὶ ὥσπερ τοῖς ἐκείνων ἐμπαθεστέροις, κἄν πάντων κατὰ πάντα ὦσιν οἱ παῖδες καταγελαστότατοι, πάντων φαίνονται ἐπιεικέστατοι καὶ εὐμορφότατοι, οὕτω καὶ τῷ ἄφρονι νῷ οἱ αὐτοῦ λόγοι, κἄν πάντων ὦσι μοχθηρότεροι, πάντων φαίνονται φρονιμώτεροι».
Αὐτὰ δὲν ἰσχύουν μόνο γιὰ τὸ πρῶτο εἶδος κενοδοξίας• παρόμοια καὶ στὸ δεύτερο εἶδος, ὁ ἄνθρωπος ἐκδηλώνει ψευδαισθητικὴ γνώση, ἰδιαίτερα μάλιστα γιὰ τὸν ἑαυτό του. «Κενοδοξία ἐστί, κατὰ μὲν τὸ εἶδος φύσεως ἐναλλαγὴ καὶ ἠθῶν διαστροφὴ καὶ παρατήρησις μέμψεως», γράφει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος. Πράγματι, ὁ ματαιόδοξος ἀποδίδει στὸν ἑαυτὸ του ἰδιότητες καὶ ἀρετές, ποὺ δὲν κατέχει, ἐνῶ δὲ βλέπει σφάλματα καὶ πάθη, ποὺ τὸν ἔχουν καταλάβει. Καὶ πάλι ὅμως αὐταπατᾶται, ὅταν καυχιέται γιὰ τὶς ἀρετὲς ποὺ πράγματι διαθέτει. Ἀπὸ τὴ μία πλευρὰ θεωρεῖ τὸν ἑαυτὸ του πηγὴ καὶ ἰδιοκτήτη τῶν ἀρετῶν του, ἐνῶ πραγματικὰ εἶναι δωρεὰ τὸν Θεοῦ, στὸν Ὁποῖο καὶ οὐσιαστικὰ ἀνήκουν. Ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρά, ὅπως ὑπογραμμίζει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος, μόλις ὁ ἄνθρωπος ἀρχίσει νὰ καυχιέται γιὰ τὶς ἀρετές του, παύει νὰ εἶναι ἐνάρετος ἐξαιτίας τῆς καύχησής του καὶ ἐπαινεῖ τὸν ἑαυτό του γιὰ πνευματικὸ πλοῦτο ποὺ δὲν κατέχει πλέον.
Ἡ κενοδοξία ὁδηγεῖ σὲ κάθε εἴδους κακό, αὐτὸν ποὺ αἰχμαλωτίζει. Ὅσοι ἐνεργοῦν γιὰ νὰ δοξασθοῦν ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ἔχουν ἤδη λάβει τὴν ἀμοιβή τους, λέγει ὁ Χριστὸς (Ματθ. 6, 2), ὁ ὁποῖος καὶ πάλι ζητεῖ τὴν προσοχή μας: «Οὐαὶ ὅταν καλῶς ὑμᾶς εἴπωσι πάντες οἱ ἄνθρωποι» (Λουκ. 6, 26). Καὶ ὁ Ψαλμωδὸς διαπιστώνει: «Ὁ Θεὸς διεσκόρπισεν ὀστᾶ ἀνθρωπαρέσκων» (Ψαλμ. 52, 6). «Ὥσπερ τὰς ἡμέρας διαδέχονται αἱ νύκτες καὶ τὰ θέρη οἱ χειμῶνες, οὕτω κενοδοξίαν […] λύπαι καὶ ὀδύναι, εἴτε ἐν τῷ παρόντι εἴτε ἐν τῷ μέλλοντι [βίῳ διαδέχονται]», γράφει ὁ Ἅγιος Μάξιμος. Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος παρατηρεῖ ὅτι ἡ δοξομανία εἶναι ἡ κορωνίδα τῶν παθῶν καὶ σημειώνει ἀναφερόμενος σὲ ὅσους ἐπιζητοῦν τὴν πρωτοκαθεδρία μὲ τὴν ὤθηση τῆς κενοδοξίας, ὅτι: «τυραννικὸν τὸ πάθος καὶ συνεχῶς ἐνοχλοῦν». Ὁ Ἅγιος Διάδοχος Φωτικῆς παρατηρεῖ ὅτι οἱ δαίμονες «τὴν φιλοδοξίαν μάλιστα εἰς πρόφασιν τῆς ἑαυτῶν κακίας λαμβάνουσιν» καὶ κατόπιν «ὥσπερ διὰ θυρίδος τινὸς σκοτεινῆς εἰσπηδῶντες τὰς ψυχὰς διαρπάζουσιν».
Τὸ πάθος τῆς ματαιοδοξίας καταστρέφει τὴν ἐσωτερικὴ εἰρήνη ἐπηρεάζοντας τὴν ψυχὴ μὲ πολλοὺς τρόπους. Ὁ Ἅγιος Ἰσαὰκ ἐξηγεῖ: «Ἡ κενοδοξία διὰ τὴν διηνεκῆ ταραχὴν καὶ φύρσιν τῶν ἐνθυμήσεων αὐτῆς ἐκ τῆς ἀπαντήσεως τῶν πραγμάτων συνάγει θησαυροὺς ἐναγεῖς καὶ μολύνει τὴν καρδίαν» καὶ ὁ Ἅγιος Μάρκος ὁ Ἐρημίτης παρατηρεῖ: «Ὅταν ἴδῃς λογισμόν, ἀνθρωπίνην σοι δόξαν ὑπαγορεύοντα, γίνωσκε σαφῶς ὅτι αἰσχύνην σοι κατασκευάζει».
Πρώτιστα κάνει τὸν ἄνθρωπο ν’ ἀπασχολεῖται πῶς θ’ ἀποσπάσει τὸν θαυμασμὸ καὶ τοὺς ἐπαίνους ποὺ ἐπιθυμεῖ. Γεμίζει λοιπὸν τὴν ψυχή του μὲ διαρκὴ μέριμνα καὶ συχνά τοῦ προκαλεῖ ἀγωνιώδη καὶ ὑπερβολικὴ ταραχή. Ἡ μέριμνα πολλαπλασιάζεται ὅταν ἡ κενοδοξία δὲν καταφέρνει νὰ ἱκανοποιηθεῖ. Συχνὰ τότε παρατηρεῖται τὸ φαινόμενο, ὁ ματαιόδοξος ὄχι μόνο νὰ μὴν κινεῖ τὴν προσοχὴ καὶ νὰ μὴν ἕλκει τὸν θαυμασμὸ τοῦ ἄλλου, ὅπως προεξοφλεῖ, ἀλλὰ νὰ ὁδηγεῖται στὸ ἀντίθετο ἀποτέλεσμα. «Κενοδοξία ἀντὶ τιμῆς πολλάκις ἀτιμίας ἐγένετο πρόξενος», λέγει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος. Καὶ ὁ Ἅγιος Μάρκος ὁ Ἐρημίτης παρατηρεῖ: «Ὅταν ἴδῃς τινὰ ἐν πολλαῖς ἀτιμίαις ὀδυνώμενον, γίνωσκε, ὅτι λογισμοῖς κενοδοξίας ἐνεφορήθη». Στὴ θέση τῶν ἀναμενόμενων ἐπαίνων, εἰσπράττει στὴν καλύτερη περίπτωση ἀδιαφορία· ἐνῶ στὴ χειρότερη ἕλκει ἐναντίον του τὸ μίσος, προκαλεῖ τὸ φθόνο καὶ τὴ ζήλεια, γεννᾶ κριτικὲς καὶ σαρκασμούς, ἰδιαίτερα ὅταν ἡ ματαιοδοξία του ἐκδηλώνεται μὲ τὰ λόγια του ἢ διαφαίνεται ἀπὸ τὶς διαθέσεις του. Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἀπευθύνει σαφὴ προειδοποίηση στοὺς ἀκροατές του: «Φυλαξώμεθα τοίνυν τὸ περὶ ἑαυτῶν τι λέγειν· τοῦτο γὰρ καὶ παρὰ ἀνθρώποις μισητοὺς καὶ παρὰ Θεῷ βδελυροὺς ἐργάζεται». Τέτοια κατάσταση δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ μὴ γεννήσει στὸν ἄνθρωπο λύπη καὶ ἀγωνία, καθὼς ἀφενὸς μὲν στερεῖται τὴν ἀναμενόμενη, μὲ βάση τὸ πάθος του, ἡδονή, ἀφετέρου δὲ ὀφείλει ν’ ἀντιμετωπίσει τὸ θυμὸ καὶ τὴν ἐπιθετικότητα τοῦ περιβάλλοντός του. Ὁ ματαιόδοξος ὑποφέρει ἀπὸ τὴ διατάραξη τῶν ἁρμονικῶν σχέσεων μὲ τὸν περίγυρό του καὶ ὀφείλει νὰ ἀπασχολεῖται μὲ τὴ δυσκολότερη ἐξεύρεση νέων μέσων, ὥστε μὲ τὴν ἐκμετάλλευσή τους ν’ ἀντικαταστήσει ὅσα ἀπέτυχαν.
Κάτω ἀπὸ τὴν ἐπιρροὴ τῆς κενοδοξίας, ὁ ἄνθρωπος χάνει τὴν αὐτονομία του, ἀλλοτριώνεται καὶ ἀπομονώνεται τόσο στὸ ἴδιο τὸ πάθος, ὅσο καὶ σ’ ἐκεῖνα τὰ στοιχεῖα ποὺ τὸ πάθος ἔχει ἀνάγκη, ὥστε νὰ τραφεῖ καὶ νὰ ἀναπτυχθεῖ. Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ὑπογραμμίζει τὸν ἰδιαίτερα τυραννικὸ χαρακτήρα τοῦ πάθους, ποὺ τὸ θεωρεῖ ἔσχατη καὶ φοβερότατη δουλεία, ποὺ καταφέρνει νὰ ἐξουσιάζει καὶ τὶς μεγαλύτερες ψυχές. Ὅπως κάθε ἄλλο πάθος ὑποτάσσει τὸν ἄνθρωπο στὶς εἰδικὲς σαρκικὲς ἐπιθυμίες του καὶ στὴν ἡδονή, ποὺ συνδέεται μὲ τὴ ματαιοδοξία· ἐπιπλέον τὸν καθιστᾶ ἐξαρτώμενο ἀπὸ τὸ βλέμμα καὶ τὴν ἄποψη τοῦ ἄλλου· τέλος τὸν ὑποδουλώνει σ’ αὐτοὺς ποὺ ἐπιδιώκει ν’ ἀρέσει, ἐπειδὴ ἀναμένει τὰ ἐγκώμια καὶ τοὺς ἐπαίνους τους. Πόσο δυστυχισμένος εἶμαι, ἀλληλογραφεῖ ὁ Ἅγιος Ἰωάννης Ἐρημίτης· ὁ Θεὸς μὲ δημιούργησε ἐλεύθερο, καὶ πάνω μου βαραίνει ἡ κυριαρχία πολλῶν ἀνθρώπων, καθὼς γίνομαι σκλάβος ὅλου τοῦ κόσμου μὲ τὴν ἐπιθυμία μου ν’ ἀρέσω σ’ ὅλο τὸν κόσμο.
Ἄλλο φοβερὸ καὶ ἐπικίνδυνο ἀποτέλεσμα τῆς κενοδοξίας εἶναι ἡ βύθιση τοῦ ἀνθρώπου σ’ ἕνα κόσμο φαντασμάτων. Ὁ Ἅγιος Ἰσαὰκ Σύρος σημειώνει ὅτι «οἷς ζῆ ὁ κόσμος […] ὑπὸ τῆς κενοδοξίας κινούμενοι […] ταράττονται ἀλόγως κινούμενοι». Πράγματι, μὲ τὴν ἔμπνευσή της, ὁ ἄνθρωπος φαντάζεται κάθε εἴδους ἰδιότητες, ἀρετές, ἀξίες, ἀγαθά, κ.λπ. καὶ ἀναπαριστᾶ μὲ τὸ νοῦ τὸν ἑαυτό του νὰ συμμετέχει σὲ καταστάσεις ποὺ ἀξίζουν ἀναγνώριση καὶ ἐγκώμια. «Τὰ πάθη τῆς φιλοδοξίας τῆς εἰκονιζούσης τὰ πρόσωπα καὶ φανταζούσης, καὶ εἰς ἐπιθυμίαν καὶ ἔφεσι διεγείρει». Πρώτη παθολογικὴ συνέπεια τοῦ γεγονότος αὐτοῦ εἶναι ἡ ἀπόσπαση τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὴν πραγματικότητα ποὺ ζεῖ, ἡ διάσπαση τῆς προσοχῆς του ἀπὸ τὸ περιβάλλον, ἡ ἐπιβράδυνση καὶ ὁ περιορισμὸς τῆς δράσης του στὰ ἐντελῶς ἀπαραίτητα καθήκοντά του καὶ ἡ παράλυση τοῦ ζωτικοῦ δυναμισμοῦ του, ὡσότου θέσει τὴν ψυχή του σὲ κατάσταση νάρκωσης. Τὰ συγκεκριμένα παθολογικὰ στοιχεῖα ὑπενθυμίζονται ἀπὸ τὸν Ἅγιο Κασσιανό: Ἡ δυστυχισμένη ψυχή, θέλγεται ἀπὸ τὴ γλυκύτητα τῶν λογισμῶν της, μονοπωλεῖται ἀπὸ τὶς εἰκόνες της, βαθιὰ ναρκωμένη γίνεται ἄθυρμα καὶ ὠθεῖται ἔντονα ἀπὸ τὴν κενοδοξία· ἀποτέλεσμα αὐτῶν εἶναι νὰ μὴ μπορεῖ γενικὰ πλέον ἡ ψυχὴ νὰ ἐπιτηρεῖ μὲ προσοχὴ ὅ,τι συμβαίνει παρουσία της καὶ στοὺς ἀδελφούς της, ἐνῶ εὐχαριστεῖται μὲ τὴν προσκόλλησή της σ’ αὐτὰ τὰ πράγματα, – σὰν νὰ ἦταν ἀληθινά -, ποὺ τὰ ὀνειρεύτηκε ὄντας σ’ ἐγρήγορση κατὰ τὴν φαντασιόπληκτη περιπλάνηση τοῦ νοῦ. Εἶναι δυνατὸ ἡ διαδικασία τῆς φαντασίωσης νὰ ἔχει τὴ ρίζα της, – ἐὰν διατηρεῖται καὶ ἀναπτύσσεται-, σὲ ὀξέα ψευδαισθητικὰ ἐπεισόδια ἢ σὲ παραισθήσεις. Διαπιστώνει σχετικὰ ὁ Εὐάγριος: «Ἀρχὴ πλάνης, νοῦ κενοδοξία». Τὸ ζήτημα τοῦτο πρέπει νὰ φοβίζει ἰδιαίτερα τὸν πνευματικὰ ἀγωνιζόμενο [Σ.τ.μ.: Ἀπόδοση τῆς γαλλικῆς λέξης “spirituel” στὴν εὐρεία σημασία της. Στὴν στενὴ ἔννοια ὁ πνευματικός. Ἄλλες σημασίες: ὁ εὐλαβής, ὁ φιλόθεος, ὁ ἐκκλησιαστικὸς] ποὺ παραδίνεται στὸ πάθος αὐτὸ καὶ συνεπῶς προσφέρει εὐνοϊκὸ ἔδαφος στὸ δαίμονα τῆς κενοδοξίας, ποὺ συνηθίζει νὰ ἐπιτίθεται μὲ δύναμη τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς. Γράφει σχετικὰ ὁ Εὐάγριος: «Ἐπὰν καθαρῶς λοιπόν, ἀπλανῶς καὶ ἀληθῶς προσεύχηται ὁ νοῦς τὸ τηνικαῦτα, οὐκ ἔτι ἐκ τῶν ἀριστερῶν ὑπέρχονται οἱ δαίμονες, ἀλλ’ ἐκ τῶν δεξιῶν ὑποτίθενται γὰρ αὐτῷ δόξαν Θεοῦ, καὶ σχηματισμὸν τινὰ τῶν τὴ αἰσθήσει φίλων, ὡς δοκεῖ τελείως τετεῦχθαι αὐτὸν τοῦ περὶ προσευχῆς σκοποῦ. Τοῦτο δὲ ἔφρασε θαυμαστὸς καὶ γνωστικὸς ἀνήρ, ὑπὸ τοῦ τῆς κενοδοξίας πάθους γίνεσθαι». Τὸ πάθος ἐξηγεῖ ἀλλοῦ, ὠθεῖ τὸν νοῦ «κινούμενον, ἐν σχήματι καὶ μορφαῖς περιγράφειν πειρᾶται τὸ Θεῖον»: οἱ δαίμονες προπορεύονται τῆς τάσης αὐτῆς τοῦ νοῦ καὶ παρουσιάζονται ἐκεῖ γιὰ νὰ ἐκτρέψουν καὶ νὰ ταράξουν ὅποιον εἶχε τὴν ἀτυχία νὰ τὸ ἀφήσει ν’ ἀναπτυχθεῖ μέσα του. Ὁ Παλλάδιος στὴ Λαυσαϊκὴ Ἱστορία ἀναφέρει τὸ παράδειγμα ἑνὸς μοναχοῦ ποὺ ἔφθασε στὴ μανία κάτω ἀπὸ τὴν ἐπίδραση τῆς ματαιοδοξίας: «Διέφθαρτο δὲ αὐτοῦ τὸ φρονοῦν τῇ ἀκολασίᾳ τῆς κενοδοξίας».
Τὰ παθολογικὰ ἀποτελέσματα τῆς κενοδοξίας εἶναι εὐρέως ἐκτεταμένα καὶ στὸ πνευματικὸ ἐπίπεδο. Εἰσάγει στὸν ἄνθρωπο τὸν πνευματικὸ θάνατο. Τυφλώνει τὸν νοῦ του, τὸν ταράσσει καὶ ἐλαττώνει σημαντικὰ τὴ γνώση του. Καταστρέφει ὅλες τὶς ἀρετὲς ποὺ ἀπέκτησε ὁ ἄνθρωπος καὶ καθιστᾶ ὅλες τὶς ἀσκητικές του προσπάθειες ἐντελῶς ἄχρηστες. Ἐξαιτίας της, παρατηρεῖ ὁ Ἅγιος Μάξιμος: «Εἰσὶ πολλὰ τινὰ φύσει καλὰ ὑπὸ τῶν ἀνθρώπων γινόμενα, ἀλλ’ οὐ καλὰ πάλιν […] ὅταν διὰ κενοδοξίαν γίνονται». Ἡ ἄσκηση καὶ οἱ ἀρετές, ποὺ ἡ ματαιοδοξία τείνει ν’ ἀναπτύξει πραγματικὰ λειτουργοῦν γιὰ νὰ ἑνώσουν τὸν ἄνθρωπο μὲ τὸ Θεὸ καὶ νὰ τὸν καταστήσουν τελικὰ μέτοχο τῆς θείας δόξας. Μέσω τῆς κενοδοξίας, ὁ ἄνθρωπος τὶς διαστρέφει ἀπὸ τὸ φυσιολογικὸ σκοπό τους καὶ τὶς κάνει ὑπηρέτες τῆς δικῆς του δόξας· σκοπὸς του εἶναι νὰ δοξασθεῖ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ἢ τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό του, καὶ ὄχι ἀπὸ τὸ Θεὸ ὅπως ὀφείλει. Ἡ ἀπώλεια τῶν καρπῶν τῆς ἄσκησης καὶ τῶν ἀρετῶν, πέρα ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι συνιστᾶ πνευματικὴ καταστροφὴ γιὰ τὸν ἑαυτό του, ὁδηγεῖ ἀναπόφευκτα στὴ δημιουργία κατάστασης πόνου καὶ ὀδύνης στὴν ψυχή του. Αὐτή, στερούμενη τὰ πολυτιμότερα ἀγαθὰ καὶ τὴν πνευματικὴ ἀπόλαυση, ποὺ εἰσέπραττε, βρίσκεται καὶ πάλι κενή, ἐγκαταλειμένη, γεμάτη ταραχὴ καὶ δυσφορία καὶ φαίνεται προορισμένη νὰ βιώνει μόνιμα ἔλλειψη ἱκανοποίησης. Γιατί, ἂν ἡ ἡδονὴ ποὺ προσαρτᾶται στὴν κενοδοξία ἔχει παροδικὰ τὴ δυνατότητα νὰ γεμίζει τὴν ψυχή, δὲ θὰ μποροῦσε νὰ διατηρεῖ τὴν ἰσχὺ αὐτὴ γιὰ πάντα, ἐξαιτίας, ὅπως εἴδαμε, τοῦ μερικοῦ, πρόσκαιρου καὶ μὴ πραγματικοῦ χαρακτήρα της, τοῦ κατ’ εἰκόνα τῶν σαρκικῶν πραγμάτων μὲ τὰ ὁποία τρέφεται· τελικὰ ἡ ἡδονὴ βυθίζει τὴν ψυχὴ στὴν ἀπογοήτευση καὶ τὴν πικρία. Γράφει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης Κασσιανὸς ὅτι ἡ κενοδοξία εἶναι τροφὴ ποὺ τέρπει τὴν ψυχὴ γιὰ μικρὸ χρονικὸ διάστημα, ἀλλὰ μετὰ τὴν ἀφήνει ἄδεια, χωρὶς ἀρετὴ καὶ γυμνή, ἄγονη, στερημένη ἀπὸ κάθε πνευματικὸ καρπό. Συνεπῶς ἡ κενοδοξία ὄχι μόνο καταστρέφει τὴν ἀρετὴ μεγάλων κόπων [Σ.τ.μ.: Πνευματικῶν ἀγώνων] ἀλλὰ προξενεῖ στὴν ψυχὴ ἀκόμη μεγαλύτερους πόνους καὶ βάσανα.
Καταστρέφοντας τὶς ἀρετὲς ποὺ ἀποκτήθηκαν, ἡ κενοδοξία πρώτιστα ὁδηγεῖ σὲ ἐπανεμφάνιση τῶν ἀντίστοιχων παθῶν στὴν ψυχὴ καὶ ἀνοίγει κατόπιν τὴ θύρα καὶ σὲ ὅλα τὰ ὑπόλοιπα πάθη. Οἱ Πατέρες, ὅπως εἴδαμε, τὴν κατατάσσουν μεταξὺ τῶν τριῶν γενικότατων παθῶν, ποὺ ἀποτελοῦν πηγὴ ὅλων τῶν ὑπολοίπων. Ὁ Ἅγιος Μάρκος ὁ Ἐρημίτης τὴν ἀξιολογεῖ ὡς «ρίζαν αἰσχρᾶς ἐπιθυμίας», «αἰτίαν πάσης κακίας», «μητέρα τῶν κακῶν» καὶ διδάσκει ὅτι «κενοδοξία […] δουλεύειν τῇ ἁμαρτίᾳ πέφυκε». Προπαντὸς γεννᾶ τὴν ὑπερηφανία, τῆς ὁποίας εἶναι πρόδρομος καὶ μητέρα, καθὼς καὶ ὅλων τῶν παθῶν, ποὺ συνδέονται μὲ τὴν ὑπερηφανία: τῆς βλασφημίας, τῆς κατάκρισης καὶ τῆς περιφρόνησης τοῦ ἄλλου, τοῦ πνεύματος κυριαρχίας, τῆς φιλαρχίας, τῆς σκληροκαρδίας, τῆς ἀνυπακοῆς. Παράγει ἀκόμη τὴν ὀργὴ καὶ ὅλους τοὺς δορυφόρους της: τὸ μίσος, τὴ ζήλεια, τὶς διχόνοιες, τὶς φιλονικίες. Προέρχονται ἐπιπλέον ἀπὸ αὐτή: τὸ ψεῦδος, ἡ ὑποκρισία, οἱ μωρολογίες, ἡ πορνεία, ἡ φιλαργυρία καὶ ἡ πλεονεξία, καὶ ὅπως ἤδη ὑπογραμμίσαμε, ἡ λύπη.
Σημειώνουμε, γιὰ νὰ τελειώσουμε, ὅτι οἱ δαίμονες παίζουν πολὺ ἐνεργὸ ρόλο στὴ γέννηση καὶ τὴν ἀνάπτυξη τῆς κενοδοξίας. «Τὰ μετὰ ταραχῆς καὶ κενοδοξίας γινόμενα τῶν δαιμόνων ἐστι», διδάσκει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης Γάζης. Ὁ Ἅγιος Βαρσανούφιος ἐπιβεβαιώνει ὅτι «[…] κενοδοξίαν ἐνεργοῦντες εἰσὶν οἱ δαίμονες πρὸς τὸ ἐξολοθρεῦσαί σου τὴν ψυχήν». Ἐὰν οἱ δαίμονες δὲν τὴν εἰσάγουν στὴν ψυχή, ἐπωφελοῦνται σὲ κάθε περίπτωση ἀπὸ τὴ γέννηση καὶ τὴν παρουσία της στὴν ψυχή, ὥστε νὰ τὴν ὑποδουλώσουν στὴν καταστροφική τους δράση. «Τὴν γὰρ φιλοδοξίαν μάλιστα εἰς πρόφασιν τῆς ἑαυτῶν κακίας λαμβάνοντες δι’ ἐκείνης ὥσπερ διὰ θυρίδος τινὸς σκοτεινῆς εἰσπηδῶντες τὰς ψυχὰς διαρπάζουσιν», γράφει ὁ Ἅγιος Διάδοχος Φωτικῆς. Ὅποιος δέχεται μέσα του τὸ πάθος αὐτὸ ἐκπληρώνει τὸ θέλημα τοῦ διαβόλου, γιὰ νὰ καταλήξει τελικὰ νὰ γίνει σκλάβος του καὶ ἄθυρμά του. Ὁ Ἀββᾶς Ἠσαΐας παρατηρεῖ: «Ὁ φιλῶν τὸ δοξάζεσθαι ὑπὸ τῶν ἀνθρώπων ἐκτὸς φθόνου εἶναι οὐ δύναται· ὁ δὲ ἔχων φθόνον οὐ δύναται εὑρεῖν ταπεινοφροσύνην ὁ δὲ τοιοῦτος παρέδωκε τὴν ἰδίαν ψυχὴν τοῖς ἐχθροῖς αὐτοῦ, καὶ οὗτοι περιέλκουσιν αὐτὴν εἰς πολλὰ κακὰ καὶ ἀναιροῦσιν αὐτήν».