Βίνσεντ βὰν Γκὸγκ
Ἄποψη τῆς Ὀβὲρ Μάιος-Ἰούνιος 1890
Ἐλαιογραφία σὲ μουσαμὰ 50 χ 52 ἑκ
Στὴν Ὀβὲρ ὁ Βίνσεντ δυσκολεύεται νὰ κρατήσει τὸ πινέλο στὸ χέρι ἀλλὰ σὲ λιγότερο ἀπὸ δύο μῆνες ἔχει ζωγραφίσει πάνω ἀπὸ ἑβδομήντα πίνακες. Ἡ ψυχική του κατάσταση εἶναι ἴσως ἐκείνη τοῦ ἀνθρώπου ποὺ νιώθει ὅτι ἔφτασε σὲ μία ἀποφασιστικὴ καμπὴ τῆς ζωῆς τοῦ ἀλλὰ καὶ τῆς σταδιοδρομίας του. Ἡ τεχνοτροπία τοῦ δείχνει νὰ περνάει σὲ μεταβατικὸ στάδιο ἀποσαφήνισης. Ἐδῶ εἶναι χρήσιμο νὰ θυμίσουμε ὅτι ὁ δόκτωρ Γκασὲ ἦταν συλλέκτης καὶ τὰ ἔργα στὸ σπίτι του θὰ μποροῦσαν νὰ ἐπηρεάσουν ἔντονα τὸν Βᾶν Γκόγκ. Ἀνάμεσα στ\’ ἄλλα, ἦταν σημαντικὴ καὶ ἡ παρουσία τοῦ Πὸλ Σεζᾶν, μίας κεντρικῆς μορφῆς στὴν ἐξέλιξη τῆς ζωγραφικῆς του καιροῦ, κυρίως τῆς τοπιογραφίας. Ἡ «αὐστηρὴ ὀμορφιὰ» τῆς φύσης σ\’ αὐτὴ τὴ γωνιὰ τοῦ Ἰλντε-Φράνς, ἡ εἰλικρινὴς ἐκτίμηση ποὺ τρέφει ὁ Γκασὲ γι\’ αὐτόν, ἡ ὑγεία του ποὺ τὶς τελευταῖες ἑβδομάδες εἶναι καλή, ὅλα φαίνεται νὰ δημιουργοῦν μία εὐνοϊκὴ συγκυρία προκειμένου ὁ Βίνσεντ νὰ ἐργαστεῖ ἥσυχα – τὰ μαῦρα σύννεφα στὸν ὁρίζοντα μοιάζουν πολὺ μακρινά. Στὸν πίνακα διακρίνεται ἡ γαλήνη τοῦ τόπου, στὴν ὁποία ἀντανακλᾶται ἡ ἠρεμία τοῦ ζωγράφου, ποὺ προσκαλεῖ τὸν ἀδελφό του νὰ ἀφήσει «ἔστω καὶ γιὰ ἕναν μόνο μήνα» τὸ Παρίσι καὶ νὰ πάει νὰ ζήσει μέσα στὴν «ἀταραξία τοῦ Πιβὶ ντὲ Σαβᾶν».

Ὁ τρόπος ποὺ ἁπλώνει τὸ χρῶμα εἶναι ἀσυνήθιστος, σχεδὸν σὰν νὰ θέλει νὰ δώσει τὴν ἐντύπωση ὅτι βλέπει ἕναν μεταξωτὸ πράσινο μανδύα φτιαγμένο μόνο ἀπὸ τὶς τονικὲς ἀξίες. Τὸ τμῆμα τοῦ πίνακα ποὺ ἀφιερώνεται στὸν οὐρανὸ μοιάζει ἡμιτελές.

«Ἂν βαλθῶ νὰ ζωγραφίσω σοβαρὰ (αὐτὰ τὰ σπίτια), ἴσως καταφέρω νὰ βγάλω τὰ ἔξοδα παραμονῆς μου», γράφει στὸν Τεό, ἐνῶ σ\’ ἕνα γράμμα στὸν Μπερνὰρ ἐκφράζει τὸν θαυμασμὸ τοῦ γι\’ αὐτὸ τὸ εἶδος «καλύβας μὲ τὴ στέγη ἀπὸ βρύα καὶ ἄχυρα καὶ τὴν μουτζουρωμένη καπνοδόχο».

Ὁ Σεζᾶν εἶχε ζωγραφίσει αὐτὴν τὴ φύση μερικὰ χρόνια πρίν. Αὐτὸ ποὺ ὁ Βᾶν Γκὸγκ ἀποδίδει ὡς διακοσμητικὸ ἀραβούργημα πράσινων ἀποχρώσεων, ποὺ φέρνει στὸν νοῦ τὸ σχῆμα τῶν θάμνων, γιὰ τὸν Σεζᾶν εἶναι μία συσσώρευση ἀπὸ πυκνὲς πινελιὲς μὲ διαγώνια φορά, ποὺ θυμίζουν, χωρὶς διακοσμητικὴ διάθεση, τὴν «πλαστικὴ πληρότητα» τῶν ἴδιων τῶν μορφῶν.