Ἐννόημα
    Ἐννόημα
  • !

    Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος θὰ σχολιάσει διδάσκοντας: «Ποῦ εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ λένε εἶναι ἄδικο γιὰ μία στιγμὴ ποὺ σκότωσα καὶ γιὰ λίγες στιγμὲς ποὺ μοίχευσα, νὰ κολάζομαι γιὰ πάντα; Τί νὰ πεῖ κι αὐτός, ὁ παράλυτος, ποὺ δὲν ἁμάρτησε τόσα χρόνια, ὅσα κολαζόταν; Κι ὅμως πέρασε μία ζωὴ σὲ τιμωρία. Γιατί τὰ ἁμαρτήματα δὲν κρίνονται ἀπὸ τὴ διάρκειά τους ἀλλὰ ἀπὸ τὴ φύση καὶ τὴ βαρύτητά τους».

  • !

    Ἀπὸ ὅ,τι φαίνεται, ὅμως, ἀπὸ τὴν πολύχρονη «ταφὴ» του εἶχε τεράστιο κέρδος. Εἶχε ἀποκτήσει ἀξιοθαύμαστη ὑπομονὴ καὶ μακροθυμία· τόση, πού, ὄχι μόνο δὲν δυσανασχέτησε μὲ τὴν ἐρώτηση τοῦ Χριστοῦ «θέλεις νὰ γίνεις καλά;», ὄχι μόνο δὲν τοῦ ἀπάντησε -κατὰ τὸν Χρυσορρήμονα- «γιὰ νὰ μὲ κοροϊδέψεις ἦρθες καὶ νὰ γελάσει εἰς βάρος μου;» ἀλλά, ἀντίθετα, «πράως καὶ μετ’ ἐπιεικείας πολλῆς» τοῦ ἀπάντησε: «Κύριε, δὲν ἔχω ἄνθρωπο, ὥστε -ὅταν ταραχθεῖ τὸ νερὸ- νὰ μὲ βάλει στὴν κολυμβήθρα».

  • !

    Ὁ Χριστός, καὶ σὲ αὐτὸ τὸ θαῦμα του, δὲν εἶναι μόνο ὁ γιατρὸς μιᾶς ἀνθρώπινης ἀρρώστιας. Εἶναι ὁ νέος Ἀδάμ, ὁ Θεάνθρωπος, ποὺ ἦρθε νὰ «μαρτυρήσῃ τῇ ἀληθείᾳ». Καὶ ἡ ἀληθινὴ σημασία τῶν λόγων του εἶναι: «Ἐγώ, ὁ μονογενὴς Υἱoς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ἔγινα καὶ ἄνθρωπος, γιὰ νὰ δώσω τὴ δυνατότητα καὶ σὲ σένα καὶ σὲ κάθε ἄνθρωπο νὰ ἀνακαινιστεῖτε. Νὰ γίνετε καινούργιοι ἀνθρωποι· καινὴ κτίσις. Νὰ γίνετε, ὄχι ἁπλῶς καλοὶ ἄνθρωποι, ἀλτρουιστές, ποὺ θὰ βοηθᾶτε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, ἀλλὰ κατὰ χάριν τέκνα μου καὶ συγκληρονόμοι τῆς Βασιλείας μου».

  • !

    Εἶναι ἀξιοπρόσεκτο ὅτι ἀμφότεροι, ἑρμηνευτὲς καὶ ὑμνογράφοι τῆς Ἐκκλησίας, συνδέουν τὴν κολυμβήθρα τῆς Βηθεσδὰ μὲ τὴν ἁγία κολυμβήθρα τοῦ Βαπτίσματος: «Ἐν τῇ κολυμβήθρᾳ τῇ Προβατικῇ ποτὲ ἄγγελος κατήρχετο καὶ ἕναν ἰᾶτο κατὰ χρόνον· Βαπτίσματί δὲ θείῳ νῦν καθαίρει ἄπειρα πλήθη ὁ Χριστός».

  • !

    Ἡ διὰ τοῦ Βαπτίσματος, ὅμως, κάθαρση, λόγῳ τῶν ἁμαρτιῶν μας χρειάζεται συνεχῆ ἀνανέωση. Χρειάζεται ὄχι περιστασιακὴ ἀλλὰ σταθερὴ μετάνοια. Εἶναι κρίμα, ἕνα «οἰκοδόμημα», ποὺ γιὰ νὰ ἀποκτήσει γερὰ θεμέλια χρειάστηκαν -ἂς ποῦμε- τριάντα ὀκτὼ χρόνια σκληρῆς δουλειᾶς, νὰ καταρρεύσει ἀπὸ τὴν ὑποτροπὴ στὴν ἁμαρτία μιᾶς στιγμῆς. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Χριστὸς προειδοποιεῖ μὲ τὴ φιλανθρωπία του τὸν πρώην παράλυτο, ποὺ μόλις στάθηκε στὰ σωματικὰ καὶ πνευματικά του πόδια, νὰ μὴν ἁμαρτήσει ξανά, γιὰ νὰ μὴ βιώσει ξανὰ στὸ μέλλον μία νέα δοκιμασία.

  • !

    Ἡ ἐξαιτίας τῆς ὑποκρισίας τους πνευματικὴ παραλυσία δὲν τοὺς ἄφηνε νὰ «περπατήσουν» παραπέρα ἀπὸ τὴν κατὰ γράμμα ἑρμηνεία τοῦ μωσαϊκοῦ νόμου καὶ νὰ καταλάβουν ὅτι ἡ οὐσιαστικὴ τιμὴ πρὸς τὸ Σάββατο ἦταν «ἡ ἀγαθοποιΐα καὶ ἡ τῶν κακῶν ἀποχή». Ἔτσι ἐπέμεναν στὴν ἑκούσια τύφλωσή τους, μὴ θέλοντας νὰ δοῦν τὸ θαῦμα τῆς θεραπείας τοῦ παραλύτου καὶ νὰ δοξάσουν τὸν Θεό. Πολὺ περισσότερο, δὲν ἤθελαν νὰ καταλάβουν ὅτι Αὐτός, ποὺ εὐεργετοῦσε τοὺς ἀνθρώπους τὸ Σάββατο, ἦταν καὶ ὁ νομοθέτης καὶ Κύριος τοῦ Σαββάτου. Καὶ θὰ ἐπιδιώξουν νὰ τὸν φονεύσουν, «φαινομενικὰ μὲν ἐπειδὴ δῆθεν καταργοῦσε τὸ Σάββατο, στὴν οὐσία ὅμως ἐπειδὴ τὸν φθονοῦσαν, γιατὶ ξεσκέπαζε τὴν ὑποκρισία τους» (Ἅγιος Θεοφύλακτος).

Ἀνάσταση ἄταφου νεκροῦ

 

Ὁ μετὰ τὴν τριήμερη ταφὴ του ἀναστὰς ἐκ νεκρῶν Χριστὸς ἔρχεται σήμερα νὰ ἀναστήσει ἕναν ἐπὶ τριάντα ὀκτὼ ἔτη «ἄταφο νεκρό». Φαίνεται λίγο ὑπερβολικὸ τὸ «ἐπιτίμιο» τοῦ παραλύτου, ὁ ὁποῖος -ὅπως ἀποκάλυψε ὁ Χριστὸς- παιδαγωγοῦνταν γιὰ τὶς ἁμαρτίες του. Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος θὰ σχολιάσει διδάσκοντας: «Ποῦ εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ λένε εἶναι ἄδικο γιὰ μία στιγμὴ ποὺ σκότωσα καὶ γιὰ λίγες στιγμὲς ποὺ μοίχευσα, νὰ κολάζομαι γιὰ πάντα; Τί νὰ πεῖ κι αὐτός, ὁ παράλυτος, ποὺ δὲν ἁμάρτησε τόσα χρόνια, ὅσα κολαζόταν; Κι ὅμως πέρασε μία ζωὴ σὲ τιμωρία. Γιατί τὰ ἁμαρτήματα δὲν κρίνονται ἀπὸ τὴ διάρκειά τους ἀλλὰ ἀπὸ τὴ φύση καὶ τὴ βαρύτητά τους».

«Ἄνθρωπον οὐκ ἔχω!»

Σίγουρα θὰ εἶχε φτάσει πολὺ κοντὰ στὴν ἔσχατη ἀπελπισία ὁ ἐπὶ τόσα χρόνια παράλυτος. Ἔτσι πιστεύει καὶ ὁ ὑμνωδός, ὅταν τοῦ βάζει στὸ στόμα τὰ λόγια: «Τί κερδίζω ἀπὸ τὸ νὰ συνεχίζω νὰ ζῶ; Τάφος μου ἔγινε τὸ κρεβάτι μου». Ἀπὸ ὅ,τι φαίνεται, ὅμως, ἀπὸ τὴν πολύχρονη «ταφὴ» του εἶχε τεράστιο κέρδος. Εἶχε ἀποκτήσει ἀξιοθαύμαστη ὑπομονὴ καὶ μακροθυμία· τόση, πού, ὄχι μόνο δὲν δυσανασχέτησε μὲ τὴν ἐρώτηση τοῦ Χριστοῦ «θέλεις νὰ γίνεις καλά;», ὄχι μόνο δὲν τοῦ ἀπάντησε -κατὰ τὸν Χρυσορρήμονα- «γιὰ νὰ μὲ κοροϊδέψεις ἦρθες καὶ νὰ γελάσει εἰς βάρος μου;» ἀλλά, ἀντίθετα, «πράως καὶ μετ’ ἐπιεικείας πολλῆς» τοῦ ἀπάντησε: «Κύριε, δὲν ἔχω ἄνθρωπο, ὥστε -ὅταν ταραχθεῖ τὸ νερὸ- νὰ μὲ βάλει στὴν κολυμβήθρα».

Ἂς ἀφήσουμε κι ἐδῶ τὸν ὑμνωδὸ νὰ «ξεπεράσει» τὸν εὐαγγελιστὴ μὲ τὴν -κάθε ἄλλο παρὰ λυρικὴ- ἀπόδοση τῆς ἀπάντησης τοῦ Χριστοῦ: «Γιὰ σένα ἔγινα ἄνθρωπος. Γιὰ σένα ἐνδύθηκα ἀνθρώπινη σάρκα· κι ἐσὺ λὲς ἄνθρωπο δὲν ἔχω; Σήκω! Πάρε καὶ τὸ κρεβάτι σου καὶ περπάτα». Τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ δὲν σημαίνουν: «Ἄνθρωπο ζητᾶς; Νά! Βρέθηκα ἐγὼ καὶ θὰ σὲ βοηθήσω».

Οὔτε ἁπλῶς ἤθελε νὰ τοῦ πεῖ: «Τί σὲ νοιάζει; Ἐγὼ Θεὸς εἶμαι καὶ θὰ σὲ θεραπεύσω». Ὁ Χριστός, καὶ σὲ αὐτὸ τὸ θαῦμα του, δὲν εἶναι μόνο ὁ γιατρὸς μιᾶς ἀνθρώπινης ἀρρώστιας. Εἶναι ὁ νέος Ἀδάμ, ὁ Θεάνθρωπος, ποὺ ἦρθε νὰ «μαρτυρήσῃ τῇ ἀληθείᾳ». Καὶ ἡ ἀληθινὴ σημασία τῶν λόγων του εἶναι: «Ἐγώ, ὁ μονογενὴς Υἱoς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ἔγινα καὶ ἄνθρωπος, γιὰ νὰ δώσω τὴ δυνατότητα καὶ σὲ σένα καὶ σὲ κάθε ἄνθρωπο νὰ ἀνακαινιστεῖτε. Νὰ γίνετε καινούργιοι ἀνθρωποι· καινὴ κτίσις. Νὰ γίνετε, ὄχι ἁπλῶς καλοὶ ἄνθρωποι, ἀλτρουιστές, ποὺ θὰ βοηθᾶτε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, ἀλλὰ κατὰ χάριν τέκνα μου καὶ συγκληρονόμοι τῆς Βασιλείας μου».

Σταθερὴ μετάνοια

Αὐτή, βέβαια, ἡ ἀνακαίνιση δὲν ἐπιβάλλεται ἐξαναγκαστικά. Εἶναι μόνο καρπὸς τῆς ἐλεύθερης συνεργασίας τοῦ πεπτωκότος ἀνθρώπου μὲ τὸν Χριστό. Ἡ ἀρχὴ της εἶναι τὸ ἅγιο Βάπτισμα. Καὶ εἶναι ἀξιοπρόσεκτο ὅτι ἀμφότεροι, ἑρμηνευτὲς καὶ ὑμνογράφοι τῆς Ἐκκλησίας, συνδέουν τὴν κολυμβήθρα τῆς Βηθεσδὰ μὲ τὴν ἁγία κολυμβήθρα τοῦ Βαπτίσματος: «Ἐν τῇ κολυμβήθρᾳ τῇ Προβατικῇ ποτὲ ἄγγελος κατήρχετο καὶ ἕναν ἰᾶτο κατὰ χρόνον· Βαπτίσματί δὲ θείῳ νῦν καθαίρει ἄπειρα πλήθη ὁ Χριστός».

Ἡ διὰ τοῦ Βαπτίσματος, ὅμως, κάθαρση, λόγῳ τῶν ἁμαρτιῶν μας χρειάζεται συνεχῆ ἀνανέωση. Χρειάζεται ὄχι περιστασιακὴ ἀλλὰ σταθερὴ μετάνοια. Εἶναι κρίμα, ἕνα «οἰκοδόμημα», ποὺ γιὰ νὰ ἀποκτήσει γερὰ θεμέλια χρειάστηκαν -ἂς ποῦμε- τριάντα ὀκτὼ χρόνια σκληρῆς δουλειᾶς, νὰ καταρρεύσει ἀπὸ τὴν ὑποτροπὴ στὴν ἁμαρτία μιᾶς στιγμῆς. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Χριστὸς προειδοποιεῖ μὲ τὴ φιλανθρωπία του τὸν πρώην παράλυτο, ποὺ μόλις στάθηκε στὰ σωματικὰ καὶ πνευματικά του πόδια, νὰ μὴν ἁμαρτήσει ξανά, γιὰ νὰ μὴ βιώσει ξανὰ στὸ μέλλον μία νέα δοκιμασία.

Πῶς τιμοῦμε τὸ Σάββατο;

Ἡ θεραπεία τοῦ παραλύτου καὶ ἡ μεταφορὰ τοῦ κρεβατιοῦ του ἡμέρα Σάββατο σκανδάλισαν τοὺς ἀθεράπευτα «παράλυτους» Ἰουδαίους. Ἡ ἐξαιτίας τῆς ὑποκρισίας τους πνευματικὴ παραλυσία δὲν τοὺς ἄφηνε νὰ «περπατήσουν» παραπέρα ἀπὸ τὴν κατὰ γράμμα ἑρμηνεία τοῦ μωσαϊκοῦ νόμου καὶ νὰ καταλάβουν ὅτι ἡ οὐσιαστικὴ τιμὴ πρὸς τὸ Σάββατο ἦταν «ἡ ἀγαθοποιΐα καὶ ἡ τῶν κακῶν ἀποχή». Ἔτσι ἐπέμεναν στὴν ἑκούσια τύφλωσή τους, μὴ θέλοντας νὰ δοῦν τὸ θαῦμα τῆς θεραπείας τοῦ παραλύτου καὶ νὰ δοξάσουν τὸν Θεό. Πολὺ περισσότερο, δὲν ἤθελαν νὰ καταλάβουν ὅτι Αὐτός, ποὺ εὐεργετοῦσε τοὺς ἀνθρώπους τὸ Σάββατο, ἦταν καὶ ὁ νομοθέτης καὶ Κύριος τοῦ Σαββάτου. Καὶ θὰ ἐπιδιώξουν νὰ τὸν φονεύσουν, «φαινομενικὰ μὲν ἐπειδὴ δῆθεν καταργοῦσε τὸ Σάββατο, στὴν οὐσία ὅμως ἐπειδὴ τὸν φθονοῦσαν, γιατὶ ξεσκέπαζε τὴν ὑποκρισία τους» (Ἅγιος Θεοφύλακτος).

Ἐμεῖς, ἂς ἁγιάζουμε ὄχι μόνο τὰ Σάββατα, ἀλλὰ καὶ ὁλόκληρη τὴ ζωή μας μὲ τὴν κατάπαυση τῶν πονηρῶν ἔργων καὶ τὴ σταθερή μας μετάνοια, ἐπαναλαμβάνοντας τὴν κατανυκτικὴ προσευχὴ ποὺ μᾶς χαρίζει τὸ κοντάκιο τῆς ἑορτῆς: «Ὅπως καὶ στὸν παράλυτο μὲ τὴ θεϊκή σου παρουσία, ἀνάστησε, Κύριε, καὶ σὲ μένα τὴν -ἐξαιτίας τῶν ἁμαρτιῶν μου- φοβερὰ παράλυτη ψυχή μου. Ἔτσι, ἀφοῦ σταθῶ στὰ πόδια μου, θὰ μπορῶ νὰ δοξάζω τὴν εὐσπλαχνία καὶ τὴν παντοδυναμία σου».