«Οἱ καρποὶ τῆς ἐπιθεώρησης ἑνὸς στρατηγοῦ» θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι ὁ τίτλος τῆς σημερινῆς ἀποστολικῆς περικοπῆς. Τὸν δανειζόμαστε ἀπὸ τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο, ποὺ ἑρμηνεύοντάς την λέει: «Σὰν κάποιος στρατηγὸς ποὺ ἐπιθεωρεῖ τὶς τάξεις τοῦ στρατεύματος, ἔτσι καὶ ὁ Πέτρος περιέρχεται ὅλα τὰ μέρη ὅπου κηρύχθηκε τὸ Εὐαγγέλιο, γιὰ νὰ διαπιστώσει ποιὸ μέρος ἦταν συγκροτημένο, ποιὸ ἦταν σὲ τάξη πορείας, ποιὸ χρειαζόταν περισσότερο τὴν παρουσία του». Διότι, τί ἄλλο παρὰ «στρατιῶτες Ἰησοῦ Χριστοῦ» (Β’ Τιμ. 2,3) ἦταν οἱ νεοφώτιστοι χριστιανοί, «ὁπλῖται παρατάξεως Κυρίου», ποὺ στρατολογήθηκαν γιὰ νὰ πολεμήσουν ὄχι τοὺς συνανθρώπους τοὺς ἀλλὰ τὰ πάθη τους, τὴν κάθε εἴδους πλάνη καὶ «τοὺς κοσμοκράτορας τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος τούτου» δαίμονες;
«Σὲ θεραπεύει ὁ Χριστὸς»
Ἡ ἀρρώστια, βέβαια, καὶ ὁ θάνατος εἶναι ἐχθροὶ πιὸ ὁρατοὶ γιὰ τὸν νηπιόφρονα ἄνθρωπο, ἔστω κι ἂν εἶναι λιγότερο ἐπικίνδυνοι ἀπὸ τοὺς προηγούμενους. Καὶ ἐπειδὴ δὲν πάει κανεὶς κατευθεῖαν ἀπὸ τὸ νηπιαγωγεῖο στὸ πανεπιστήμιο, γι’ αὐτὸ καὶ ὁ ἀπόστολος Πέτρος στηρίζει ἐδῶ τους «νεοσυλλέκτους» στὴν πίστη μὲ τὰ «παχυλὰ» καὶ χειροπιαστὰ σημεῖα τῆς θεραπείας ἑνὸς παραλύτου καὶ τῆς ἀνάστασης μιᾶς νεκρῆς.
Τὸ πρῶτο θαῦμα ἔγινε στὴ Λύδδα. Ὁ ἄρρωστος λεγόταν Αἰνέας καὶ ἦταν κατάκοιτος ὀκτὼ χρόνια. Ὁ παράλυτος τῆς σημερινῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς ἦταν ἀσθενὴς τριάντα ὀκτὼ χρόνια. Οἱ δύο θεραπεῖες ἔχουν ὅμως καὶ κοινὰ σημεῖα: α) Καὶ στὶς δύο Γιατρὸς ἦταν ὁ Χριστός. Ἡ πρώτη ἔγινε μὲν μὲ μεσιτεία τοῦ ἀποστόλου Πέτρου· γιὰ νὰ μὴν γίνει ὅμως παρανόηση ὡς πρὸς τὸν αὐτουργὸ τῆς θεραπείας, προλαβαίνει ὁ Ἀπόστολος καὶ ξεκαθαρίζει: «Αἰνέα, σὲ θεραπεύει ὁ Χριστός». β) Τὸ δεύτερο κοινὸ σημεῖο εἶναι ὅτι καὶ στὶς δύο δὲν ζητήθηκε ἀπὸ τοὺς ἀσθενεῖς ὁμολογία πίστης πρὶν ἀπὸ τὴ θεραπεία. Ὁ ἅγιος Πέτρος, κατὰ τὸν Χρυσορρήμονα, μιμεῖται τὸν Διδάσκαλό του, ὁ Ὁποῖος ὅταν ἄρχισε τὰ θαύματα δὲν ζητοῦσε πίστη.
Καὶ ὁ Ἀπόστολος μπορεῖ νὰ μὴ ζήτησε πίστη, ἀλλὰ ζήτησε ἀπὸ τὸν παράλυτο, ἀφοῦ σηκωθεῖ, νὰ στρώσει μόνος του τὸ κρεβάτι του. Δὲν εἶναι ἀσήμαντη ἡ λεπτομέρεια. Προφανῶς ὁ πρῶτος λόγος ἦταν νὰ γίνει ἐμφανὴς ἡ τέλεια θεραπεία. Οἱ ἑρμηνευτές, ὡστόσο, ἐπισημαίνουν καὶ δεύτερο λόγο: Ἐπειδὴ ὁ Θεὸς κάνει τὸ μέγιστο καὶ τὸ ὑπερφυσικό, δὲν πρέπει νὰ σταυρώνουμε τὰ χέρια καὶ νὰ περιμένουμε σὲ ὅλα οὐρανοκατέβατες λύσεις. Ἐμεῖς πρέπει νὰ κάνουμε μὲ εὐθύνη καὶ συνέπεια τὸ μικρὸ ἢ καὶ ἐλάχιστο ποὺ ταιριάζει στὶς δυνάμει μας. Τὸ θαῦμα εἶναι ἀφύπνιση γιὰ δουλειά, καὶ ὄχι ἀφορμὴ γιὰ ραθυμία καὶ ἐπανάπαυση.
Ἡ πληρότητα τῶν ἀγαθῶν ἔργων
Ἄσπονδος ἐχθρός τῆς ραθυμίας ἦταν ἡ Ταβιθά, στὴν ὁποία τέλεσε τὸ δεύτερο θαῦμα του ὁ ἀπόστολος Πέτρος· γι’ αὐτὸ καὶ ἦταν «πλήρης ἀγαθῶν ἔργων καὶ ἐλεημοσυνῶν». Σίγουρα ἡ φράση αὐτὴ τοῦ ἀποστολικοῦ κειμένου ἀποτελεῖ, κατὰ τὸν ἅγιο ’Ἰωάννη, μεγάλο ἐγκώμιο γιὰ τὴν Ταβιθά. Ἡ ἴδια, προφανῶς, ἔκρυβε τὶς ἀγαθοεργίες της· δὲν μποροῦσαν ὅμως νὰ μείνουν κρυφὲς μετὰ τὸν θάνατό της. Ὅταν πῆγε ἐκεῖ ὁ Πέτρος καλεσμένος ἀπὸ τὴ γειτονικὴ Λύδδα, ἄκουσε καὶ εἶδε τὸν πιὸ γλαφυρὸ ἐπικήδειο ἔπαινο: χῆρες ἔκλαιγαν δείχνοντας τὰ ροῦχα ποὺ τοὺς εἶχε φτιάξει ἡ Ταβιθά. Ἦταν ἡ πιὸ δυνατὴ μαρτυρία γιὰ τὴ μεγάλη ἀγάπη καὶ ἐλεημοσύνη της· μία ἐλεημοσύνη πού, κατὰ τὴν Ἁγία Γραφή, «γλιτώνει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸν θάνατο» (Τωβ. 12,9). Δὲν χρειαζόταν, λοιπόν, νὰ τὸν παρακαλέσουν νὰ τὴν ἀναστήσει· τὸ καλοῦσε καὶ τὸ φώναζε ἡ ἴδια ἡ ἀρετή της. Καὶ ὁ ἀπόστολος Πέτρος, ἀφοῦ γονάτισε καὶ προσευχήθηκε, τῆς ξαναχάρισε τὴ ζωή. Ἐδῶ δὲν ἦταν ἀρκετὴ ἡ σκιά του γιὰ τὸ θαῦμα. Γονάτισε δίνοντας «δεῖγμα ἐπιτεταμένης εὐχῆς». «Δὲν ἐπιτρέπει ὁ Θεὸς ὅλα τὰ θαύματα νὰ γίνονται μὲ τὴν ἴδια εὐκολία», θὰ παρατηρήσει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. «Αὐτὸ ὠφελοῦσε καὶ τοὺς ἀποστόλους, γιὰ τὴ σωτηρία τῶν ὁποίων δὲν ἔπαψε νὰ φροντίζει ὁ Θεός». Πολὺ περισσότερο ὠφελεῖ ἐμᾶς, διδάσκοντάς μας τὴ σημασία τῆς ἐπιμονῆς, τῆς ὑπομονῆς καὶ τοῦ σωματικοῦ κόπου στὴν προσευχή.
Ἡ ἀρετὴ τῆς ἐλεημοσύνης
Στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας δὲν ἔλειψαν ψυχὲς ποὺ μιμήθηκαν τὶς ἀρετὲς τῆς ἁγίας Ταβιθᾶ. Κορυφαῖο παράδειγμα στὴ σχετικὰ νεώτερη περίοδο εἶναι ἡ ἁγία Φιλοθέη ἡ Ἀθηναία, ἡ ὁποία δὲν ζέστανε μόνο μὲ ροῦχα καταδιωγμένες γυναῖκες μέσα στὴν παγωνιὰ τῆς σκλαβιᾶς, ἀλλὰ σφράγισε μὲ τὸν μαρτυρικό της θάνατο, τὴν ἀγωνία καὶ τὴ φροντίδα της νὰ περιφρουρήσει τὴν τιμὴ καὶ τὴν ἀξιοπρέπειά τους. Ἀλλὰ καὶ σήμερα, ποὺ «ἐψύγη ἡ ἀγάπη τῶν πολλῶν», ὑπάρχουν ἄνθρωποι ποὺ ζήλεψαν τὴν Ἁγία τῆς Ἰόππης. Ἀξιομνημόνευτη εἶναι ἡ ἀναφορὰ ποὺ κάνει σύγχρονος ἱερέας καὶ ψυχίατρος στὴ μακαριστὴ γιαγιά του: «Στὴν κηδεία της πολλοὶ ἄγνωστοι ἐμφανίστηκαν καὶ μιλοῦσαν γι’ αὐτὴ μὲ εὐγνωμοσύνη· ὅπως ἐκείνη ἡ ἡλικιωμένη κυρία, ποὺ ἔλεγε ὅτι ἡ γιαγιὰ συνέχισε νὰ τὴ δέχεται στὸ σπίτι της, ὅταν ὅλοι τὴν ἀπέφευγαν, γιατί ἀπέκτησε ἕνα ἐξώγαμο παιδί, λίγο μετὰ τὸν πόλεμο, καὶ τὴ θεωροῦσαν πόρνη. Διηγιόταν, ἀνάμεσα στὰ δάκρυά της, πῶς τῆς ἔβαζε τσάντες μὲ τρόφιμα κάτω ἀπὸ τὸ παλτό, παρακαλώντας τη νὰ μὴν τὸ μάθει κανείς».
Ὁ παράδοξος, λοιπόν, γιὰ τὰ ἀνθρώπινα μάτια «στρατηγὸς» ἀπόστολος Πέτρος, ἐνῶ ἀπὸ τὴ μία ἐπιβάλλει στὸν Ἀνανία καὶ στὴ Σαπφείρα τὸ πιὸ αὐστηρὸ καὶ ἀμετάκλητο ἐπιτίμιο, ἀπὸ τὴν ἄλλη θεραπεύει ἕναν παράλυτο καὶ χαρίζει «τιμητικὴ ἄδεια» ἐπιστροφῆς στὴ ζωή, στὴν Ταβιθά. Μὲ τέτοιες ποιμαντικὲς στρατηγικές, Ἐκεῖνος ποὺ τοῦ ἐμπιστεύθηκε τὴν ποίμνη του, εὐδοκοῦσε νὰ αὐξάνεται ὁ ἀριθμὸς τῶν πιστευόντων στὸ ὄνομά του.