Δαν. 2,20 καὶ εἶπεν· εἴη τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ εὐλογημένον ἀπὸ τοῦ αἰῶνος καὶ ἕως τοῦ αἰῶνος, ὅτι ἡ σοφία καὶ ἡ σύνεσις αὐτοῦ ἐστι·
Δαν. 2,20 και είπεν· “ας είναι δοξασμένον το όνομα του Κυρίου στους αιώνας των αιώνων, διότι εις αυτόν ανήκει και υπάρχει πάσα σοφία και σύνεσις.
Δαν. 2,21 καὶ αὐτὸς ἀλλοιοῖ καιροὺς καὶ χρόνους, καθιστᾷ βασιλεῖς καὶ μεθιστᾷ, διδοὺς σοφίαν τοῖς σοφοῖς καὶ φρόνησιν τοῖς εἰδόσι σύνεσιν·
Δαν. 2,21 Αυτός μεταβάλλει εποχάς και χρόνους. Ανεβάζει στους θρόνους και καταβιβάζει από θρόνους βασιλείς. Αυτός δίδει σοφίαν στους σοφούς, σύνεσιν και ορθοφροσύνην στους συνετούς.
Δαν. 2,22 αὐτὸς ἀποκαλύπτει βαθέα καὶ ἀπόκρυφα, γινώσκων τὰ ἐν τῷ σκότει, καὶ τὸ φῶς μετ᾿ αὐτοῦ ἐστι·
Δαν. 2,22 Αυτός αποκαλύπτει τα βαθειά και απόκρυφα γεγονότα και νοήματα. Αυτός γνωρίζει και τα στο σκότος τελεσιουργούμενα έργα, διότι μαζή με αυτόν υπάρχει το φως.
Πρέπει, όμως, ο άνθρωπος να πεινάση και να διψάση πραγματικώς δια τον Θεόν (Ψαλμοί 41,3.
Ψαλ. 41,2 Ὅν τρόπον ἐπιποθεῖ ἡ ἔλαφος ἐπὶ τὰς πηγὰς τῶν ὑδάτων, οὕτως ἐπιποθεῖ ἡ ψυχή μου πρός σέ, ὁ Θεός.
Ψαλ. 41,2 Οπως η διψασμένη έλαφος ποθεί πολύ και τρέχει εις τας πηγάς των καθαρών υδάτων, έτσι και η ψυχή μου ποθεί σέ, ω Θεέ μου.
Ψαλ. 41,3 ἐδίψησεν ἡ ψυχή μου πρὸς τὸν Θεὸν τὸν ζῶντα· πότε ἥξω καὶ ὀφθήσομαι τῷ προσώπῳ τοῦ Θεοῦ;
Ψαλ. 41,3 Μεγάλην δίψαν ησθάνθη και αισθάνεται η ψυχή μου δια σε τον αιωνίως ζώντα, τον πραγματικόν Θεόν. Ποτε λοιπόν θα αξιωθώ της χαράς να έλθω και να ίδω τον ναόν, τον ιερόν τόπον της παρουσίας σου, του Θεού μου;
Ιερεμ. 38,25).
Ιερ. 38,23 ὅτι οὕτως εἶπε Κύριος· ἔτι ἐροῦσι τὸν λόγον τοῦτον ἐν γῇ Ἰούδα καὶ ἐν πόλεσιν αὐτοῦ, ὅταν ἀποστρέψω τὴν αἰχμαλωσίαν αὐτοῦ· εὐλογημένος Κύριος ἐπὶ δίκαιον ὄρος τὸ ἅγιον αὐτοῦ
Ιερ. 38,23 Διότι ετσι είπεν ο Κυριος· Αλλην μίαν φοράν εις την περιοχήν του Ιούδα και εις τας πόλεις αυτού, όταν εγώ θα επαναφέρω ελευθέρους και λυτρωμένους τους αιχμαλώτους του, εκεί θα πουν αυτόν τον λόγον· Ας δοξολογήται και ας υμνολογήται ο Κυριος επάνω εις το δίκαιον και άγιον όρος του, εις την Σιών.
Ιερ. 38,24 καὶ ἐνοικοῦντες ἐν ταῖς πόλεσιν Ἰούδα καὶ ἐν πάσῃ τῇ γῇ αὐτοῦ ἅμα γεωργῷ, καὶ ἀρθήσεται ἐν ποιμνίῳ.
Ιερ. 38,24 Θα γεμίσουν από κατοίκους παντός επαγγέλματος αι πόλστου Ιούδα. Εις όλην δε την υπαιθρον περιοχήν της Ιουδαίας μαζή και εκ παραλλήλου με τους πολυάριθμους γεωργούς θα υπάρχουν και αναρίθμητα ποίμνια.
Ιερ. 38,25 ὅτι ἐμέθυσα πᾶσαν ψυχὴν διψῶσαν καὶ πᾶσαν ψυχὴν πεινῶσαν ἐνέπλησα.
Ιερ. 38,25 Διότι εγώ έδωσα πλούσια τα δώρά μου εις όλους. Εμέθυσα με χαράν κάθε ψυχήν, η οποία έως τώρα ήτο διψασμένη. Και κάθε πεινώσαν ψυχήν θα την χορτάσω με το παραπάνω.
Όποιος, όμως, απόκτηση την γεύσιν της παρουσίας του Θείου φωτός, θα αισθανθή την πολλήν του αδυναμίαν και την μεγάλην του αναξιότητα και θα αναφώνηση τους λόγους της αμαρτωλής γυναικός: «Κύριε, η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή, την σην αισθομένη Θεότητα… », «Κύριε, βυθισμένος ολόκληρος εις την αμαρτίαν, αισθάνομαι την ιδικήν σου Θεότητα!… ».
Όλοι οι πατέρες της Εκκλησίας συμφωνούν εις το σημείον αυτό και διακηρύττουν ότι η γνώσις του Θεού είναι θείον δώρον και όχι αποτέλεσμα ανθρώπινης προσπάθειας.
Κανείς δεν ημπορεί να γνωρίση τον Θεόν, αν δεν γίνη «διδακτός Θεού». «Δεν υπάρχει μέσον να γνωρίσωμεν τον Θεόν, παρά να ζώμεν μέσα εις αυτόν», λέγει ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος. Επίσης, ο άγιος Νείλος ο Ασκητής διδάσκει: «Εάν είσαι θεολόγος, θα προσευχηθής αληθώς και εάν προσεύχεσαι, είσαι θεολόγος» (Περί προσευχής, 61).