Ἐννόημα
    Ἐννόημα
  • !

    Ὅταν ἡ ὀσμὴ τοῦ θανάτου ἀπειλεῖ νὰ μεταβάλει τὰ πάντα σ’ ἕνα νεκροταφεῖο γύρω μας, δὲν ἀποτελεῖ βασικὸ λόγο εὐγνωμοσύνης πρὸς τὸν Θεὸ ἡ ἀνατολὴ τῆς ἐλπίδας γιὰ μία καινούργια ζωή, χωρὶς πόνο, χωρὶς θλίψη, χωρὶς τρόμο θανάτου; Τὸ κλείσιμο στὸν ἑαυτό μας, ἡ φαρισαϊκὴ αὐτάρκεια, ἡ φαινομενικὰ δυναμικὴ αὐτοπεποίθηση, φέρουν τὴ σφραγίδα τῆς ἀπειλῆς τοῦ θανάτου. Τὸ ἄνοιγμα τῆς καρδιᾶς μας στὸν Θεὸ εἶναι ἡ ἀπάντησή μας στὶς ἀπειρες δωρεὲς τοῦ Θεοῦ, στὸ δῶρο τῆς ζωῆς ποὺ γενναιόδωρά μᾶς προσφέρει, εἶναι τὸ μεγάλο «εὐχαριστῶ». Ἕνα «εὐχαριστῶ» εὐγνωμοσύνης ποὺ θὰ συνοδεύεται ἀσφαλῶς ἀπὸ συμπεριφορὰ ἀντάξια τῆς θείας δωρεᾶς.

Τὸ εὐχαριστῶ τῆς εὐγνωμοσύνης

 

\"\"

«Ἐκεῖνο τὸν καιρὸ καθὼς ἔμπαινε ὁ Ἰησοῦς σ\’ ἕνα χωριό, τὸν συνάντησαν δέκα λεπροί. Στάθηκαν λοιπὸν ἀπὸ μακριὰ καὶ τοῦ φώναζαν δυνατά: «Ἰησοῦ, Δάσκαλε, ἐλέησέ μας!» Βλέποντάς τους ἐκεῖνος τοὺς εἶπε: «Πηγαίνετε νὰ σᾶς ἐξετάσουν οἱ ἱερεῖς». Καὶ καθὼς πήγαιναν, καθαρίστηκαν ἀπὸ τὴ λέπρα. Ἕνας ἀπ\’ αὐτούς, ὅταν εἶδε ὅτι θεραπεύτηκε, γύρισε δοξάζοντας μὲ δυνατὴ φωνὴ τὸν Θεό, ἔπεσε μὲ τὸ πρόσωπο στὰ πόδια τοῦ Ἰησοῦ καὶ τὸν εὐχαριστοῦσε. Κι αὐτὸς ἦταν μάλιστα Σαμαρείτης. Τότε ὁ Ἰησοῦς εἶπε: «Δὲν θεραπεύτηκαν καὶ οἱ δέκα; Οἱ ἄλλοι ἐννιὰ ποῦ εἶναι; Κανένας τους δὲν βρέθηκε νὰ γυρίσει νὰ δοξάσει τὸν Θεὸ παρὰ μόνο τοῦτος ἐδῶ ὁ ἀλλοεθνής;» Καὶ σ\’ αὐτὸν εἶπε: «Σήκω καὶ πήγαινε στὸ καλό Ἡ πίστη σου σὲ ἔσωσε» (Λουκ. 17, 12-19).

Εἶναι τρομερὸ νὰ φανταστοῦμε γιὰ μία στιγμὴ τὸν ἑαυτὸ μας ἀπομακρυσμένο ἀπὸ ὅλους τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, χωρὶς καμιὰ δυνατότητα ἐπαφῆς καὶ συναντήσεως, μὲ ἄρρωστο καὶ συνεχῶς φθειρόμενο κορμὶ ἀπὸ κάποια μεταδοτικὴ ἀρρώστια καὶ ἐπὶ πλέον συνοδευμένο μὲ τὴ μόνιμη καταφρόνια ὅτι ἡ ἀρρώστια ποὺ ἔχουμε ἀποτελεῖ τιμωρία γιὰ τὴν ἁμαρτωλὴ ζωή μας. Καὶ ξαφνικὰ κάποιος μᾶς πλησιάζει ἀψηφώντας τοὺς κινδύνους, καταπατώντας τὶς ἐπικρατοῦσες κοινωνικὲς προκαταλήψεις, δείχνοντας ἄφοβα καὶ ἀπεριόριστα τὴν ἀγάπή του. Δὲν θὰ αἰσθανθοῦμε ἄπειρη εὐγνωμοσύνη γι’ αὐτόν;

Μιὰ τέτοια περίπτωση δέκα τραγικῶν ἀσθενῶν μᾶς παρουσιάζει ἡ διήγηση τοῦ εὐαγγελιστῆ Λουκᾶ (τὴν Κυριακὴ ΙΒ΄ Λουκᾶ), τοὺς ὁποίους ἄγγισε ἡ σωστικὴ χάρη καὶ ἡ θεραπευτικὴ δύναμη τοῦ Χριστοῦ. Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ποὺ σαρκώνει μέσα στὸν κόσμο καὶ ἀποκαλύπτει μὲ τὴ ζωὴ καὶ τὸ θάνατό του ὁ Χριστὸς δὲν περιορίζεται στοὺς ὀλίγους, στοὺς ἐκλεκτούς, στοὺς δικούς του. Ἐκτείνεται σὲ ὅλους, ἀκόμη —ἢ μᾶλλον ἰδιαίτερα— σὲ αὐτοὺς ποὺ οἱ «σοβαροὶ» καὶ «εὐσεβεῖς» ἄνθρωποι τῆς ἐποχῆς του θεωροῦν μολυσμένους καὶ ἁμαρτωλούς. Δὲν γνωρίζει ὅρια κοινωνικά, πολιτικὰ ἢ θρησκευτικά. Ἐκδηλώνεται κατὰ τὴ διήγησή μας σὲ δέκα ἀνθρώπους ποὺ τοὺς ἕνωσε ὁ πόνος τῆς μολυσματικῆς ἀρρώστιας. Ὁ Ἰησοῦς τοὺς συναντᾶ καὶ διαλέγεται μαζί τους, ξεπερνώντας τὸν Μωσαϊκὸ Νόμο ποὺ ἀπαγορεύει τὴ συνάντηση μὲ λεπρό. Ὁ ἕνας μάλιστα ἀπὸ αὐτοὺς ἦταν ἀλλοεθνής, ἦταν Σαμαρείτης.

Καὶ ὅμως, αὐτοῦ τοῦ τελευταίου ἡ στάση εἶναι ποὺ κάνει ἐντύπωση καὶ ὑπογραμμίζεται ἀπὸ τὸν εὐαγγελιστή. Οἱ ἐννέα θεραπευμένοι, πλημμυρισμένοι ἀπὸ τὴ χαρὰ τῆς ὑγείας καὶ τῆς συναντήσεως μὲ τοὺς συγγενεῖς καὶ φίλους, βλέποντας δυνατὸ καὶ καθαρὸ τὸ σῶμα τους, ξέχασαν νὰ ἐκφράσουν τὴν εὐγνωμοσύνη τους στὸν εὐεργέτη Χριστὸ —τυπικὸ παράδειγμα τῶν ἀνθρώπων ποὺ ἐπικαλοῦνται τὸν Θεὸ στὴ θλίψη καὶ τὸν πόνο ἀλλὰ τὸν παραθεωροῦν στὴ χαρά, ποὺ νομίζουν ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι τὸ τελευταῖο καταφύγιο στὴν ἀσθένεια, ὅταν ἐξαντληθοῦν ὅλες οἱ ἄλλες ἀνθρώπινες δυνάμεις καὶ ὄχι ὁ πρῶτος φίλος στὴν ὑγεία καὶ στὴ χαρά. Ἀσφαλῶς οἱ ἐναγώνιες κραυγὲς βοήθειας ποὺ ἀπευθύνονται στὸν Θεὸ καθημερινὰ εἶναι περισσότερες ἀπὸ τὶς προσευχὲς εὐχαριστίας καὶ εὐγνωμοσύνης!

Πολλὰ πράγματα τὰ θεωροῦμε αὐτονόητα μέσα στὴ ζωή, χωρὶς νὰ αἰσθανόμαστε τὴν ἀνάγκη νὰ εὐχαριστήσουμε κανένα γιὰ τὶς καθημερινὲς δωρεές. Ἡ αὐτοτέλεια καὶ ἡ αὐτοπεποίθηση δὲν ἀφήνουν περιθώρια εὐγνωμοσύνης πρὸς τὸν εὐεργέτη Θεό. Τὰ χείλη μας δύσκολα κινοῦνται γιὰ νὰ ποῦν ἕνα εὐχαριστῶ, ἐνῶ πολὺ εὔκολα, σχεδὸν αὐθόρμητα, ἀπευθύνουν κραυγὲς καὶ ἐπικλήσεις βοήθειας στὸν καιρὸ τῆς ἀνάγκης. Καὶ ἐδῶ συμβαίνει τὸ ἑξῆς χαρακτηριστικό: Ὅταν περάσει ἡ ἀνάγκη, ὄχι μόνο ξεχνοῦμε τὴ στιγμὴ τῆς ἀδυναμίας ἢ ντρεπόμαστε γι’ αὐτή, ἀλλὰ προσπαθοῦμε μὲ ἐκδηλώσεις λεονταρισμοῦ ἢ αὐτοπεποιθήσεως νὰ ἰσοσταθμίσουμε τὴν ἐπιδειχθεῖσα ἀδυναμία.

Ἡ στάση αὐτὴ εἶναι καθαρὰ ἀνθρώπινη καὶ δείχνει τὴν παγίδευσή μας μέσα στὰ ὀχυρωματικὰ ἔργα τοῦ ἐγωιστικὰ σκεπτόμενου ἑαυτοῦ μας. Κι ὅμως, ἡ λυτρωτικὴ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ μᾶς περιβάλλει καθημερινά. Ὃ σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ δὲν σημαίνει μόνο τὸ ἀποκορύφωμα μιᾶς σειρᾶς σωστικῶν ἐνεργειῶν ποὺ ἔκανε ὁ Θεὸς γιὰ τὰ πλάσματά του, ἀλλ’ εἶναι ἡ ἀρχὴ ἀτέλειωτων δωρεῶν ποὺ πλημμυρίζουν τὴν ἀνθρωπότητα. Ἡ σπουδαιότερη δὲ ἀπὸ αὐτὲς συνίσταται στὴν κατανίκηση τοῦ φόβου τοϋ θανάτου καὶ στὴν ἄνθηση τῆς ἐλπίδας τῆς ἀναστάσεως.

Ὅταν ἡ ὀσμὴ τοῦ θανάτου ἀπειλεῖ νὰ μεταβάλει τὰ πάντα σ’ ἕνα νεκροταφεῖο γύρω μας, δὲν ἀποτελεῖ βασικὸ λόγο εὐγνωμοσύνης πρὸς τὸν Θεὸ ἡ ἀνατολὴ τῆς ἐλπίδας γιὰ μία καινούργια ζωή, χωρὶς πόνο, χωρὶς θλίψη, χωρὶς τρόμο θανάτου; Τὸ κλείσιμο στὸν ἑαυτό μας, ἡ φαρισαϊκὴ αὐτάρκεια, ἡ φαινομενικὰ δυναμικὴ αὐτοπεποίθηση, φέρουν τὴ σφραγίδα τῆς ἀπειλῆς τοῦ θανάτου. Τὸ ἄνοιγμα τῆς καρδιᾶς μας στὸν Θεὸ εἶναι ἡ ἀπάντησή μας στὶς ἀπειρες δωρεὲς τοῦ Θεοῦ, στὸ δῶρο τῆς ζωῆς ποὺ γενναιόδωρά μᾶς προσφέρει, εἶναι τὸ μεγάλο «εὐχαριστῶ». Ἕνα «εὐχαριστῶ» εὐγνωμοσύνης ποὺ θὰ συνοδεύεται ἀσφαλῶς ἀπὸ συμπεριφορὰ ἀντάξια τῆς θείας δωρεᾶς. Στὴ διήγηση ποὺ σχολιάζουμε τὸ εὐχαριστῶ πρὸς τὸν Ἰησοῦ προῆλθε ἀπὸ ἕνα ἀλλοεθνῆ, ἕνα Σαμαρείτη, ποὺ περιφρονοῦσε ὁ καθαρὸς Ἰουδαῖος. Ὁ πόνος τῆς ἀρρώστιας ἕνωσε τοὺς δέκα λεπρούς, ἡ εὐγνωμοσύνη τοῦ ἑνός, τοῦ Σαμαρείτη προκαλεῖ τὸν ἔπαινο τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν ἀναγνώριση τῆς πίστης του στὸ τέλος τῆς διηγήσεως.