Ἐννόημα
    Ἐννόημα
  • !

    Ἕνας πολυάσχολος ἄνθρωπος ἐπισκέφθηκε ἕναν ἅγιο ἐρημίτη. Ἤθελε νὰ ἠρεμήσει λίγο ἀπὸ τὸ ἄγχος του καὶ νὰ ζητήσει τὶς συμβουλές του. «Εὐλογεῖτε», εἶπε χαιρετώντας τον. «Ξέρετε, ἔκανα πολὺ δρόμο γιὰ νὰ ἔλθω ἐδῶ». «Κάθισε», τὸν διέκοψε ὁ γέροντας, «καὶ ἄσε με νὰ σοῦ βάλω λίγο τσάϊ». «Ἔχω σπουδάσει στὸ ἐξωτερικό…», ἄρχισε νὰ αὐτοσυστήνεται ὁ ἐπισκέπτης. «Ἂς πιοῦμε πρῶτα λίγο τσάι», ἐπέμεινε ὁ γέροντας. «Τώρα διευθύνω μία μεγάλη ἐπιχείρηση», συνέχισε νὰ περιαυτολογεῖ ὁ ξένος. «Πιστεύω ὅτι τὸ τσάι θὰ σᾶς ἀρέσει», εἶπε ὁ ἐρημίτης, συνεχίζοντας νὰ γεμίζει τὴν κούπα τοῦ ἐπισκέπτη του. «Μὰ ἐσεῖς τὴν ξεχειλίσατε, πάτερ» παρατήρησε ἐνοχλημένος ὁ ξένος. «Κι ἐσὺ μοιάζεις μ’ αὐτὴν τὴν ξεχειλισμένη κούπα», ἀπάντησε τότε ὁ σοφὸς γέροντας. «Ἂν δὲν ἀδειάσεις λίγο ἀπὸ τὸ ἐγώ σου, πῶς θὰ ἀφήσεις νὰ στάξει μέσα σου κάτι ἀπὸ τὰ λίγα ποὺ ξέρω;».

  • !

    Ἡ διάπλασή τους σὲ σκεύη χωρητικὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πέρασε ἀπὸ πολλὰ στάδια: Τρία χρόνια εἶχαν μαθητεύσει κοντὰ στὸν κορυφαῖο Διδάσκαλο ἀλλὰ καὶ πρότυπο τῆς κενωτικῆς ταπείνωσης. Ἡ πίστη τους «ἐσαλεύθη» ζώντας τὰ συγκλονιστικὰ γεγονότα τοῦ Πάθους του· καὶ παραλίγο νὰ τοὺς «καταφάγῃ τὸ τῆς ἀπογνώσεως σκότος» καὶ νὰ βιώσουν τὸν «τρόμο τοῦ κενοῦ», βρίσκοντας κενὸ καὶ τὸ μνημεῖο, ποὺ περιεῖχε τὴν ἐλπίδα τους. Ἀνέκτησαν ὅμως τὴν πίστη τους σ’ Αὐτὸν ψηλαφώντας τον καὶ συντρώγοντας μαζί του μετὰ τὴν Ἀνάστασή του- καὶ ἔμαθαν ἐπιτέλους νὰ μὴν καυχῶνται καὶ νὰ μὴ στηρίζονται σὲ τίποτε ἄλλο «εἰ μὴ ἐν τῷ σταυρῷ τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ» καὶ «ἐν τῇ Ἀναστάσει του».

  • !

    Ἔτσι ἔγιναν τὰ πιὸ δεκτικὰ δοχεῖα, ἕτοιμα νὰ ξεχειλίσουν μὲ τὴν «ἐξ ὕψους δύναμιν» τοῦ Θεοῦ, ποὺ δὲν ἦταν μία ἀπρόσωπη ἐνέργεια, ἀλλὰ τὸ «πλήρωμα» τῆς δωρεᾶς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τοῦ τρίτου προσώπου τῆς Ἁγίας Τριάδος. Καὶ ἐκεῖνο ποὺ ἐνίσχυε τὴ δεκτικότητά τους ἦταν ὅτι «ἦσαν ἅπαντες ὁμοθυμαδὸν ἐπὶ τὸ αὐτὸ»· εἶχαν ὁμόνοια καὶ ὁμοφροσύνη. Ἂν ὁ πρῶτος καρπὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, κατὰ τὸν ἀπόστολο Παῦλο, εἶναι ἡ ἀγάπη, τότε εἶναι φυσικὸ ὅτι Αὐτὸ δὲν μπορεῖ νὰ σκηνώσει σὲ ἀνθρώπους ποὺ δὲν εἶναι πρόθυμοι νὰ ἔχουν «τὴν καρδίαν καὶ τὴν ψυχὴν μίαν» (Πράξ. 4,32).

  • !

    Ὅμως καὶ ὅσοι Ἑβραῖοι δὲν εἶχαν προλάβει νὰ γνωρίσουν τὸν Χριστό, δὲν εἶχαν καμία δικαιολογία, γιὰ τὸ ὅτι βρέθηκαν ἀπροετοίμαστοι τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς. Θὰ ἔπρεπε νὰ τοὺς εἶχε προετοιμάσει τὸ διπλὸ νόημα τῆς Ἰουδαϊκῆς ἑορτῆς. Ἀφενὸς ἐκαλεῖτο «ἑορτὴ τοῦ θερισμοῦ»· γιορταζόταν ὁ θερισμὸς τῶν καρπῶν· καὶ ὅπως τὸ αἰσθητὸ δρεπάνι θέριζε τὰ στάχυα, ἔτσι καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα «ἠκονημένον ἐφίπτατο», κατὰ τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο, ἕτοιμο νὰ θερίσει μὲ τὸν λόγο τὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων, ποὺ θὰ πίστευαν στὸ ἀποστολικὸ κήρυγμα, καὶ νὰ τὶς προσφέρει ὡς μεστωμένους καρποὺς στὸν Κύριο τοῦ ἀγροῦ τῆς Ἐκκλησίας.

  • !

    Ἀφετέρου τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς γιορταζόταν ἡ ἀνάμνηση τῆς παράδοσης τοῦ Νόμου ἀπὸ τὸν Θεὸ στὸν Μωυσῆ ἐπὶ τοῦ ὄρους Σινᾶ. Αὐτὴ τὴν ἡμέρα λοιπὸν ἐκχέει ὁ Θεὸς στοὺς μαθητὲς του τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Ὁ ἴδιος Θεὸς Λόγος, ποὺ ἔδωσε τὸν Νόμο στὸν Μωυσῆ, στέλνει τώρα τὸν Παράκλητο στοὺς μαθητὲς του· τότε ἔδωσε τὸν «τύπο καὶ τὴ σκιὰ τοῦ γράμματος», τώρα στέλνει τὸ πλήρωμα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

  • !

    Τὸ πρῶτο σημάδι αὐτῆς τῆς Θεοφάνειας ἦταν «ἦχος σὰν βοὴ σφοδροῦ ἀνέμου, ποὺ κινεῖται μὲ ὁρμὴ καὶ βιαιότητα». Αὐτὸ τὸ σημάδι θεϊκῆς δυνάμεως βεβαιώνει, κατὰ τοὺς ἑρμηνευτές, ὅτι τίποτε πλέον δὲν θὰ μπορεῖ νὰ ἀντισταθεῖ στὴ δύναμη τοῦ ἀποστολικοῦ κηρύγματος. Τὸ δεύτερο σημάδι ἦταν οἱ διαμεριζόμενες στὸν καθένα γλῶσσες σὰν φλόγες πυρός. Ἡ φωτιὰ ἔχει ἀφενὸς φωτιστικὴ ἐνέργεια, ἀφετέρου δὲ καυστικὴ· φωτίζει αὐτοὺς ποὺ θέλουν νὰ πιστέψουν καὶ νὰ ὑπακούσουν στὸν Θεό, καὶ κατακαίει κάθε τί ἐγωιστικὸ ποὺ «ἐπαίρεται» καὶ ἀντιστρατεύεται τὸ σωτήριο θεῖο θέλημα.

  • !

    Εἶναι συγκλονιστικὸ ὅτι τὸ πρῶτο ποὺ κατέκαυσε τὸ πῦρ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἦταν ἡ σύγχυση τῶν γλωσσῶν, δηλαδὴ ὁ καρπὸς τῆς ἐγωιστικῆς «τόλμης τῆς πυργοποιίας». Ἡ πρώτη ἐμφανὴς ἐκδήλωση, ποὺ μαρτυροῦσε ὅτι οἱ Ἀπόστολοι «ἐπλήσθησαν Πνεύματος Ἁγίου», ἦταν τὸ χάρισμα τῶν γλωσσῶν. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι καὶ τὸ πρῶτο ἐμφανὲς δῶρο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στοὺς ἀνθρώπους ἦταν ἕνα «μεταφραστικὸ κέντρο», μὲ τὸ ὁποῖο δινόταν στὸν καθένα ἡ δυνατότητα νὰ ἀκούει στὴ γλώσσα του τὶς θεῖες ἀλήθειες. Ὁ Παράκλητος, ἑπομένως, πρὶν ζητήσει ἀπὸ ἐμᾶς νὰ γίνουμε χωρητικοὶ τοῦ φωτὸς καὶ τῆς χάριτός του, ταπεινώθηκε, «ἐκένωσε Ἑαυτὸν» καὶ ἔγινε πρῶτα Ἐκεῖνος «χωρητός», καταληπτὸς καὶ προσιτὸς στὴν ἀνθρώπινη διάνοια τοῦ καθενός, μιλώντας μας στὴν καθημερινή μας γλώσσα.

Καθένας ἄκουγε στὴν γλώσσα του

Ἕνας πολυάσχολος ἄνθρωπος ἐπισκέφθηκε ἕναν ἅγιο ἐρημίτη. Ἤθελε νὰ ἠρεμήσει λίγο ἀπὸ τὸ ἄγχος του καὶ νὰ ζητήσει τὶς συμβουλές του. «Εὐλογεῖτε», εἶπε χαιρετώντας τον. «Ξέρετε, ἔκανα πολὺ δρόμο γιὰ νὰ ἔλθω ἐδῶ». «Κάθισε», τὸν διέκοψε ὁ γέροντας, «καὶ ἄσε με νὰ σοῦ βάλω λίγο τσάϊ». «Ἔχω σπουδάσει στὸ ἐξωτερικό…», ἄρχισε νὰ αὐτοσυστήνεται ὁ ἐπισκέπτης. «Ἂς πιοῦμε πρῶτα λίγο τσάι», ἐπέμεινε ὁ γέροντας. «Τώρα διευθύνω μία μεγάλη ἐπιχείρηση», συνέχισε νὰ περιαυτολογεῖ ὁ ξένος. «Πιστεύω ὅτι τὸ τσάι θὰ σᾶς ἀρέσει», εἶπε ὁ ἐρημίτης, συνεχίζοντας νὰ γεμίζει τὴν κούπα τοῦ ἐπισκέπτη του. «Μὰ ἐσεῖς τὴν ξεχειλίσατε, πάτερ» παρατήρησε ἐνοχλημένος ὁ ξένος. «Κι ἐσὺ μοιάζεις μ’ αὐτὴν τὴν ξεχειλισμένη κούπα», ἀπάντησε τότε ὁ σοφὸς γέροντας. «Ἂν δὲν ἀδειάσεις λίγο ἀπὸ τὸ ἐγώ σου, πῶς θὰ ἀφήσεις νὰ στάξει μέσα σου κάτι ἀπὸ τὰ λίγα ποὺ ξέρω;».

Πῶς γινόμαστε χωρητικὰ δοχεῖα τοῦ Πνεύματος;

Οἱ μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ ἦταν συγκεντρωμένοι στὸ ὑπερῶον ἔχοντας ἀδειάσει ἀπὸ κάθε εἴδους αὐτάρκειες, αὐτοαναφορὲς καὶ ὑπερβολικὲς αὐτοεκτιμήσεις· καὶ περίμεναν ὄχι ἁπλῶς νὰ «στάξει» μέσα τους κάποια σοφὴ συμβουλή, ἀλλὰ νὰ γεμίσουν μὲ τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὁ Χριστὸς τοὺς εἶχε πεῖ νὰ καθίσουν στὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ νὰ περιμένουν τὴν «ἐπαγγελία» τοῦ Πατέρα του, δηλαδὴ τὸ νὰ ἐνδυθοῦν «δύναμιν ἐξ ὕψους». Φυσικὰ δὲν ἦταν μόνο οἱ λίγες μέρες μετὰ τὴν Ἀνάσταση καὶ τὴν Ἀνάληψή του ποὺ τοὺς ἑτοίμασαν, γιὰ νὰ δεχθοῦν καὶ νὰ «χωρέσουν» τὸν Παράκλητο. Ἡ διάπλασή τους σὲ σκεύη χωρητικὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πέρασε ἀπὸ πολλὰ στάδια: Τρία χρόνια εἶχαν μαθητεύσει κοντὰ στὸν κορυφαῖο Διδάσκαλο ἀλλὰ καὶ πρότυπο τῆς κενωτικῆς ταπείνωσης. Ἡ πίστη τους «ἐσαλεύθη» ζώντας τὰ συγκλονιστικὰ γεγονότα τοῦ Πάθους του· καὶ παραλίγο νὰ τοὺς «καταφάγῃ τὸ τῆς ἀπογνώσεως σκότος» καὶ νὰ βιώσουν τὸν «τρόμο τοῦ κενοῦ», βρίσκοντας κενὸ καὶ τὸ μνημεῖο, ποὺ περιεῖχε τὴν ἐλπίδα τους. Ἀνέκτησαν ὅμως τὴν πίστη τους σ’ Αὐτὸν ψηλαφώντας τον καὶ συντρώγοντας μαζί του μετὰ τὴν Ἀνάστασή του- καὶ ἔμαθαν ἐπιτέλους νὰ μὴν καυχῶνται καὶ νὰ μὴ στηρίζονται σὲ τίποτε ἄλλο «εἰ μὴ ἐν τῷ σταυρῷ τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ» καὶ «ἐν τῇ Ἀναστάσει του».

Ἔτσι ἔγιναν τὰ πιὸ δεκτικὰ δοχεῖα, ἕτοιμα νὰ ξεχειλίσουν μὲ τὴν «ἐξ ὕψους δύναμιν» τοῦ Θεοῦ, ποὺ δὲν ἦταν μία ἀπρόσωπη ἐνέργεια, ἀλλὰ τὸ «πλήρωμα» τῆς δωρεᾶς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τοῦ τρίτου προσώπου τῆς Ἁγίας Τριάδος. Καὶ ἐκεῖνο ποὺ ἐνίσχυε τὴ δεκτικότητά τους ἦταν ὅτι «ἦσαν ἅπαντες ὁμοθυμαδὸν ἐπὶ τὸ αὐτὸ»· εἶχαν ὁμόνοια καὶ ὁμοφροσύνη. Ἂν ὁ πρῶτος καρπὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, κατὰ τὸν ἀπόστολο Παῦλο, εἶναι ἡ ἀγάπη, τότε εἶναι φυσικὸ ὅτι Αὐτὸ δὲν μπορεῖ νὰ σκηνώσει σὲ ἀνθρώπους ποὺ δὲν εἶναι πρόθυμοι νὰ ἔχουν «τὴν καρδίαν καὶ τὴν ψυχὴν μίαν» (Πράξ. 4,32).

Ἡ προετοιμασία μὲ τὸν Νόμο

Ὅμως καὶ ὅσοι Ἑβραῖοι δὲν εἶχαν προλάβει νὰ γνωρίσουν τὸν Χριστό, δὲν εἶχαν καμία δικαιολογία, γιὰ τὸ ὅτι βρέθηκαν ἀπροετοίμαστοι τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς. Θὰ ἔπρεπε νὰ τοὺς εἶχε προετοιμάσει τὸ διπλὸ νόημα τῆς Ἰουδαϊκῆς ἑορτῆς. Ἀφενὸς ἐκαλεῖτο «ἑορτὴ τοῦ θερισμοῦ»· γιορταζόταν ὁ θερισμὸς τῶν καρπῶν· καὶ ὅπως τὸ αἰσθητὸ δρεπάνι θέριζε τὰ στάχυα, ἔτσι καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα «ἠκονημένον ἐφίπτατο», κατὰ τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο, ἕτοιμο νὰ θερίσει μὲ τὸν λόγο τὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων, ποὺ θὰ πίστευαν στὸ ἀποστολικὸ κήρυγμα, καὶ νὰ τὶς προσφέρει ὡς μεστωμένους καρποὺς στὸν Κύριο τοῦ ἀγροῦ τῆς Ἐκκλησίας.

Ἀφετέρου τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς γιορταζόταν ἡ ἀνάμνηση τῆς παράδοσης τοῦ Νόμου ἀπὸ τὸν Θεὸ στὸν Μωυσῆ ἐπὶ τοῦ ὄρους Σινᾶ. Αὐτὴ τὴν ἡμέρα λοιπὸν ἐκχέει ὁ Θεὸς στοὺς μαθητὲς του τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Ὁ ἴδιος Θεὸς Λόγος, ποὺ ἔδωσε τὸν Νόμο στὸν Μωυσῆ, στέλνει τώρα τὸν Παράκλητο στοὺς μαθητὲς του· τότε ἔδωσε τὸν «τύπο καὶ τὴ σκιὰ τοῦ γράμματος», τώρα στέλνει τὸ πλήρωμα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Τὸ πρῶτο σημάδι αὐτῆς τῆς Θεοφάνειας ἦταν «ἦχος σὰν βοὴ σφοδροῦ ἀνέμου, ποὺ κινεῖται μὲ ὁρμὴ καὶ βιαιότητα». Αὐτὸ τὸ σημάδι θεϊκῆς δυνάμεως βεβαιώνει, κατὰ τοὺς ἑρμηνευτές, ὅτι τίποτε πλέον δὲν θὰ μπορεῖ νὰ ἀντισταθεῖ στὴ δύναμη τοῦ ἀποστολικοῦ κηρύγματος. Τὸ δεύτερο σημάδι ἦταν οἱ διαμεριζόμενες στὸν καθένα γλῶσσες σὰν φλόγες πυρός. Ἡ φωτιὰ ἔχει ἀφενὸς φωτιστικὴ ἐνέργεια, ἀφετέρου δὲ καυστικὴ· φωτίζει αὐτοὺς ποὺ θέλουν νὰ πιστέψουν καὶ νὰ ὑπακούσουν στὸν Θεό, καὶ κατακαίει κάθε τί ἐγωιστικὸ ποὺ «ἐπαίρεται» καὶ ἀντιστρατεύεται τὸ σωτήριο θεῖο θέλημα.

Πρῶτο καὶ ἀπαραίτητο δῶρο

Εἶναι συγκλονιστικὸ ὅτι τὸ πρῶτο ποὺ κατέκαυσε τὸ πῦρ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἦταν ἡ σύγχυση τῶν γλωσσῶν, δηλαδὴ ὁ καρπὸς τῆς ἐγωιστικῆς «τόλμης τῆς πυργοποιίας». Ἡ πρώτη ἐμφανὴς ἐκδήλωση, ποὺ μαρτυροῦσε ὅτι οἱ Ἀπόστολοι «ἐπλήσθησαν Πνεύματος Ἁγίου», ἦταν τὸ χάρισμα τῶν γλωσσῶν. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι καὶ τὸ πρῶτο ἐμφανὲς δῶρο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στοὺς ἀνθρώπους ἦταν ἕνα «μεταφραστικὸ κέντρο», μὲ τὸ ὁποῖο δινόταν στὸν καθένα ἡ δυνατότητα νὰ ἀκούει στὴ γλώσσα του τὶς θεῖες ἀλήθειες. Ὁ Παράκλητος, ἑπομένως, πρὶν ζητήσει ἀπὸ ἐμᾶς νὰ γίνουμε χωρητικοὶ τοῦ φωτὸς καὶ τῆς χάριτός του, ταπεινώθηκε, «ἐκένωσε Ἑαυτὸν» καὶ ἔγινε πρῶτα Ἐκεῖνος «χωρητός», καταληπτὸς καὶ προσιτὸς στὴν ἀνθρώπινη διάνοια τοῦ καθενός, μιλώντας μας στὴν καθημερινή μας γλώσσα.

Εὐκταία ἡ συνεργασία ποιμένων καὶ ποιμαινομένων, ὥστε μὲ «κεvωτικὲς» ἐνέργειες ἀμφοτέρων νὰ θεραπευθεῖ ἡ τραγικὴ ἐκκλησιαστικὴ παθολογία, ποὺ ἐκφράστηκε μὲ τὴν ὀδυνηρὴ ρεαλιστικὴ διαπίστωση τοῦ μακαριστοῦ π. Ἰωάννη Ρωμανίδη: «Σὲ ἐκκλησίασμα τριακοσίων ἀτόμων, πέντε μόνο κατανοοῦν τί τεκταίνεται ἐκεῖ». Ἔτσι θὰ ὑπάρχει ἐλπίδα νὰ «καινουργῆται ἡ συμφωνία πρὸς σωτηρίαν τῶν ψυχῶν ἡμῶν».