Ἕνα ἀπὸ τὰ πολλὰ γιὰ τὰ ὁποῖα μπορεῖ νὰ «καυχηθεῖ» ἡ ἐποχή μας, εἶναι τὸ γεγονὸς ὄχι ὑπάρχει φοβερὴ σύγχυση. Σύγχυση ἰδεῶν, ἀρχῶν, ἠθῶν ποὺ χαρακτηρίζουν ἀνθρώπους μπερδεμένους, ἀναποφάσιστους, ἐμπαθεῖς. Ὄχι ἡ πολυφωνία τῆς γνώσης, ἀλλὰ ἡ παραφωνία τῆς ἡμιμάθειας, σὲ συνδυασμὸ μὲ μία ἐπιφανειακὴ καὶ ἐπιπόλαιη θεώρηση τῶν ὅποιων ζητημάτων, εὔκολα ὁδηγεῖ σὲ ἀγκυλώσεις καὶ πιστεύματα τέτοια, ποὺ ἀκυρώνουν τὴν ἀλήθεια στὰ μάτια τοῦ ἀνθρώπου ἢ καὶ τὸν ἐμποδίζουν νὰ τὴν ἀποδεχθεῖ.
Ἐπιπλέον, ἡ θεοποίηση τοῦ ἀνθρώπου, ἡ εἰδωλοποίηση τοῦ ἑαυτοῦ του καὶ ἡ συμφεροντολογικὴ ἀντιμετώπιση τῆς καθημερινότητας ἔχουν ὁδηγήσει οὐσιαστικὰ σὲ ἕναν ἄκρατο ὑποκειμενισμό. Ἔχουμε φθάσει στὸ σημεῖο νὰ παραδέχεται ὁ καθένας ὡς ἀλήθεια τὸ προσωπικό του πίστευμα, νὰ μὴν ἀποδέχεται ἀντικειμενικὴ ἀλήθεια, ἀλλὰ νὰ ὑποδέχεσαι μὲ εὐήκοα ὦτα στὴν ὅποια καινοφανῆ διδασκαλία, ὅσο παράλογη καὶ ἀπαράδεκτη κι ἂν εἶναι, ἀρκεῖ νὰ παρουσιάζεται ὡς μοντέρνα ἢ νὰ προβάλλει ὡς ἀνατρεπτική. Ἴσως ποτὲ ἄλλοτε στὴν ἀνθρώπινη ἱστορία νὰ μὴν κυριάρχησε τόσο ὁ νοσηρὸς παραλογισμός, ὅσο στὴν ἀναπροσδιοριζόμενη ὡς ἐποχὴ τῆς λογικῆς.
Ὁ Χριστὸς καὶ οἱ δαίμονες
Στὴ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπὴ βλέπουμε ἕναν παράξενο διάλογο μεταξύ τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν δαιμόνων ποὺ βασάνιζαν δύο ταλαίπωρους ἀνθρώπους στὴ χώρα τῶν Γεργεσηνῶν. Παράξενο! Ὁ Χριστὸς λέει μία μόνο λέξη: «ὑπάγετε», δεῖγμα τοῦ ὅτι δὲν προκαλεῖ, οὔτε ἀφήνεται στὸν διάλογο αὐτό, ἀλλὰ τὸν ἀνέχεται μέχρι νὰ φθάσει στὸ ἐπιθυμητὸ ἀποτέλεσμα, τὴ θεραπεία τῶν δαιμονισμένων.
Τὰ δαιμόνια εἶναι ποὺ μιλοῦν στὸν διάλογο αὐτὸ πολὺ καὶ λένε πολλὰ καὶ ἀξιοπερίεργα. Τὸ θαυμαστότερο ὅλων εἶναι τὸ ὅτι ἀποκαλοῦν τὸν Χριστὸ «Υἱὸ τοῦ Θεοῦ». Γιὰ πολλοὺς ἑρμηνευτές, ἰδίως δυτικοὺς τῶν νεωτέρων χρόνων, ἡ προσφώνηση αὐτὴ ἀποδεικνύει ὅτι οἱ δύο αὐτοὶ ἄνθρωποι ἦταν πράγματι δαιμονισμένοι κι ὄχι ἁπλῶς παράφρονες ἢ σχιζοφρενεῖς ἢ γενικότερα ψυχασθενεῖς. Καὶ τοῦτο διότι δὲν λένε παραλογισμοὺς ἢ παραληρηματικὰ φληναφήματα, ἀλλὰ ἐκφράζουν σαφῆ γνώση γιὰ τὴ θεία φύση τοῦ Χριστοῦ, γι’ αὐτὸ καὶ ἡ ἐν συνέχειᾳ διατύπωση τῶν αἰτημάτων εἶναι ἀνάλογη.
Βεβαίως, ἡ παραπάνω ἑρμηνεία μπορεῖ νὰ εἶναι χρήσιμη, τὸ σπουδαῖο ὅμως στὴν προσφώνηση τῶν δαιμονίων εἶναι ἡ παραδοχὴ ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ Μονογενὴς Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ σεσαρκωμένος. Ἀναγνωρίζουν τὴ θεότητα καὶ τὴν ὁμολογοῦν, συνάμα ὅμως τὴν ἐχθρεύονται, γι’ αὐτὸ καὶ τὴν ἀποστρέφονται. Ἡ ἀπιστία εἶναι φαινόμενο τῶν ἀνθρώπων. Ὁ διάβολος καὶ oι «σὺν αὐτῷ» δὲν ἔχουν καμία ἀμφιβολία περὶ Θεοῦ, ἀντιθέτως ἔχουν γνώση Θεοῦ καὶ ἐπικοινωνία μαζί του, ἀσχέτως ἂν ἡ ὑπερηφάνεια καὶ ὁ ἐγωκεντρισμὸς τους τοὺς καθιστοῦν ἀνίκανους νὰ παραδεχθοῦν τὴ θεία ἀλήθεια καὶ νὰ ἀνταποκριθοῦν στὴ θεία ἀγάπη. Τὸ ἴδιο δέ, ἐμπνέουν ἐπὶ γῆς καὶ σὲ πολλοὺς ἀνθρώπους. Πολλοί, ἂν καὶ διαισθάνονται τὴν ἀλήθεια τῆς πίστης, ἂν καὶ παραδέχονται τὴ μοναδικότητα τῆς Ὀρθοδοξίας, ἂν καὶ πείθονται στὸ κήρυγμα τῆς Ἐκκλησίας, δὲν ἐπιτρέπουν στὸν ἑαυτό τους νὰ τὸ ἐξωτερικεύσει σὲ στάση ζωῆς, σὲ ἦθoς, σὲ ἔμπρακτη ὁμολογία, ὄντας δέσμιοι ἐγωιστικῶν θεωρήσεων ἢ φοβούμενοι τὴν ἀντίδραση τῶν «ἄλλων».
Ἡ στάση τῶν Γεργεσηνῶν
Ἀλλὰ καὶ oι κάτοικοι τῆς πλησιόχωρης πόλης ἔχουν ἀξιοσημείωτη συμπεριφορά. Μόλις πληροφοροῦνται τὰ περὶ τῆς ἀπελευθέρωσης τῶν δαιμονισμένων ἀπὸ τὴ δουλεία τοῦ διαβόλου καὶ στὴν καταστροφὴ τῆς ἀγέλης τῶν χοίρων, μαζεύονται ὅλοι στὴν εἴσοδο τῆς πόλης. Ὄχι γιὰ νὰ εὐχαριστήσουν τὸν Χριστὸ γιὰ τὴν εὐεργεσία του πρὸς τοὺς συμπατριῶτες τους, καθὼς καὶ στὴν ἀπαλλαγὴ ὅλης τῆς πόλης ἀπὸ στὴν ἐπιθετική τους συμπεριφορά, ἀλλὰ γιὰ νὰ τὸν παρακαλέσουν, μὲ πολὺ σεβασμὸ καὶ εὐπρέπεια, «ὅπως μεταβῆ ἀπὸ τῶν ὁρίων αὐτῶν».
Κι ἐδῶ κάποιοι σχολιαστὲς στέκονται περισσότερο στὸ γεγονὸς ὅτι τὸ Εὐαγγέλιο καταγράφει στὴν ἀπόρριψη αὐτὴ τοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ καὶ δὲν τὴν ἀποκρύπτει, ἀπόδειξη τῆς ἀξιοπιστίας τῆς ἀφήγησης. Ἂν τὸ Εὐαγγέλιο ἦταν μία ἀνθρώπινη ἐπινόηση μὲ τὴ σκοπιμότητα τῆς ὅποιας ἰδιοτέλειας νὰ ὑποκρύπτεται πίσω ἀπὸ τὴ σύνταξή του, θὰ κατέγραφε μόνον περιστατικὰ ποὺ θὰ τόνιζαν τὴ δύναμη καὶ τὴ σπουδαιότητα τοῦ Χριστοῦ καὶ στὴν ἀποδοχή του ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους. Τὰ Εὐαγγέλια ὅμως δὲν εἶναι προπαγανδιστικὰ κείμενα, ἢ διηγηματικὰ ἀναγνώσματα ποὺ δικαιώνονται ἀπὸ κάποιο «εὐτυχισμένο τέλος». Εἶναι ἡ καταγραφὴ τῆς ἀποκεκαλυμμένης ἀλήθειας, ὅπως τὴν παρέλαβε ἡ Ἐκκλησία ἀπὸ τὸ ἀψευδὲς στόμα τοῦ Χριστοῦ, γι\’ αὐτὸ καὶ εἶναι ἀληθινὰ μὲ κάθε κόστος.
Τὸ σπουδαιότερο στὴ στάση τῶν Γεργεσηνῶν εἶναι ὅτι ἀποκαλύπτει τὰ αἴτια τῆς ἄρνησης τῶν περισσότερων ἀρνητῶν τοῦ Χριστοῦ. Κι ὁ λόγος τῆς ἄρνησης πολλῶν εἶναι τὸ ὅτι οἱ ἀρχὲς τοῦ Χριστιανισμοῦ δὲν εἶναι εὔκολες στὴν ἐφαρμογή τους. Ἔχει κόστoς, «δὲν συμφέρει», γι\’ αὐτὸ καὶ ἀπαιτεῖται δύναμη καὶ ἀποφασιστικότητα. Οἱ Γεργεσηνοὶ δὲν στέκονται στὴν ὁμολογία ὅτι μπροστά τους ἔχουν τὸν Μονογενῆ Υἱὸ καὶ Λόγο τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ πονοῦν γιὰ τὰ χαμένα γουρούνια τους, τὰ ὁποῖα παρανόμως ἐξέτρεφαν, γι’ αὐτὸ καὶ ἀποκόμιζαν μεγάλο κέρδος. Ἡ πτώση τῆς ἀγέλης στὸν γκρεμὸ τοὺς κόστισε, γι’ αὐτὸ καὶ ἀντὶ νὰ συναισθανθοῦν τὸ δίκαιο τῆς τιμωρίας τους, τὸ ἄδικο τῆς πράξης τους καὶ τὴν εὐκαιρία διόρθωσης ποὺ τοὺς παρέχει ὁ Θεός, προσκολλῶνται πεισματικὰ στὴ διεκδίκηση καὶ τὴ λατρεία τοῦ πλούτου, ἀποστρεφόμενοι τὸν Χριστὸ καὶ τὴ μοναδική του ἀλήθεια. Χάριν τῶν ὑλικῶν ἀποκτημάτων καὶ τῆς ἱκανοποίησης τῶν ἐπιθυμιῶν τους, ἐθελοτυφλοῦν καὶ ἀποστρέφονται τὴν ἀλήθεια ἀποδιώκοντάς τηv, γινόμενοι ἔτσι προπομποὶ πολλῶν μὲ ὅμοιες ἐπιθυμίες ἀνὰ τοὺς αἰῶνες.
Καὶ ἡ ἄρνηση τῶν δαιμόνων καὶ ἡ ἄρνηση τῶν Γεργεσηvῶv ἀποδεικνύουν πόσο τὰ πλάσματα τοῦ Θεοῦ ἐθελοτυφλοῦν μπροστὰ στὴν ὀφθαλμοφανῆ ἀλήθειά του, ὅταν κυριαρχοῦνται ἀπὸ τὸν ἐγωισμό. Εἴτε ὑπερήφανα πιστεύματα, εἴτε ἐγωκεντρικὲς ἐπιθυμίες, ὑποδουλώνουν τόσο τὸν ἄνθρωπο, ὥστε διαλύovτάς τον νὰ τὸν ὑποχρεώνουν σὲ ἄρνηση τοῦ Θεοῦ, τὴν αἰτία τῆς ζωῆς καὶ τῆς ἀγάπης. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ ἰδιότητα τοῦ χριστιανοῦ δὲν ἐπιδέχεται συμβιβασμοὺς οὔτε συγκατάβαση πρὸς ὅ,τι τὸ γήινο καὶ χοϊκό, ἀλλὰ χαρακτηρίζεται ἀπὸ τὸν πόθο ἐλευθερίας στὸ φῶς τῆς ἀλήθειας τοῦ Χριστοῦ.