Ἐννόημα
    Ἐννόημα
  • !

    Ὁ γέρος μ’ ἐκοίταξε λίγο, σκέφτηκε περισσότερο καί ὕστερα μοῦ εἶπε./ — Ἤλθατε σήμερα;/— Ὄχι, εἶμαι δῶ τρεῖς μέρες./— Καί δέν ἐμάθετε, πὼς ἔχομε σήμερα δημοψήφισμα;/— Κανένας δέ μοῦ εἶπε τέτοιο πράγμα. Οὔτε εἶδα πουθενά προεκλογικές συγκεντρώσεις./ Ὁ γέρος ἐχαμογέλασε καί εἶπε ἀργά μ’ ἕνα δίσημο τόνο./— Ἔτσι γίνονται τώρα οἱ ἐκλογές στήν Τουρκία!/— Κατάλαβα… Καί ἐκεῖνα τά χαρτάκια μέ τό ΕVΕΤ;/— Εἶναι τό σύνθημα τῶν κυβερνητικῶν. Θά πεῖ: ΝΑΙ./— Τό ΟΧΙ πῶς τό λένε τουρκικά;/— ΧΑΪΡ./- Δέν τό βλέπω ὅμως πουθενά. Γιατί δέν παρουσιάζουν κι οἱ «ἄλλοι» τό δικό τους σύνθημα;/Πάλι ἡ ἴδια μελαγχολική ἀπάντηση:/— Ἔτσι γίνονται τώρα οἱ ἐκλογές στήν Τουρκία…

Κυριακάτικο σεργιάνι στή Σμύρνη

 

Ἡ πρώτη Κυριακή τῆς παραμονῆς μας στή Σμύρνη ἦταν ἐπί τέλους— ἐλεύθερη. Ὅλες τίς ἄλλες μέρες μέ τά «προγράμματα», τά βιβλία καί τίς ἄγονες «κονταμπλασιόν» εἴχαμε ξεχάσει πώς τό σεργιάνι, αὐτή ἡ «ἀπόλαυση τοῦ ἄσκοπου», ἦταν γνήσια τουρκική λέξη… Ἔπρεπε σήμερα νά τό θυμηθοῦμε, ν’ ἀφήσομε τίς πλατειές λεωφόρους μέ τίς γλαφυρές φοινικιές καί τούς ἐφημεριδοπῶλες καί νά μποῦμε στά «στενά» ὅπου πάντα «στίς γλάστρες ἀνθοῦν γαρύφαλλα», καί ὁ μικρός Μουράτ κατασκοτώνεται μέ τό γειτονάκι του τό Μπεκήρ ἐξ αἰτίας τῆς «Φενέρ-Μπαξέ» καί τῆς «Γαλατά-Σεράϊ»… Μονάχα στίς «μικρές λεπτομέρειες» βρίσκει κανείς τή «μεγάλη οὐσία».

Κατέβηκα τίς σκάλες τοῦ «Ἄγκαρα-Πάλας». Μπροστά στήν εἴσοδο τοῦ Ξενοδοχείου, στό πεζοδρόμιο, εἶναι ἁπλωμένες οἱ πρωινές ἐφημερίδες, φτειασιδωμένες μέ πολύ κόκκινο στούς τίτλους. Φωτογραφίες τῶν ἡγετῶν τῆς «Χούντας» καί μία ἄγνωστη λέξη μέ πελώρια στοιχεῖα, ΕVΕΤ, καλύπτουν τήν πρώτη σελίδα. Τήν ἴδια περίεργη λέξη βλέπω τυπωμένη καί σέ κάτι μικρά «φέιγ», πού εἶναι κολλημένα παντοῦ, στούς τοίχους, στίς βιτρίνες, στά καπό τῶν αὐτοκινήτων. Μπαίνω σ’ ἕνα δρόμο κάθετο πρός τήν «Προκυμαία». Σ’ ἕνα «κατάστημα» βλέπω νά μπαινοβγαίνουν σχετικά πυκνοί ἐπισκέπτες. Πλησιάζω. Σκέφτηκα πώς θά ’ναι κανένα ζαχαροπλαστεῖο ἤ κάτι τέτοιο. Πεινοῦσα κι ἤμουν ἕτοιμος νά μπῶ, ἀλλά βλέπω ἕνα ἔνοπλο στρατιώτη νά στέκει στήν εἴσοδο.

Ἀπομακρύνθηκα καί σταμάτησα λίγο παρά πάνω. Ἕνας καλοντυμένος γέρος κατέβαινε πρός τήν προκυμαία. Τόν εἶδα μέ πολλή χαρά. Κατά κανόνα ὅλοι οἱ καλοντυμένοι γέροι —αὐτό ἦταν μία ἀπό τίς «μικρές λεπτομέρειες» πού εἶχα παρατηρήσει ἀπό τήν πρώτη μέρα— ξέρουν Ἑλληνικά. Τόν ἐσταμάτησα.

— Συγγνώμη, κύριε. Μήπως ξέρετε νά μοῦ πεῖτε, τί σημαίνουν αὐτά τά χαρτάκια, ποὺ εἶναι κολλημένα παντοῦ;

Ὁ γέρος μ’ ἐκοίταξε λίγο, σκέφτηκε περισσότερο καί ὕστερα μοῦ εἶπε.

— Ἤλθατε σήμερα;

— Ὄχι, εἶμαι δῶ τρεῖς μέρες.

— Καί δέν ἐμάθετε, πὼς ἔχομε σήμερα δημοψήφισμα;

— Κανένας δέ μοῦ εἶπε τέτοιο πράγμα. Οὔτε εἶδα πουθενά προεκλογικές συγκεντρώσεις.

Ὁ γέρος ἐχαμογέλασε καί εἶπε ἀργά μ’ ἕνα δίσημο τόνο.

— Ἔτσι γίνονται τώρα οἱ ἐκλογές στήν Τουρκία!

— Κατάλαβα… Καί ἐκεῖνα τά χαρτάκια μέ τό ΕVΕΤ;

— Εἶναι τό σύνθημα τῶν κυβερνητικῶν. Θά πεῖ: ΝΑΙ.

— Τό ΟΧΙ πῶς τό λένε τουρκικά;

— ΧΑΪΡ.

— Δέν τό βλέπω ὅμως πουθενά. Γιατί δέν παρουσιάζουν κι οἱ «ἄλλοι» τό δικό τους σύνθημα;

Πάλι ἡ ἴδια μελαγχολική ἀπάντηση:

— Ἔτσι γίνονται τώρα οἱ ἐκλογές στήν Τουρκία…

Ἀποχαιρέτισα τόν καλό γέρο καί ξαναγύρισα δῆθεν ἀδιάφορος στό… δῆθεν ζαχαροπλαστεῖο. Ἕνας λοῦστρος ἐκεῖ κοντά σιγοτραγουδοῦσεν, ἄνεργος, μία «ἐπιτυχία» τοῦ Ζεκί Μαρέν, πού τήν ἄκουγα παντοῦ (ὁ Ζεκί Μαρέν εἶναι ὁ… Μπιθικώτσης τῆς Τουρκίας), θαυμάσια εὐκαιρία, γιά νά παρακολουθήσω ἀδιάβλητος τήν κίνηση στό ἐκλογικό τμῆμα…

Κατά τό χρόνο πού χρειάστηκα, γιά νά βάψω τά παπούτσια μου, καί πού τόν παράτεινα ὅσο μποροῦσα δίδοντας στό λοῦστρο ἕνα δεκάλιρο γιά νά κρατήσει τά 50 γρόσια τῆς ἀμοιβῆς του, ἐμέτρησα νά μπαινοβγαίνουν 13 ἐκλογεῖς. Ἀπ’ αὐτούς οἱ δύο ἦσαν ἡλικιωμένοι. Ὅλοι οἱ ἄλλοι ἦσαν νεώτατοι —4 νέες καί 7 νέοι. Γιά «οὐρά» μπροστά στό τμῆμα οὔτε λόγος. «Ἀποχή», σκέφτηκα. «Δύσκολα τήν ἔχει ὁ Γκιουρσέλ». (Τήν ἄλλη μέρα, περίεργος γιά τά ἀποτελέσματα, πῆρα μία ἐφημερίδα, τό Ἰσμίρ. Στήν πρώτη σελίδα ἔγραφε μέ πελώρια γράμματα: ΜΙΛΕΤΙΝ ΝΤΟΥΝ ΕΒΕΤ ΝΤΕΝΤΙ: Τό Ἔθνος χθές εἶπε «ναί». Ἔτσι γίνονται οἱ ἐκλογές στήν Τουρκία…).

Θέλω νά πάρω τσιγάρα. Εἶχα ἀνακαλύψει μία περίφημη μάρκα, τό «Γενί-χαρμάν», κι ἤθελα νά πάρω μερικά πακέτα. (Τά «Μπάφρα» τῆς πρώτης μέρας καθώς καί τά ἑλληνικά τσιγάρα, πού κρατοῦσα ἄφθονα —τρομοκρατημένος ἀπό τήν πληροφορία, ὅτι τάχα στήν Τουρκία τά τσιγάρα εἶναι ἄθλια— τά εἶχα ἀπαρνηθεῖ, «πρίν ἀλέκτωρ φωνήσῃ»). Ἀλλά ποῦ περίπτερο; Πηγαίνω ἀριστερά, δεξιά, πάνω, κάτω προσπαθώντας μάταια ν’ ἀνακαλύψω αὐτό τό θαυμάσιο «εὕρημα» —τό περίπτερο— πού στήν Ἑλλάδα διαλαλεῖ τήν καταστόλιστη ὕπαρξή του σ’ ὅλες τίς πλατεῖες καί τά πεζοδρόμια κι ἀπαλλάσσει τούς ξένους ἀπό ἀνεκδιήγητους κόπους… Ἀντί περιπτέρου, ἀνακαλύπτω πώς στήν Τουρκία δέν ὑπάρχουν περίπτερα. Τά καπνοπωλεῖα εἶναι κανονικά μαγαζιά, πού πρέπει ὅμως «νά τά ξέρεις». Καί ποῦ νά «τά ξέρω» ἐγώ, πού εἶμαι ξένος, πού δέν ἔχω τώρα τσιγάρα καί ποὺ, ἄλλωστε, βλέπω πὼς σήμερα, ὅλα τά μαγαζιά εἶναι κλειστά; Πρέπει νά ξαναγυρίσω στό Ξενοδοχεῖο. Πάει, χάθηκε τό σεργιάνι!…

Ἀλλά ὁ Θεός τῆς Ἑλλάδος δέν λείπει ἀπό πουθενά —ἀκόμη κι ἀπό τήν Τουρκία. Καθώς ἐπιστρέφω, ψάχνοντας πάντοτε μέ ἀγωνία γιά τσιγάρα, ἀκούω ἀπό τό ἀπέναντι πεζοδρόμιο κάποια φωνή νά μέ καλεῖ. Στρέφομαι, καί βλέπω νά ἔρχεται πρός τό μέρος μου ἕνας συμπαθητικώτατος νεαρός, κομψός καί γεμάτος χαμόγελα. Δέν πιστεύω τά μάτια μου. Ἀλλά τ’ αὐτιά ἔρχονται ἀμέσως νά τά ἐνισχύσουν.

—Καλώς ὡρίσετε! Τί γυρεύει ἐδῶ πέρα τό Λύκειο;

Εἶναι ὁ Γιαννάκης ὁ Ἀδάμης ἀπό τό Ἡράκλειο, παλιός καί προσφιλής μαθητής τοῦ Λυκείου. Ἤξερα πώς ἐργαζόταν σέ μία μεγάλη ναυτιλιακή ἐταιρία στό Λονδίνο.

— Καί τί γυρεύει ἐδῶ πέρα τό… Λονδίνο;

Λύθηκαν ὕστερα οἱ ἀμοιβαῖες ἀπορίες μέσα σέ μία ἀτμόσφαιρα χαρᾶς κι ἐγκαρδιότητας. Ὁ Γιαννάκης κατοικεῖ ἐδῶ τώρα καί δύο χρόνια, εἶναι ἐπιθεωρητής τῆς Ἀγγλικῆς ἐταιρίας στό πρακτορεῖο τῆς Σμύρνης καί, καλός καί πρόθυμος ὅπως εἶναι, προσφέρεται νά μέ συνοδεύσει «ὅπου θέλω». Κρατεῖ καί τσιγάρα! (Αὐτό στήν ἀρχή ντρεπόταν νά τό ὁμολογήσει…).

Πήραμε ἕνα ταξί. Ἤθελα νά πᾶμε στό Γιοζ-τεπέ νά σεργιανίσομε, νά δῶ καί τήν ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονα. Καθώς περνούσαμε ἀπό τήν «Καραντίνα» ὁ Γιαννάκης μοῦ ἔδειξε δεξιά ἕνα παλιό ὄμορφο σπίτι.

— Τό σπίτι τοῦ Στεργιάδη, μοῦ εἶπε.

Θυμήθηκα τόν ἄγριο ἁρμοστή τῆς Σμύρνης μέ τό μεγάλο μυστικό, πού δέν θέλησε ποτέ νά τό ἀποκαλύψει…

Ἀνεβήκαμε στό Γιοζ-τεπέ. Ρωτήσαμε πολλούς, ποῦ εἶναι ὁ Ἅγιος Παντελεήμονας. Κανείς δέν ξέρει. Ψάξαμε κι οἱ ἴδιοι ὁλόκληρη τή συνοικία. Ὁ Γιαννάκης ἐξαντλεῖ ὅλη του τή λαμπρή τουρκομάθεια. Μάταια. Ὁ ναός δέν ὑπάρχει πιά. Στή Σμύρνη, φαίνεται, «οὐκέτι Φοῖβος ἔχει καλύβην»… (Ἀλλά ὄχι! Ὑπάρχει ἕνα μικρό ἐκκλησάκι, πού λειτουργιέται κάθε Κυριακή ἀπό ὀρθόδοξο ἱερέα. Ἐκεῖ προσπαθεῖ νά ἀναζήσει ἡ παράδοση τῆς Ἁγίας Φωτεινῆς, πού τόσο ὡραῖα ἔχει περιγράψει —πρίν ἀπό 60 χρόνια— ὁ Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης).

Πιό ὕστερα συναντήσαμε τόν κ. Γαλανάκη νά γυρεύει μάταια —θύμα κι ἐκεῖνος τοῦ… περιπτέρου— κάρτες καί γραμματόσημα. Συνεχίσαμε κι οἱ τρεῖς τό σεργιάνι —χωρίς ὅμως πραγματικά καί νά σεργιανίζομε. Ὁ νομάρχης τῆς Χίου ἤθελε νά μάθει γιά τή σταφίδα, γιά τά καπνά, γιά τό ἐμπόριο. Χάρη σ’ αὐτόν ἔμαθα κι ἐγώ, πώς ἡ σταφίδα στήν Τουρκία ὑπολογίζεται φέτος σέ 80.000 τόννους, πώς οἱ Τοῦρκοι ἐξαγωγεῖς εἶναι πολύ τακτικοί στίς συναλλαγές τους μέ τά πρακτορεῖα καί πολλά ἄλλα χρήσιμα πράγματα, πού… δέν τά θυμοῦμαι. Εἶχα ἀρχίσει πιά νά πλήττω μέ τοῦτο τό περίεργο ἐμποριολογικό σεργιάνι, ὅταν ὁ Γιαννάκης εἶχε μία θαυμάσια ἔμπνευση.

— Νά πᾶμε στό «Παραλλέλι» νά πιοῦμε ἑλληνικό καφέ.

— Ἑλληνικό;

— Ναί. Εἶναι ’κεί δύο καφενέδες. Τόν ἕνα τόνε «κάνει» Σφακιανός…

— Ἔχει καί ναργιλέ; Ρώτησε σχεδόν βίαια ὁ νομάρχης.

— Ἐκεῖ μόνο ναργιλέ καπνίζουνε.

— Πᾶμε!

Σέ λίγο, καθισμένοι δίπλα στή θάλασσα, πίναμε θαυμάσιο καφέ συντροφιά μέ τρεῖς κατάκοσμους ναργιλέδες. Δοκίμαζα πρώτη φορά τούτη τήν ἀνατολίτικη ἀπόλαυση. Τό παρατήρησε ὁ Τανές —τό παιδί, πού συντηροῦσε τίς φωτιές— κι ἦρθε κοντά μου νά μέ διδάξει τό «πιάσιμο» καί τό «τράβηγμα»…

Μέ τούτη τή νέα ἀνακάλυψη τελείωσε καί τό Κυριακάτικο σεργιάνι στή Σμύρνη.