Ἕνας μεγάλος οὐρανός γεμάτος χελιδόνια
τεράστιες αἴθουσες δωρικές κολῶνες
τά πεινασμένα τά φαντάσματα
καθισμένα σέ καρέκλες στίς γωνιές
νά κλαῖνε
τά δωμάτια μέ τά νεκρά πουλιά
ὁ Αἴγιστος τό δίχτυ ὁ Κώστας
ὁ Κώστας ὁ ψαράς ὁ πονεμένος
ἕνα δωμάτιο γεμάτο τούλια πολύχρωμα πού ἀνεμίζουνε
νεράντζια σπᾶνε τά τζάμια στά παράθυρα
καί μπαίνουν μέσα
ὁ Κώστας σκοτωμένος
ὁ Ὀρέστης σκοτωμένος
ὁ Ἀλέξης σκοτωμένος
σπᾶνε τίς ἁλυσίδες στά παράθυρα
καί μπαίνουν μέσα
ὁ Κώστας ὁ Ὀρέστης ὁ Ἀλέξης
ἄλλοι γυρίζουνε στούς δρόμους ἀπό τό πανηγύρι
μέ φῶτα μέ σημαῖες μέ δέντρα
φωνάζουν τή Μαρία νά κατέβει κάτω
φωνάζουν τή Μαρία νά κατέβει ἀπό τόν Οὐρανό
τ\’ ἄλογα τ\’ Ἀχιλλέα πετοῦν στόν οὐρανό
βολίδες συνοδεύουνε τό πέταμά τους
ὁ ἥλιος κατρακυλάει ἀπό λόφο σέ λόφο
καί τό φεγγάρι εἶναι ἕνα πράσινο φανάρι
γεμάτο οἰνόπνευμα
τότε νυχτώνει ἡ σιωπή τούς δρόμους
καί βγαίνει ὁ τυφλός μέ τό μπαστούνι του
παιδιά τόν ἀκλουθᾶνε στίς μύτες τῶν ποδιῶν
δέν εἶναι ὁ Οἰδίποδας
εἶναι ὁ Ἠλίας τῆς λαχαναγορᾶς
παίζει μιὰν ἐξαντλητική θανάσιμη φλογέρα
εἶναι ὁ νεκρός Ἠλίας τῆς λαχαναγορᾶς