Ὁ ὁρισμὸς τῆς Ἐκκλησίας μᾶς παραδόθηκε ἀπὸ τὸν πρώην διώκτη της καὶ μετέπειτα πρωτοκορυφαῖο Ἀπόστολό της, τὸν Παῦλο: Ἡ Ἐκκλησία εἶναι τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Συχνὰ ὁ Ἀπόστολος περιστρέφεται γύρω ἀπὸ αὐτὴ τὴ θεόσδοτη πραγματικότητα, προσπαθώντας νὰ μᾶς βοηθήσει νὰ ἀντιληφθοῦμε σωστὰ τὶς σωτήριες διαστάσεις της. Καταρχὴν μᾶς θυμίζει ὅτι κάθε σῶμα ἔχει πολλὰ μέλη· «ἂν τὰ πάντα ἦταν ἕνα μέλος, τότε ποῦ τὸ σῶμα;» (Α’ Κορ. 12,19). Καὶ λίγο πρὶν ἀπὸ τὴ σημερινὴ περικοπὴ τῆς ἐπιστολῆς του πρὸς τοὺς Ρωμαίους θὰ μᾶς δώσει ἕναν ὑπέροχο ὁρισμὸ τῶν χριστιανῶν: «Ἀλλήλων μέλη».
Μέλη Χριστοῦ
Μέσα σὲ δύο λέξεις ἐκφράζει τὴν πιὸ δυνατὴ καὶ θερμὴ μορφὴ ἀνθρώπινης κοινωνικότητας: Ὁ ἕνας εἶναι μέλος τοῦ ἄλλου· καὶ ὅλοι μας, οἱ πολλοί, εἴμαστε ἕνα σῶμα ἐν Χριστῷ. Πρόκειται γιὰ τὴ μόνη ἀληθινὴ καὶ σωτήρια κοινωνικότητα, ποὺ δὲν στηρίζεται σὲ συναισθηματικοὺς ἀλτρουισμούς, ἀλλὰ στὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Χριστὸς εὐδόκησε νὰ μᾶς κάνει μέλη τοῦ σώματός του. Μόνο μέσα σ’ αὐτὸ τὸ πλαίσιο μποροῦμε νὰ κατανοήσουμε τὴ διδασκαλία περὶ θείων χαρισμάτων, ποὺ διαβάζουμε στὸ σημερινὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα. Τρία εἶναι τὰ παράθυρα, ποὺ δίνουν τὸ ἀπαραίτητο φῶς γιὰ νὰ τὸ δοῦμε καλύτερα:
(α) Ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ πηγὴ ἀλλὰ καὶ ὁ σκοπὸς τῶν θείων χαρισμάτων· δὲν ἔχουμε νὰ κάνουμε μὲ ἀνθρώπινα κατορθώματα ἀλλὰ μὲ θεῖες δωρεές. Ἄρα δὲν ὑπάρχει κανένας χῶρος γιὰ ἀνθρώπινη ἔπαρση καὶ προβολή. Οἱ γνήσιοι χαρισματοῦχοι, ὅταν ἔνιωθαν ἀπειλητικὸ τὸν πειρασμὸ τοῦ ἐγωισμοῦ, ζητοῦσαν ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ πάρει πίσω τὸ χάρισμά τους. Καὶ «δουλεύει» κάποιος αὐθεντικὰ τὸ χάρισμά του, ὅταν «τῷ Κυρίῳ δουλεύῃ». Στόχος τῆς ἄσκησης ὅλων τῶν χαρισμάτων εἶναι ἡ δόξα τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας του. Ἐξάλλου στὸ πρόσωπο τοῦ ἄλλου μέλους, ποὺ καρποῦται τὴ διακονία τοῦ χαρίσματός μας, πρέπει νὰ βλέπουμε πάντα τὸν Χριστό. Ἔτσι, σ’ Αὐτὸν «ἐπιστρέφουμε» τὸ χάρισμα ποὺ μᾶς ἔδωσε. Μόνον ἔτσι ἀξιοποιεῖται σωστὰ τὸ χάρισμα καὶ καρποφορεῖ καὶ γιὰ ἐμᾶς «ἐν τριάκοντα καὶ ἐν ἑξήκοντα καὶ ἐν ἑκατόν».
Δέξου καὶ πρόσφερε
β) Τὰ χαρίσματα δίδονται κατὰ τὸ μέτρο τῆς δεκτικότητας τοῦ καθενός. Ὁ καθένας «αἴτιος ἑαυτῷ γίνεται τοῦ μεῖζον ἢ ἔλαττον χάρισμα λαβεῖν» (Ζιγαβηνός). Ὁ ποταμὸς τῶν θείων χαρισμάτων, λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, ρέει πλούσια ἀλλὰ γεμίζει «ὅσον ἂν εὕρῃ σκεῦος πίστεως αὐτῷ προσενεχθέν». Κάποιος ἰδιόρρυθμος βασιλιὰς εἶπε στοὺς ὑπηκόους του νὰ τοῦ φέρουν δῶρο στὰ γενέθλιά του λίγο νερό. Οἱ περισσότεροι τοῦ πῆγαν μικρὰ σκεύη καὶ κάποιοι ἀπαξιωτικὰ ἀρκέσθηκαν σὲ μία δαχτυλήθρα. Ὅταν ὅμως ὁ βασιλιὰς τοὺς ἐπέστρεψε τὰ σκεύη τους γεμάτα λίρες, ὅλοι μακάρισαν τοὺς ἐλάχιστους «ἀφελεῖς», ποὺ ἵδρωσαν κουβαλώντας νερὸ μὲ βαρέλι. Τὸ «νερό», ποὺ δίνουμε ἐμεῖς στὸν ἐπουράνιο Βασιλέα, εἶναι ἡ καλή μας διάθεση καὶ ὁ ζῆλος νὰ ἐργασθοῦμε φιλότιμα. Ὅλο τὸ «χρυσάφι» τῶν χαρισμάτων καὶ ἡ καρποφορία τους εἶναι τοῦ Θεοῦ. Τὴ φιλότιμη ἀξιοποίηση ὅλων τῶν χαρισμάτων τὴν προτρέπει μὲ ἐπίταση καὶ ὁ Ἀπόστολος: Δὲν εἶπε ἁπλῶς νὰ δίνετε κάτι ἀλλὰ μὲ ἀφθονία· οὔτε ἁπλῶς νὰ προΐστασθε σὲ καλὰ ἔργα ἀλλὰ μὲ ζῆλο· οὔτε ἁπλῶς νὰ ἐλεεῖτε ἀλλὰ μὲ χαρὰ· οὔτε ἁπλῶς νὰ δείχνετε ἐνδιαφέρον γιὰ τοὺς ἄλλους ἀλλὰ καὶ χωρὶς ὀκνηρία. Σὲ ὅλα θέλει νὰ εἴμαστε ὄχι τῆς ἐλάσσονος ἀλλὰ τῆς μείζονος προσπαθείας.
γ) Ἡ ἄσκηση τῶν χαρισμάτων δὲν ἔχει καμία σχέση μὲ ἀτομικοὺς πρωταθλητισμούς. Εἶναι ἐκκλησιαστικὸ γεγονός· ἀποβλέπει μόνο στὴν οἰκοδομὴ τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας. Ἀκόμη καὶ οἱ ἀναχωρητὲς δὲν πῆγαν στὴν ἔρημο, γιὰ νὰ ἐπιτύχουν ἀτομικὲς ἀσκητικὲς ἐπιδόσεις ἢ νὰ αὐτοβελτιωθοῦν ὡς ἄτομα· πῆγαν ὡς μέλη τῆς Ἐκκλησίας. Κάθε σταγόνα ἀπὸ τοὺς ἀσκητικοὺς ἱδρῶτες τους ποτίζει καὶ δροσίζει ὁλόκληρη τὴν Ἐκκλησία- «τῇ προσευχῇ προσκαρτερῶν» ὁ ἐρημίτης Μέγας Ἀντώνιος «τὴν οἰκουμένην ἐστήριξεν εὐχαῖς αὐτοῦ». Ὅλα ἀνεξαιρέτως τὰ χαρίσματα, ποὺ μνημονεύονται στὸ σημερινὸ ἀνάγνωσμα, ἀναφέρονται στὶς σχέσεις τῶν ἀδελφῶν καὶ καλλιεργοῦνται στὴ μεταξύ τους κοινωνία. Ἀκόμη καὶ ἡ «ἀτομικὴ» χαρὰ ἀπὸ τὴν ἐλπίδα τῶν μελλόντων ἀγαθῶν καθὼς καὶ ἡ «ἀτομικὴ» ὑπομονὴ στὶς θλίψεις ὄχι μόνο φωτίζουν καὶ στηρίζουν ὅλη τὴν Ἐκκλησία, ἀλλὰ καὶ καλοῦν καὶ τοὺς ἐκτὸς αὐτῆς νὰ μποῦν καὶ νὰ γίνουν κοινωνοὶ τῶν δωρεῶν της.
«Μείζων πάντων ἡ ἀγάπη»
Μετὰ ἀπὸ ὅλα αὐτά, πῶς νὰ μὴν χαρακτηρίσει ὁ Χρυσόστομος «μητέρα πάντων τῶν χαρισμάτων» τὴν ἀγάπη; Ἡ κορυφαία αὐτὴ δωρεά, γιὰ νὰ μπορέσει νὰ «γεννήσει» καὶ νὰ ἐνισχύσει τὴν ἄσκηση ὅλων τῶν ἄλλων χαρισμάτων, πρέπει, κατὰ τὸν Παῦλο, νὰ μὴν εἶναι πλασματικὴ ἀλλὰ «ἀνυπόκριτος». Καὶ σὰν νὰ μὴν ἱκανοποιεῖται ὁ Ἀπόστολος ἀπὸ αὐτὸν μόνο τὸν χαρακτηρισμὸ τῆς ἀγάπης, συμπληρώνει: «Τῇ φιλαδελφίᾳ φιλόστοργοι»· δὲν πρέπει νὰ εἶναι μόνο ἀνυπόκριτη ἡ ἀγάπη, ἀλλὰ καὶ γεμάτη στοργή, νὰ εἶναι ὄχι μόνο θερμὴ ἀλλὰ καὶ διάπυρη. Καὶ θὰ ὁλοκληρώσει ὁ ἀνυπέρβλητος ἑρμηνευτὴς τοῦ Ἀποστόλου δίνοντάς μας τὴ χρυσὴ ἀρχὴ τῆς ἀγάπης: «Μὴ περιμένεις νὰ σοῦ δείξει πρῶτα ὁ ἄλλος τὴν ἀγάπη του, ἀλλὰ ἐσὺ νὰ τρέχεις πρῶτα νὰ τοῦ δείξεις τὴ δικὴ σου· ἔτσι θὰ κερδίσεις καὶ τὸν μισθὸ τῆς δικῆς του ἀγάπης».
Προφανῶς, μόνο μὲ μία τέτοια πλησμονὴ ἀγάπης μπορεῖ κάποιος νὰ κατορθώσει καὶ τὴν ἀρκετὰ δυσεπίτευκτη ἀποστολικὴ προτροπή, ποὺ βρίσκεται στὸ τέλος τῆς περικοπῆς: «εὐλογεῖτε τοὺς διώκοντας ὑμᾶς· εὐλογεῖτε καὶ μὴ καταρᾶσθε». Δὲν εἶπε μόνο «μὴ μνησικακεῖτε», ἀλλὰ καὶ «νὰ εὔχεσθε γι’ αὐτούς». Καὶ δὲν εἶναι τυχαῖο ὅτι ἡ μόνη προτροπὴ τοῦ Ἀποστόλου σὲ ἐπιστολή του, ποὺ ἐπίσης ἐπαναλαμβάνεται δύο φoρὲς στὸν ἴδιο στίχο, εἶναι τὸ «χαίρετε» (Φιλ. 4,4). Ὑπάρχει, ἄραγε, μεγαλύτερη πηγὴ χαρᾶς ἀπὸ τὸ νὰ «προσκαρτερήσει» κάποιος μὲ τὸν Βασιλέα τῆς δόξης στὴν τελευταία του προσευχὴ πάνω στὸν Σταυρό;