Ξενομανίας τὸ ἀνάγνωσμα. Γίναμε δυτικολάτρες
Ξενομανία δὲν θὰ πεῖ τίποτα. Μιὰ φορὰ κι ἕναν καιρὸ εἴχαμε ξενομανία, δηλαδὴ κάποια λαφριὰ ψυχικὴ ἀρρώστεια, ἕνα συνάχι. Τώρα πάθαμε μιὰ πολὺ βαρειὰ ἀρρώστεια, θὲς πανούκλα, θὲς γρίππη κακοηθέστατη, μὰ ὄχι ἀσιατική, ἀλλὰ εὐρωπαϊκή. Πῶς νὰ τὴν ποῦμε; Ξενολατρεία; Ξενοπροσκύνημα; Ἐγὼ τουλάχιστο, μ\’ ὅλο ποὺ λένε πὼς εἶμαι καλὸς λογομάστορας, δὲ μπορῶ νὰ βρῶ κάποια ὀνομασία, ποὺ νὰ μπορεῖ νὰ δώσει μιὰ μικρὴ ἰδέα γι’ αὐτὴ τὴ θανατηφόρα ἀρρώστεια ποὺ μᾶς δέρνει, καὶ ποὺ ὅλο καὶ χειροτερεύει.
Καὶ δὲν εἶναι σωστὴ ἡ ὀνομασία ξενολατρεία. Σωστὴ θὰ ἤτανε ἂν τὴ λέγαμε Δυτικολατρεία. Γιατί, μονάχα τὰ εὐρωπαϊκὰ πράγματα ἤ, καλύτερα, τὰ Δυτικά, εἶναι γιὰ μᾶς οὐρανοκατέβατα, ὅλα ὅσα ἔρχουνται ἀπὸ κεῖνες τὶς χῶρες ποὺ βρίσκουνται κατὰ τὸ βασίλεμα τοῦ ἥλιου, ἐνῶ δὲν ἔχουμε τὴν παραμικρὴ ἐκτίμηση σὲ ὅ,τι ἔρχεται ἀπὸ τὴν Ἀνατολή. Εἴμαστε γυρισμένοι κατὰ τὸ βασίλεμα τοῦ ἡλίου, σὰ νὰ περιμένουμε νὰ βγεῖ ἀπὸ κεῖ ὁ ἥλιος.
Καὶ βέβαια, ἀπὸ κεῖ βγαίνει, γιατί ἀπὸ κεῖ ἔρχουνται ὅσα βγάζουνε λεφτά, οἱ μηχανές, οἱ διάφορες καλλιτεχνίες, τὰ σκάνδαλα, τὰ ἐγκλήματα. Οἱ δυτικοὶ ἄνθρωποι εἶναι οἱ πιὸ πρακτικοὶ ἀπ\’ ὅλη τὴν ἀνθρωπότητα, καὶ γιὰ τοῦτο τὰ καταφέρανε νὰ βγαίνει παρὰς ἀπ\’ ὅλα τὰ πράγματα, κι ἀπὸ τὰ πιὸ ἄκερδα. Ἔτσι, κερδίζουνε πολλὰ χρήματα κάποια ἐπαγγέλματα ποὺ σὲ ἄλλες χῶρες καὶ σὲ ἄλλα χρόνια τὰ θεωρούσανε χασομέρικα, ὅπως εἶναι τὸ νὰ τραγουδᾶ κανένας, τὸ νὰ χορεύει, τὸ νὰ μιλᾶ καὶ νὰ λέγει ὅ,τι κατέβει στὸ κεφάλι του, τὸ νὰ κουτσομπολεύει, τὸ νὰ κάνει τὸν ἀθλητή, τὸ νὰ μουντζουρώνει ἕνα σανίδι ἢ ἕνα πανί, τὸ νὰ φωτογραφίζει ὅ,τι βρεῖ μπροστά του, τὸ νὰ κάνει τὸν τρελλό, τὸ νὰ γράφει βιβλία γεμάτα ἀνοησίες κι ἀκαταλαβίστικα λόγια, κι ἄλλα τέτοια ἀμέτρητα κι ἀπίστευτα πράγματα.
Σὲ κεῖνες τὶς βλογημένες χῶρες ὅλα ἔχουνε γίνει μεγάλες καὶ βαθειὲς ἐπιστῆμες, τὸ κούρεμα τῶν μαλλιῶν, τὸ βάψιμο τῶν γυναικῶν, ποὺ τὶς βάφουνε καὶ τὶς ξεβάφουνε δύο καὶ τρεῖς φορὲς τὴ βδομάδα οἱ «σπουδάσαντες» ἐν Εὐρώπῃ καλλιτέχναι – ἐπιστήμονες, τὸ κόψιμο τῶν νυχιῶν, τὸ τρίψιμο τῶν ποδιῶν, τὸ «αἰσθητικὸ» ἀναμάλλιασμα, τὸ «αἰσθητικὸ» στόλισμα τῆς βιτρίνας, τὸ «αἰσθητικὸ» μεταχείρισμα τοῦ πελάτη, οἱ «αἰσθητικοὶ» γάμοι, τὰ «αἰσθητικὰ» μνημόσυνα, οἱ «αἰσθητικὲς» νεκροφόρες, οἱ «αἰσθητικὲς» κηδεῖες κλπ., ὅλα, ἐπαγγέλματα ἀπ\’ ὅπου κερδίζει πολὺς κόσμος, κι ὄχι μοναχὰ κερδίζει, μὰ καὶ κερδίζει πολλά, περισσότερα ἀπὸ τὰ «ντεμοντὲ» ἐπαγγέλματα τοῦ ἐπιπλοποιοῦ, τοῦ ράφτη, τοῦ τσαγκάρη κλπ.
Μ\’ αὐτὸν τὸν τρόπο ἡ Εὐρώπη πῆρε μὲ τὸ μέρος της ὅλον τὸν κόσμο, καὶ περισσότερο ἐμᾶς τοὺς Ἕλληνες, ποὺ φαίνεται πὼς εἴχαμε κι ἀνέκαθεν τὴν ἀρρώστεια τῆς ξενομανίας, ὅπως φαίνεται ἀπὸ τοῦτα τὰ λόγια ποὺ ἔχει γράψει ὁ Παυσανίας ὁ Περιηγητής: «Ἕλληνες ἀεὶ ἐν θαύματι τιθέασι τ\’ ἀλλότρια ἢ τὰ οἰκεῖα», δηλαδή: «Οἱ Ἕλληνες πάντα νομίζουνε πὼς εἶναι πιὸ θαυμαστὰ τὰ ξένα πράγματα, παρὰ τὰ δικά τους».
Ἡ Δύση καταγίνεται μὲ τὶς ἐπιστῆμες, κι οἱ μηχανὲς ποὺ φτιάνει, θαμπώνουνε τοὺς λαοὺς σὰν κάποια μαγικὰ πράγματα. Κοντὰ στὴ λάμψη ποὺ ἔχουνε οἱ μηχανές, εἶναι καὶ τὸ κέρδος ποὺ βγαίνει ἀπὸ τὸ κάθε πράγμα ποὺ γίνεται στὴν Εὐρώπη, κι ἔτσι, ὁ ἄνθρωπος ποὺ δὲν ἔχει πνευματικὴ ἀνεξαρτησία, ὑποδουλώνεται σὰν ὑπνωτισμένος σ\’ αὐτὴ τὴ μάγισσα Κίρκη, κι ὅ,τι τοῦ δίνει αὐτὴ τὸ θεωρεῖ οὐρανοκατέβατο. Μ\’ αὐτὸν τὸν τρόπο, ὅλα τὰ ἰδεώδη ποὺ ἔχουνε οἱ ἄνθρωποι ποὺ ζοῦνε στὶς χῶρες ποὺ δὲν ἔχουνε μηχανικὸ πολιτισμό, βρίσκουνται στὴ Δύση.
Ἀπὸ τὴ Δύση ἐβγῆκε ἡ Μόδα, αὐτὸ τὸ ἀνεξήγητο κι ἀκατανόητο τέρας, ποὺ δὲν ἀντιστέκεται στὶς προσταγὲς τοῦ κανένας ἄνθρωπος. Ἕνα φόρεμα, ἢ ἕνα ὁποιοδήποτε πράγμα, ποὺ ἤτανε ὄμορφο τὴν περασμένη βδομάδα, σήμερα δὲν εἶναι πιὰ ὄμορφο, γιατί τέτοια διαταγὴ ἦρθε ἀπὸ τὸ Παρίσι, ἀπὸ τὴ Λόντρα, ἢ ἀπὸ τὴν Ἀμερική. Αὐτὴ ἡ ἀλλαγὴ δίνει μεγάλη κίνηση στὸ ἐμπόριο, στὸ ἀλισβερίσι.
Στὴ Δύση λοιπὸν ὅλα γίνουνται λεφτά. Πῶς νὰ μὴν ἔχουμε σὲ μεγάλη ὑπόληψη ὅ,τι κάνει κι ὅ,τι μᾶς στέλνει, ἀκόμα καὶ τὰ πιὸ τρελλὰ πράγματα; Πλῆθος ἐργοστάσια δουλεύουνε καὶ γεμίζουνε τὸν κόσμο γυαλιά, στυλό, ἀναπτῆρες (ὅλο πιὸ τέλεια κι ὅλο πιὸ τελειοποιημένα), μηχανὲς φωτογραφικές, ραδιόφωνα τῆς τσέπης, ρολόγια ἴσαμε ἕνα κουμπί, ποὺ γιὰ νὰ δεῖς τὴν ὥρα πρέπει νάχεις φακό, κι ἄλλα κι ἄλλα. Δὲν ἔμεινε ἄνθρωπος ποὺ νὰ μὴν ἔχει ἕνα καὶ δύο στυλό, δύο – τρία ζευγάρια γυαλιά, μία μηχανή, ἕνα ραδιόφωνο σὰν ταμπακέρα. Ἡ μάγισσα Κίρκη πίνει τὸ αἷμα τους, ρουφᾶ, τὸν παρά τους, κι αὐτοὶ ὁρκίζουνται στ\’ ὄνομά της. Ἡ ἀλήθεια εἶναι πὼς τοὺς δίνει ἕνα σωρὸ χρειαζούμενα πράγματα, τοὺς φορτώνει ὅμως κι ἕνα σωρὸ ἀδιαφόρετα, κι ἀλλοίμονο σ\’ ὅποιον δὲν συμμορφωθεῖ μὲ τὶς προσταγές της νὰ τὰ φορτωθεῖ!
Οἱ Ἕλληνες εἶναι οἱ πιὸ πιστοὶ προσκυνητές της. Μόλις μαθευτεῖ πὼς ἡ Μάγισσα ἔβγαλε κάτι «καινούριο», ἢ στὴ μόδα τῆς φορεσιᾶς, ἢ στὴν τέχνη καμμιὰ καινούρια «τεχνοτροπία», ἢ κάποια νέα θεωρία, ἢ κανέναν καινούριο ἀναπτήρα, ἢ κάποιο ἄλλο «θαῦμα» τέλος πάντων, τρέχουνε ποιὸς νὰ πρωτοπροφτάξει νὰ τὸ πάρει ἢ νὰ τὸ μιμηθεῖ. «Εἶναι εὐρωπαϊκό!», ποὺ θὰ πεῖ: «Βασιλικιὰ διαταγὴ καὶ τὰ σκυλιὰ δεμένα».
Ἐξ ἄλλου, ὅπως εἴπαμε, εὐρωπαϊκὸ θὰ πεῖ πάντα «τὸ τερπνὸν μετὰ τοῦ ὠφελίμου». Τζίρος!
Μία Κυριακή, μετὰ τὴ λειτουργία, εἶχε δύο – τρία μνημόσυνα στὴν ἐκκλησία ποὺ πῆγα. Κι ἐπειδὴ βιαζόντανε, παπάδες καὶ ψαλτάδες, νὰ τελειώσουνε γρήγορα μὲ τὸν Θεὸ γιὰ νὰ δοῦνε τὴν πελατεία, τόλμησα νὰ πῶ δύο λόγια γιὰ τὰ θεατρικὰ αὐτὰ μνημόσυνα, μὲ τὰ φρικτὰ μὼβ κρέπια, μὲ τὶς γλάστρες, μὲ τὶς κορδέλλες μὲ τὰ χρυσὰ γράμματα, καὶ μὲ τοὺς διάφορους χαροεργολάβους. Τί ἤθελα νὰ μιλήσω; Μὲ περιλάβανε ὅλοι οἱ «ἐνδιαφερόμενοι» τῆς ἐπιχειρήσεως, καὶ πιὸ λυσσασμένα οἱ ἐργολάβοι μὲ τὰ φοινικοειδῆ, μὲ τὰ κρέπια, μὲ τὶς χρυσωμένες κορδέλλες, μὲ τὰ «ἰκριώματα», μὲ τοὺς δίσκους τὰ κόλλυβα. «Ποιὸς θὰ δούλευε, μοῦ λέγανε, ἂν δὲν γινόντανε ἔτσι ἐπίσημα τὰ μνημόσυνα κι οἱ κηδεῖες; Ποῦ βρισκόμαστε; Στὰ βλαχοχώρια;».
Καὶ καλὰ ἡ πιάτσα! Μὰ κάποιοι ποῦ θάπρεπε νὰ εἶναι λιγώτερο δυτικόπληκτοι, ὅπως εἶναι οἱ ἱερωμένοι; Ἄχ! Ἴσια – ἴσια, πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ρασοφόρους ἔχουνε κολλήσει πολὺ βαρειὰ τὴν ἀρρώστεια τῆς ξενολατρείας. Τί λέγω; Βαστοῦνε τὸ μπαϊράκι της καὶ πᾶνε μπροστὰ ἀπὸ μᾶς τοὺς κοσμικούς.
Γιὰ νὰ δεῖτε πὼς μιλῶ ἀληθινά, καὶ γιὰ νὰ θαυμάσετε ὥς ποιὸ σημεῖο μπορεῖ νὰ γελοιοποιηθεῖ ἕνας ἄνθρωπος, καὶ μάλιστα κληρικός, ἀπὸ τὴν ξενομανία, γράφω παρακάτω ἕνα περιστατικό, ἀπὸ τὰ πολλὰ ποὺ γίνουνται γύρω στὴν τέχνη μου:
Τὰ τελευταῖα χρόνια ἄρχισε ὁ κόσμος νὰ ἐκτιμᾶ τὴ δυσφημισμένη βυζαντινὴ τέχνη, κι ἤρθανε σὲ μένα πολλοὶ νέοι νὰ τοὺς μάθω τὴ βυζαντινὴ ἁγιογραφία, δικοί μας καὶ ξένοι.
Ἕνας δεσπότης, μὴ ἔχοντας ἰδέα ἀπ\’ ὅ,τι γίνεται σ\’ αὐτὸ τὸ κεφάλαιο, καὶ πιστεύοντας πὼς ὅλα βρίσκουνται στὴν Εὐρώπη, ἔστειλε ἕνα νέο θεολόγο ποὺ εἶχε κλίση στὴ ζωγραφική, νὰ σπουδάσει ἁγιογραφία σὲ μία σχολὴ τῆς Γερμανίας. Ἐκεῖ τοῦ εἴπανε πὼς δὲν διδάσκεται ἐκεῖ ἡ ἁγιογραφία, καὶ τοῦ συστήσανε νάρθει σὲ μένα. Ἀπὸ κεῖ πῆγε στὸ Παρίσι, καὶ τοῦ εἴπανε καὶ κεῖ νὰ γυρίσει στὴν Ἑλλάδα. Τέλος, πῆγε καὶ στὸ Βέλγιο, καὶ τὸν στείλανε πάλι σὲ μένα, λέγοντάς του πὼς σκοπεύουνε νὰ μοῦ στείλουνε δύο σπουδαστὲς γιὰ νὰ μάθουνε τὴν ἁγιογραφία.
Ἀφοῦ λοιπὸν βρίσκουνται σὲ τέτοια πνευματικὴ κατάσταση οἱ ἱεράρχες τῆς Ἑλληνικῆς Ὀρθοδοξίας, τί νὰ κάνουνε οἱ ἐργολάβοι κηδειῶν;