Ποιὸς δὲν θὰ κολακευόταν, ἂν τοῦ ἔλεγαν «εἶσαι δυνατός», καὶ μάλιστα στὴ σημερινὴ ἐποχή, ποὺ ἡ αἰσιοδοξία καὶ ἡ αὐτοεκτίμηση τῶν περισσοτέρων δὲν βρίσκονται σὲ ἱκανοποιητικὰ ἐπίπεδα. Ἴσως ὅμως νὰ «ἀπήρχετο λυπούμενος», ἂν τοῦ πρόσθεταν: «Ἐπειδὴ εἶσαι δυνατός, ἔχεις περισσότερη δουλειὰ· θὰ πρέπει νὰ μὴν εἶσαι αὐτάρεσκος, ἀλλὰ νὰ στηρίζεις καὶ τοὺς ἀδύνατους κατεβαίνοντας στὸ δικό τους ἐπίπεδο». Μᾶς ἀρέσουν οἱ ἔπαινοι γιὰ τὰ ὅποια χαρίσματά μας, ἀλλὰ δὲν δεχόμαστε εὐχαρίστως τὶς ἀπορρέουσες ὑποχρεώσεις γιὰ τὴν καρποφόρα καλλιέργειά τους.
Συγκατάβαση «πρὸς οἰκοδομὴν»
Τὸ ὑψηλότερο χάρισμα εἶναι ἡ δυνατὴ πίστη μὲ βαθιὰ ἐπίγνωση τῆς ἐν Χριστῷ ἀληθείας, ποὺ συνοδεύεται ἀπὸ σύνεση καὶ διακριση· μία πίστη, ποὺ δὲν κλονίζεται εὔκολα ἀπὸ ἀσυνέπειες προσώπων, ἀπὸ παντοειδεῖς θλίψεις καὶ «σιωπὲς τοῦ Θεοῦ». Μία τέτοια πίστη ξεκινάει βέβαια ἀπὸ εἰλικρινῆ ἀνθρώπινη ἀναζήτηση μὲ συνεπῆ ἄσκηση καὶ μελέτη, ἀλλὰ τελικὰ ἀποτελεῖ ἐξ ὁλοκλήρου δωρεὰ τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖνος τὴ δίνει ἀπὸ τὴν ἄπειρη ἀγάπη του καὶ ἀπὸ τὴ λαχτάρα του γιὰ τὴ δική μας σωτηρία.
«Σὲ ὅποιον ὅμως τὴ δεχθεῖ, δημιουργεῖ εὐθύνες καὶ χρέος», μᾶς λέει σήμερα ὁ Ἀπόστολος. Καὶ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος ἐξηγεῖ: «Ἔγινες δυνατός; Στὸν Θεὸ ἀπόδωσε τὴν ἀμοιβὴ ποὺ σὲ δυνάμωσε· καὶ θὰ τὴν ἀποδώσεις βοηθώντας τὸν ἀδύνατο ἀδελφὸ σου· ἔξαλλου κι ἐμεῖς ἀδύνατοι ἤμασταν καὶ ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ μᾶς δυνάμωσε». Ἡ βοήθεια αὐτὴ ἔχει τὸ ὄχι εὐκαταφρόνητο κόστος νὰ ἀνεχόμαστε τὶς ἀδυναμίες τῶν ἀδυνάτων, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ μὴν κάνουμε τὰ ἀρεστὰ στὸν ἑαυτό μας, ἀλλὰ τὰ ἀρεστὰ σ’ αὐτούς. Φυσικὰ αὐτὸ δὲν ἔχει καμία σχέση μὲ ἰδιοτελεῖς ἀvθρωπαρέσκειες· δὲν πᾶμε νὰ τοὺς κολακεύσουμε οὔτε νὰ τοὺς γίνουμε ἁπλῶς συμπαθεῖς. «Ἂν (μὲ τέτοιο πνεῦμα) ἄρεσα στοὺς ἀνθρώπους, τότε δὲν θὰ ἤμουν δοῦλος τοῦ Χριστοῦ», θὰ πεῖ σὲ ἄλλη ἐπιστολὴ του ὁ Παῦλος (Γαλ. 1,10). Τὰ κριτήρια μιᾶς τέτοιας συγκατάβασης εἶναι μόνο «τὸ ἀγαθὸ» καὶ «ἡ οἰκοδομὴ» τῶν ἀσθενῶν ἀδελφῶν.
Πολλὲς φορὲς ἡ συγκατάβαση συνίσταται καὶ στὴν ἀναζήτηση τοῦ κατάλληλου καιροῦ γιὰ τὴ βοηθητικὴ παρέμβαση στὸν ἀσθενῆ ἀδελφό. Πολὺ εὔστοχα ὁ ἅγιος Θεοφύλακτος ἐπισημαίνει ὅτι «συχνά, αὐτὸ ποὺ κάνεις γιὰ νὰ βοηθήσεις τὸν ἄλλον, ἔστω κι ἂν εἶναι καλό, ἀντὶ νὰ οἰκοδομεῖ γκρεμίζει, ἐπειδὴ ἔγινε ἄκαιρα. Ἡ γὰρ ἄκαιρος ἐπίπληξις οὐκ οἰκοδομεῖ». Ἕνα περιστατικὸ ἀπὸ τὸν βίο τοῦ ἁγίου Σιλουανοῦ τοῦ Ἀθωνίτη μιλάει μόνο του. Κάποια φορὰ στὰ νιάτα του ξενύχτησε ἀσωτεύοντας. Τὴν ἄλλη μέρα ὁ πατέρας του τοῦ εἶπε σὲ ἤπιο τόνο: «Ποῦ ἤσουνα χθές, παιδί μου; Μὲ πονοῦσε ἡ καρδιά μου». Ἐνθυμούμενος ὁ Ἅγιος μειλίχιους λόγους τοῦ πατέρα του ἔλεγε: «Ἐγὼ δὲν ἔφτασα στὰ μέτρα τοῦ πατέρα μου. Ἐκεῖνος, πράος καὶ σοφὸς ἄνθρωπος, ἔψαχνε πάντοτε τὴν κατάλληλη στιγμὴ γιὰ νὰ μᾶς κάνει κάποια παρατήρηση· καὶ τὸ ἔκανε αὐτό, γιὰ νὰ μὴ μᾶς συγχύσει».
«Οὐχ ἑαυτῷ ἤρεσεν»
Τὸ ἀνυπέρβλητο πρότυπο ἄκρας συγκατάβασης εἶναι ὁ Χριστός. Τὸ ὅτι πρῶτος Αὐτὸς «οὐχ ἑαυτῷ ἤρεσεν» δὲν σημαίνει ὅτι ὅλα ὅσα ἔκανε γιὰ τὴ σωτηρία μας, δὲν τὰ ἔκανε ἑκουσίως. Σημαίνει ὅτι ὑπέταξε ἑκούσια τὸ θέλημα τῆς ἀνθρώπινης φύσης του στὸ θεῖο θέλημα: «Πάτερ, οὐχ ὡς ἐγὼ θέλω, ἀλλ’ ὡς σύ». Ἐξηγεῖ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Μποροῦσε ὁ Χριστὸς νὰ μὴν ὀνειδισθεῖ· μποροῦσε νὰ μὴν πάθει ὅσα ἔπαθε, ἂν ἐπιζητοῦσε τὸ δικό του καλὸ ὡς ἄνθρωπος. Ἀλλ’ ὅμως δὲν θέλησε. Προτίμησε τὴ δική μας σωτηρία. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Παῦλος δὲν ἤθελε νὰ δείξει ἁπλῶς ὅτι ὁ Χριστὸς ἔγινε ἄνθρωπος, ἀλλὰ καὶ ὅτι δέχθηκε ἀτιμωτικὸ θάνατο γιὰ χάρη μας, ὅπως εἶχε προφητευθεῖ καὶ στοὺς Ψαλμούς».
Ἡ ἀναφορὰ στοὺς Ψαλμούς, ποὺ ἦταν βασικὸ ἀντικείμενο μελέτης καὶ περιεχόμενο τῆς λατρείας τῆς Συναγωγῆς, δίνει ἀφορμὴ στὸν Ἀπόστολο νὰ τονίσει τὴ σημασία τῆς μελέτης τῶν θείων Γραφῶν. Οἱ κατεξοχὴν καρποὶ αὐτῆς τῆς μελέτης εἶναι ἡ ὑπομονὴ καὶ ἡ ἐλπίδα, διὰ τῶν ὁποίων «νευρούμεθα καὶ παρακαλούμεθα», θὰ πεῖ ὁ Χρυσορρήμων Ἰωάννης. Χωρὶς αὐτὸ τὸ «νεῦρο» καὶ αὐτὴ τὴν παρηγοριά, ποὺ εἶναι πάντοτε ἀλληλένδετα, δὲν μποροῦμε νὰ βροῦμε τὴ δύναμη νὰ βαστάζουμε καὶ «τὰ ἀσθενήματα τῶν ἀδυνάτων». Καὶ εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι ὁ Παῦλος ὀνομάζει ἐδῶ τὸν Θεό, «Θεὸ τῆς ὑπομονῆς καὶ τῆς παρακλήσεως», ξεχωρίζοντας αὐτὰ τὰ τόσο ἀπαραίτητα γιὰ ἐμᾶς δῶρα τῆς ἀγάπης του.
«Ἐν ἑνὶ στόματι καὶ μιᾷ καρδίᾳ»
Ὁ ἀγώνας τῆς ὑπομονῆς καὶ τῆς κατανόησης τῆς ἀδυναμίας τῶν ἄλλων ὁδηγεῖ στὴν ὁμοφροσύνη, ποὺ δὲν εἶναι μία θεωρητικὴ σύγκλιση ἀπόψεων ἀλλὰ ἡ «κατὰ Χριστὸν Ἰησοῦν» ὁμόνοια, τὸ «ὁμοθυμαδὸν» τῆς Ἐκκλησίας. Μόνο μὲ μία τέτοια σύμπνοια μποροῦμε «μὲ ἕνα στόμα καὶ μία καρδιὰ» νὰ δοξάζουμε τὸν Θεὸ καὶ Πατέρα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Δοξολογία τοῦ Θεοῦ χωρὶς «πρόσληψη» τοῦ ἑνὸς ἀπὸ τὸν ἄλλο εἶναι ἀδιανόητη. Πῶς μποροῦμε κρατώντας ἀποστάσεις μεταξὺ μας νὰ δοξολογοῦμε ἕνα Θεό, ὁ Ὁποῖος, γιὰ νὰ μᾶς προσλάβει ὅλους, ἅπλωσε τὰ χέρια του στὸν Σταυρό;
Δοξολογεῖται, λοιπόν, ἢ δυσφημεῖται ἕνας Θεός, ὅταν κάποιος πρώην ἑτερόδοξος ποὺ μετεστράφη στὴν Ὀρθοδοξία ἐξομολογεῖται μὲ πικρία: «Ἔχω παλέψει σκληρὰ ἀπὸ τότε ποὺ ἔγινα ὀρθόδοξος. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἐνῶ ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος προσφέρει ἀληθινὴ λατρεία, ἱστορικὴ συνέχεια καὶ ἀποστολικὴ διαδοχή, ἀπὸ τὸ ἄλλο παρουσιάζει μία ψυχρότητα, κοινωνικὴ τυπικότητα καὶ ἔντονο ἐθνικισμό. Οἱ ἐκκλησιαζόμενοι δὲν μὲ ἔκαναν νὰ νιώσω μέλος τῆς ἐνορίας. Θὰ ἦταν σκληρὸ γιὰ μένα νὰ ξαναγυρίσω στὴν προηγούμενη ὁμολογία, τώρα ποὺ ἔζησα τὴν ἀλήθεια• δὲν ἔχω ὅμως γευτεῖ ἀληθινὴ ἀγάπη. Ὑπάρχει, ἄραγε, ἀλήθεια χωρὶς ἀληθινὴ ἀγάπη;» Ὑπάρχει, πράγματι, δυνατὴ ὀρθόδοξη πίστη χωρὶς ἀγάπη;