Ἆ τοῦ Ἡρώδη τοῦ Ἀττικοῦ τί δόξα εἶν’ αὐτή.
Ὁ Ἀλέξανδρος τῆς Σελευκείας, ἀπ’ τοὺς καλούς μας σοφιστάς,
φθάνοντας στᾶς Ἀθήνας νὰ ὁμιλήσει,
βρίσκει τὴν πόλιν ἄδεια, ἐπειδὴ ὁ Ἡρώδης
ἦταν στὴν ἐξοχή. Κ’ ἡ νεολαία
ὅλη τὸν ἀκολούθησεν ἐκεῖ νὰ τὸν ἀκούει.
Ὁ σοφιστὴς Ἀλέξανδρος λοιπὸν
γράφει πρὸς τὸν Ἡρώδη ἐπιστολή,
καὶ τὸν παρακαλεῖ τοὺς Ἕλληνας νὰ στείλει.
Ὁ δὲ λεπτὸς Ἡρώδης ἀπαντᾶ εὐθύς,
«Ἔρχομαι μὲ τοὺς Ἕλληνας μαζὺ κ’ ἐγώ.»—
Πόσα παιδιὰ στὴν Ἀλεξάνδρεια τώρα,
στὴν Ἀντιόχεια, ἢ στὴν Βηρυτὸ
(οἱ ρήτορές του οἱ αὐριανοὶ ποὺ ἑτοιμάζει ὁ ἑλληνισμός),
ὅταν μαζεύονται στὰ ἐκλεκτὰ τραπέζια
ποὺ πότε ἡ ὁμιλία εἶναι γιὰ τὰ ὡραῖα σοφιστικά,
καὶ πότε γιὰ τὰ ἐρωτικὰ των τὰ ἐξαίσια,
ἒξαφν’ ἀφηρημένα σιωποῦν.
Ἄγγιχτα τὰ ποτήρια ἀφίνουνε κοντὰ των,
καὶ συλλογίζονται τὴν τύχη τοῦ Ἠρώδη—
ποιὸς ἄλλος σοφιστὴς τ’ ἀξιώθηκεν αὐτά;—
κατὰ ποὺ θέλει καὶ κατὰ ποὺ κάμνει
οἱ Ἕλληνες (οἱ Ἕλληνες!) νὰ τὸν ἀκολουθοῦν,
μήτε νὰ κρίνουν ἢ νὰ συζητοῦν,
μήτε νὰ ἐκλέγουν πιά, ν’ ἀκολουθοῦνε μόνο.