Ἐννόημα
    Ἐννόημα
  • !

    Μυστήρια τῶν μυστηρίων ἀπόκρυφα! Δυό κρυφοί μαθητές ἔρχονται νά κρύψουν σέ τάφο τόν Ἰησοῦ, διδάσκοντας μέ τή δική τους ἀπόκρυψη τό κρυμμένο στόν ἅδη μυστήριο τοῦ κρυμμένου στή σάρκα Θεοῦ. Καί ξεπερνοῦσαν ὁ ἕνας τόν ἄλλο στή διάθεση γιά τό Χριστό· ὁ Νικόδημος ἀπό τή μία γενναιόδωρος στή σμύρνα καί τήν ἀλόη, κι ὁ Ἰωσήφ ἀπό τήν ἄλλη ἀξιέπαινος γιά τήν τόλμη καί τό θάρρος του ἀπέναντι στόν Πιλάτο.

  • !

    Ὁ Κύριος κρατώντας τό νικηφόρο ὅπλο τοῦ Σταυροῦ μπῆκε στόν ἅδη. Ἔπιασε ἀπ’ τό χέρι τόν Ἀδάμ, τόν σήκωσε καί τοῦ εἶπε:
    «Ξύπνα ἐσύ πού κοιμᾶσαι, ἀναστήσου ἀπ’ τούς νεκρούς, καί ὁ Χριστός θά σέ φωτίσει!». Ἐγώ, ὁ Θεός σου, πού γιά χάρη σου ἔγινα γιός σου, γιά χάρη σου καί γιά χάρη τῶν ἀπογόνων σου, τώρα, μέ τήν ἐξουσία πού ἔχω, λέω καί προστάζω τούς φυλακισμένους: Βγεῖτε ἔξω!
    Κι αὐτούς πού βρίσκονται στό σκοτάδι: Ἐλᾶτε στό φῶς!
    Κι ἐκείνους πού ἔχουν πεθάνει: Ἀναστηθεῖτε!
    Κι ἐσένα, (Ἀδάμ), σέ διατάζω: Σήκω ἀπ’ τόν (αἰώνιο) ὕπνο σου!
    Δέν σ’ ἔπλασα γι’ αὐτό, γιά νά μένεις φυλακισμένος στόν ἅδη.
    Ἀναστήσου ἀπ’ τούς νεκρούς! Ἐγώ εἶμαι ἡ ζωή τῶν ἀνθρώπων.

  • !

    Σήκω, πλάσμα δικό μου!
    Σήκω, μορφή δική μου, φτιαγμένη σύμφωνα μέ τήν εἰκόνα μου!
    Σήκω νά φύγουμε ἀπό δῶ. Γιατί ἐσύ εἶσαι ἑνωμένος μ’ ἐμένα κι ἐγώ μ’ ἐσένα.
    Γιά σένα ἔγινα γιός σου ἐγώ, ὁ Θεός σου.
    Γιά σένα πῆρα τή δική σου μορφή τοῦ δούλου ἐγώ, ὁ Κύριος.
    Γιά σένα κατέβηκα στή γῆ καί πιό κάτω ἀπ’ τή γῆ ἐγώ, πού βρίσκομαι πιό πάνω ἀπ’ τούς οὐρανούς.
    Γιά σένα, τόν ἄνθρωπο, ἔγινα σάν ἄνθρωπος ἀβοήθητος, ἀφημένος ἀνάμεσα στούς νεκρούς.
    Γιά σένα, πού βγῆκες μέσ’ ἀπό τόν κῆπο (τοῦ παραδείσου), παραδόθηκα στούς Ἰουδαίους μέσα σέ κῆπο καί σταυρώθηκα μέσα σέ κῆπο.

  • !

    Ὁ οὐράνιος Πατέρας μου περιμένει τό χαμένο πρόβατο.
    Τά ἐνενήντα ἐννέα πρόβατα τῶν ἀγγέλων περιμένουν τόν σύνδουλό τους Ἀδάμ· πότε θ’ ἀναστηθεῖ, πότε θ’ ἀνέβει καί πότε θά ἐπιστρέψει στό Θεό.
    Οἱ αἰώνιες κατοικίες εἶναι ἕτοιμες.
    Οἱ θησαυροί τῶν ἀγαθῶν ἔχουν ἀνοιχτεῖ.
    Ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν ἔχει ἑτοιμαστεῖ προαιώνια.
    Μάτι δέν ἔχει δεῖ κι αὐτί δέν ἔχει ἀκούσει κι ἀνθρώπου λογισμός δέν ἔχει βάλει τ’ ἀγαθά πού περιμένουν τόν ἄνθρωπο.

Σήκω, πλάσμα δικό μου!

Μυστήρια τῶν μυστηρίων ἀπόκρυφα! Δυό κρυφοί μαθητές ἔρχονται νά κρύψουν σέ τάφο τόν Ἰησοῦ, διδάσκοντας μέ τή δική τους ἀπόκρυψη τό κρυμμένο στόν ἅδη μυστήριο τοῦ κρυμμένου στή σάρκα Θεοῦ. Καί ξεπερνοῦσαν ὁ ἕνας τόν ἄλλο στή διάθεση γιά τό Χριστό· ὁ Νικόδημος ἀπό τή μία γενναιόδωρος στή σμύρνα καί τήν ἀλόη, κι ὁ Ἰωσήφ ἀπό τήν ἄλλη ἀξιέπαινος γιά τήν τόλμη καί τό θάρρος του ἀπέναντι στόν Πιλάτο.

Ὁ Ἰωσήφ παρουσάσθηκε στόν Πιλάτο τοῦ ζήτησε τό σῶμα τοῦ Ἰησοῦ καί τοῦ εἶπε:
Κάτι ἀσήμαντο, κάτι πού ὅλοι τό θεωροῦν μικρό ἦρθα νά σοῦ ζητήσω, ἄρχοντά μου. Δῶσ\’ μου νά θάψω τό νεκρό σῶμα Ἐκείνου πού καταδίκασες (σέ θάνατο),
τοῦ Ἰησοῦ τοῦ Ναζωραίου,
τοῦ Ἰησοῦ τοῦ φτωχοῦ,
τοῦ Ἰησοῦ τοῦ ἄστεγου,
τοῦ Ἰησοῦ τοῦ γυμνοῦ,
τοῦ Ἰησοῦ τοῦ περιφρονημένου,
τοῦ Ἰησοῦ τοῦ γιοῦ ἑνός μαραγκοῦ,
τοῦ Ἰησοῦ τοῦ δέσμιου,
τοῦ Ἰησοῦ τοῦ παρατημένου στό ὕπαιθρο,
τοῦ Ἰησοῦ τοῦ ξένου καί ἀγνώριστου ἀνάμεσα στούς ξένους καί καταφρονεμένου καί, κοντά σ\’ ὅλα αὐτά, κρεμασμένου (στό Σταυρό).
Γιά ἕναν νεκρό σέ παρακαλῶ,
ποὺ ἀδικήθηκε ἀπ\’ ὅλους,
ποὺ προδόθηκε ἀπό μαθητή,
ποὺ ἐγκαταλείφθηκε ἀπό φίλους,
ποὺ διώχθηκε ἀπό ἀδελφούς,
ποὺ χαστουκίστηκε ἀπό δοῦλο.
Γιά ἕναν νεκρό σέ ἐκλιπαρῶ,
καταδικασμένο ἀπ\’ αὐτούς πού ὁ ἴδιος ἐλευθέρωσε ἀπ\’ τή σκλαβιά,
ποτισμένο ξύδι ἀπ\’ αὐτούς πού ὁ ἴδιος ἔθρεψε,
πληγωμένο ἀπ\’ αὐτούς πού ὁ ἴδιος γιάτρεψε,
παρατημένο ἀπ\’ τούς μαθητές Του καί στερημένο τήν ἴδια τή μάνα Του.
Γιά ἕναν νεκρό σέ ἱκετεύω, ἄρχοντά μου,
Αὐτόν τόν ἄστεγο πού κρέμεται στό ξύλο (τοῦ Σταυροῦ).
Γιατί δέν ἔχει κανένα νά τοῦ συμπαρασταθεῖ πάνω στή γῆ,
οὔτε πατέρα, οὔτε φίλο, οὔτε μαθητή, οὔτε συγγενῆ, οὔτε κάποιον γιά νά Τόν θάψει.
Μόνος εἶναι, τοῦ μόνου Πατέρα μονογενής Υἱός, Θεός στόν κόσμο, κι ἄλλος κανένας

* * *
Ἄραγε, Ἰωσήφ, ζητώντας Τον καί παίρνοντάς Τον, ξέρεις τάχα Ποιόν πῆρες;
Ἄραγε, πλησιάζοντας στό Σταυρό καί κατεβάζοντας τόν Ἰησοῦ, ξέρεις τάχα Ποιόν βάσταξες;
Ἄν πραγματικά ξέρεις Ποιόν κρατᾶς, τώρα ἔχεις γίνει πλούσιος! Γιατί πῶς ἀλλιῶς κάνεις τούτη τή θεόσωμη καί τόσο φρικτή κηδεία;
Ἀξιέπαινος εἶναι ὁ πόθος σου, μά πιό ἀξιέπαινη τῆς ψυχῆς σου ἡ διάθεση.
Δέν τρέμεις, ἄραγε, καθώς σηκώνεις στά χέρια σου, Αὐτόν ποὺ τρέμουν τά Χερουβείμ;
Μέ πόσο φόβο, ἀλήθεια, βγάζεις ἀπό τό θεϊκό αὐτό σῶμα τό λίγο ροῦχο ποὺ τό σκεπάζει;
Καί μέ πόση εὐλάβεια, βέβαια, χαμηλώνεις τά μάτια σου, καθώς τρομάζεις ν\’ ἀτενίσεις τή σωματική φύση τοῦ ὑπερφυσικοῦ Θεοῦ;
Πές μου, Ἰωσήφ,
θάβεις, ἄραγε, – καί πρός τήν ἀνατολή στραμμένο τόν νεκρό,- ποὺ εἶναι ἡ Ἀνατολή τῶν ἀνατολῶν;
Σφαλίζεις, ἄραγε, μέ τά δάχτυλά σου, – ὅπως κάνουμε στούς νεκρούς,- καί τά μάτια τοῦ Ἰησοῦ, ποὺ μέ τ\’ ἄχραντο δάχτυλό Του ἄνοιξε τά μάτια τοῦ τυφλοῦ;
Κλείνεις, ἄραγε, καί τό στόμα Ἐκείνου, ποὺ ἄνοιξε τό στόμα τοῦ κωφάλαλου;
Λυγίζεις, ἄραγε, καί τά χέρια Ἐκείνου, ποὺ τέντωσε τά παράλυτα χέρια;
Μήπως καί τά πόδια δένεις, ὅπως κάνουμε στούς νεκρούς, Ἐκείνου, ποὺ ἔκανε νά βαδίζουν τά παράλυτα πόδια;
Σηκώνεις, ἄραγε, καί πάνω σέ νεκροκρέβατο Ἐκεῖνον, πού πρόσταξε τόν παράλυτο, «Πάρε τό κρεβάτι σου καί περπάτα»;
Ἀδειάζεις, ἄραγε, καί μύρα πάνω σ\’ Ἐκεῖνον πού, σάν οὐράνιο μύρο, ἄδειασε τόν ἑαυτό Του καί ἀνακαίνισε τόν κόσμο;
Τολμᾶς, ἄραγε, νά σκουπίσεις καί τή θεόσωμη ἐκείνη πλευρά, τήν αἱματοστάλαχτη ἀκόμα, τοῦ Ἰησοῦ, ποὺ γιάτρεψε τή γυναίκα μέ τήν αἱμορραγία;
Πλένεις, ἄραγε, καί μέ νερό τό σῶμα τοῦ Θεοῦ, πού ὅλους τοὺς ξέπλυνε καί σ\’ ὅλους χάρισε τήν κάθαρση (ἀπό τίς ἁμαρτίες);
Καί τί λαμπάδες ἀνάβεις, ἄραγε, μπροστά στό Φῶς τό ἀληθινό, ποὺ φωτίζει κάθε ἄνθρωπο;
Καί ποιούς ἐπιταφίους ὕμνους ψάλλεις σ\’ Ἐκεῖνον, ποὺ ἀκατάπαυστα ὑμνεῖται ἀπ\’ ὅλη τήν οὐράνια στρατιά τῶν ἀγγέλων;
Χύνεις, ἄραγε, καί δάκρυα γιά τόν νεκρό Ἐκεῖνον, πού δάκρυσε γιά τόν νεκρό Λάζαρο καί τόν ἀνέστησε τέσσερις μέρες μετά τό θάνατό του;
Καί σέ θρήνους, ἄραγε, ξεσπᾶς γιά Κεῖνον, πού ἔδωσε σ\’ ὅλους τή χαρά καί σταμάτησε τῆς Εὔας τή λύπη;
Ὅμως, Ἰωσήφ,
μακαρίζω τά χέρια σου, πού περιποιήθηκαν καί ψηλάφησαν τά θεόσωμα χέρια καί πόδια τοῦ Ἰησοῦ, αἰματόβρεχτα ἀκόμα.
Μακαρίζω τά χέρια σου, πού ἄγγιξαν τήν αἱματοστάλαχτη πλευρά τοῦ Θεοῦ πρίν ἀπ\’ τό Θωμᾶ, τόν ἄπιστο πιστό μέ τήν ἀξιέπαινη περιέργεια.
Μακαρίζω τό στόμα σου, πού χόρτασε ἀχόρταγα καί ἑνώθηκε μέ τό στόμα τοῦ Ἰησοῦ, γεμίζοντας ἀπ\’ αὐτό μέ Πνεῦμα Ἅγιο.
Μακαρίζω τά μάτια σου, πού πλησίασαν τά μάτια τοῦ Ἰησοῦ καί πῆραν ἀπ\’ αὐτά τό φῶς τό ἀληθινό.
Μακαρίζω τό πρόσωπό σου, πού ζύγωσε στό πρόσωπο τοῦ Θεοῦ.
Μακαρίζω τούς ὤμους σου, πού βάσταξαν Αὐτόν πού ὅλα τά βαστάζει.
Μακαρίζω τό κεφάλι σου, πού τό σίμωσε ἡ κεφαλή τῶν ὅλων.
Μακαρίζω τόν Ἰωσήφ καί τό Νικόδημο·
γιατί ἔγιναν Χερουβείμ μπροστά στά Χερουβείμ, σηκώνοντας καί μεταφέροντας πάνω τους τό Θεό·
γιατί ἔγιναν ὑπηρέτες τοῦ Θεοῦ μπροστά στά ἑξαπτέρυγα (Σεραφείμ), σκεπάζοντας καί τιμώντας τόν Κύριο ὄχι μέ φτερά, ἀλλά μέ σεντόνια.
Αὐτόν πού τρέμουν τά Χερουβείμ, ὁ Ἰωσήφ καί ὁ Νικόδημος Τόν σηκώνουν πάνω στούς ὤμους καί Τόν μεταφέρουν μαζί μ\’ ὅλα τά κατάπληκτα τάγματα τῶν ἀσωμάτων ἀγγέλων.
* * *
Ὁ Κύριος κρατώντας τό νικηφόρο ὅπλο τοῦ Σταυροῦ μπῆκε στόν ἅδη. Ἔπιασε ἀπ\’ τό χέρι τόν Ἀδάμ, τόν σήκωσε καί τοῦ εἶπε:
«Ξύπνα ἐσύ πού κοιμᾶσαι, ἀναστήσου ἀπ\’ τούς νεκρούς, καί ὁ Χριστός θά σέ φωτίσει!». Ἐγώ, ὁ Θεός σου, πού γιά χάρη σου ἔγινα γιός σου, γιά χάρη σου καί γιά χάρη τῶν ἀπογόνων σου, τώρα, μέ τήν ἐξουσία πού ἔχω, λέω καί προστάζω τούς φυλακισμένους: Βγεῖτε ἔξω!
Κι αὐτούς πού βρίσκονται στό σκοτάδι: Ἐλᾶτε στό φῶς!
Κι ἐκείνους πού ἔχουν πεθάνει: Ἀναστηθεῖτε!
Κι ἐσένα, (Ἀδάμ), σέ διατάζω: Σήκω ἀπ\’ τόν (αἰώνιο) ὕπνο σου!
Δέν σ\’ ἔπλασα γι\’ αὐτό, γιά νά μένεις φυλακισμένος στόν ἅδη.
Ἀναστήσου ἀπ\’ τούς νεκρούς! Ἐγώ εἶμαι ἡ ζωή τῶν ἀνθρώπων.
* * *
Σήκω, πλάσμα δικό μου!
Σήκω, μορφή δική μου, φτιαγμένη σύμφωνα μέ τήν εἰκόνα μου!
Σήκω νά φύγουμε ἀπό δῶ. Γιατί ἐσύ εἶσαι ἑνωμένος μ\’ ἐμένα κι ἐγώ μ\’ ἐσένα.
Γιά σένα ἔγινα γιός σου ἐγώ, ὁ Θεός σου.
Γιά σένα πῆρα τή δική σου μορφή τοῦ δούλου ἐγώ, ὁ Κύριος.
Γιά σένα κατέβηκα στή γῆ καί πιό κάτω ἀπ\’ τή γῆ ἐγώ, πού βρίσκομαι πιό πάνω ἀπ\’ τούς οὐρανούς.
Γιά σένα, τόν ἄνθρωπο, ἔγινα σάν ἄνθρωπος ἀβοήθητος, ἀφημένος ἀνάμεσα στούς νεκρούς.
Γιά σένα, πού βγῆκες μέσ\’ ἀπό τόν κῆπο (τοῦ παραδείσου), παραδόθηκα στούς Ἰουδαίους μέσα σέ κῆπο καί σταυρώθηκα μέσα σέ κῆπο.
Κοίτα στό πρόσωπό μου τά φτυσίματα· τά καταδέχτηκα γιά χάρη σου, γιά νά σέ ἀποκαταστήσω ὅπως ἤσουνα τότε, πού σοῦ εἶχα δώσει τό φύσημά μου.
Κοίτα στά μάγουλά μου τά ραπίσματα· τά καταδέχτηκα, γιά νά ξαναδώσω στή διεστραμμένη μορφή σου τήν ὄψη πού εἶχε, σάν εἰκόνα μου.
Κοίτα στή ράχη μου τό μαστίγωμα· τό καταδέχτηκα, γιά νά σκορπίσω τό φορτίο τῶν ἁμαρτημάτων σου.
Κοίτα τά τρυπημένα χέρια μου· καλά καρφώθηκαν πάνω στό ξύλο (τοῦ Σταυροῦ) γιά σένα, πού ὄχι καλά ἅπλωσες τό χέρι σου στό (ἀπαγορευμένο) δέντρο.
Κοίτα τά τρυπημένα πόδια μου· καλά καρφώθηκαν στό ξύλο (τοῦ Σταυροῦ) ἐξαιτίας τῶν δικῶν σου ποδιῶν, πού ὄχι καλά ἔτρεξαν στό δέντρο τῆς παρακοῆς
Γεύτηκα χολή γιά χάρη σου, γιά νά γιατρέψω τήν πικρή ἡδονή πού γεύτηκες ἀπ\’ τόν γλυκό ἐκεῖνο καρπό.
Γεύτηκα ξύδι, γιά νά βγάλω ὁριστικά ἀπ\’ τή ζωή σου τό καυστικό καί ἀφύσικο ποτήρι τοῦ θανάτου.
Δέχτηκα σφουγγάρι, γιά νά σβήσω τό χρεόγραφο τῶν ἁμαρτιῶν σου.
Δέχτηκα καλάμι, γιά νά ὑπογράψω τήν ἀπελευθέρωση τοῦ ἀνθρώπινου γένους.
* * *
Σήκω, λοιπόν, νά φύγουμε ἀπό δῶ.
Κάποτε σ\’ ἔδιωξα ἀπ\’ τόν γήινο παράδεισο• τώρα σέ ἀποκαθιστῶ ὄχι στόν παράδεισο (ἐκεῖνο), ἀλλά σέ θρόνο οὐράνιο.
Σ\’ ἐμπόδισα νά φᾶς ἀπό τό δέντρο τῆς ζωῆς· νά πού τώρα ἑνώθηκα μαζί σου ἐγώ, ἡ Ζωή.
Γι\’ αὐτό, σηκωθεῖτε! Ἄς φύγουμε ἀπό δῶ.
(Ἄς πᾶμε) ἀπ\’ τό θάνατο στή ζωή,
ἀπ\’ τή φθορά στήν ἀφθαρσία,
ἀπ\’ τό σκοτάδι στό αἰώνιο φῶς.
Σηκωθεῖτε! Ἄς φύγουμε ἀπό δῶ.
(Ἄς πᾶμε) ἀπ\’ τήν ὀδύνη στήν εὐφροσύνη,
ἀπ\’ τή δουλεία στήν ἐλευθερία,
ἀπ\’ τή φυλακή (τοῦ ἅδη) στήν ἐπουράνια Ἱερουσαλήμ,
ἀπ\’ τά δεσμά στήν ἄνεση,
ἀπ\’ τή σκλαβιά στήν τρυφή τοῦ παραδείσου,
ἀπ\’ τή γῆ στόν οὐρανό.
Γι\’ αὐτό, ἄλλωστε, πέθανα καί ἀναστήθηκα, γιά νά γίνω Κύριος καί νεκρῶν καί ζωντανῶν.
Σηκωθεῖτε, λοιπόν! Ἄς φύγουμε ἀπό δῶ.
* * *
Ὁ οὐράνιος Πατέρας μου περιμένει τό χαμένο πρόβατο.
Τά ἐνενήντα ἐννέα πρόβατα τῶν ἀγγέλων περιμένουν τόν σύνδουλό τους Ἀδάμ· πότε θ\’ ἀναστηθεῖ, πότε θ\’ ἀνέβει καί πότε θά ἐπιστρέψει στό Θεό.
Οἱ αἰώνιες κατοικίες εἶναι ἕτοιμες.
Οἱ θησαυροί τῶν ἀγαθῶν ἔχουν ἀνοιχτεῖ.
Ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν ἔχει ἑτοιμαστεῖ προαιώνια.
Μάτι δέν ἔχει δεῖ κι αὐτί δέν ἔχει ἀκούσει κι ἀνθρώπου λογισμός δέν ἔχει βάλει τ\’ ἀγαθά πού περιμένουν τόν ἄνθρωπο.
* * *

Αὐτά καί ἄλλα τέτοια καθώς ἔλεγε ὁ Κύριος, ἀναστήθηκε. Τήν ἴδια στιγμή ἀναστήθηκαν καί ὁ ἑνωμένος μαζί Του Ἀδάμ καί ἡ Εὔα. Μά κι ἄλλα πολλά σώματα ἁγίων, πού εἶχαν πεθάνει ἀπ\’ τήν ἀρχή τῶν αἰώνων, ἀναστήθηκαν κι αὐτά, κηρύσσοντας τήν τριήμερη ἀνάσταση τοῦ Κυρίου.
Ἄς τήν ὑποδεχθοῦμε κι ἐμεῖς, οἱ πιστοί, κι ἄς τήν ἀγκαλιάσουμε μέ χαρά, χορεύοντας μαζί μέ τούς ἀγγέλους, γιορτάζοντας μαζί μέ τούς ἀρχαγγέλους καί συνάμα δοξάζοντας τό Χριστό, πού μᾶς ἀνέστησε ἀπό τή φθορά καί μᾶς χάρισε τή ζωή. Σ\’ Αὐτόν ἀνήκει ἡ δόξα καί ἡ δύναμη, μαζί μέ τόν ἄναρχο Πατέρα Του καί τό πανάγιο καί ἀγαθό καί ζωοποιό Πνεῦμα Του στούς ἀτέλειωτους αἰῶνες. Ἀμήν.

Τοῦ ἁγίου πατρός μας Ἐπιφανίου ἀρχιεπισκόπου Κύπρου