Ἐννόημα
    Ἐννόημα
  • !

    Καί συμβαίνει νά μήν ἔχω κάτι καί ἡ στέρηση του, μοῦ δηλητηριάζει ὁλόκληρο τό νοῦ καί τήν καρδιά. Καί θεωρῶ τόν ἑαυτό μου χωρίς αὐτό «τό κάτι», πού μπορεῖ νά εἶναι ἕνα τόσο δά πραγματάκι, δυστυχισμένο. Ἀποτέλεσμα; Καταντῶ ὅλο γκρίνια, παραξενιά καί ἰδιοτροπία στήν ἐπικοινωνία μου μέ τούς ἀνθρώπους καί δέν διστάζω νά γογγύζω κατά τοῦ Θεοῦ.

  • !

    Μά ὄχι μέ γκρίνια καί μαυρίλα στήν ψυχή καί γογγυσμό, ἀλλά μέ τίς καλές μας προσπάθειες, μέ τήν καλή μας ἐπικοινωνία μέ τούς ἀνθρώπους καί μέ τήν πιό καλή ἐπικοινωνία μέ τόν Θεό.

  • !

    Ὅμως δέν σκέφθηκαν σοβαρά: «ποιός μᾶς τήν ἔδωσε»; «Πιό εἶναι τό πρῶτο μας χρέος»; Ἀγνόησαν τά ἐρωτήματα αὐτά. Πῆραν ἄλλους δρόμους. Ἔτσι, οἱ ἄνθρωποι αὐτοί, ἔδειξαν πνευματική φτώχεια.
    Γιατί ὁ πλοῦτος ὁ πνευματικός εἶναι: Ἀγάπη, ἀναγνώριση, τιμή, εὐγνωμοσύνη σ’ ἐκεῖνον πού μᾶς ἔκανε «ἕνα κουκουτσάκι» καλό. Καί ἄν πάνω ἀπό ὅλα εἶναι, ὅπως νομίζουν, ἡ ὑγεία, πῶς θά ἔπρεπε νά φερθοῦν σ’ Αὐτόν πού τούς ἔδωσε τό «πάνω ἀπό ὅλα»; Ἀφοῦ λοιπόν δέν ἐκδήλωσαν τήν εὐγνωμοσύνη τους, ἀπέδειξαν ὅτι ἦταν ἀπελπιστικά φτωχοί. Ἐσωτερικά βέβαια· πνευματικά.

  • !

    Γιατί τό εἶπε καί τό ἔγραψαν οἱ εὐαγγελιστές; Γιατί τό διαβάζομε; Γιά νά ἀνοίγουν τά μάτια τοῦ νοῦ καί τῆς καρδιᾶς μας καί νά καταλαβαίνομε ποῖο εἶναι τό πρῶτο καί ποιό εἶναι τό δεύτερο. Τί πρέπει νά προτιμᾶμε καί τί νά κάνομε. Καί ὅταν διαπιστώνομε, ὅτι δέν ἔχομε μυαλό, σκέψη καί νοοτροπία ὅπως μᾶς τήν ὑποδεικνύει τό φῶς τοῦ κόσμου ὁ Χριστός, νά μᾶς πιάνει ἀγωνία γιά τόν ἑαυτό μας.

  • !

    Νά προσέχομε, ἐμεῖς πού νομίζομε πῶς βλέπομε τά πράγματα πιό καλά. Πολλούς, πού τούς καταδικάζομε καί τούς θεωροῦμε ἄξιους γιά περιφρόνηση, μπορεῖ νά εἶναι πιό καλοί ἀπό μᾶς. Ἔχομε δουλειά νά κάνομε. Νά ἀνοίξομε τά μάτια μας νά βλέπομε πιό καλά καί πιό σωστά, γιά πόσα πρέπει νά εὐχαριστοῦμε τόν Κύριο. Καί πόσο νά τόν εὐχαριστοῦμε.

  • !

    Ἡ μεγαλύτερη σοφία εἶναι νά στέκω ἀπέναντι τοῦ Κυρίου, στή θέση πού πρέπει καί σωματικά καί μέ τά μυαλά καί μέ τό περιεχόμενο τῆς καρδιᾶς μου.

Στὴν θεραπεία τῶν δέκα λεπρῶν

Ὅταν δέν βλέπομε τά δῶρα τοῦ Θεοῦ

Ὁ μεγάλος Ρῶσσος συγγραφέας, ὀρθόδοξος χριστιανός, ἀπό τούς σοφότερους ἀνθρώπους στόν κόσμο, Θεόδωρος Ντοστογιέφσκι, λέγει:

«Ἡ ζωή, ἐδῶ στή γῆ εἶναι Παράδεισος. Μόνο πού οἱ ἄνθρωποι δέν τό ξέρουν ἤ δέν θέλουν νά τό καταλάβουν».

Τί θέλει νά πεῖ;

Ἔχομε τόσα καλά. Πολλά καλά. Ὁ καθένας πολλά. Ὅλα δῶρα καί εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ. Τά ἔχομε, μά δέν τά βλέπομε. Δέν ψάχνομε νά τά δοῦμε. Νά τά φέρομε στό νοῦ μας. Νά τά συνειδητοποιήσομε.

Καί συμβαίνει νά μήν ἔχω κάτι καί ἡ στέρηση του, μοῦ δηλητηριάζει ὁλόκληρο τό νοῦ καί τήν καρδιά. Καί θεωρῶ τόν ἑαυτό μου χωρίς αὐτό «τό κάτι», πού μπορεῖ νά εἶναι ἕνα τόσο δά πραγματάκι, δυστυχισμένο. Ἀποτέλεσμα; Καταντῶ ὅλο γκρίνια, παραξενιά καί ἰδιοτροπία στήν ἐπικοινωνία μου μέ τούς ἀνθρώπους καί δέν διστάζω νά γογγύζω κατά τοῦ Θεοῦ.

Ἁμαρτίες μεγάλες!

Ὄχι γκρίνια. Προσευχή.

Κάθε πρωτοχρονιά, ἐπικρατεῖ τό ἔθιμο, νά ἀγοράζομε δῶρα γιά μικρούς καί μεγάλους. Σέ κάποιο τόπο, συνήθιζαν νά βάζουν τά δῶρα στά παπούτσια ἤ στίς κάλτσες τῶν ἀγαπητῶν τους. Βέβαια, τίς παλαιότερες ἐποχές, ἐκεῖνοι πού δέν εἶχαν παπούτσια, τό μεγαλύτερο δῶρο πού σκέπτονταν γιά τά παιδιά τους ἤ γιά τόν ἑαυτό τους, ἦταν ἕνα ζευγαράκι παπούτσια, ὁπότε τά παιδάκια στήν καλύτερη περίπτωση, θά εὕρισκαν σάν δῶρο τους, τά ἴδια τά παπούτσια.

Γιά φαντασθεῖτε, ἕνας ἄνθρωπος νά ψάχνει τό παπούτσι του καί τήν κάλτσα του, νά βρεῖ μέσα μιά καραμέλα ἤ ἔστω κάποιο παιγνιδάκι. Καί ἅμα δέν τά βρίσκει, νά ἀρχίζει τήν γκρίνια καί νά μή θυμᾶται ὅτι μέσα σ’ αὐτά τά παπούτσια, βάζει κάτι πολύ πιό πολύτιμο. Τά πόδια του.

Ὅμως, ὑπάρχει κάτι πολύ πιό ἀνώτερο καί πιό ὄμορφο ἀπό τά πόδια. Τά μάτια μας. Ὅταν θέλομε νά προστατεύσομε κάτι τό πολύ σπουδαῖο λέμε: «Νά τό προσέχεις σάν τά μάτια σου». Ἄν μᾶς ρωτήσουν:

«Τί προτιμᾶς νά χάσεις; Χέρι, πόδι ἤ τά μάτια σου;»

Τό χέρι καί τό πόδι, θά πεῖς.

Τά μάτια μας νά εἶναι καλά.

Διηγεῖται ἕνας κληρικός:

Στήν ἐκκλησία πού ἤμουν, ἔψαλλε κάθε Κυριακή ἕνας ἐντελῶς τυφλός. Μά πῶς ἔψαλλε; Ἀριστουργηματικά. Καί τίς λέξεις τίς ἔλεγε καλύτερα ἀπό ἐκείνους πού βλέπουν. Ὁλοκάθαρα! Μέ ὅλο τους τό νόημα. Μέ τά δάκτυλά του, ψηλαφοῦσε ἕνα εἰδικό βιβλίο γιά τυφλούς καί διάβαζε. Ἦταν δέ τόσο εὐσεβής, πού τά ἔλεγε μέ τέτοιο πόνο καί κέφι, πού δέν χόρταινες νά τόν ἀκοῦς.

Ὅταν κουβεντιάζαμε, ἔλεγε:

«Δόξα νἄχει ὁ Θεός, πού μοῦ ἔχει δώσει τό ἐσωτερικό φῶς καί Τόν βλέπω. Καί πιστεύω. Δέν εἶμαι δυστυχισμένος. Εἶμαι εὐχαριστημένος πού ἔχω τά μάτια τῆς ψυχῆς μου ἀνοικτά καί μπορῶ νά διαβάζω τόν Λόγο τοῦ Θεοῦ, νά τόν κατανοῶ καί νά πιστεύω στόν Κύριο».

Πρῶτα, πρέπει νά ἀναζητοῦμε καί νά «διαβάζομε» τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιά μᾶς! Πρῶτα, νά προσπαθοῦμε νά τήν κατανοοῦμε. Μετά ὁτιδήποτε ἄλλο.

Πρῶτα, νά κυττάζομε τόν ἑαυτό μας, νά δοῦμε τί ὄμορφο μᾶς ἔχει δώσει ὁ Θεός, πόσα ὄμορφα δῶρα Του ἔχομε ὁ καθένας μας. Μετά νά κυττάζομε ἄν εἶναι κάτι πού μᾶς λείπει. Τίποτε δέν ἐμποδίζει νά προσπαθοῦμε νά διορθώσομε τήν ἔλλειψή του. Νά τό ἀποκτήσομε καί ἐκεῖνο.

Μά ὄχι μέ γκρίνια καί μαυρίλα στήν ψυχή καί γογγυσμό, ἀλλά μέ τίς καλές μας προσπάθειες, μέ τήν καλή μας ἐπικοινωνία μέ τούς ἀνθρώπους καί μέ τήν πιό καλή ἐπικοινωνία μέ τόν Θεό.

Δηλαδή μέ τήν ταπεινή προσευχή.

 

Ὁ πόνος ἑνώνει

Τό σημερινό Εὐαγγέλιο τῶν δέκα λεπρῶν, μᾶς λέει ὅτι αὐτοί οἱ ταλαίπωροι, πού ἔπασχαν ἀπό ἀνίατη ἀσθένεια, εἶχαν ἕνα καλό. Τό καλό ἦταν, ὅτι ἡ ἀρρώστια τούς εἶχε ἑνώσει καί εἶχαν ἀποτελέσει μία καλή παρέα. Καί μάλιστα στήν καλή αὐτή παρέα ὑπαγόταν καί ἕνας Σαμαρείτης. Πού θεωρεῖτο ἐχθρός τοῦ ἔθνους τους. Ἤ κάτι ἀκόμη χειρότερο.

Ἔτσι ἦταν οἱ Σαμαρεῖτες γιά τούς Ἑβραίους.

Οὔτε καλημέρα δέν ἔλεγαν ὅταν συναντιόντουσταν.

Ὅμως οἱ δέκα λεπροί εἶχαν γίνει μιά γροθιά. Τί σημαίνει αὐτό; Ἤξεραν νά ἔχουν κατανόηση, ἀγάπη καί συμπόνια ὁ ἕνας στόν ἄλλο. Νά ἕνας πνευματικός πλοῦτος.

Κάποια μέρα, ἄκουσαν ὅτι περνᾶ ἀπό ἐκεῖ ὁ Χριστός. Ἔτρεξαν ὅλοι μαζί καί στάθηκαν μακρυά.

Γιατί στάθηκαν μακρυά; Ἀξίζει νά τό προσέξομε. Καί σίγουρα θά ποῦμε:

-Μά τί θαυμάσιοι ἄνθρωποι ἦταν αὐτοί οἱ δέκα λεπροί.

Γιατί θαυμάσιοι; Ἡ ὄψη τους, ἦταν ἀποκρουστική. Ὅταν τήν ἔβλεπες, αἰσθανόσουν τόν ἐσωτερικό σου κόσμο νά ταράζεται τόσο πολύ, πού γιά μέρες δέν εἶχες ὄρεξη οὔτε νά φᾶς, οὔτε νά κοιμηθεῖς, οὔτε νά γελάσεις, οὔτε τίποτε. Τέτοια ἦταν ἡ ἐξωτερική τους ἀθλιότητα!

Στάθηκαν λοιπόν μακρυά, ἀπό εὐλάβεια στόν Χριστό καί σεβασμό στούς ἄλλους ἀνθρώπους. Πράγματα πού μερικές φορές δέν τά προσέχομε. Δέν φερόμαστε στούς ἄλλους, μικρότερους ἤ μεγαλύτερους, μέ σεβασμό, ἀγάπη, τιμή.

Εἶναι δύσκολο τό «εὐχαριστῶ»;

Καί ἐνῶ ἦταν μακρυά, ἄρχισαν νά φωνάζουν: «Ἰησοῦ, Υἱέ Δαυΐδ, ἐλέησον ἡμᾶς». Τό «ἐλέησον», σημαίνει «λυπήσου μας».

Ὁ Χριστός δέν χρειάστηκε νά τούς πεῖ «τί θέλετε νά κάνω»; Κατάλαβε ἀμέσως καί τούς εἶπε:

«Πηγαίνετε νά σᾶς δοῦν οἱ ἱερεῖς».

Γράφει ἡ Παλαιά Διαθήκη, ὅτι ὅταν ἕνας λεπρός γίνει καλά, ἤ ἄν κάποιος ἔχει τήν ὑποψία ὅτι εἶναι λεπρός, νά πάει νά τόν δεῖ ὁ ἱερέας καί αὐτός νά γνωματεύσει, ἄν ὑπάρχει ἤ ὄχι πρόβλημα.

Οἱ λεπροί, ξεκίνησαν ἀμέσως.

Τί σημαίνει «ξεκίνησαν ἀμέσως»; Εἶχαν πίστη!

Δέν εἶπαν: «Μπᾶ! Τί μᾶς λέει; Περίπατο θά κάνομε. Πρῶτα νά γίνομε καλά καί μετά θά ξεκινήσομε». Μήπως τούς εἶχαν δίπλα τους τούς ἱερεῖς; Ἐκείνη τήν ἐποχή, οἱ ἱερεῖς ἦταν στήν Ἱερουσαλήμ. Ἔπρεπε νά κάνουν δρόμο.

Ξεκίνησαν οἱ λεπροί καί στή μέση τοῦ δρόμου, διαπίστωσαν ὅτι εἶχαν γίνει καλά. Ὁ ἕνας ἔβλεπε τόν ἄλλο νά ἔχει γίνει καλά. Δέν ἦταν πιά, οἱ ταλαίπωροι ἄνθρωποι μέ τήν φρικτή ἀρρώστια. Μά, ὅταν τό εἶδαν, ἄρχισαν οἱ διχογνωμίες:

-Γίναμε καλά! Πᾶμε σπίτια μας!

-Βρέ δέν εἶναι σωστό. Νά γυρίσουμε νά ποῦμε ἕνα «εὐχαριστῶ» σ’ Αὐτόν πού μᾶς γιάτρεψε.

-Ἔλα καϋμένε. Θά κάνομε τώρα τόσο δρόμο γιά τό «εὐχαριστῶ»; Ἔχομε καιρό γιά χάσιμο; Τόν συναντᾶμε ἄλλοτε καί τοῦ τό λέμε…

Τό βρῆκαν λογικό οἱ ἐννέα καί τράβηξαν γιά τά σπίτια τους.

Μά ἕνας ἀπό αὐτούς –Σαμαρείτης ἦταν- δέν τούς μιμήθηκε.

Γύρισε, ἔψαξε, βρῆκε τόν Χριστό καί τοῦ εἶπε:

«Εὐχαριστῶ. Εὐχαριστῶ».

Τόν ρώτησε ὁ Κύριος:

-Καλά, δέν εἴσαστε δέκα; Οἱ ἄλλοι ποῦ εἶναι; Δέν μποροῦσαν κι’ αὐτοί, νά κάνουν μιά μικρή παρέκκλιση, νά ἔλθουν ἐδῶ, νά μέ βροῦν, νά μοῦ ποῦν «εὐχαριστῶ» καί μετά νά πᾶνε στή δουλειά τους;

Ἔχομε ἕνα κακό ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι…

Ὅταν μᾶς λείπει κάτι, χαλᾶμε τόν κόσμο νά τό βροῦμε.

Ὅταν, τό βροῦμε ὅλα καλά. Καί ποιό εἶναι τό πιό κακό ἀπό ὅλα; Τό πιό κακό ἀπό ὅλα, εἶναι μιά νοοτροπία πού κυβερνᾶ τά συναισθήματά μας, τίς πράξεις μας καί τίς ἐνέργειές μας. Ποιά νοοτροπία;

Ἄς τό ἀναλύσομε λίγο. Λέει ἕνα σλόγκαν τῆς σύγχρονης ἐποχῆς: «πάνω ἀπό ὅλα ἡ ὑγεία». Ὅμως, δέν εἶναι ἔτσι.

Ἐκείνων τῶν δέκα τούς ἔλλειπε ἡ ὑγεία καί ἔψαχναν νά τήν βροῦν. Ὅταν τήν βρῆκαν καί τήν διαπίστωσαν –χειροπιαστή πραγματικότητα- εἶναι φυσικό νά γέμισαν χαρά, χαρά, χαρά. Ἀπέραντη χαρά.

Ὅμως δέν σκέφθηκαν σοβαρά: «ποιός μᾶς τήν ἔδωσε»; «Πιό εἶναι τό πρῶτο μας χρέος»; Ἀγνόησαν τά ἐρωτήματα αὐτά. Πῆραν ἄλλους δρόμους. Ἔτσι, οἱ ἄνθρωποι αὐτοί, ἔδειξαν πνευματική φτώχεια.

Γιατί ὁ πλοῦτος ὁ πνευματικός εἶναι: Ἀγάπη, ἀναγνώριση, τιμή, εὐγνωμοσύνη σ’ ἐκεῖνον πού μᾶς ἔκανε «ἕνα κουκουτσάκι» καλό. Καί ἄν πάνω ἀπό ὅλα εἶναι, ὅπως νομίζουν, ἡ ὑγεία, πῶς θά ἔπρεπε νά φερθοῦν σ’ Αὐτόν πού τούς ἔδωσε τό «πάνω ἀπό ὅλα»;

Ἀφοῦ λοιπόν δέν ἐκδήλωσαν τήν εὐγνωμοσύνη τους, ἀπέδειξαν ὅτι ἦταν ἀπελπιστικά φτωχοί. Ἐσωτερικά βέβαια· πνευματικά.

Ἀπό ποῦ τό συμπεραίνομε;

 

Νά μᾶς πιάνει ἀγωνία

Ἐπανερχόμαστε στό «πάνω ἀπό ὅλα ἡ ὑγεία».

Ἀλλά ἡ σωστή, ἡ ρεαλιστική τοποθέτηση λέει:

Τό σῶμα ἔχει μιά προθεσμία.

Τό πόδι, τό μάτι, τό χέρι ἔχουν μιά προθεσμία. Ἔρχονται τά γηρατειά, καί τίποτε πιά δέν δουλεύει καλά. Κάποια στιγμή ὅλα τά μέλη μας, θά ἀκυρωθοῦν. Θά παύσουν νά ἔχουν στό σύνολό τους, ἀξία γιά τόν ἄνθρωπο.

Μιά μέρα, θά ρίξει πάνω στό σῶμα ὁ παπᾶς μιά φτυαριά χῶμα καί λίγο λάδι καί θά πεῖ: «γῆ εἶ καί εἰς γῆν ἀπελεύσῃ». «Τελείωσε ἡ ἀποστολή σου».

Ἀλλά γιά τόν ἄνθρωπο δέν τελείωσε ἡ ἀποστολή του. Ἀνοίγει ἀπό ἐκεῖ καί πέρα ἄλλος δρόμος, ἄλλες προοπτικές, ἄλλη ζωή. Αἰώνια ζωή.

Μά ὅταν γι’ αὐτή τήν αἰώνια ζωή, ὁ ἄνθρωπος δέν κάνει τίς πρέπουσες φροντίδες καί μέριμνες;

Ὅταν δέν τήν σκέπτεται ὅσο πρέπει καλά;

Ὅταν τήν βάζει σέ δεύτερη μοῖρα ἀπό τό σῶμα;

Ὁ ἄνθρωπος αὐτός, ἔχει μυαλό σωστό;

Δέν ἔχει! Ἤ ἔχει λίγο. Λιγότερο ἀπό ὅτι πρέπει.

Γι’ αὐτό εἶπε ὁ Χριστός: «Οὐχ εὑρέθησαν ὑποστρέψαντες δοῦναι δόξαν τῷ Θεῷ»; Λίγο ἦταν αὐτό πού πῆραν;

Γιατί τό εἶπε καί τό ἔγραψαν οἱ εὐαγγελιστές; Γιατί τό διαβάζομε; Γιά νά ἀνοίγουν τά μάτια τοῦ νοῦ καί τῆς καρδιᾶς μας καί νά καταλαβαίνομε ποῖο εἶναι τό πρῶτο καί ποιό εἶναι τό δεύτερο. Τί πρέπει νά προτιμᾶμε καί τί νά κάνομε.

Καί ὅταν διαπιστώνομε, ὅτι δέν ἔχομε μυαλό, σκέψη καί νοοτροπία ὅπως μᾶς τήν ὑποδεικνύει τό φῶς τοῦ κόσμου ὁ Χριστός, νά μᾶς πιάνει ἀγωνία γιά τόν ἑαυτό μας.

 

Ὑπακοή. Ὄχι ἐρωτήσεις

Ἦταν κάπου ἕνα λεπροκομεῖο. Τότε πού ἡ λέπρα ἦταν ἀνίατη. Ἀνάμεσα στούς ἀσθενεῖς, ξεχώριζε κάποιος, γιατί ὅλη μέρα σκοτωνόταν νά βοηθᾶ τούς ἄλλους. Εἶχε λίγο γερό σῶμα. Ἀπό τό πρωί μέχρι τό βράδυ, δούλευε.

Τόν ρώτησαν:

-Μέ ὅλα αὐτά πού κάνεις, κουράζεσαι τόσο πολύ! Εἶσαι καί τῆς Ἐκκλησίας ἀπό ὅτι φαίνεται…

-Γιά τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ τά κάνω ὅλα. Πιστεύω ὅτι ὅσο ζῶ, πρέπει νά κάνω καί ἐγώ κάτι, γιά τούς ἀνθρώπους πού πονοῦν σάν καί μένα.

-Καλά. Ἀφοῦ πιστεύεις στό Θεό, ὅταν θά σταθεῖς μπροστά Του, δέν τοῦ κάνεις καμιά ἐρώτηση;

-Σάν τί ἐρώτηση νά κάνω ἐγώ τοῦ Θεοῦ;

-Νά τοῦ πεῖς: «Θεέ μου, τό διαπίστωσες, ὅτι εἶχα τόσο καλή διάθεση, νά σκοτώνομαι, νά κάνω τοῦ κόσμου τίς δουλειές καί τίς θυσίες γιά τούς ἄλλους… Γιατί λοιπόν δέν μοῦ ἔδινες ὑγεία, νά ἔκανα ἀκόμη περισσότερα»;

-Δέν πρόκειται νά ρωτήσω τέτοια πράγματα τόν Θεό!

-Γιατί;

-Διότι ἡ σχέση μου καί ἡ θέση μου μέ τόν Θεό, δέν εἶναι νά τοῦ κάνω ἐρωτήσεις, οὔτε νά τοῦ ζητάω τόν λόγο. Ἡ δική μου σχέση καί θέση ἀπέναντι τοῦ Θεοῦ, εἶναι νά τόν ἀκούω καί νά κάνω ἐκεῖνο πού μοῦ λέει. Καί ἄν μέ ρωτᾶ, τότε νά τοῦ ἀπαντῶ. Μέ ταπείνωση, μέ ἀγάπη, μέ πίστη καί μέ ὑπομονή.

Ἐρώτημα: Ὅποιος σκέπτεται κάπως ἔτσι, δέν πιό εἶναι ὑγιής ἀπό ἐκεῖνον πού εἶναι ὑγιέστατος στό σῶμα;

Δέν εἶναι προτιμότερο νά σκεπτόμαστε περισσότερο καί πιό σωστά, γιά τήν αἰώνια ὕπαρξή μας καί γιά τόν Θεό, ἀπό ὅσο σκεπτόμαστε γιά τό πόδι, τό μπράτσο, τό στομάχι μας;

Εἶναι χίλιες φορές προτιμότερο νά εἶναι ὁ ἄνθρωπος σωστός στήν ψυχή καί στά μυαλά, παρά σέ μερικά μέλη τοῦ σώματος του.

Τί θέλομε νά ποῦμε;

Νά προσέχομε, ἐμεῖς πού νομίζομε πῶς βλέπομε τά πράγματα πιό καλά. Πολλούς, πού τούς καταδικάζομε καί τούς θεωροῦμε ἄξιους γιά περιφρόνηση, μπορεῖ νά εἶναι πιό καλοί ἀπό μᾶς. Ἔχομε δουλειά νά κάνομε. Νά ἀνοίξομε τά μάτια μας νά βλέπομε πιό καλά καί πιό σωστά, γιά πόσα πρέπει νά εὐχαριστοῦμε τόν Κύριο. Καί πόσο νά τόν εὐχαριστοῦμε.

 

«Καθεῖλε δυνάστας ἀπό θρόνων»

Βέβαια ἄνθρωποι εἴμαστε· μᾶς ἀρέσει νά ἔχομε ὑγεία, δύναμη, πλοῦτο. Μακάρι νά δώσει ὁ Θεός νά ἔχομε ὅλοι. Εἶναι πολύτιμα ἀγαθά γιά τήν παρούσα ζωή. Μόνο νά μή ξεχνᾶμε ποτέ, ὅτι ἡ Παναγία, δηλαδή ὁ Θεός μέ τό στόμα τῆς μεγάλης προφήτιδας καί διδασκάλου καί εὐεργέτιδος ὅλου τοῦ κόσμου, τῆς Ἁγίας Μαρίας, τῆς Μητέρας τοῦ Κυρίου λέγει: «καθεῖλε δυνάστας ἀπό θρόνων καί ὕψωσε ταπεινούς».

Ἅμα δέν πᾶνε καλά στά μυαλά, τούς σαρώνει ὁ Θεός ἐκείνους πού εἶναι καί ὑγιεῖς καί δυνατοί καί πλούσιοι. Στή θέση τους, βάζει ταπεινούς. Οὔτε τόν κόσμο, οὔτε τή ζωή μου θά κυβερνήσω ἐγώ, ἔστω καί ἄν ἔχω ὑγεία, δύναμη, πλοῦτο.

Τόν κόσμο, τόν κυβερνᾶ ὁ Θεός.

Ἡ μεγαλύτερη σοφία εἶναι νά στέκω ἀπέναντι τοῦ Κυρίου, στή θέση πού πρέπει καί σωματικά καί μέ τά μυαλά καί μέ τό περιεχόμενο τῆς καρδιᾶς μου.

Νά μᾶς βοηθᾶ καί νά μᾶς φωτίζει ὁ Θεός, νά καταλαβαίνομε τά διδάγματα πού μᾶς δίδει μέσα ἀπό τό Εὐαγγέλιό Του, πού εἶναι φῶς γιά τή ζωή μας. Ἀμήν.-